Το θαύμα της Πρωτοχρονιάς - Πηνελόπη Πιατουλάκη | Λογοτεχνικό Δωδεκαήμερο Χριστουγέννων 2024 - ΚΕΦΑΛΟΣ

To Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς για το βιβλίο, τη λογοτεχνία, την ποίηση, τους λογοτέχνες και τις τέχνες.

ΝΕΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2024

Το θαύμα της Πρωτοχρονιάς - Πηνελόπη Πιατουλάκη | Λογοτεχνικό Δωδεκαήμερο Χριστουγέννων 2024


Η Πρωτοχρονιά πλησίαζε και η στεναχώρια την είχε καταρρακώσει. Μια εβδομάδα είχε απομείνει για να φύγει το 2024 και η Αθήνα με την εορταστική ατμόσφαιρα θαρρείς πως άλλαζε μαζί με όσα πίστευε μέχρι τότε. 

Αυτές τις μέρες το μυαλό της έτρεχε διαρκώς στον  Αργύρη… και το μωρούλι... Δεν τόλμαγε να πει στον άνδρα της και το παιδί της και η σκέψη της έβαζε αποσιωπητικά. Στο μεγάλο της έρωτα αποσιωπητικά, στη ζωή που είχε ζήσει μαζί του αποσιωπητικά στις χαρές που κοντά του είχε γευτεί και στο αδικημένο από εκείνη παιδί… 

Παντού έβαζε αποσιωπητικά και οι αναμνήσεις  κόβονταν στη μέση σαν σκιές εφιαλτικές που αιωρούνταν πάνω από το κεφάλι της να της θυμίζουν τις αμαρτίες της.

Στα μόνα που δεν έβαζε αποσιωπητικά ήταν τα λάθη της. Αυτά τα υπογράμμιζε με μαύρο χρώμα και μια σειρά θαυμαστικά για να τα τονίσει. Πώς είχαν αντιστραφεί όλα μέσα της και πότε συνέβη αυτό δίχως να το καταλάβει;  Πριν πέντε χρόνια θεωρούσε λάθος τη σχέση με τον άνδρα της. Παράβλεπε σκόπιμα πόσο πολύ τον είχε αγαπήσει και ονειρευόταν να κάνει μαζί του οικογένεια. 

Από πολύ μικρή θυμόταν τον εαυτό της να τρέχει ξοπίσω από το αγοράκι που την περνούσε έξι χρόνια. Τεσσάρων χρόνων η Αννούλα, δέκα ο  Αργυράκης που από τότε του είχε δηλώσει: Εγώ, εσένα, θα σε παντρευτώ. Το φιλαράκι, ο προστάτης της που όταν έγινε δεσποινιδούλα δεν τόλμαγε να την πειράξει και να την φλερτάρει κανείς. Έπαιζε ξύλο με όσους την πλησίαζαν με πονηρές διαθέσεις και του είχαν βγάλει το παρατσούκλι πυγμάχος. Εκείνη γνώριζε πόσο τρυφερός και καλός ήταν και πως μόνο για να την προστατέψει γινόταν άγριο θηρίο.

Ένα πολύ όμορφο παλικάρι. Ψηλός, γεροδεμένος με μάτια καταπράσινα στο χρώμα της χλόης που, όταν θύμωνε, ξεσήκωναν κύματα τρικυμιώδη με τα πυκνά φρύδια του να υψώνονται και να ανεβοκατεβαίνουν με πείσμα.

Είκοσι δύο χρόνων ο Αργύρης και δεκαέξι εκείνη, που έτρεξε δυο χιλιόμετρα να τον προϋπαντήσει όταν επέστρεφε από φαντάρος και ξέπνοη έπεσε στην αγκαλιά του. Πώς έγινε και τα χείλη τους βρέθηκαν ενωμένα σε ένα φλογερό φιλί, η Αννούλα, -Άννια για τον Αργύρη- όπως την έλεγε χαϊδευτικά, ούτε που το κατάλαβε. 

