Μια Χριστουγεννιάτικη Ιστορία - Γεράσιμος Σ. Τζιβράς | Λογοτεχνικό Δωδεκαήμερο Χριστουγέννων 2024 - ΚΕΦΑΛΟΣ

To Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς για το βιβλίο, τη λογοτεχνία, την ποίηση, τους λογοτέχνες και τις τέχνες.

ΝΕΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2024

Μια Χριστουγεννιάτικη Ιστορία - Γεράσιμος Σ. Τζιβράς | Λογοτεχνικό Δωδεκαήμερο Χριστουγέννων 2024


 


Ποιητικός αντίλαλος στο ομώνυμο κλασικό έργο του Καρόλου Ντίκενς "A Christmas Carol" /Charles Dikens

Από την ποιητική μου συλλογή «ΠΟΙΗΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ ΣΤΗ ΛΌΓΟΥ ΤΕΧΝΗ»


Ο γέρο Έμπενεζερ Σκρουτζ γνωστός εις το Λονδίνο

αν κάποιο πέννυ έχανε είχε μεγάλο θρήνο

και πιο τσιγκούνη απ' αυτόν όσο και νάχες ψάξει

δεν θάβρισκες παρόμοιο τέτοια να έχει πράξει.


Τον κακοπληρωμένο του υπάλληλο τον Κράτσιτ απειλεί

πως αν ξαναφροντίσει, πως το γραφείο ζεσταθεί

ευθύς θα απολύσει, αφού έστω και για μια στιγμή

θ'άφηνε τη δουλειά του για περιττή διακοπή.


Όσο γι'αυτούς που βρίσκονται σε πόνο και σε χρεία

δεν τους κοιτά, αδιαφορεί, ξένη του η αγωνία,

για τα Χριστούγεννα θα πει είναι χαμένος χρόνος

αν δεν δουλεύει ο υπάλληλος τον πιάνει μόνο πόνος.


Στη νύχτα όμως προς Χριστούγεννα έχει απρόοπτη επίσκεψη,

το πνεύμα Γιάκομπ Μάρλεϊ πριν εφτά χρόνια πεθαμένου

και συνεργάτη του στενού του λέει σε μια σύσκεψη

για ενα μέλλον του φριχτό μυστήριου πεπρωμένου.


Το γέρικο φάντασμα θα ρθει δεμένο σ' αλυσίδες

αυτές που η τσιγκουνιά, σκληρή καρδιά, ζωή χωρίς ελπίδες

τούχανε γίνει φορεσιά στον τάφο που ήταν τώρα

είπε στον Σκρουτζ το βάσανο, λίγια ήταν η ώρα.


Μόλις και επρολάβαινε ν'αλλάξει χαρακτήρα

την τσιγκουνιά τα πάθη του ν'αφήσει πριν τη θήρα

που δεν θ'αργήσει να διαβεί , δεν είναι νέος πιά

με αλυσίδες θα βρεθεί στο πέρασμα χωρίς καρδιά.


Ο Μάρλεϊ λέει τότε στον Σκρουτζ, πως έχει να ελπίζει

αν τρία πνεύματα δεχτεί σπίτι του καλιωρίζει

κι ακούσει τι θα του ειπούν, τις αλυσίδες που έχει να φορεί

μπας τότε γλυτώσει, αν δείξει λιγάκι υπομονή…


Μία ή ώρα χτύπησε και να των περασμένων

πνεύμα παρουσιάστηκε όμορφων Χριστουγέννων,

τον πήρε τον παρέσυρε στο ίδιο παρελθόν του,

να βλέπει ένα μικρό παιδί, πίσω τον εαυτόν του.


Ένας πατέρας βλοσυρός να του κρατά κακία

γιατί η μητερούλα του στη γέννα μ'αγωνία

δεν πρόλαβε να τον χαρεί, έφυγε μα η αδελφή του

με τη στοργή της έλουσε, έσωσε τη ζωή του.


Και με το πνεύμα ύστερα θα βγουν στα χρόνια τα μαθητικά

που τόσο όμορφα περνούσε ευλογημένα, παστρικά

και που ο κύριος Φέζιγουηκ  χριστουγεννιάτικα να δίνει

στους υπαλλήλους όσα αυτός είχε να τρώει και πίνει.


Εκεί ο Σκρουτζ θα βρει την πρώτη του αγάπη Μπέλε

που όσο και η καρδούλα του τούλεγε τότε, Θέλε!

Η τσιγκουνιά τον έπνιξε, έδιωξε απ’ την αυλή του

κι άχρωμη έμεινε μετά η υπόλοιπη ζωή του.


Κι ενώ το πνεύμα χάνεται, ο Σκρουτζ τον ύπνο χάνει

στις δύο ή ώρα ακριβώς εν' άλλο πνεύμα φτάνει

των Χριστουγέννων φετινών που ευθύς θα τονε πάει

στο σπίτι του υπαλλήλου του, που μ'έκπληξη κοιτάει.


Τι όμορφα που κάθονται αν κι ολα  φτωχικά

γιορτάζουν τα Χριστούγεννα ζεστά οικογενειακά,

όμως του Κράτσιτ ο μικρός υιός απισχνασμένος τριγυρνά

με μία πατερίτσα σέρνει τα πόδια του βαριά.


Το πνεύμα ο Σκρουτζ τότε ρωτά, αν έτσι το παιδί επιζήσει,

«-Όχι δεν το μπορεί!» Το πνεύμα θα απαντήσει

αν οι σκιές του μέλλοντος αμέσως δεν αλλάξουν

μόνο οι πράξεις του οι καλές θα τονε προφυλάξουν.


