Χριστουγεννιάτικο Όνειρο - Ιωάννα Παπαλεξάτου | Λογοτεχνικό Δωδεκαήμερο Χριστουγέννων 2023 - ΚΕΦΑΛΟΣ

To Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς για το βιβλίο, τη λογοτεχνία, την ποίηση, τους λογοτέχνες και τις τέχνες.

ΝΕΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2023

Χριστουγεννιάτικο Όνειρο - Ιωάννα Παπαλεξάτου | Λογοτεχνικό Δωδεκαήμερο Χριστουγέννων 2023



 Χριστουγεννιάτικο Όνειρο

Της Ιωάννας Παπαλεξάτου


Σκεπασμένη ως το λαιμό με τη βυσσινί βελουτέ κουβέρτατης, καθόταν στην πολυθρόνα μπροστά από το τζάκι η μικρή Χριστίνα.Θαύμαζε τις φλόγες.Κόκκινες,πορτοκαλί, χρυσοκίτρινες! Λες κι έκαναν αγώνα ποια θα έφτανε πιο ψηλά. Λίγο πιο πέρα, το ξύλινο τραπεζάκι του σαλονιού στολισμένο με μια πράσινη γιρλάντα και στη μέση ένα κόκκινο μικρό έλκηθρο με χρυσαφί αστεράκια που το έσερναν δυο όμορφα καφετί ελάφια.Σηκώθηκε για λίγο από την πολυθρόνα της η Χριστίνα,τράβηξε την κουρτίνα και κοίταξε έξω. Κόντευε να βραδιάσει. Παραμονή Χριστούγεννα και το είχε στρώσει για τα καλά. Πυκνές νιφάδες χιονιού στροβιλίζονταν, χόρευαν, σιγοψιθύριζαν η μια στην άλλη «καλά Χριστούγεννα» και μετά έπεφταν στη γη, υφαίνοντας ένα τεράστιο κάτασπρο πέπλο που σκέπαζε τα πάντα. Τα γυμνά κλαδιά των δέντρων, τα πεζούλια της αυλής, το αυτοκίνητο του μπαμπά, το ποδήλατο της Χριστίνας, τη σκούπα της γιαγιάς. Ένα τεράστιο λευκό πέπλο που αντάμωνε σιγά- σιγά το μαύρο πέπλο της νύχτας. Άφησε την κουρτίνα έτσι τραβηγμένη, άνοιξε και λίγο το παράθυρο για να νιώσει με τις αισθήσεις της την κρύα νύχτα που ερχόταν και ξανακάθισε στην πολυθρόνα.Στο μεταξύ η γιαγιά της, τής είχε φτιάξει ένα μυρωδάτο, αχνιστό τσάι να το πιεί με τις ρυζογκοφρέτες σοκολάτας που τόσο της άρεσαν.

-Άστο να κρυώσει λίγο, είπε στη γιαγιά της και σκεπάστηκε πάλι με την απαλή, ζεστή κουβέρτα της. Αφέθηκε νακοιτάτις φλόγες που όλο και δυνάμωναν. Κάποια στιγμή, η πιο ζωηρή πετάχτηκε έξω από το τζάκι, την πλησίασε, την τύλιξε ζεστά και χωρίς να την καίει την οδήγησε στο έλκηθρο. Εκείνη κάθισε στο δερμάτινο, άνετο κάθισμά του, τα ελάφια ζωντάνεψαν και το ταξίδιάρχισε.

Βγήκαν απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο και ακολούθησαν ένα δρόμο που πρώτη φορά τα ελάφιαέβλεπαν στα τόσα δρομολόγια που είχαν κάνει. Ο Κρόνος με το χρυσό δαχτυλίδι του, έστειλε όλα ταρουμπινάκιαπου το στόλιζαν και χάραξε στον ουράνιο θόλο μια ρουμπινί λεωφόρο. Αυτή πήραν τα ελάφια.Όταν κατηφόριζαν περνούσανπάνω από πολιτείες πλημμυρισμένες στο φως κι όμορφες πλατείες στολισμένες με χριστουγεννιάτικα δέντρα και χιλιάδεςλαμπιόνια που αναβόσβηναν. Περνούσαν πάνω από παγωμένες λίμνες, πάνω από χαράδρες κι έβλεπαν με θαυμασμό τους πολυελαίους που σχημάτιζε το χιόνι που έσταζε απ’ τα φορτωμένα κλαδιά των δέντρων που φύτρωναν στις απότομες πλαγιές τους.Κι όταν πάλι ανηφόριζαν προς τον ουρανό πέρναγαν δίπλα από σύννεφα που έμοιαζαν με γιγαντόσωμους αγγέλους που έψαλλαν «Δόξα εν υψίστοις Θεώ…». Θαύμαζε η Χριστίνα τα χιλιάδες ουράνια καντηλάκια. Ο αγαπημένος της Κρόνος με τη ρουμπινί λεωφόρο και τα γοργόφτερα ελάφια της, την οδήγησαν κοντά στον Περσέα και την Ανδρομέδα, στη Μικρή και τη Μεγάλη Άρκτο, τον Πολικό Αστέρα. Όλος ο ουράνιος θόλος παλλόταν απόψε από την ίδια γλυκιά μελωδία «Δόξα εν υψίστοιςΘεώ κι επί γης ειρήνη εν ανθρώποιςευδοκία».

