Χριστούγεννα στον αέρα - Στέλλα Φραντζή | Λογοτεχνικό Δωδεκαήμερο Χριστουγέννων 2023 - ΚΕΦΑΛΟΣ

To Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς για το βιβλίο, τη λογοτεχνία, την ποίηση, τους λογοτέχνες και τις τέχνες.

ΝΕΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2023

Χριστούγεννα στον αέρα - Στέλλα Φραντζή | Λογοτεχνικό Δωδεκαήμερο Χριστουγέννων 2023






 ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ

   Η Ερμίνα γνώρισε τον Ντίνο στο Χριστουγεννιάτικο πάρτι της αεροπορικής εταιρείας όπου εργαζόταν. Από μικρή, αυτό το όνειρο είχε. Να γίνει αεροσυνοδός. Ήθελε, όσο τίποτα, να γνωρίσει μέρη άγνωστα κι εξωτικά και ανθρώπους με διαφορετική κουλτούρα.  
  Εκείνα τα Χριστούγεννα, η Ερμίνα θα αρραβωνιαζόταν με τον Σταύρο. Για το χατίρι του, είχε αποφασίσει, αν και με βαριά καρδιά, να σταματήσει να ‘’πετάει’’ μετά τον γάμο και να δουλεύει στα Γραφεία. Το καταλάβαινε κι εκείνη πως δεν νοείται σπιτικό με τη γυναίκα να λείπει για μέρες. Μέχρι τον γάμο, όμως, ήταν αποφασισμένη να κάνει όσο περισσότερα  ταξίδια μπορούσε και με την ευκαιρία αυτή, να εξοπλίσει το νοικοκυριό της. Πορσελάνες από το Παρίσι, κασμίρια από το Λονδίνο, ασπρόρουχα και σεντόνια από τη Νέα Υόρκη.
   Έφτασαν στο πάρτι καθυστερημένοι. Όλη την ημέρα έβρεχε και οι πλημμυρισμένοι δρόμοι έκαναν την κίνηση των αυτοκινήτων προβληματική. Ο Σταύρος σταμάτησε μπροστά στην είσοδο και ο θυρωρός έτρεξε με μια ομπρέλα, για να τους προστατέψει από τη βροχή. Μπήκαν  στο φουαγιέ τινάζοντας όσες στάλες είχαν καταφέρει να σταθούν πάνω τους. Η μουσική και ο θόρυβος από το πάρτι έφταναν μέχρι έξω. Το γλέντι είχε ανάψει για τα καλά. Ανοίγοντας την πόρτα, ένας άντρας που έβγαινε βιαστικά, έπεσε σχεδόν πάνω τους. Ήταν ντυμένος με τη στολή των πιλότων. Ένας άλλος άντρας, πιλότος κι αυτός, τον ακολουθούσε φωνάζοντας: 
   <<Έλα, ρε Ντίνο, ας μείνουμε λίγο ακόμη>>.
    <<Δεν μπορώ άλλο, Στέλιο, σου λέω. Μετά από έντεκα ώρες πτήση, κι αυτό το λίγο που έμεινα, είναι πολύ. Πάω για ύπνο>>.
     Εκείνη την ώρα, το βλέμμα του Ντίνου διασταυρώθηκε με αυτό της Ερμίνας. 
     <<Τέλος πάντων, ίσως μπορώ να μείνω λίγο ακόμα>>, είπε και κατευθύνθηκε προς το μπαρ με τον φίλο και συνάδελφό του να τον ακολουθεί κοιτάζοντάς τον απορημένος. 
   Η Ερμίνα έβγαλε το μαύρο βελούδινο παλτό της, το έδωσε στην γκαρνταρόμπα και ακολούθησε τον Σταύρο στο τραπέζι τους. Ήταν πολύ όμορφη κοπέλα. Τα ξανθά της  μαλλιά χτενισμένα σε ανέμελες μπούκλες, έφταναν ως τη μέση της και το μακρύ, στο χρώμα της φουρτουνιασμένης θάλασσας φόρεμά της, ταίριαζε με τα γαλάζια μάτια της. Αλλά κι ο Σταύρος ήταν πολύ κομψός μέσα στο σκούρο μπλε κοστούμι του. 