Το θεώρησε φυσικό γιατί τα χείλη του είχαν μεγάλη γλύκα και το κορμί της είχε μελώσει. Η αλήθεια ήταν πως εκείνος μετάνιωσε που την φίλησε και στην υπόλοιπη διαδρομή ήταν σιωπηλός, συλλογισμένος. 

Τα καλωσορίσματα η θερμή υποδοχή που του επιφύλαξαν συγγενείς και φίλοι, έδιωξαν την αμηχανία τους και στο τραπέζι που έστησαν στην κεντρική πλατεία οι γονείς του, πρωτοστάτησαν οι δυο τους στο χορό.

Η πανέμορφη γαλανομάτα, γαϊτανοφρύδα και χρυσομαλλούσα δεσποινιδούλα και το πλούσιο λεβεντόπαιδο με το στιβαρό κορμί και το εκπληκτικό αετίσιο βλέμμα, έδωσαν αφορμή για σκέψεις και σχόλια.

Το κορίτσι ήταν μικρό και το κυριότερο φτωχό, ενώ εκείνος είχε ατράνταχτη περιουσία από τα γονικά του που τον είχαν μοναχοπαίδι και έκαναν μεγαλεπήβολα σχέδια. 

      Οι συμβουλές από την επόμενη μέρα έπεφταν βροχή και από τις δυο οικογένειες. «Τώρα είσαι άνδρας, δεν πρέπει να ασχολείσαι διαρκώς με την Άννια» έτσι την έλεγαν κατά απαίτηση δική του. «Μακριά από τη μικρή, μη βρούμε κάνα

διαολομπελά», πρόσταζαν και εκείνος αδιαφορούσε. 

Οι γονείς της Αννούλας τα ίδια τη συμβούλευαν και χειρότερα. «Μείνε μακριά τώρα που γύρισε από τον στρατό, πριν μας κάνει βούκινο το χωριό πως πάμε να τυλίξουμε τον πλούσιο γαμπρό».

«Δεν με νοιάζουν τα πλούτη, μόνο η ομορφιά του», ομολόγησε η μικρή και η μάνα της τής τράβηξε την κοτσίδα να τη συνετίσει. Άδικος κόπος, το φιλί του που είχε κάνει την καρδιά της να καρδιοχτυπά και το κορμί της να φλέγεται ήταν κακός σύμβουλος και όταν αντάμωσαν τυχαία μόνοι τους, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα βρέθηκαν αγκαλιά.

Ο Αργύρης αρχικά ήταν συγκρατημένος γιατί ήταν μικρή. Μα ήταν σαν φωτιά καυτή και μέσα σε δυο μήνες που βλεπόντουσαν κρυφά έκαναν έρωτα. Η ένωση τους ήταν τόσο συγκλονιστική που αγνόησαν τους κινδύνους και συναντιόντουσαν καθημερινά στα χωράφια ή σε απόμακρα σημεία που μάτι δεν μπορούσε να τους δει. 

Ένα χρόνο το κράτησαν κρυφό μέχρι που μια μέρα η  Άννια έπεσε λιπόθυμη στην κεντρική πλατεία και οι γονείς της τρομοκρατημένοι κάλεσαν γιατρό.

«Σε πέντε μήνες», τους είπε, «θα αποκτούσαν εγγονό». Σπίτι έγινε κακός χαμός και δεν άργησαν να μάθουν από τον Αργύρη πως εκείνος ήταν ο πατέρας. Μια στιγμιαία απροσεξία, η έμμηνος ρύση που συνεχιζόταν κανονικά δεν είχαν προετοιμάσει την Άννια ούτε αυτόν.

Οι γονείς του έγιναν άγρια θάλλασα που μια απένταρη τύλιξε τον γιο τους και οι δικοί της πως ξελόγιασε ένα αγνό

κοριτσάκι για να ξεδιψάσει τους σαρκικούς πόθους του. 