Αφού τα αυτιά της μαγεύτηκαν απ’ τη γλυκιά ψαλμωδία και γέμισαν τα μάτια της λάμψη και φλογίστηκε η ψυχή της απ’ το τόσο φως των αστεριών, τα ελάφια άρχισαν πάλι να κατηφορίζουν. «…’κιεπί γης ειρήνη»’ έψαλλε μελωδικά κι η Χριστίνα. Καθώς κατέβαιναν και πλησίαζαν πάλι προς τη γη, τα χιονισμένα τοπία διαδέχονταν στο διάβα τους το ένα το άλλο. Πάνω από μια λίμνη που η επιφάνειά της είχε σχεδόν παγώσει, η Χριστίνα έσκυψε και είδε το ασχημόπαπο τόσο μόνο καιτόσο λυπημένο να κολυμπάει ακατάπαυστα για να μην αφήσει το νερό να παγώσει γύρω του. Πάνω από την τρύπα του νερού που κολυμπούσε πέταξε η Χριστίνα ένα σακουλάκι σπόρια που βρήκε μέσα στο έλκηθρο και συνέχισε το ταξίδι της. Ήξερε ότι την άλλη μέρα θα το έσωζε ένας περαστικός αγρότης και την άνοιξη θα γινόταν ένας πανέμορφος κύκνος που όλοι θαθαύμαζαν. Δεν θ’ αργούσεπολύ ο καιρός που το ασχημόπαπο θα γινόταν ευτυχισμένο!

Στη συνέχεια του ταξιδιού τους σε μίαν άλλη χώρα συνάντησαν και τους εφτά νάνους με μάλλινα κασκόλ, χοντρά σκουφιά, δερμάτινα γάντια και ζεστάπαλτουδάκια extra, extrasmall, να φυλάνε στην κορφή ενός χιονισμένου λόφου τη Χιονάτη στο γυάλινο φέρετρό της. Η Χριστίνα τρέχοντας πάντα με το έλκηθρο στη ρουμπινίλεωφόρο του Κρόνου, όταν τους πλησίασε, έσκυψε κοντά τους, τους ευχήθηκε «Καλά Χριστούγεννα» και…δεν έμεινε περισσότερο. Ήξερε ότι σε λίγο καιρό θαερχότανένα όμορφο βασιλόπουλο να ξυπνήσει τη Χιονάτη, να την πάρει στο βασίλειό του και να την κάνει γυναίκα του. Δεν θ αργούσε πολύο καιρός που κι η Χιονάτη θα γινόταν ευτυχισμένη!

Α!Να και τοχρυσό γοβάκι της Σταχτοπούτας! Μόλις και φαινόταν. Τα ελάφια έκοψαν ταχύτητα, η Χριστίνα έσκυψε, το πήρε στα χέρια της, τίναξε καλά το χιόνι από πάνω του και το ξανάφησε κάτω.Σε λίγο θα περνούσε από κει ο πρίγκιπας.Αν το άφηνε να το σκεπάσει το χιόνιίσως να μην εύρισκε ποτέ εκείνη που της ανήκε. Τα κουδουνάκια των ελαφιών κουδούνισαν γλυκά μέσα στη νύχτα και το ταξίδισυνεχίστηκε. Κόντευε ο καιρός να συναντήσει κι η Σταχτοπούτα την ευτυχία της..