   Η ατμόσφαιρα ήταν γιορτινή. Πολύχρωμες γιρλάντες, μικρά μπουκετάκια με γκι σε κάθε τραπέζι, χρυσά κι ασημένια στολίδια, έλαμπαν κάτω απ’ τα εκτυφλωτικά φώτα. Και δίπλα στην πίστα, δέσποζε ένα τεράστιο χιονισμένο έλατο, στολισμένο με κατακόκκινους βελούδινους φιόγκους και μεγάλες χρυσές μπάλες. Πάνω στα χιονάτα τραπεζομάντηλα, κόκκινες και πράσινες λινές πετσέτες  ήταν περασμένες μέσα σε χρυσούς κρίκους.  Όσο για τη σαμπάνια… έρεε άφθονη μέσα  στα κρυστάλλινα ποτήρια. Χόρεψαν, ήπιαν, ευχήθηκαν…
   Κανείς, εκτός από τον Στέλιο, δεν πρόσεξε τον Ντίνο που παρακολουθούσε όλο το βράδυ το ζευγάρι, γεμίζοντας συνέχεια το ποτήρι του με ουίσκι. 
   <<Ρε φίλε, εσύ δεν ήσουνα που θα κοιμόσουνα νωρίς;>> τον ρώτησε κάποια στιγμή ο Στέλιος, κοιτάζοντάς τον περίεργα. 
   <<Ποια είναι αυτή;>> τον ρώτησε ο Ντίνος, αγνοώντας την παρατήρησή του.
    <<Ποια;>>
     <<Αυτή, με το μπλε φόρεμα>>, έδειξε ο Ντίνος με το βλέμμα του την Ερμίνα. 
     <<Α! Μια αεροσυνοδός>>.
     <<Θέλω να μάθεις πότε ξαναπετάει. Πάμε τώρα>>, είπε ο Ντίνος κι αφήνοντας το άδειο πια ποτήρι του στο μπαρ, έφυγε με τον Στέλιο να τρέχει πίσω του για να τον προλάβει. 
   Τα Χριστούγεννα πέρασαν, ο αρραβώνας έγινε και δυο μέρες πριν την Πρωτοχρονιά η Ερμίνα πετούσε για Βιέννη κι ύστερα, για Παρίσι και Λονδίνο. Η μητέρα της το φυσούσε και δεν κρύωνε. Αλλιώς ήταν τα πράγματα στα δικά της χρόνια. Ντροπής πράγμα ήταν ν’ αφήσει μόνο τον αρραβωνιαστικό της χρονιάρες μέρες.
   Η αλήθεια ήταν πως κι εκείνη είχε στενοχωρηθεί. Είχε κανονίσει να δουλέψει ξανά μετά την Πρωτοχρονιά, αλλά τελευταία ώρα την ενημέρωσαν πως αρρώστησε μια κοπέλα κι έπρεπε να την αντικαταστήσει. Ευτυχώς, η δεύτερη αεροσυνοδός ήταν η φίλη της η Βάλια κι έτσι, τουλάχιστον, θα άλλαζε  τον χρόνο έχοντας δίπλα της έναν δικό της άνθρωπο. 
  Προσγειώθηκαν στο διεθνές αεροδρόμιο της Βιέννης, νωρίς το απόγευμα. Πήγαν στο ξενοδοχείο τους, έκαναν ένα μπάνιο, άλλαξαν ρούχα και βγήκαν με τη Βάλια να κάνουν ένα περίπατο στην, γιορτινά στολισμένη, Αυστριακή πρωτεύουσα. Ούτε κατάλαβαν πώς πέρασε η ώρα χαζεύοντας τις εντυπωσιακές βιτρίνες και, ύστερα, κάθισαν να πιουν μια ζεστή σοκολάτα και να φάνε ένα στρούντελ, την παραδοσιακή βιεννέζικη μηλόπιτα. Γιατί, ποιος μπορεί να αντισταθεί στα βιεννέζικα γλυκίσματα; Έπιναν με απόλαυση το καυτό ρόφημα, όταν άνοιξε η πόρτα κι ένα κρύο ρεύμα αέρα μπήκε μέσα στο ζεστό ‘’καφέ’’. Ο Ντίνος κομψός κι εντυπωσιακός μέσα στη στολή του, τις πλησίασε χαμογελώντας. 