Εκείνος, παρουσία της είπε εκνευρισμένα: «Ότι έγινε, έγινε. Θα αναλάβω σαν άνδρας τις ευθύνες μου. Θα την παντρευτώ!» 

Τα παγωμένα δίχως συναίσθημα λόγια του και όσες σκληρές κουβέντες είπαν οι γονείς του πως, «βάσει σχεδίου

τύλιξε το παλικάρι τους», διέγραψαν θαυμασμό και αγάπη για τον μέχρι τότε αγαπημένο της. 

Ο γάμος έγινε τον ίδιο μήνα δίχως να μείνουν λεπτό μόνοι τους και από το ίδιο βράδυ μετακόμισε στο σπίτι των πεθερικών της. Συνεχείς προσβολές, ταπεινώσεις όταν εκείνος δεν ήταν μπροστά και ο θυμός που σιγόκαιγε μέσα της που δεν τον είχε ακούσει ούτε μια φορά να τους λέει πως την αγαπάει, την έδιωξαν από τη συζυγική κλίνη. Με την πρόφαση πως η εγκυμοσύνη της δεν ήταν καλή κοιμόντουσαν χωριστά.

Ώσπου ήρθε στον κόσμο ένα αγοράκι ίδιος ο πατέρας του και τα πεθερικά της ξετρελάθηκαν. Μιας που δεν είχε πολύ γάλα να το θηλάσει βρήκαν πρόφαση πως ήταν άπειρη να το φροντίζει και το πήραν στο δωμάτιο τους. 

Δεν αντέδρασε. Σχεδίαζε να φύγει από το σπίτι που τη θεωρούσαν προικοθήρα. Ο άνδρας της, -που συνέχιζε τις σπουδές του, -είχε πάρει αναβολή λόγω στρατού- έλειπε ολημερίς στη Γεωπονική, έκανε πως δεν αντιλαμβανόταν τι συνέβαινε και έμενε αμέτοχος.

Έδωσε κρυφά Πανελλήνιες και πέρασε στη  Φιλοσοφική  Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών. Όταν το πληροφορήθηκε έκανε μια λυπημένη αγκαλιά το μωρούλι της που της το είχαν στερήσει από την ώρα που γεννήθηκε και δεν είχε προλάβει η μητρική αγάπη να αναπτυχθεί και έφυγε δίχως να αφήσει κανένα ίχνος πίσω της. 

Με τις πενιχρές οικονομίες της νοίκιασε μια επιπλωμένη 

γκαρσονιέρα. Σπούδαζε στο τμήμα Φιλολογίας, εργαζόταν προσέχοντας ηλικιωμένες κυρίες και εξαντλημένη από την κούραση ξαγρυπνούσε διαβάζοντας. 

Ήταν  δύσκολη προσαρμογή μακριά από το έξι μηνών μωρό και τον άνδρα της, -τον …προστάτη, που αποδείχθηκε

δειλός, ανίκανος να την προστατέψει από τους γονείς του- 

και ο πόνος την εξουθένωνε. 

Απορούσε, γιατί δεν την αναζήτησε. Δεν νοιάστηκε τι απόγινε; Μήπως χάρηκε που έφυγε; 

Πολύ αργότερα πληροφορήθηκε εντελώς τυχαία πως, -τα πεθερικά της που απολάμβαναν τη φυγή της-, είχαν διαδώσει πως είχε φύγει με έναν τουρίστα. 

Οι γονείς της αδιαφορούσαν επειδή τους ντρόπιασε και ο περήφανος Αργύρης δεν την αναζήτησε γιατί πίστευε πως τον είχε προδώσει. Πληγώθηκε αφάνταστα που τόσο εύκολα είχε πιστέψει τις φήμες και τη διέγραψε. Αυτό ενίσχυσε τις αποφάσεις της. Να υπερασπιστεί την  αξιοπρέπεια της, να διεκδικήσει σεβασμό, αμοιβαία αγάπη, ανώτερες σπουδές και εργασία για να βιοπορίζεται. 

