Μια φορά και έναν καιρό σε ένα μικρό χωριό ζούσε ένας καλόκαρδος φούρναρης, ο Κυρ Ανέστης. Κάθε μέρα ξυπνούσε πολύ πρωί. Πήγαινε στο φούρνο του. Τον είχε κληρονομήσει από τον παππού του. Ζύμωνε με τα μαγικά χεράκια του, ψωμάκια, κουλουράκια, πιτούλες, γλυκά και άλλα πολλά. Έτσι και σήμερα. Ζύμωσε, έψησε και όταν ετοιμάστηκε να φύγει για το σπίτι , γιατί ήταν παραμονή Χριστουγέννων και τον περίμενε η οικογένειά του, άκουσε μια λεπτή φωνούλα. «Ε, Κυρ Ανέστη, για που το έβαλες; Που με αφήνεις μόνο; Φοβάμαι το σκοτάδι». Ο Κυρ Ανέστης τρόμαξε. Κοίταξε από δώ, κοίταξε από κει, ώσπου σε μια λεκανίτσα βλέπει ξαπλωμένο ένα κομμάτι ζυμαράκι. Σκύβει πιο κοντά και το ρωτά «εσύ με φώναξες; Πλησιάζουν Χριστούγεννα, βιάζομαι σπίτι μου να πάω, θα τα πούμε τη Δευτέρα».
Το ζυμαράκι όμως, σαν τα άκουσε όλα αυτά, άρχισε να κλαίει δυνατά. «Μην με αφήνεις καλέ μου φούρναρη και εγώ ότι θες θα σου χαρίσω». «Τι έπαθα απόψε!», μουρμούρισε από μέσα του ο φούρναρης και συνέχισε «Σαν τι θα μπορούσες να μου χαρίσεις εσύ; Ένα κομμάτι ζυμάρι;». Το ζυμαράκι που ήταν γενναίο του απάντησε « πλάσε με και μένα κουλουράκια και πάρε με μαζί σου». Ο Κυρ Ανέστης είχε τόσο καλή καρδιά που το λυπήθηκε και θέλησε να το βοηθήσει, αλλά σαν τι θα μπορούσε να το κάνει; Γιατί κουλουράκια είχε κάνει πολλά σήμερα, αναρωτιόταν όταν χτύπησε το τζάμι η νεράιδα των Χριστουγέννων. Ο Κυρ Ανέστης έμεινε με τα μάτια ορθάνοιχτα. «Όλα τα παράξενα απόψε θα μου συμβούν» είπε από μέσα του και άνοιξε την πόρτα.
Η νεράιδα μπήκε με χαρά και τον ρώτησε «φαίνεσαι στεναχωρημένος; Τι σε απασχολει;πες μου, μπορεί λύση να βρεθεί». Ο καλόκαρδος φούρναρης της άνοιξε την καρδιά του. Της είπε τα μυστικά του, καθώς και για το ζυμαράκι. Τότε η νεράιδα τον ακούμπησε με το ραβδάκι στην πλάτη και του μίλησε «μην στεναχωριέσαι θα σου πω τι θα μπορούσες να ζυμώσεις με αυτό το παραπονεμένο ζυμαράκι. Πλησιάζουν Χριστούγεννα, ζύμωσε ψωμάκι μυρωδάτο με μέλι και κανέλα. Κέντησε το, με χρυσό βελόνι λούλουδα χρυσά και βούτηξε καρύδια να έχει συντροφιά». Ο Κυρ Ανέστης έβαλε πάλι την άσπρη ρόμπα του. Η νεράιδα των Χριστουγέννων έβγαλε ένα φθαρμένο χαρτάκι από την τσέπη της και άρχισε να του διαβάζει μια συνταγή.