    <<Ω! Κάπταιν κι εσείς εδώ; Νόμιζα πως είχατε άδεια>>, είπε η Βάλια δίνοντάς του το χέρι της. <<Να σας συστήσω. Η φίλη μου, Ερμίνα Καλατζή. Ερμίνα, η εταιρία που εργάζεται ο κύριος Δημητρίου συνεργάζεται με τη δική μας κι έτσι έχουμε συνταξιδέψει πολλές φορές>>. 
   <<Χαίρω πολύ, κύριε Δημητρίου>>.  Η Ερμίνα άπλωσε ευγενικά το χέρι της κι εκείνος, το πήρε στο δικό του, σε μια ζεστή χειραψία. 
   <<Κι εγώ χαίρομαι που σας γνωρίζω, κυρία Καλατζή. Θα μπορούσα να καθίσω μαζί σας; Δε βλέπω άλλο άδειο τραπέζι κι εξάλλου, μια που  βρισκόμαστε όλοι μακριά απ’ τα σπίτια μας τέτοιες μέρες, ας κάνουμε, τουλάχιστον, παρέα>>.
    <<Μα φυσικά, παρακαλώ, χαρά μας>>.
    Ο Ντίνος τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε. Τα μάτια του είχαν μείνει καρφωμένα πάνω στην Ερμίνα.
    <<Λοιπόν, κορίτσια, κι εσείς στα ξένα θ’ αλλάξετε χρονιά;>>  
    <<Τι να κάνουμε, αυτά έχει η δουλειά μας. Δεν πειράζει, μαθημένες είμαστε>>. Η Βάλια κούνησε ανέμελα τα χέρια της. <<Εσείς, πότε ξαναπετάτε; Ευτυχώς, θα είμαστε παρέα την Πρωτοχρονιά με την Ερμίνα. Αλλά αύριο το απόγευμα, εγώ πετάω για Στοκχόλμη και η Ερμίνα για Παρίσι>>.
    <<Τι σύμπτωση, Ερμίνα! Μου επιτρέπεις φαντάζομαι τον ενικό>>, είπε ο Ντίνος κάνοντας νόημα στο σερβιτόρο. <<Θα συνταξιδεύσουμε. Αλλά ως τότε προτείνω, αν δεν έχετε αντίρρηση, να γιορτάσουμε παρέα. Τι λέτε;>>
    <<Ναι, γιατί όχι;>> είπε η Ερμίνα, μαγκωμένα. Είχε αρχίσει να νιώθει άβολα. Κάτι στο βλέμμα του της έλεγε πως αυτές οι συμπτώσεις δεν ήταν καθόλου… συμπτώσεις. Τον κοίταξε με την άκρη του ματιού. Η φυσιογνωμία του κάτι της θύμιζε. Την κοίταζε επίμονα, σχεδόν αγνοώντας τη Βάλια, αλλά το χειρότερο ήταν πως ένιωθε γι’ αυτόν  μια ανεξήγητη έλξη. 
    Η Βάλια φλυαρούσε χαρούμενα, δείχνοντας πως δεν έχει αντιληφθεί τίποτα. Ήπιαν τη σοκολάτα τους κουβεντιάζοντας ‘’περί ανέμων και υδάτων’’ κι όταν σηκώθηκαν να φύγουν, ο Ντίνος επέμενε να πληρώσει τον λογαριασμό και να τις συνοδεύσει στο ξενοδοχείο τους. Και οποία έκπληξις! Έμενε κι αυτός, όχι μόνο στο ίδιο ξενοδοχείο, αλλά και στο διπλανό δωμάτιο!
   <<Μα τι λες τώρα, Ερμίνα μου; Συμπτώσεις είναι>>. Η Βάλια την κοίταζε με αμφιβολία. Η Ερμίνα ήταν προσγειωμένη κοπέλα, δεν έβγαζε εύκολα συμπεράσματα. Για να το λέει, κάτι υποψιαζόταν. Όμως, στην αντίληψη της Βάλιας δεν είχε πέσει κάτι περίεργο.