-Τι όμορφα τριαντάφυλλα! Ξεφώνισε για μια στιγμή η Χριστίνα. Άκουσε το κοριτσίστικο ξεφωνητό το τέρας κι όταν χαμήλωσε αρκετά το έλκηθρο έκοψε και της πρόσφερε το πιο όμορφο του κήπου του. Χάρηκε πολύ κι η Πεντάμορφη με αυτή του τη χειρονομία. Αλληλοευχήθηκαν «Ευτυχισμένα Χριστούγεννα» και συνέχισαν για τον επόμενο παραμυθένιο σταθμό τους.Τα ελάφια όμως τόση ώρα που ταξίδευαν πείνασαν. Άρχισαν να τρέχουν νευρικά όταν ξάφνου παρουσιάστηκε μπροστά τους μια τεράστια φασολιά που ανέβαινε κι όλο ανέβαινε προς τον ουρανό. Ήταν η μαγική φασολιά του Τζακ. Και μαγική καθώς ήταν δεν άφηνε το χιόνι να την σκεπάζει. Αν και νύχτα τα φύλλα της φασολιάς φάνταζαν καταπράσινα, μεγάλα και χορταστικά. Τα ελάφια όταν τη κοντοζύγωσαν έστριψαν τοκεφάλι τους και έκανανδυο χαψιές τα τρυφερά φύλλα της.Και τότεέγινε το κακό. Έχασαν τον έλεγχο, ξέφυγαν απ’ το δρόμο τους και προσγειώθηκαν απότομα. Πού; Άγνωστο. Κανένα παραμύθι δεν μπορούσε να τους βοηθήσει να καταλάβουν που βρίσκονταν. Γιατί και τίποτε εκεί δεν ήταν παραμυθένιο. Το σκοτάδι ήταν τόσο πυκνό που τα ελάφια κι η Χριστίνα δεν έβλεπαν ούτε τη μύτη τους. Μάταια προσπαθούσαν να διαβάσουν στις ταμπέλες το όνομα της πόλης που προσγειώθηκαν. Το χιόνι είχε σκεπάσει τα γράμματα. Σε τούτη την παγωμένη σκοτεινή χώρα ακουγόταν κρότοι όπλων. Σειρήνες που ούρλιαζαν για να κρυφτούν οι άνθρωποι στα καταφύγια. Πυροβολισμοί. Αεροπλάνα που βομβάρδιζαν. Μπροστά τους έχασκε μια πελώρια τρύπα. Πόλεμος. Ναι, σε αυτή τη χώρα γινόταν πόλεμος και οι ήχοι του δεν άφηναν να φτάσει ως εδώ το χαρμόσυνο μήνυμα της γέννησης του Χριστού, ούτε την αγγελική ψαλμωδία «κι επί γης ειρήνη».Η Χριστίνα άναψε το φακό της και άρχισε να περπατά φοβισμένα στο χιόνι. Δεν έκανε πολλά βήματα όταν κάπου σκόνταψε. Φώτισε λίγο σ’ κείνο το σημείο και τι να δει; Το μολυβένιο στρατιωτάκι. Ξαπλωμένο στο χιόνι με το πόδι ακρωτηριασμένο. Πως ξεπήδησε απ’ τη σελίδα του παραμυθιού και βρέθηκεεδώ ;Το πήρε στα χέρια της κι εκείνο τότε της ψιθύρισε.«Ευτυχώς που σε βρήκα.Πάμε γρήγορα ο φίλος μου σε χρειάζεται». Μη καταλαβαίνοντας η Χριστίνα ποιος μπορεί να ήταν αυτός που είχε ανάγκη τη βοήθειά της,  προχώρησε κάμποσα βήματα εκεί που της έδειχνε το στρατιωτάκι και πάλι σταμάτησε. Άκουσε βογγητό. Κάποιος πονούσε. Και το χιόνι ήταν βαμμένο κόκκινο. Πεσμένο κάτω, παγωμένο από το κρύο, διπλωμένο απ’ τον πόνο,βογκούσε ένα αγόρι. Στα χέρια του κρατούσε μια κασετίνα. Του την είχε χαρίσει ο πατέρας του πέρσι τα Χριστούγεννα. Η κασετίνα είχε μέσα εικοσιπέντε γερά μολυβένια στρατιωτάκια. Τα φετινά Χριστούγεννα τα εικοσιπέντε στρατιωτάκια είχαν ζωντανέψει και πολεμούσαν μαζί με τον πατέρα του. Είχεμέρεςνα τον δει  κι αυτόν και τα στρατιωτάκια.,Το εικοστό έκτο  είχε μείνει κοντά του να τον βοηθήσει. Η Χριστίνα φώναξε τα ελάφια της. Εκείνα πλησίασαν, έσκυψαν πάνω από το αγόρι και το ζέσταναν με τα χνώτα τους.Μα το αίμα;Πως θα σταματούσε το αίμα; Ευτυχώς! Είχε κρατήσει τη μπέρτα της Κοκκινοσκουφίτσας όταν τη συνάντησε να πηγαίνει κέικ στο σπίτι της γιαγιάς της. Είχε ευχηθεί και σε κείνη «Καλά Χριστούγεννα» κι η Κοκκινοσκουφίτσα τής είχε χαρίσει την κόκκινη μπέρτα της.

