Χριστουγεννιάτικο διήγημα της Μαρκέλλας Πάρης | Λογοτεχνικό Δωδεκαήμερο Χριστουγέννων 2024 - ΚΕΦΑΛΟΣ

To Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς για το βιβλίο, τη λογοτεχνία, την ποίηση, τους λογοτέχνες και τις τέχνες.

ΝΕΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2025

Χριστουγεννιάτικο διήγημα της Μαρκέλλας Πάρης | Λογοτεχνικό Δωδεκαήμερο Χριστουγέννων 2024




«Επόμενη στάση: καπνοχώρια», ήχησε η μαγνητοφωνημένη φωνή – με τρόπο αδρό, λες και καλύπτονταν και οι μαγνητοφωνημένες φωνές με παγοκρυστάλλους. Με πολλή προσμονή και πείσμα, όπως συνήθιζαν να λένε και οι ντόπιοι εκεί πέρα, ο παγερός αέρας με έσπρωξε,με δελέασε και πήρα τον δρόμο για το ξεχασμένο μου χωριό. Ήξερα ότι ήταν μακρυά, και το χωριό ήξερε ότι θα αργούσα να φτάσω. Από παλιά μού άρεσε να κάνω στάσεις, να εμπνέομαι τοπία και σκηνικά, ώστε όταν έφτανα στην πόλη μου να κλείδωνα την ξύλινη – βαμμένη με πράσινη λαδομπογιά – πόρτα της αποθήκης μου, και να τα αποτύπωνα, να ταξίδευα με τις μαγικές ανιούσες και κατιούσες κλίμακες του Μπαχ. Μού άρεσε· μού άρεσε να νοιώθω πως υπάρχω,πως μπορεί μια μεγαλοφυΐα να σκέφτηκε εμένα ως πρωταγωνίστρια στο μυθιστόρημά του· ίσως τελικά να υπήρχα – αφού ακόμη και τα πνεύματα υπάρχουν τα Χριστούγεννα . Φέτος ήθελα να φύγω περισσότερο από κάθε άλλη χρόνια. Δεν αντιλήφθηκε κανείς την απουσία μου- αλλά ούτε και την παρουσία μου. Η γραμμή 43, λοιπόν, κάθε χρόνο ξεγελούσε πολλούς επιβάτες, η στάση «καπνοχώρια» στην πραγματικότητα δεν υπήρχε. Παρόλο που εγώ αποβιβάστηκα εκεί. Ήταν Χριστούγεννα όμως, και ήθελα να κάνω κάτι ξεχωριστό, ίσως να περνούσα την κρύα αυτή νύχτα -που με λαχτάρα καταπλάκωνε το χωρίο – σε μια μεγάλη εκκλησία, σε ένα μεγάλο καταφύγιο, σαν ένας μικρός πρίγκηπας που τελικά ήρθε στην γη – αλλά ο δύστυχος, δεν ήξερε πώς να φύγει, για αυτόν δεν θα υπήρχε η γραμμή 43· ή μήπως υπήρχε; Έρρεαν σαν ορμητικό ποτάμι σε έναν αχανή ωκεανό οι συλλογισμοί μου. Ύστερα, θυμήθηκα την γελοία γούνα που μου έφερε η θεία Τζούλια πέρυσι, ως πρωτοχρονιάτικο δώρο, και άρχισα να γελάω μονή μου σαν παγοκολόνα που πήρε τον κατήφορο προς το μεγάλο δάσος. Όλως παραδόξως, ψεύδομαι, δεν ήταν η γούνα αστεία, αλλά η θεία Τζούλια – κάθε Χριστούγεννα έλεγε τι ωραία που ήταν στο Σικάγο, σα να πήγαινε διακοπές, ενώ είχε εγκατασταθεί μόνιμα εκεί. Την καημένη· τής έλλειπε τόσο πολύ η ανιψιά της, έκτοτε έρχεται στο σπίτι μας για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, αλλά δεν έχει πια αυτό το αντηχόν γέλιο. Όταν μπαίνει στο σαλόνι μας μόνο κοντοστέκεται απέναντι από το τζάκι μας, και έπειτα αγναντεύει έναν πίνακα. Νομίζω πως φέτος έγινε κάτι διαφορετικό, φέτος δεν την είδα- μιας και αποφάσισα να γιορτάσω κάπως διαφορετικά το «ο Χρίστος ετέχθη», αλλά ακόμη κι αν ήμουν εκεί, δεν θα την έβλεπα. 


Για μερικά δευτερόλεπτα ένοιωθα πως κάποιος με πάγωσε, αλλά όχι με χιόνι και άνυδρο αέρα, με άγγιζαν κάποιες μαλάκες φωτεινές, θέρμες αχτίδες- σχεδόν με γαργαλούσαν. Κάποιος με νανούριζε, εγώ ακόμη σκεφτόμουν τον μισοτελειωμένο πίνακα που άφησα- δεν πρόλαβα να ρίξω κι άλλη γλυκιά, υπέρυθρη ακτινοβολία πάνω στο πυκνό και καταπράσινο λιβάδι μου. Σκέφτηκα πως κουράστηκα πολύ από το ταξίδι, πιθανώς να ξυπνούσα την άνοιξη, όταν η κάμπια που σκαρφάλωσε στο παλτό μου θα είχε γίνει μια υπερήφανη και καμαρωτή πεταλούδα. Τίποτα από όλα αυτά δεν φάνταζε αληθινό, η θεία Τζούλια δεν μου είχε φέρει καμία γούνα. Τα φώτα στο καραβάκι μας, τα κεριά πάνω στο τζάκι- όλα έλαμπαν πιο πολύ από ποτέ, αναρωτιόμουν ποιό ήταν το χαρμόσυνο γεγονός, και πώς βρέθηκα εκεί. τώρα όμως δεν μπορούσα να τους εγκαταλείψω – έμοιαζαν όλοι τους για πρώτη φορά τόσο ευτυχισμένοι. Ίσως να προσέχω αυτά τα Χριστούγεννα, να μην ξεχάσω ξανά πως υπήρξα. Κάθε χρόνο έρχομαι με τα παραμυθένια κουδουνάκια στο έλκηθρο του Άι Βασίλη, κάθε χρόνο δοκιμάζω τα μελομακάρονά μας, σα να έβαλαν λίγη παραπάνω ελπίδα φέτος. Χάρηκα και με ρυθμό έτρεξα να προλάβω το λεωφορείο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Περιμένουμε τις απόψεις σας!