Με τον καιρό πείσθηκε πως δεν την αγαπούσε αληθινά και ήταν καλύτερα που χώρισαν. Δάκρυζε συχνά για χάρη του, για τον γιο της όμως έκλαιγε απαρηγόρητα αν και δεν αισθανόταν τύψεις που τον εγκατέλειψε. Εκείνη δεν είχε τη δυνατότητα να του προσφέρει ούτε τα απαραίτητα. Σε αντίθεση με τον πατέρα του που θα του έστρωνε τον δρόμο με ροδοπέταλα να περνάει και άφθονο χρήμα για να μην του λείψει τίποτα.

Έτσι καθησύχαζε τον εαυτό της και είχε αφοσιωθεί στο διάβασμα που ήταν η μοναδική της ευχαρίστηση. Στο πέρασμα των χρόνων τα φυλακισμένα συναισθήματα της άρχισαν να βγαίνουν στην επιφάνεια. Ο πόνος βάθαινε αλλά με σκληρή προσπάθεια έπνιγε δάκρυα, έθαβε σκέψεις, έσβηνε αναμνήσεις φιλιών που έκαιγαν και παράφορου έρωτα που κράτησε τόσο λίγο… 

Τελευταία όμως κάτι είχε αλλάξει στην ψυχοσύνθεση της. Ίσως έφταιγαν οι μέρες των Χριστουγέννων για τη θλίψη  της. Ή η μάταιη προσπάθεια της να φέρει στη μνήμη της το μωρουδίστικο λατρεμένο προσωπάκι. Το βλέμμα της 

έπεσε αφηρημένα σε μια βιτρίνα με παιχνίδια. 

Θα ήταν θαυμάσιο αν αγόραζε κάτι να προσφέρει στο παιδί της μια μικρή χαρά, στέλνοντας το ανώνυμα. Μα τι αστείο, είπε «παιδί μου» ενώ κανονικά θα έπρεπε να αναρωτηθεί είχε το δικαίωμα να το λέει, εκείνη, που τόσο εύκολα το είχε παρατήσει ακολουθώντας λάθος μονοπάτι. Έδωσε προτεραιότητα σε αυτοσεβασμό, σπουδές, αγάπη και έχασε το σπλάχνο της. Με στερήσεις ψυχικές, υλικές, σωματικές  πέτυχε όσα διεκδίκησε. Πήρε πτυχίο Φιλολογίας απέκτησε μια καλή εργασία με ικανοποιητικό μισθό και ένα απέραντο κενό στην ψυχή από την απουσία τους. 

Δεν θέλησε να δημιουργήσει άλλη σχέση που δεν θα περιείχε αγάπη ούτε το ψυχικό δέσιμο που αισθανόταν για τον άνδρα της που ήταν θρονιασμένος μόνιμα στην καρδιά της και δεν της επέτρεπε να τον αντικαταστήσει. 

Το μυαλό της ήταν κολλημένο στο παρελθόν. Σε εκείνον που κάποτε έκρινε πολύ αυστηρά και είχε προτιμήσει αντί να του φανερώσει όσα την πλήγωναν, να τον εγκαταλείψει με ένα μωρούλι που δεν έφταιγε σε τίποτα… 

Ασυναίσθητα μπήκε στο κατάστημα και μια πωλήτρια προσφέρθηκε να την εξυπηρετήσει. «Τι παιχνίδια αρέσουν στο παιδί;» Μια ερώτηση απλή που δεν υπήρχε απάντηση.