-Μπορεί να σου χρειαστεί, της είχε πει και της την έδωσε μαζί με ένα κομμάτι νόστιμο κέικ. 

Έδεσε με την μπέρτα την πληγή στον πόδι του αγοριού και με τη βοήθεια των ελαφιών το έσυρε μέχρι το έλκηθρο. Φεύγοντας δεν ξέχασε να πάρει μαζί της το μολυβένιοστρατιωτάκι. Υπέφερε τόσο από την απουσία της μπαλαρίνας του και την κατάσταση του φίλου του.

Ο Ωρίωνας είχε αρχίσει να ανατέλλει. Φώτιζε αυτός τώρα τους δρόμους του ουρανού. Το έλκηθρο άρχισε πάλι να ανεβαίνει, να απομακρύνεται από τις σειρήνες και τον όλεθρο. Ημπέρτα είχε μουσκέψει απ’ το αίμα, μα το αγόριάντεχε. Το έλκηθρο είχε ανέβει αρκετά ψηλά στον ουρανό όταν ένα πεφταστέρι πέρασε από πάνω τους και σχηματίζοντας για λίγο μια φωτεινή γραμμή, άφησε τη χρυσαφένια αστερόσκονήτου κι εξαφανίστηκε.Άπλωσε τα χέρια της ηΧριστίνα και μάζεψε όση μπορούσε. Φώναξε δυνατά και μια ευχή. Να σταματήσει ο πόλεμος κι ο άγνωστος φίλος της να γίνει καλά. Να τρέξει ξανά στα όμορφα λιβάδια της πατρίδας του.Να παίξει ξανά με τους φίλους του. Ύστερα άπλωσε όση αστερόσκονηείχε μαζέψει πάνω στην πληγή του. Το αγόρι σταμάτησε να πονά. Ήταν αστερόσκονη της αγάπηςπου γιάτρευε όλες τις πληγές.Το χιόνι συνέχισε να πέφτει. Κάτω στη γη όσοι είχαν ξυπνήσει νωρίς κι είχαν βγει έξω απ’ τα σπίτια τους,  κοιτούσαν απορημένοι να πέφτουν μαζί με τις λευκές χιονονιφάδες και άλλες κόκκινες. Ήταν απ’ τη μουσκεμένη κόκκινη μπέρτα. Αλλού πάλι το χιόνι λαμπύριζε και άστραφτε. Είχε παρασύρει καθώς έπεφτε τηναστερόσκονητης αγάπης και την είχε φέρει στη γη.Κόντευε να ξημερώσει. Το έλκηθρο άρχισε νακατεβαίνει. Το μολυβένιο στρατιωτάκι, το αγόρι και η Χριστίνα ξαφνικά άρχισαν να χαμογελούν. Να γελούν. Τι έβλεπαν;Τον παπουτσωμένο γάτο να τρέχει πάνω στο χιόνι και να διαλαλεί τον πλούτο του αφέντη του, του μαρκησίου του Καράμπα.Εδώ κατέβηκε και το αγόρι. Η Χριστίνα το αποχαιρέτησε με δάκρυα χαράς. Του χάρισε και το βελουδένιο τριαντάφυλλο της Πεντάμορφης!Και κείνοτο στερέωσε στο στήθος του στο μέρος της καρδιάς. Θα τη θυμόταν για πάντα! Κατέβηκε κι ο μολυβένιος στρατιώτης. Αποχαιρέτησε τη Χριστίνακαι τα ελάφια μασουλώντας ένα κομμάτι νόστιμο κέικ.

-Ακόμα δεν ήπιες το τσάι σου Χριστίνα; Θα έχει παγώσει, σκούντησε η γιαγιά Ασημένια την εγγόνα της που κοιμόταν του καλού καιρού.Η Χριστίνα άνοιξε τα μάτια της. Οι φλόγες στο τζάκι συνέχισαν να χορεύουν.Το έλκηθρο και τα ελάφια ξεκουράζονταν στη γιρλάντα τους. Είχαν κάνει τόσο μεγάλο ταξίδι!Δυο-τρειςκόκκοιαστερόσκονη λαμπύριζαν ακόμη στα ρουθούνια τους…


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Περιμένουμε τις απόψεις σας!