    <<Μα, βρε Βάλια, πόσες συμπτώσεις πια; Το προσωπικό αυτής της εταιρείας μένει σε άλλο ξενοδοχείο, εγώ δεν τον έχω ξαναδεί ποτέ και τώρα ξαφνικά, είμαστε στην ίδια πτήση, στο ίδιο ξενοδοχείο και μάλιστα σε διπλανά δωμάτια. Άσε πια ο τρόπος που με κοιτάζει. Δεν το βλέπεις πως  παραείναι πολλές οι συμπτώσεις; Μα, βέβαια!>> αναφώνησε ξαφνικά η Ερμίνα. <<Θυμήθηκα πού τον έχω ξαναδεί. Τα Χριστούγεννα, στο πάρτι της εταιρείας. Καθόταν όλο το βράδυ στο μπαρ μαζί με κάποιον άλλο και κοίταζε συνεχώς προς το τραπέζι μας. Τότε, όμως, δεν τον γνώριζα και δεν έδωσα σημασία. Όμως τώρα…>>
   Αυτή τη φορά κατάφερε να τραβήξει την προσοχή της Βάλιας. Οι δυο κοπέλες ξάπλωσαν στα κρεβάτια τους και συνέχισαν να κουβεντιάζουν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, χωρίς παρ’ όλα  αυτά να καταφέρουν να βγάλουν κάποια άκρη.
  Η επόμενη μέρα, παραμονή Πρωτοχρονιάς, ξημέρωσε παγωμένη. Ένα λεπτό στρώμα χιονιού στόλιζε τα γυμνά δέντρα και ολόλευκες νιφάδες στριφογύριζαν χαρούμενα πριν πέσουν στους ώμους των περαστικών που είχαν βγει στους δρόμους για τα ψώνια της τελευταίας στιγμής. Μόλις οι δυο κοπέλες μπήκαν στην τραπεζαρία για το πρωινό, είδαν τον Ντίνο να τους γνέφει από ένα τραπέζι δίπλα στη τζαμαρία. Ήταν αργά για να τον αποφύγουν κι έτσι αναγκάστηκαν να καθίσουν μαζί του. 
   Η Ερμίνα έπαιζε νευρικά με το κουταλάκι του καφέ, όσο τους άκουγε να κανονίζουν για το ρεβεγιόν της Παραμονής. Από τη μια ήθελε να τον αποφύγει, αλλά από την άλλη αυτός ο άντρας την τραβούσε σαν μαγνήτης. Μόλις εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε πως δεν είχε τηλεφωνήσει καθόλου στον Σταύρο. Δεν είχε ανοίξει, καν, το κινητό της. 
   <<Συγγνώμη>>, είπε, καθώς σηκωνόταν νευριασμένη και κατευθυνόταν έξω από την αίθουσα. <<Πρέπει να τηλεφωνήσω στον  μνηστήρα μου>>.
    Μίλησε για λίγο με τον Σταύρο, βιαστικά και γεμάτη τύψεις, γιατί ένιωθε πως το μόνο που ήθελε ήταν να επιστρέψει στην τραπεζαρία. Και… στον Ντίνο. Το βλέμμα του καυτό, καθώς στάθηκε πάνω της, την έκανε να νιώσει ακόμα πιο άσχημα.
   Αποτελείωσαν το πρωινό τους και χώρισαν δίνοντας ραντεβού για το βράδυ. Ήδη, στο ξενοδοχείο είχαν αρχίσει οι προετοιμασίες για το ρεβεγιόν. Η Ερμίνα ήταν αμίλητη. Αλλά και η Βάλια, που συνήθως ήταν λαλίστατη, είχε καταπιεί τη γλώσσα της. 
    <<Έχεις δίκιο, φιλενάδα>>, της είπε, <<κάτι συμβαίνει εδώ. Εγώ πάντως του είπα με τρόπο πως είσαι αρραβωνιασμένη, αλλά δεν είδα να ιδρώνει τ’ αυτί του>>.