Μια μάνα που δεν γνώριζε τα χαρακτηριστικά του παιδιού της, που δεν το είχε δει να μεγαλώνει, πώς είναι δυνατόν να γνωρίζει τι του αρέσει, τι το ευχαριστεί;

Επέλεξε έναν λούτρινο Αϊ Βασίλη και σιδηροδρομικές γραμμές με τραίνα και κόσμο που περίμενε στο σταθμό. Πλήρωσε και έφυγε με τη σκέψη πως αν αποφάσιζε να πάει να δει το μωρό της, κανείς δεν θα την περίμενε. Κανένα καλωσόρισμα δεν θα άκουγε από φιλικά χείλη και φυσικά από τον Αργύρη και τον γιο τους θα εισέπραττε -δικαιολογημένα όπως της άξιζε- απόρριψη.

Οδηγώντας συνεχόμενα έφτασε νύχτα, παραμονή Πρωτοχρονιάς στη Θεσσαλονίκη. Το χριστουγεννιάτικο ντεκόρ και ο εναλλασσόμενος  φωτισμός, έκαναν το θέαμα μεγαλειώδες. Μπαίνοντας στο χωριό, προσπέρασε με θλίψη το αρχοντικό που είχε ζήσει ως ανεπιθύμητη νύφη. Πλημμυρισμένη νοσταλγία συνέχισε κάμποσα χιλιόμετρα και στάθμευσε στην περιοχή, -που έλεγαν…- πως συζούσε με τη σύντροφο του. 

Βγήκε από το αυτοκίνητο και δίχως να το καταλάβει τα τρεμάμενα πόδια της την οδήγησαν στην κουκλίστικη  μονοκατοικία γεμάτη λουλούδια. Τα αγαπημένα της. 

«Με τα πρώτα δικά μου χρήματα θα σου φτιάξω μια λευκή μονοκατοικία με κόκκινα πορτοπαράθυρα που μέσα εκεί θα χαρούμε την αγάπη και τον έρωτα μας. Θα τη γεμίσω με τα λουλούδια που σου αρέσουν και σε περίοπτη θέση θα βάλω την αγαπημένη σου καμέλια σε όλες τις αποχρώσεις. Θέλω να πλαισιώνουν την ομορφιά σου, αν και κανένα είμαι βέβαιος δεν θα έχει τη λάμψη και την ευωδιά σου. Θα της δώσω και όνομα: Η βίλα της αγάπης»

Μπορεί η βιλίτσα να φτιάχθηκε για άλλην, είχε όμως τα χρώματα και τα λουλούδια που της είχε υποσχεθεί. Αμέτρητες καμέλιες, κόκκινες, ροζ, μωβ και λευκές αποχρώσεις. Τυχαία επιλέχθηκαν ή ήθελε να την πονέσει αν ποτέ γύριζε πίσω και τα έβλεπε. Μια τρελή σκέψη φτερούγισε στο μυαλό της καθώς πλησίαζε να αφήσει κρυφά στον κήπο τα δωράκια της. Αν έπεφτε στα πόδια του; Αν τον ικέτευε να της δώσει το παιδί; Εκείνος θα αποκτούσε άλλα που η σύντροφος του θα τα αγαπούσε περισσότερο.

Ή αν της επέτρεπε να το βλέπει, να το αγκαλιάζει, να του

λέει ένα σωρό γλυκά λογάκια, που μόνο μια αληθινή μανούλα μπορούσε να πει στο παιδί της.

Μα τι ανόητα που σκεφτόταν. Τι θα μπορούσε να του

πει; Είμαι η μητέρα σου που σε εγκατέλειψε αντί να σε διεκδικήσει και να σε πάρει μαζί της. Οι δικαιολογίες πως δεν είχε τη δύναμη να τα βάλει με τα σκληροτράχηλα πεθερικά της και τον άνδρα που αγαπούσε και το άφησε φεύγοντας με έναν άλλο, -όπως είχαν ψέματα διαδώσει- θα ακουγόταν ψεύτικη, σκληρή στα παιδικά αυτάκια.

