«Ω, τι μέρα κι αυτή!», σκέφτηκα και ένας βαθύς αναστεναγμός βγήκε από τα σκασμένα μου χείλη. Η ώρα πλησίαζε μία κι εγώ αποκαμωμένος ήδη από την πρωινή φιέστα της χαράς, που μόλις είχα δώσει -σκορπίζοντας χαμόγελα σε μικρούς και μεγάλους, κάτω από το πανύψηλο, ολοφώτιστο δέντρο της πλατείας- επέστρεφα με το μικρό μου δίκυκλο, που εξακολουθούσε να είναι φορτωμένο, με όλων των παιδικών ψυχών, τα αμέτρητα τα όνειρα και τους μεγάλους πόθους. Έπρεπε λοιπόν να βιαστώ, γιατί σε μια άλλη γωνιά της πόλης, κάποια άλλα παιδιά περίμεναν, να τους χαρίσω μια ακόμη παράσταση μου, και λίγη από την απλόχερη καλοσύνη μου. Τι άγιος ήμουν άλλωστε! Καθώς όμως κατηφόριζα τη μεγάλη λεωφόρο, μία ξαφνική χειμωνιάτικη βροχή ξέσπασε κι άρχισε να μου μαστιγώνει τα μάγουλα.
Έκανα δεξιά και σταμάτησα μπροστά στη μεγάλη τράπεζα, που εκείνη την ώρα έσφυζε από πελάτες, όταν τον είδα και πάλι να πλησιάζει... «Κάθε μέρα τέτοια ώρα...», σκέφτηκα. «Λες και έχουμε ραντεβού», είπα και άρχισα να τον παρατηρώ καλύτερα. Ήταν βιαστικός και κοιτούσε προσεχτικά γύρω του, όπως και τις προηγούμενες φορές. Κρατούσε στο δεξί του χέρι σφιχτά, ένα μαύρο βαλιτσάκι με συνδυασμό ασφαλείας. Τράβηξα τον σκούφο προς τα μάτια μου... Έκρυψα με αστραπιαίες κινήσεις το σαραβαλάκι μου, πίσω από μια στοίβα σκουπιδιών, έβγαλα και ό,τι κόκκινο είχα πάνω μου, και περίμενα την κατάλληλη στιγμή... Ο σάκος με τα παιδικά όνειρα, που από το πρωί κουβαλούσα στην πλάτη μου, μπορούσε για λίγο να περιμένει... «Τα δώρα των υπόλοιπων παιδιών μπορούν να περιμένουν», είπα χαμηλόφωνα, προσπαθώντας να δικαιολογηθώ. Εκείνα έχουν χρόνο μπροστά τους. Δε συμβαίνει όμως το ίδιο και με το δικό της δώρο. Αυτό δεν μπορεί άλλο να περιμένει! Τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή! Εμπρός λοιπόν! Και ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει...», είπα και αμέσως ξαναβρήκα το χαμένο μου θάρρος.
Καθώς πλησίαζα προς το μέρος του, ένιωσα ένα βάρος ασήκωτο. Δεν μπορούσα όμως να καταλάβω, αν ήταν λόγω της βροχής, που με είχε ποτίσει μέχρι το κόκκαλο ή αν ήταν λόγω της ψυχής μου, που είχε γίνει ασήκωτη... Τι πήγαινα να κάνω; Κοντοστάθηκα...
Σήκωσα τα μάτια μου ψηλά, σαν να ήθελα να με συγχωρέσουν τα ουράνια... Την ίδια στιγμή όμως, μού ήρθε στη σκέψη, η εικόνα της. Αυτή ξαπλωμένη στο μικρό της κρεβατάκι, να λιώνει μέρα τη μέρα, σε κείνο το υγρό υπόγειο της οδού Ευβοίας... «Ευβοίας», είπα και γέλασα κάπως δυνατά... Τι ζωή έχουμε περάσει εκεί μέσα! Βίος ο καταραμένος... Κρύο, πείνα και εγκατάλειψη.
