Τα Χριστούγεννα του Αλέξανδρου - Καλλιόπη Αγγελακοπούλου | Λογοτεχνικό Δωδεκαήμερο Χριστουγέννων 2024 - ΚΕΦΑΛΟΣ

To Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς για το βιβλίο, τη λογοτεχνία, την ποίηση, τους λογοτέχνες και τις τέχνες.

ΝΕΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2025

Τα Χριστούγεννα του Αλέξανδρου - Καλλιόπη Αγγελακοπούλου | Λογοτεχνικό Δωδεκαήμερο Χριστουγέννων 2024



Παραμονή Χριστουγέννων, όμως ο Αλέξανδρος,  παρά την κούραση  που αισθανόταν, ήταν ακόμη στο ιατρείο του. Εξέτασε  με προσοχή και   τον τελευταίο ασθενή του  και έγραφε την αγωγή, που θα ακολουθούσε όταν  το στυλό που κρατούσε σταμάτησε. Άνοιξε  το τρίτο συρτάρι του γραφείου και πήρε από μέσα  τυχαία  ένα άλλο στυλό. Ήταν ασημένιο και πολύ ακριβό. Μόλις το αντίκρισε το χέρι του άρχισε να τρέμει και στο τέλος  ίσα που κατάφερε να βάλει την υπογραφή του.

Σηκώθηκε και συνόδεψε τον ασθενή μέχρι την πόρτα και του ευχήθηκε «Καλά Χριστούγεννα» και  ύστερα κάθισε ξανά  στη μαύρη δερμάτινη πολυθρόνα του. Μόνος του, τώρα που δεν τον έβλεπε κανένας, πήρε στο χέρι του  το ασημένιο στυλό και το έσφιξε τόσο πολύ μέχρι που πόνεσε με ένα πόνο που τον γνώριζε πολύ καλά από τα παιδικά του χρόνια. Έπειτα αφέθηκε στις αναμνήσεις του…

«Ήταν μόλις  δέκα χρονών εκείνα τα Χριστούγεννα του 1970. Έξω έπεφτε ένα ψιλό λεπτό χιόνι και τα δέντρα είχαν ντυθεί ολόλευκα. Φόρεσε τα σχισμένα λαστιχένια παπούτσια του και με το πατίνι του γλίστρησε πάνω στο απαλό χιόνι.

Μαγεμένος προχώρησε πέρα από τη φτωχική γειτονιά του και έφτασε σε μια περιοχή που ζούσαν πιο  πλούσιοι άνθρωποι. Κοίταξε με θαυμασμό τα μεγάλα φωτισμένα σπίτια, τα στολισμένα δέντρα, τις βιτρίνες των μαγαζιών, τα πολλά γλυκά και τα πολύχρωμα ζαχαρωτά στα ζαχαροπλαστεία. Έπειτα κοίταξε τους καλοντυμένους ανθρώπους και τα παιδιά της ηλικίας του που φορούσαν ζεστά παλτά, γάντια, σκουφάκια και δερμάτινα γυαλισμένα μποτάκια και στα χέρια τους κρατούσαν δώρα δεμένα με πολύχρωμους φιόγκους. Η αθώα παιδική καρδιά του σφίχτηκε.

Γύρισε γρήγορα στο σπίτι. Η μαμά του, η Ξένια, τον περίμενε. Έστρεψε το βλέμμα του ολόγυρα, τίποτε όμως  δεν θύμιζε ότι ήταν μεγάλη γιορτή. Η μαμά του τον πλησίασε ανήσυχη.

«Αλέξανδρε τι έχεις; Γιατί κλαις; τον ρώτησε. Σήμερα είναι Χριστούγεννα, πρέπει να χαίρεσαι. Είναι εδώ μαζί  μας και η αγαπημένη θεία σου , η Μαίρη, έλα να τη χαιρετήσεις».

Γεμάτος θλίψη την ρώτησε: «Αφού είναι Χριστούγεννα γιατί εμείς δεν έχουμε στολισμένο δέντρο, φωτισμένο και ζεστό σπίτι, γλυκά και καλοψημένα φαγητά; Γιατί φοράς τόσο παλιό φόρεμα και εγώ δεν έχω καινούρια  παπούτσια και τα γάντια μου είναι τρύπια;».

Η μαμά του με λυπημένη φωνή του απάντησε: «Είμαστε πολύ φτωχοί, όμως έχουμε μεταξύ μας  αγάπη».