Στάθηκε κοιτώντας με πίκρα τα φωτισμένα παράθυρα του σπιτιού που μαζί είχαν ονειρευτεί, -σε ευτυχισμένες στιγμές με σφιχτές αγκαλιές- και τόσο επιπόλαια είχε εγκαταλείψει το όνειρο της. Κρατούσε στο χέρι το δέμα και έσφιγγε  στο στήθος της τον Αϊ Βασίλη λες και ζητούσε από εκείνον τη λύση. Να πάει ή να μην πάει;

«Άννια…»

Ταράχθηκε, μόνο… εκείνος, την έλεγε Άννια… Γύρισε  τρέμοντας και ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τη μοναδική της αγάπη… Τον άνδρα της.

«Αργύρη…» ψιθύρισε ένοχα το όνομα του και χάθηκε μέσα στην καταπράσινη ματιά του.

«Γιατί με κοιτάζεις περίεργα Άννια;» ρώτησε με ταραγμένη φωνή. «Είναι λάθος που σου μιλάω;» 

«Όχι… απλώς, ξαφνιάστηκα…» 

Ήταν φανερά συγκινημένος και ας μιλούσε ανάλαφρα προσπαθώντας να τα κάνει να δείχνουν όλα απλά. Στο σοβαρό ελκυστικό πρόσωπο του είχαν προστεθεί δυο διάφανες ρυτίδες. Άραγε εκείνη ήταν υπεύθυνη για την πρόωρη εμφάνιση τους; 

«Περίμενα χρόνια να έρθεις να δεις το παιδί μας και χαίρομαι αφάνταστα που τελικά ήρθες…»

«Καλύτερα να αφήσω τα δωράκια του και να φύγω… μη με δει και αναστατωθεί. Να μην ενοχλήσω και τη σύντροφο

σου», μασούσε τις λέξεις από αμηχανία. 

«Δεν υπάρχει σύντροφος, Άννια».

Είχε ξεχασθεί με θλιβερές σκέψεις και τινάχθηκε.

«Μα… έλεγαν, πως…»

«Δεν έχει σημασία τι λένε οι τρίτοι για εμάς… Αγνόησε τους, όπως κάνω εγώ… και πάμε σπίτι μας…»

Σπίτι μας; Απόρησε που το ανέφερε σαν να ήταν  και δικό της. Έβαλε διστακτικά το χέρι της στην ανοιχτή παλάμη του που έκλεισε τρυφερά και τον ακολούθησε. Τεράστιοι φωτεινοί χώροι, επιπλωμένοι θαρρείς με το δικό της γούστο και τζάκια παντού, όπως του έλεγε κάποτε…

«Θέλω για ζεστασιά τζάκια σε όλους τους χώρους».

«Θα σου φτιάξω όσα θέλεις. Σε προειδοποιώ όμως πως  θα είναι άχρηστα γιατί θα σε ζεσταίνω στην αγκαλιά μου».

Ακούμπησε κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο τα δώρα της. Από το ενδιάμεσο χολ διέκρινε το παιδικό δωμάτιο και αντικριστά την παλιά κρεβατοκάμαρα τους με την ίδια ακριβώς διαρρύθμιση όπως τότε… 

Αυτό ήταν τόσο απρόσμενο που η ψυχή της -που σπαρταρούσε σαν πουλί που αγωνιζόταν να ελευθερωθεί να πετάξει- το δέχθηκε σαν βάλσαμο. 

Τίποτα δεν είχε αλλάξει, όλα ήταν όπως τα είχε αφήσει. Τα ίδια έπιπλα, ίδια μπιμπελό… Πώς μπόρεσε να σκίσει την καρδιά της στα δυο αφήνοντας τους αγαπημένους της.