Θυμήθηκα τότε τους γονείς μου... Γονείς να σου πετύχουν... Μία σκέτη τραγωδία! Ο πατέρας σχεδόν ανύπαρκτος, ερχόταν όποτε το θυμόταν ή όποτε ήθελε να φάει κανένα πιάτο φαΐ, σκνίπα στο μεθύσι κάθε φορά... Κι η μάνα να λείπει όλο για δουλειές, όπως έλεγε... Μα τι δουλειές ήταν αυτές, όταν κάθε βράδυ άκουγα να τη φέρνει, κάτω από το σπίτι, και διαφορετικό αμάξι; Και όλο γέλια και αντρικά χυδαία πειράγματα ν’ ακούγονται, λίγο πριν το χάραμα, μες στη μέση του δρόμου. Και το πρωί μετά, να βρίσκω πάνω στο τραπέζι την τσάντα της γεμάτη με χρήματα, «δωράκια της δουλειάς», όπως τα αποκαλούσε...
Θυμήθηκα τότε και τον εαυτό μου... Ένα φοβισμένο μικρό αγόρι ήμουν, που μέχρι τα δέκα μου, μετρούσα κάθε νύχτα τις πληγές μου, χωμένος κάτω από τη χιλιομπαλωμένη μου κουβέρτα, κλείνοντας τόσο δυνατά κάθε φορά τα μάτια μου, σαν να ήθελα αυτό το βύθισμα στο σκοτάδι, να συναντηθεί και να ενωθεί, με το σκοτάδι της ίδιας μου της ψυχής. Μα το σκοτάδι διαλυόταν και γινόταν λευκό φως, κάθε φορά που κοίταζα αυτή, τη μικρή μου αδερφή... Λουσμένη με φως, ένας άγγελος αληθινός, που μου θύμιζε πως γίνονται και θαύματα, ακόμη και στα υγρά υπόγεια, αρκεί κανείς να τα πιστέψει, αρκεί κανείς ν’ αφήσει το φως να μπει μέσα του... Δεν άργησε όμως η μέρα εκείνη, που το φως αυτό κόντεψε να σβήσει και παραλίγο να χαθεί... Εκείνη η μαύρη μέρα, που ο άγγελος μου βυθίστηκε κι αυτός μες στο σκοτάδι... Σαν όλοι μας, μέσα σ’αυτό το υπόγειο, να έπρεπε να ζούμε για πάντα χωρίς φως, χωρίς ελπίδα...
«Κάποιος άγγελος την προστάτεψε και δε χάθηκε...», είπαν τότε οι γείτονες, μετά από το φοβερό εκείνο ατύχημα. «Το καημένο το κορίτσι! Και τώρα πώς θα ξαναπερπατήσει; Πώς θα ξανασταθεί στα πόδια της; Ποιος θα της κάνει αυτό το δώρο ζωής;», άκουγα και ξανάκουγα τα λόγια τους, σαν ένα φορτίο που βάραινε τους ώμους μου, αλλά και την ψυχή μου.