Εκείνος όμως επέμενε: «Και γιατί εμείς είμαστε τόσο φτωχοί αφού και συ και ο μπαμπάς δουλεύετε όλη μέρα; Τι περισσότερο έκαναν οι υπόλοιποι  και έχουν τόσα πλούτη;».   

Η μαμά του κόμπιασε. Τότε η θεία Μαίρη του είπε ότι: «Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που είναι φτωχοί όπως εμείς και άλλοι πιο πλούσιοι».

Ο Αλέξανδρος όμως συνέχισε: «Και γιατί οι πλούσιοι άνθρωποι δεν μοιράζονται αυτές τις άγιες μέρες τα φαγητά, τα γλυκά  και  τα στολίδια τους με τους φτωχούς; Χρειάζονται τόσα πολλά  πράγματα, γλυκά και φαγητά  για να είναι ευτυχισμένοι;».

Η θεία του, του απάντησε ότι: «Προφανώς δεν τα χρειάζονται. Να ξέρεις όμως ότι  υπάρχουν  αρκετοί ευκατάστατοι άνθρωποι που θέλουν να βοηθήσουν τους άλλους πραγματικά, αλλά μερικές φορές είναι διστακτικοί και  φοβούνται μήπως παρεξηγηθούν. Να  μη λυπάσαι τόσο, είσαι έξυπνος, μαθαίνεις εύκολα και δεν θα αργήσει η μέρα  που  θα έχεις  και συ  ένα μεγάλο στολισμένο Χριστουγεννιάτικο δέντρο, τραπέζι στρωμένο  με ακριβά σερβίτσια, καλοψημένα φαγητά και καινούρια ρούχα. Γέμισε όμως τη καρδιά σου με αγάπη και ελπίδα και γιόρτασε τη γέννηση  του μικρού Χριστού. Δεν θα αργήσουν πολύ να έρθουν καλύτερες μέρες, απλά να μη ξεχάσεις ποτέ τους καλούς τρόπους και τις ηθικές αξίες που σου μαθαίνουν οι γονείς σου».

Εκείνος όμως στεναχωρημένος  κλείστηκε στη κάμαρά του.

Η θεία Μαίρη είπε τότε  στην αδελφή της: «Ξένια, μη στενοχωριέσαι, παιδί είναι και έχει δίκιο. Όμως δεν χρειάζονται τόσο ιδιαίτερα πράγματα για να κάνουμε το χώρο να φανεί γιορτινός, μπορούμε μόνες μας να φτιάξουμε στολίδια, όπως όταν ήμασταν μικρές, να μαγειρέψουμε και να ψήσουμε γλυκά με άχνη και κανέλα. Έλα  ,βάλε στο  πικάπ το δίσκο με τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα, απέκτησε πάλι το χαμόγελο και την αισιοδοξία σου, μια χρονιά  δύσκολη είναι και θα περάσει. Άναψε το τζάκι και φέρε μέσα κόκκινα   αλεξανδρινά λουλούδια.

Η Μαίρη ήξερε με το τίποτε να κάνει ένα απλό χώρο να δείχνει όμορφος και λαμπερός. Μάζεψε κουκουνάρια και πράσινα κλαδιά από  τα πεύκα του κήπου, πήρε στα χέρια της το πινέλο και  τα χρωμάτισε με χρυσά και ασημί χρώματα , έδεσε στα κλαδιά τους κόκκινα φιογκάκια, ζωγράφισε  στα βάζα αστεράκια , τα γέμισε  με ρύζι και κλωνάρια μυρτιάς. Μέσα σε γυάλινα ποτήρια άναψε κόκκινα κεριά και στόλισε ένα μικρό ελατάκι με μικρά ρόδια, κάστανα και καρύδια τυλιγμένα μέσα σε πολύχρωμα  χαρτάκια, δεμένα με χρυσές κορδέλες.

Έπειτα μαζί  με την μαμά του έφτιαξαν κουραμπιέδες, τηγανίτες και χαλβά με πολλές σταφίδες και αμύγδαλα. Ολόκληρο το  σπίτι μύρισε από το σιρόπι που έβραζε με ξυλάκια κανέλας, πορτοκάλι και βανίλια. Μαγείρεψαν  και όταν έστρωσαν στο γιορτινό τραπέζι  το ολόλευκο τραπεζομάντηλο με τις κεντημένες καμπανούλες και γιρλάντες, τον φώναξαν  κι αυτόν  και το μπαμπά του για να φάνε όλοι μαζί.

Εκείνη τη μέρα η μαμά του, αφού τον αγκάλιασε, του έδωσε ένα μικρό κουτί τυλιγμένο με κόκκινο χαρτί και δεμένο με μεταξωτή μπλε κορδέλα. Το άνοιξε με λαχτάρα, ήταν ένα όμορφο ασημένιο στυλό.