    Η μεγάλη αίθουσα του χορού έλαμπε κάτω από τα δυνατά φώτα του κρυστάλλινου πολυέλαιου. Η ορχήστρα έπαιζε όμορφες Χριστουγεννιάτικες μελωδίες, ενώ τα γκαρσόνια τριγύριζαν χαμογελαστά από τραπέζι σε τραπέζι, έτοιμα να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Πριν λίγο ο Ντίνος είχε χτυπήσει την πόρτα τους, για να τις συνοδεύσει. Ήταν πολύ όμορφος και αρρενωπός μέσα στο σμόκιν του. Αλλά κι εκείνες, δεν πήγαιναν πίσω. Η Ερμίνα φορούσε μια ταφταδένια κατακόκκινη τουαλέτα, που τη στόλιζε μια μακριά μεταξωτή εσάρπα σε όλες τις αποχρώσεις του μπλε και του κόκκινου. Μπλε μεταξωτές γόβες κι ένα ταιριαστό τσαντάκι με χρυσό κούμπωμα συμπλήρωναν την εμφάνισή της. Αλλά και η Βάλια ήταν εξίσου όμορφη και λαμπερή, μ’ ένα μακρύ μεταξωτό φόρεμα στο χρώμα της σαμπάνιας. Ο Ντίνος τις οδήγησε  σ’ ένα τραπέζι κοντά στην ορχήστρα, όπου κάθονταν, ήδη, κι άλλα μέλη της εταιρείας. 
   Απόλαυσαν τα νόστιμα φαγητά, το ακριβό κρασί και τις όμορφες μελωδίες. Και στις δώδεκα παρά πέντε ο διευθυντής του ξενοδοχείου πήρε το μικρόφωνο και προέτρεψε τους καλεσμένους του να ετοιμαστούν για τον τελευταίο χορό του παλιού χρόνου, που θα ήταν συγχρόνως και ο πρώτος του νέου. 
  <<Ας πάρει, λοιπόν, ο καθένας την ντάμα του και ας υποδεχτούμε όλοι μαζί χορεύοντας, τον καινούριο χρόνο!>> είπε χαρούμενα.
   Ο Ντίνος πετάχτηκε από την καρέκλα του και πριν προλάβει η Ερμίνα ν’ αντιδράσει, την τράβηξε στην πίστα. Η ορχήστρα άρχισε να παίζει ένα σλόου κομμάτι και πολλά ζευγάρια λικνίζονταν, ήδη, στον ρυθμό του. Ο Ντίνος την κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά του ακουμπώντας το στόμα του στα μαλλιά της. Η Ερμίνα προσπάθησε να τραβηχτεί, όμως, εκείνος άρχισε να της χαϊδεύει απαλά την πλάτη συνεχίζοντας να την σφίγγει πάνω του. Η Ερμίνα ανάσανε βαθιά και αφέθηκε. 
   <<Μα τι κάνω;>> σκέφτηκε έντρομη, φέρνοντας στο νου της το γλυκό χαμόγελο του Σταύρου που απόψε θα έκανε Πρωτοχρονιά μόνος του,  εξ αιτίας της.  Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούσε να φύγει. Αυτή η αγκαλιά ήταν αυτό που ήθελε. Τα μάτια της βούρκωσαν, όμως εκείνη τη στιγμή, όλα τα φώτα έσβησαν και κάποιος άρχισε να μετράει αντίστροφα. Ο Ντίνος έσκυψε και τη φίλησε απαλά στα χείλη. 
  <<Καλή χρονιά>>, της είπε τρυφερά, με το στόμα του μια ανάσα από το δικό της. 
   Η Ερμίνα δεν μπορούσε να σαλέψει. Όταν τα φώτα ξανάναψαν, ο Ντίνος την συνόδευσε ως το τραπέζι τους, τράβηξε ευγενικά την καρέκλα για να καθίσει, της φίλησε το χέρι χαμογελώντας γλυκά και, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, έφυγε για να χαιρετήσει κάποιους γνωστούς του, όπως της είπε. Τα μάγουλα της Ερμίνας είχαν φουντώσει, η δε Βάλια είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. 
   <<Βάλια, τι έκανα!>> ψιθύρισε κοιτάζοντας τη φίλη της έτοιμη να βάλει τα κλάματα. <<Ο Σταύρος είναι μόνος του στην Αθήνα κι εγώ εδώ ερωτοτροπώ με έναν άγνωστο>>.