Ήταν της γιαγιάς της, την έκανε κάθε χρόνο παραμονή Χριστουγέννων, στην νεραιδοχώρα. Ο καλός φούρναρης ζύμωνε και ζύμωνε και τελειωμό δεν είχε. Η νεράιδα βουτούσε στο αλεύρι. Κρυβόταν κάτω από αυτό, ώσπου ο φούρναρης έκανε ένα στρογγυλό ψωμάκι. Το στόλισε με φυλλαράκια, λουλουδάκια και όταν ετοιμάστηκε να το βάλει στο ξυλόφουρνο για να ψηθεί, άκουσε φωνές έξω στο δρόμο. Τρέχει να δεί τι συμβαίνει. Μόλις άνοιξε την πόρτα, μπήκε μέσα χοροπηδώντας ένα καρύδι. « Τι συμβαίνει;» το ρωτά έκπληκτος. « Αχ, καλέ μου φούρναρη σώσε με, ένας σκίουρος με κυνηγά». Έσκυψε ο Κυρ Ανέστης το πήρε και το έβαλε στην τσέπη του. Τότε η καλή νεράιδα του είπε «έχω μια ιδέα, να βουτήξεις το καρύδι μέσα στο στολισμένο άψητο ψωμί. Εκεί θα βρεί την ευτυχία».
Έτσι και έγινε. Ο φούρναρης έβγαλε από την τσέπη του το καρύδι και το έβαλε προσεκτικά στο κέντρο του ψωμιού. Το ζυμαράκι φαινόταν χαρούμενο. Είχε πάνω του τόσα στολίδια. Τι τυχερό που ήταν, σκεφτόταν. Η νεράιδα το έβαλε στο ζεστό ξυλόφουρνο. Όταν ψήθηκε το έβγαλε η ίδια, γιατί ο Κυρ Ανέστης ξεκουραζόταν. Το ψημένο τώρα πια ψωμάκι χαμογελούσε. Ο φούρναρης αφού καθάρισε τον πάγκο, πήρε στον ώμο την νεράιδα και στα δυό του χέρια το στρογγυλό ψωμάκι και ξεκίνησαν για το σπίτι. Μόλις έβαλε το κλειδί στην πόρτα το ρολόι χτύπησε δώδεκα ακριβώς. Η νεράιδα έγινε αόρατη. Πήγε και κάθισε πάνω στο πιάτο της σούπας. « Ευκαρία να φάω και λίγο γιατί γουργουρίζει το στομαχάκι μου» σκέφτηκε.
Τα παιδιά και η γυναίκα του άρχισαν τις ευχές. « Χρόνια Πολλά, Καλά Χριστούγεννα με υγεία μπαμπά, άργησες» του παραπονέθηκαν τα παιδιά του. « Άργησα αλλά, τι σας έφερα, γρήγορα όλοι στο γιορτινό τραπέζι». Όταν όλοι κάθισαν, έβγαλε το ψημένο μυρωδάτο ψωμί πάνω στο τραπέζι, το σταύρωσε και φώναξε « γεννήθηκες λίγο πριν τα Χριστούγεννα γι’ αυτό σε βαφτίζω Χριστόψωμο. Ψωμί του Χριστού. Γι’ αυτό έγινες τόσο όμορφο και μυρωδάτο». Άρχισε να το κόβει μια- μια φέτα και να δίνει στον καθένα, ακόμα και για την νεράιδα έκοψε. Ήξερε ότι ήταν μέσα στο σπίτι και για σήμερα ήταν η βοηθός του, έπρεπε να ανταμειφθεί. Η μικρή του κόρη φώναξε χαρούμενα «φλουρί, κέρδισα φλουρί». Ο Κυρ Ανέστης έμεινε με ανοιχτό το στόμα, όταν είδε ένα χρυσό φλουρί στα χεράκια της θυγατέρας του. Τότε κατάλαβε ότι το ζυμαράκι ήταν μαγικό.
Είχε πράγματι κάτι να του χαρίσει. Το ζυμαράκι που τώρα ήταν αφράτο ψωμάκι του χάρισε και τα επόμενα χρόνια φλουριά γιατί το έπλαθε με αγάπη και το ζυμαράκι το καταλάβαινε αυτό. Άρχισε κάθε χρόνο, παραμονή Χριστουγέννων να ζυμώνει και να ψήνει Χριστόψωμα. Η φήμη του απλώθηκε σε όλη τη χώρα. Κάθε Χριστούγεννα του δινόταν μεγάλες παραγγελίες από όλα τα γύρω χωριά. Έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα και η νεράιδα τον επισκεπτόταν κάθε παραμονή Χριστουγέννων!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!