«Αυτά τα Χριστούγεννα, ο άγγελος μου θα βρει τα πόδια του», είπα με αποφασιστικότητα και χάιδεψα στην τσέπη μου το φθηνό σιδερικό... Μ’ ένα περίτεχνο παραπάτημα, και χωρίς να αντιληφθεί κανείς τι ήθελα να κάνω, έπεσα πάνω στον μυστηριώδη άντρα με το μαύρο βαλιτσάκι... Τον τράβηξα -κάτω από την απειλή του παιδικού όπλου- προς το στενό δρομάκι, όπου είχα αφήσει την πραμάτεια μου... Η βροχή είχε δυναμώσει και ο κόσμος είχε εξαφανιστεί... «Δε θα σου κάνω κακό. Θέλω μόνο αυτό», είπα και τού τράβηξα με δύναμη, το βαλιτσάκι από το χέρι. «Είναι για τον άγγελό μου. Είναι το χριστουγεννιάτικο δώρο της». Τον χτύπησα ελαφρά και του έδεσα μάτια και χέρια. Ήταν μικρόσωμος κι εγώ ένα θεριό ανήμερο... Τον άφησα έτσι δεμένο, ελπίζοντας πως κάποιος θα τον έβρισκε σύντομα... Φόρεσα τη στολή μου και έβαλα μέσα στον σάκο το βαλιτσάκι. Τώρα είχα και για κείνη δώρο... Το δώρο της ζωής της! Τώρα έπρεπε να βάλω φτερά στα πόδια μου... Η πτήση δεν μπορούσε να περιμένει... Όλα τα είχα καλά σχεδιάσει. Και το κέντρο του εξωτερικού, όπου θα αποκτούσε ξανά φτερά, μ’ ένα ζευγάρι πόδια... Ο άγγελός μου, αυτά τα Χριστούγεννα, θα ξαναστεκόταν στα πόδια του.
Μπήκα στο υγρό υπόγειο. Την είδα να κάθεται ήρεμη, στο κρεβάτι της. «Πάμε μικρούλα μου! Τα ποδαράκια σου μας περιμένουν...», τής είπα και τής φίλησα τα μαλλιά. Έβγαλα τη στολή. Αυτό το κόκκινο όμως δεν έλεγε να φύγει από πάνω μου. Τα μάγουλά μου φλέγονταν και η καρδιά μου κόντευε να σπάσει. Η αγωνία μου χτυπούσε κόκκινο...
Την πήρα αγκαλιά. Το ταξί είχε έρθει και μας περίμενε. Πρόσεξα όμως, πως δεν είχα πάρει μαζί το βασικότερο, το βαλιτσάκι. «Μα δεν μπορούσα να το πάρω έτσι όπως είναι! Θα με πρόδιδε...», σκέφτηκα και πήρα το σφυρί. Χρειαζόμουν μόνο το περιεχόμενο του... «Μα για στάσου! Κι αν ο μυστηριώδης αυτός κύριος σήμερα δεν κουβαλούσε το γνωστό περιεχόμενο; Κι αν δεν είχε σκοπό να μπει στην τράπεζα; Κι αν οι ελπίδες μου βγουν φρούδες; Τι θα απογίνει ο άγγελός μου;», αναρωτήθηκα και ένας κρύος ιδρώτας με περιέλουσε.
Έδωσα μια με το σφυρί και το βαλιτσάκι άνοιξε... Δεν πίστευα στα μάτια μου! «Δεν είναι δυνατόν!», φώναξα...
«Έλα αγάπη μου, ξύπνα! Σε πήρε ο ύπνος, εκεί στον καναπέ, καθώς χάζευες την κόκκινη στολή σου! Σήκω, πρέπει να ετοιμαστείς! Θ’ αργήσουμε στη χριστουγεννιάτικη γιορτή της μικρής. Της το υποσχέθηκες άλλωστε... Και την περιμένει πώς και πώς αυτή τη στιγμή... Θέλει να δουν οι φίλες της, μα και όλος ο κόσμος, πως ο μπαμπάς της μετά από το ατύχημα, είναι και πάλι όρθιος... Είναι και πάλι ο ήρωάς της! Ένας ήρωας ντυμένος στα κόκκινα... Ένας ήρωας που μοιράζει στα παιδιά χαρά!».
Σηκώθηκα και φόρεσα τα πόδια μου. Κάτω από το κόκκινο παντελόνι άλλωστε, κανείς δε θα τα πρόσεχε. Αυτό που όλοι θα έβλεπαν, θα ήταν ένας μπαμπάς όρθιος. Ένας μπαμπάς κανονικός... Ένας μπαμπάς, που θα έκανε τα πάντα για τον άγγελό του, μέσα από την κόκκινη στολή του!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!