  <<Εδώ που τα λέμε, κι εγώ τα’ χασα μ’ αυτά που είδα, αλλά, βρε Ερμίνα μου, είδα και κάτι άλλο. Είδα ένα ζευγάρι ερωτευμένο>>, είπε η Βάλια. <<Τα μάτια σας  έλαμπαν. Και των δυο. Ξέρω πως αγαπάς τον Σταύρο και ξέρω επίσης πως είσαι άνθρωπος σοβαρός, που τιμάει το λόγο του και σέβεται τον άνθρωπό του. Όμως, χωρίς ίσως να το συνειδητοποιείς, ο τρόπος που κοίταζες το Ντίνο… ήταν το βλέμμα μιας γυναίκας ερωτευμένης>>.
  <<Με φίλησε>>, ψιθύρισε η Ερμίνα. <<Και το χειρότερο είναι πως μου άρεσε>>. Και τότε, η οθόνη του κινητού της άναψε. Ο Σταύρος έπαιρνε για να της ευχηθεί. Η Ερμίνα ήπιε λίγο νερό, ακούμπησε τα χέρια της στα φλογισμένα της μάγουλα, πήρε το κινητό της, που εν τω μεταξύ είχε σταματήσει να χτυπάει και βγήκε αποφασιστικά από την αίθουσα. Ο Ντίνος που κουβέντιαζε πιο κει με κάποιους, ζήτησε συγγνώμη και την πλησίασε. Η Ερμίνα κατάφερε να του ρίξει ένα άγριο βλέμμα. 
   <<Συγγνώμη, κύριε Δημητρίου, αλλά θέλω να τηλεφωνήσω στον αρραβωνιαστικό μου>>. Ο Ντίνος γέλασε δυνατά.
   <<Πάλι, κυρία Καλατζή;>> της είπε, σηκώνοντας ειρωνικά το φρύδι του. <<Όποτε θέλετε να με αποφύγετε, το ίδιο λέτε>>.
   Η Ερμίνα του έριξε μια δολοφονική ματιά και απομακρύνθηκε.
   <<Ό, τι και να κάνεις, δεν μπορείς να με αποφύγεις, Ερμίνα>>, τον άκουσε να λέει πίσω της.
   Η Ερμίνα επέστρεψε στην αίθουσα, πήρε την εσάρπα και το τσαντάκι της και έφυγε, χωρίς να πει λέξη σε κανέναν. Δεν άντεχε να μείνει άλλο εκεί. Μόλις μπήκε στο δωμάτιο, πέταξε τα παπούτσια από τα πόδια της κι έπεσε βαριά στο μαλακό κρεβάτι ξεσπώντας σε λυγμούς. Βύθισε το πρόσωπό της στο μαξιλάρι κι έκλεισε τα μάτια θέλοντας να διώξει μακριά τη μορφή του Ντίνου. Όμως, όσο και να προσπαθούσε, το γελαστό πρόσωπο του Σταύρου απομακρυνόταν και μπροστά της έβλεπε μόνο τα πράσινα μάτια του Ντίνου να την κοιτάζουν όπως δεν την είχε κοιτάξει κανείς,  ποτέ πριν. Έβλεπε τον Ντίνο να την κρατάει στην αγκαλιά του και να της ψιθυρίζει τρυφερά στ’ αυτί. Κι ο Σταύρος να κοιτάζει από μακριά, κουνώντας λυπημένος το κεφάλι του. 
   <<Φύγε, φύγε>>, φώναξε κλαίγοντας κι εκσφενδόνισε το μαξιλάρι που προσγειώθηκε στα πόδια της Βάλιας, η οποία είχε, μόλις, μπει στο δωμάτιο. 
    Άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε γύρω της προσπαθώντας να καταλάβει πού βρισκόταν. Η πανέμορφη τουαλέτα της ήταν πεταμένη σ’ ένα τσαλακωμένο κουβάρι στο πάτωμα και μαύρα ρυάκια έτρεχαν από τα μάτια της παρασύροντας το μακιγιάζ της. Η Βάλια κάθισε στο κρεβάτι κι η Ερμίνα έπεσε κλαίγοντας στην αγκαλιά της. 