Ξαναγύρισε νοερά στο παρελθόν που για ελάχιστες βραδιές είχαν κοιμηθεί μαζί  σε αυτό το κρεβάτι και είχε απολαύσει τον έρωτα του και τα αμέτρητα λόγια αγάπης που μόνο στις ιδιαίτερες στιγμές τους της έλεγε. Ποτέ  μπροστά

σε τρίτους δεν είχε αισθανθεί το χάδι του ούτε είχε ακούσει 

τη λέξη, αγάπη μου… 

Με θέλει ερωτικά… δίχως να μ’ αγαπάει… Ενώ εγώ θέλω

την αγάπη του και αν δεν την έχω, θα φύγω… έλεγε στον εαυτό της, μέχρι που έφυγε…

Ο Αργύρης χαμογελούσε ενθαρρυντικά. Πάσχιζε να της

μεταδώσει τη χαρά του που εκείνη δεν ένιωθε γιατί την είχε αιφνιδιάσει η καλοσύνη του. 

Πόσο θα ήθελε να είχε το θάρρος να χωθεί στην αγκαλιά του, να ζητήσει κλαίγοντας συγνώμη… Να του πει πόσο πολύ είχε μετανιώσει που τον εγκατέλειψε. 

«Έλα… να δεις τον γιο μας».

Στάθηκε τρέμοντας μπροστά στο κρεβατάκι του.  Πλάι στο κομοδίνο πρόσεξε δυο φωτογραφίες και συγκινήθηκε. Στη μία ήταν μόνη της και στην άλλη οι δυο τους έλαμπαν από ευτυχία κρατώντας το νεογέννητο μωρό τους.

Ο Αργύρης τράβηξε τα σκεπάσματα και της τον έδειξε. Συγκλονίστηκε βλέποντας πως είχε γίνει ένα πανέμορφο μαυρομάλλικο αντράκι. Έσκυψε και το φίλησε απαλά να μην το ξυπνήσει. Το στήθος της τράνταζαν αναφιλητά, από τα βλέφαρα της κυλούσαν βροχή τα δάκρυα.

Μωρό μου, γλυκό μου αγγελούδι, πώς μπόρεσα, πώς;

Αισθάνθηκε το απαλό χάδι του Αργύρη στα μαλλιά της και έπνιξε τους λυγμούς της.

«Πρέπει να πηγαίνω… αρκετά σε αναστάτωσα».

Τα υγρά μάτια του την κοίταζαν με αγάπη όπως παλιά, χωρίς απωθημένα, μίσος ή παράπονο. 

«Σε περιμένει κανείς, Άννια;»

«Κανείς…» είπε πνιχτά κουνώντας το κεφάλι αρνητικά.

«Τότε δεν υπάρχει λόγος να φύγεις. Εγώ και το παιδί που σε λατρεύουμε… δεν θα σε αφήσουμε να ξαναφύγεις».

Ήταν απίστευτο αυτό που άκουσε και ρώτησε δειλά.

«Έχεις τη δύναμη να με… συγχωρέσεις;»

«Μα δεν έκανες τίποτα αγάπη μου… Εγώ έφταιξα που δεν κατάλαβα τι πέρναγες κοντά στους γονείς μου. Το συνειδητοποίησα όταν έφυγες και έκανα ένα σκληρό ξεκαθάρισμα μαζί τους.  Νοίκιασα σπίτι, πήρα το μωρό μας 

και έφυγα, ψάχνοντας αγωνιωδώς να σε βρω».

«Έψαξες εσύ, για εμένα;»

«Σε έψαχνα απελπισμένα παντού και… σε ανακάλυψα δευτεροετή φοιτήτρια… Έμοιαζε να έχεις βρει αυτό που αναζητούσες και προτίμησα να μην σε ταράξω με την παρουσία μου. Ίσως, όταν έπαιρνες πτυχίο, αν είχε μείνει ίχνος αγάπης μέσα σου για εμάς, να γύριζες πίσω… 