Στην κάρτα έγραφε:

«Αλέξανδρε, Χρόνια Πολλά, εύχομαι με αυτό το στυλό να υπογράφεις τις ευχές σου για το καλύτερο μέλλον των ανθρώπων και να είσαι  πάντοτε χαρούμενος και ευτυχισμένος».

Την ευχαρίστησε. Τότε δεν κατάλαβε, τι ακριβώς εννοούσε. Ήταν ακόμη παιδί. Ωραίο ήταν το στυλό, όμως αυτός προτιμούσε ένα ζευγάρι ζεστά μποτάκια, ένα σκουφάκι, παιχνίδια της ηλικίας του, παραμύθια και πλεχτά γάντια.

Έτρωγαν ακόμη όταν χτύπησε η πόρτα. Η μητέρα του σηκώθηκε, άνοιξε τη πόρτα και έβγαλε μια χαρούμενη φωνή όταν είδε μπροστά της  χαμογελαστό  τον δάσκαλο, που  πάντα ακολουθούσε  την Μαίρη. Η Μαίρη έβαλε στο τραπέζι ένα ακόμη σερβίτσιο και ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Αργότερα ο δάσκαλος είπε στον πατέρα του να τον βοηθήσει να κατεβάσουν τα πράγματα  από το αυτοκίνητο. Μπροστά στα  έκπληκτα μάτια του ανοίγονταν  κουτιά  με γλυκά και δώρα και ανάμεσά τους παιχνίδια, παραμύθια, γάντια, σκουφάκι και μποτάκια γι αυτόν. Ο δάσκαλος παρά τις πιέσεις που δέχθηκε, δεν τους είπε ποιος έστειλε αυτή την άγια μέρα τόσα δώρα.

Όταν αποτελείωσαν το φαγητό, η θεία του τους έβγαλε μια φωτογραφία αγκαλιασμένους και τους τρεις στη πρώτη σειρά μπροστά στο αναμμένο τζάκι και πίσω τους όρθιο  το δάσκαλο. Τα χρόνια πέρασαν γρήγορα. Σπούδασε, έγινε γιατρός και κάποια στιγμή έφυγε από τη φτωχογειτονιά. Όμως  όλα τα χρόνια επισκέπτονταν δωρεάν τους γέροντες και τα φτωχά παιδιά.

Τα λόγια της μητέρας του: «Οι ηθικές αξίες δεν χάνονται», στριφογύρισαν τώρα στο μυαλό του .Επίσης για μια ακόμη φορά αναρωτήθηκε   ποιος έστειλε εκείνη τη μέρα με το δάσκαλο όλα εκείνα τα δώρα. Ήταν κάποιος γνωστός που τον είδε όταν  κοίταζε με θαυμασμό τις βιτρίνες, ή κάποιος άγνωστος. Όποιος και να ήταν όμως είχε μια ευγενική καρδιά, γεμάτη  αγάπη και καλοσύνη και είχε διαλέξει πολύ προσεχτικά τα δώρα και ο ίδιος  αυτό δεν θα το ξεχνούσε ποτέ.

Έπειτα βαθιά συγκινημένος και βυθισμένος ακόμη στις αναμνήσεις του, άνοιξε το δεύτερο συρτάρι του γραφείου του και έβγαλε από μέσα μια ξύλινη παλιά κορνίζα με εκείνη τη φωτογραφία των παιδικών του Χριστουγέννων. Η μητέρα του φορούσε ένα ξεθωριασμένο μπλε φόρεμα, ο πατέρας του ένα παλιό καρό πουκάμισο και αυτός ένα κόκκινο πουλόβερ με μεγάλα μανίκια. Όμως οι γονείς του τον κοιτούσαν με λατρεία. Ο δάσκαλος στεκόταν πίσω τους γελαστός   και μέσα στο βλέμμα του υπήρχε μια ηρεμία, ήταν σαν να του έλεγε  ότι πάντα γύρω του θα υπάρχουν άνθρωποι έτοιμοι να προσφέρουν και να δεχθούν αγάπη. Ακόμη και το φτωχικό σπίτι τους έδειχνε λαμπερό.   

Μέσα σε αυτή τη ξύλινη κορνίζα, ήταν κλεισμένη ,χρόνια τώρα, όλη η παιδική του ηλικία, τα όνειρα, οι ελπίδες, οι συμβουλές και οι ηθικές αξίες που δεν έπρεπε να ξεχάσει. Κράτησε πάλι το ασημένιο στυλό απαλά στα χέρια του και ήταν σαν να αισθάνονταν το απαλό άγγιγμα της μητέρας του.