Θα του θυμίσει βλοσυρός κάποια πικρά του λόγια

πούλεγε ας πεθαίνανε του κόσμου όλου οι ασθενείς

που ζούσαν σε ανήλιαγα και σκοτεινά υπόγεια

θάτανε προς καλύτερα στον πληθυσμό της γης.


Ύστερα επισκέπτονται του Σκρουτζ τον ανιψιό

Φρέντυ που κάθε χρόνο Χριστούγεννα τέτοιο καιρό

τον θείο του πάντα προσκαλεί για να γιορτάσουνε μαζί

συνομιλούν και χαίρονται την όμορφη γιορτή.


Το πνεύμα αίφνης τον Σκρουτζ τραβά πηγαίνοντας τον 'κει

που κατοικούν απ'τους φτωχούς ακόμα οι πιό φτωχοί

που μεταξύ τους τριγυρνούν η Άγνοια και η φτώχεια

ξυπόλητοι να περπατούν μες στα χαλαζοβρόχια.


«-Παράξενα ονόματα!» Λέει ο Σκρουτζ στο πνεύμα

«-Να τα βοηθήσω δεν μπορώ!» φωνάζει μ'ενα νεύμα

«-Πες μου πνεύμα παράξενο έχουν κάπου να μείνουν;»

«-Γι' αυτά εσύ ήδη έχεις πει, στη φυλακή ό,τι φάν' και πίνουν!»


Είπε το πνεύμα κι έφυγε και στο σκοτάδι μόνος

ο Σκρουτζ σαν να κατάλαβε το τι σημαίνει πόνος,

να το σκεφτεί δεν πρόλαβε έγινε τρεις η ώρα

το τρίτο πνεύμα εφιαλτικό μπροστά του βγαίνει τώρα


απ'τα Χριστούγεννα που θάτανε μετά από ενα χρόνο

στη μαύρη την κουκουλα του εξώκοσμο έχει τόνο,

εις το χρηματιστήριο λοιπόν τον φέρνει του Λονδίνου

όπου εκεί χασκογελούν αντί βαρέως θρήνου.


Για κάποιον που δεν πρόλαβε ακόμα ν'αποθάνει

κατηγορούνε το νεκρό για όσα έχει κάνει

και μια γυναίκα παρακεί ό,τι έχει κλέψει απ'αυτόν

πουλάει όσο όσο, του Σκρουτζ είναι ιμάτιο, κάποιο του παλαιόν.


«-Πνεύμα γιατί εχάσανε κάθε αξιοπρέπεια

τον σεβασμό προς το νεκρό και κάθε καλλιέπεια;»

Το πνεύμα αμίλητο τον πάει στου Κράτσιτ το τσαλδάκι

ο Τίνυ Τομ είναι νεκρός, το άρρωστο παιδάκι!...


Ο Σκρουτζ πιά δεν μπορεί τον πόνο να αντέξει

στο σπίτι του θέλει να ρθει γρήγορα πριν να φέξει,

μα βλέπει να εισέρχονται σ'ένα νεκροταφείο

«-Αυτό σου είν' το το τωρινό κι αιώνιο γραφείο!»


Γραμμένο «Έμπενέζερ Σκρουτζ» στεκότανε στον τάφο

«-Σ'έχουν μισήσει γέρο Σκρουτζ, τι να σου περιγράφω,

ο γέρος που συνάντησες είναι ο εαυτός σου

που αν δεν αλλάξει χάθηκε, ένας πικρός χαμός σου!»


Ο Σκρουτζ σχεδόν λιποθυμά και με τρεμάμενη φωνή

συνέρχεται παραμιλά κάνοντας μιαν ευχή

στο τώρα και μελλοντικά Χριστούγεννα σωστά να ζει

μέστην καρδιά του η φλόγα τους να μένει αστραφτερή...


Ανήμερα Χριστούγεννα τον Σκρουτζ θα βρει η μέρα

στο ίδιο υπνοδωμάτιο όμως σε άλλη σφαίρα,

πετάγεται φωνάζοντας: «-Κόσμε καλά Χριστούγεννα

πούναι για μένα ευλαβικά και όμορφα Πρωτούγεννα!»


Τον όρκο που έδωσε ο Σκρουτζ στα πνεύματα της νύχτας

θάναι στο λόγο του εφεξής της κάθε Καληνύχτας

να κάνει θέλει όλα καλά σε νέα συμπεριφορά 

τόσο καιρό που έχασε, χρόνια δεν τούμειναν πολλά.


Και πρώτα ανωνύμως στέλνει μια γαλοπούλα

στον Μπόμπυ Κράτσιτ που γιορτή έχει σε μιαν ακρούλα

κι όταν αυτός εμφανιστεί ύστερα στο γραφείο

θα του αναγγείλει τον μισθό θα παίρνει επί δύο.


Στους δε κυρίους που είχανε φιλόπτωχο ταμείο

κι όλο τους διαβολόστελνε να φύγουνε στο κρύο

κερνάει τώρα εδέσματα, τους δίνει και λεφτά

πολλά να βοηθήσουνε πολλούς φτωχούς μ'αυτά.


Μα και στον ανιψιό θα πει, χρόνια πως έχει σφάλει

με μια συγνώμη θα εκφραστεί, στην τσέπη του θα βάλει

λεφτά με την αγάπη του για τ' άρρωστο παιδί του

κι αν ο Τίνυ Τιμ θα γιατρευτεί θάναι χαρά δική του.


Πρώτη φορά θα αισθανθεί σα νάτανε πατέρας

σαν άγιος θέλει πια να ζει κι όχι σαν που ήταν τέρας!

Έκλεισα το βιβλίο μου με αυτή την ιστορία

Κι ευχήθηκα οι κακοί τέτοια να βρούνε ευτυχία.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Περιμένουμε τις απόψεις σας!