»Διαπιστώνοντας πως δεν υπήρχε άνδρας στη ζωή σου ξαναβρήκα τη χαμένη μου δύναμη. Πήρα στεγαστικό δάνειο και δούλευα νυχθημερόν για να μπορέσω να φτιάξω το σπίτι που σου είχα υποσχεθεί. Ήθελα να το βρεις έτοιμο όταν επιστρέψεις, να σε δω να χαμογελάς όπως παλιά… γιατί  στεναχωριόμουν αφάνταστα που σε έβλεπα μελαγχολική με πονεμένη έκφραση. Ήθελα σαν τρελός να σε αρπάξω στην αγκαλιά μου να σε παρηγορήσω. Να σου πω πως μας έλειπες αφάνταστα. Πως εξακολουθούσα να… σ’ αγαπώ!»

«Γιατί δεν το έκανες; Αν γνώριζα πως μ’ αγαπούσες δεν θα με κράταγε τίποτα μακριά σου».

«Ήθελα να έρθεις μόνη σου, για να είμαι σίγουρος πως μ’ αγαπάς. Πως δεν σε επηρέασα εγώ με την αγάπη μου».

«Ποτέ δεν έπαψα να… σ’ αγαπάω».

«Διαπιστώνοντας πως δεν είχες άλλη σχέση, το υπέθετα πως μ’ αγαπούσες και, έδειχνα τη φωτογραφία σου στο μωρό μας. Η μαμά μάς αγαπάει όσο και εμείς, θα γυρίσει… του έλεγα. Μέτραγα δευτερόλεπτα, ώρες, μέρες, μήνες, προσμένοντας με λαχτάρα να επιστρέψεις, για να σου βροντοφωνάξω πόσο πολύ σ’ αγαπώ, που τότε, δεν τολμούσα να το προφέρω μπροστά τους».

Έπεσε στην ορθάνοιχτη αγκαλιά του κλαίγοντας από χαρά. Αποφασισμένη να τον κάνει τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο του κόσμου. Να του δώσει διπλά όσα του στέρησε.

«Πόσο λάθος έκανα… Πόσο ανόητη ήμουν που αμφέβαλα για την αγάπη σου».

Τα λόγια που ήθελε να του πει πνίγηκαν στα φλογερά φιλιά τής συγχώρεσης και της απέραντης αγάπης του που είχε μείνει ανέπαφη στις πίκρες και τον χρόνο.

Οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα, ακολούθησαν πυροτεχνήματα, το 2025 έμπαινε θριαμβευτικά… Το πανέμορφο αγοράκι ξύπνησε και ο Αργύρης το έβαλε στα χέρια της που σφάλισαν ασφυχτικά γύρω του. 

Την αναγνώρισε αμέσως από τις φωτογραφίες και ρώτησε νυσταγμένα με την απαλή φωνούλα του. 

«Μανούλα… ήρθες ή είναι όνειρο;» 

«Είναι… σαν όνειρο μωρό μου», ψέλλισε φιλώντας το ασταμάτητα.

«Δεν είναι όνειρο Άννια μου... Είναι το θαύμα της Πρωτοχρονιάς…»

«Έχεις δίκιο… Είναι θαύμα που ακόμα… μ’ αγαπάς».

«Πάντα θα σ’ αγαπώ!»

«Και εγώ!» 

Φιλήθηκαν τρυφερά. «Χρόνια πολλά… Αργύρη μου…»

«Ευτυχισμένη χρονιά… καρδιά μου». 

Ο γιος τους ασφαλής μέσα στη διπλή αγκαλιά τους, χαρούμενος που γύρισε η μαμά του, χάιδευε το δακρυσμένο πρόσωπο της τραγουδώντας τα κάλαντα. 


«Πάει ο παλιός ο χρόνος

ας γιορτάσουμε παιδιά

και του χωρισμού ο πόνος

ας κοιμάται στην καρδιά


Καλή χρονιά, χρόνια πολλά

χαρούμενη, χρυσή Πρωτοχρονιά!» 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Περιμένουμε τις απόψεις σας!