Ένα δάκρυ κύλισε από τα μάτια του και με σιγανή φωνή από μέσα του, γεμάτη συγκίνηση είπε: «Είμαι πολύ περήφανος για σας και  θέλω να είσαστε σίγουροι ότι πάντα θα προσπαθώ να προσφέρω τις υπηρεσίες μου για ένα καλύτερο κόσμο και να είμαι ευγνώμων. Όμως νομίζω ότι τώρα ήρθε η στιγμή αυτό το πολύτιμο στυλό και αυτή τη παλιά κορνίζα να τα δώσω με τη σειρά μου στην κόρη μου , την Άννα, είναι πλέον είκοσι  εννιά  χρονών»…  

Σκούπισε τα μάτια του και  σηκώθηκε από την πολυθρόνα του. Στάθηκε μπροστά στο μεγάλο παράθυρο και κοίταξε από τα ανοιχτά στόρια τους στολισμένους δρόμους της Αθήνας και το φωτισμένο με τα χιλιάδες λαμπιόνια δέντρο της πλατείας.

Γύρισε το βλέμμα του και κοίταξε και το γραφείο του πολύ προσεχτικά, γιατί θα ήταν η τελευταία φορά που θα έμπαινε μέσα σαν γιατρός, αφού  σε λίγες μέρες θα το παρέδιδε στην Άννα. Ο ίδιος είχε πάρει από πολύ καιρό την απόφασή του να ακολουθήσει για πέντε χρόνια μια αποστολή με άλλους γιατρούς στις χώρες της Αφρικής, προσφέροντας εθελοντικά τις υπηρεσίες του. Οι συνθήκες δεν τον τρόμαζαν, άλλωστε αυτός γνώριζε πολύ καλά και τη φτώχεια και τις ασθένειες.

Στερέωσε προσεχτικά το φωτεινό αστέρι στη κορυφή του χριστουγεννιάτικου δέντρου και έκλεισε σιγά-σιγά πίσω του τη πόρτα του ιατρείου του και μαζί της ένα μεγάλο κεφάλαιο της ζωής του. Χαιρέτησε τον θυρωρό του μεγάρου και του ευχήθηκε «Καλά Χριστούγεννα» , δίνοντάς του ένα μεγάλο χάρτινο κουτί με παιχνίδια που είχε αγοράσει για τα δίδυμα αγοράκια του.

Προχώρησε στη Σταδίου και ανακατεύτηκε μέσα στο εορταστικό πλήθος. Αγόρασε από τους πλανόδιους φωτισμένα ελαφάκια και αστεράκια και από το ζαχαροπλαστείο ζαχαρωτά, μπακλαβά,  καραμέλες , σοκολάτες και δίπλες. Θα επισκεπτόταν για μια ακόμη φορά τη μικρή  γειτονιά του, που τώρα ήταν τόσο όμορφη και γραφική. Τα παιδιά και οι γέροντες  τον περίμεναν με λαχτάρα, όπως περίμενε και ο ίδιος κάποτε. Δεν θα τους άφηνε ποτέ χωρίς δώρα.

Πάντοτε μέσα στις αναπολήσεις του , τα Χριστούγεννα του 1970,είχαν για αυτόν μια ιδιαίτερη συναισθηματική και συμβολική θέση  ανάμεσα στα πιο ξεχωριστά  της ζωής του.

Όμως, μόνο τώρα ,μετά από τόσα χρόνια, απαλλαγμένος από το βάρος, μπορούσε  να δει ότι γύρω του ξεδιπλώνονταν ένας κόσμος πιο δίκαιος, λαμπερός, γεμάτος ελπίδες, ευγενικά συναισθήματα, προσδοκίες  και υποσχέσεις, έτοιμος να  ζήσει για μια ακόμα φορά την μαγεία των Χριστουγέννων και να υποδεχθεί με χαρά  το Νέο Έτος  και αισθάνθηκε μέσα του μια πρωτόγνωρη  ηρεμία  και αγαλλίαση γιατί κι αυτός  αποτελούσε μέρος του.

Χρόνια Πολλά και Καλή Χρονιά σε όλο τον κόσμο .


Σημείωμα. Έλαβε Α Βραβείο στον 4ο Χριστουγεννιάτικο Διαγωνισμό του ΕΠΟΚ, Ελληνικός Πολιτιστικός Όμιλος Κυπρίων.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Περιμένουμε τις απόψεις σας!