   <<Τι θα κάνω, Βάλια;>>
   <<Τι εννοείς, τι θα κάνεις, Ερμίνα μου; Τα πράγματα είναι απλά. Αν αγαπάς πραγματικά τον Σταύρο, ό, τι και να κάνει ο όποιος Ντίνος, δε σε αφορά. Αγνόησέ τον. Όμως, για να είσαι σ’ αυτή την κατάσταση, φοβάμαι πως τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά>>.
   <<Τι εννοείς;>> ρώτησε η Ερμίνα ρουφώντας τη μύτη της σαν παραπονεμένο παιδάκι.
    <<Εννοώ πως ο… κύριος Δημητρίου, όχι μόνο δε σου είναι αδιάφορος, αλλά έχω την εντύπωση πως εδώ πρόκειται για κεραυνοβόλο έρωτα>>.
    <<Όχι, όχι, τον αγαπάω τον Σταύρο. Δε θέλω κανέναν άλλον>>, φώναξε η Ερμίνα προσπαθώντας περισσότερο να πείσει τον  εαυτό της κι έτρεξε να χωθεί στο μπάνιο.
    Άφησε το καυτό νερό να τρέχει για πολλή ώρα πάνω της και ύστερα πέρασε το κορμί της στο αφράτο μπουρνούζι και τύλιξε τα μαλλιά της με μια πετσέτα. Το καυτό νερό την είχε συνεφέρει κάπως. Κάθισε αποφασιστικά στο κρεβάτι και κοίταξε την Βάλια στα μάτια.
    <<Όχι, δε θα το επιτρέψω>>, είπε. <<Με τον Σταύρο είμαστε μαζί τόσα χρόνια. Είναι ο άνθρωπός μου. Δε θ’ αφήσω τον πρώτο τυχόντα να μπει ανάμεσά μας>>.
    <<Έτσι μπράβο, αυτή είναι η Ερμίνα που ξέρω>>. Η Βάλια την αγκάλιασε στοργικά.
     Την άλλη μέρα το απόγευμα, τα δυο κορίτσια αποχαιρετίστηκαν κι έφυγαν για να προλάβουν, η καθεμιά την πτήση της. Ο Ντίνος ήταν άφαντος. 
   Μπήκε στο αεροπλάνο κι άρχισε να ετοιμάζει τα σερβίτσια και τα ροφήματα. Οι άλλες δυο αεροσυνοδοί τιτίβιζαν χαρούμενα αναπολώντας το ρεβεγιόν της Παραμονής. Ήταν κι οι δυο ελεύθερες κι από τα λεγόμενά τους φαινόταν πως το είχαν καταευχαριστηθεί. Η Ερμίνα ζήλεψε την ανεμελιά τους. Σκεπτόμενη πως, λίγα μέτρα πιο πέρα, στο μπροστινό μέρος της καμπίνας, θα βρισκόταν σε λίγο εκείνος, ένιωσε πως η αποφασιστικότητα της προηγούμενης νύχτας είχε κάνει φτερά. Αυτό το ταξίδι θα ήταν το δυσκολότερο της ζωής της. Φοβόταν τον ίδιο της τον εαυτό.
    Οι επιβάτες άρχισαν να επιβιβάζονται και η Ερμίνα φόρεσε το επαγγελματικό της χαμόγελο και στάθηκε στην είσοδο για να τους υποδεχτεί. Ανάμεσά τους ήταν κι ο Ντίνος με τον συγκυβερνήτη του. Η τυπική χειραψία του δεν θύμιζε σε τίποτα τον φλογερό άντρα της προηγούμενης βραδιάς. Ευχήθηκε εγκάρδια στο πλήρωμά του για τον καινούριο χρόνο, ζήτησε ευγενικά έναν καφέ και μπήκε στο χειριστήριο. 
   Το Παρίσι τους υποδέχτηκε γιορτινό και ολόφωτο. Η Ερμίνα έφτασε στο ξενοδοχείο της, χωρίς να τον συναντήσει ξανά. Έβαλε ένα ποτήρι κρασί και ξάπλωσε  σε μια βαθιά πολυθρόνα δίπλα στην μπαλκονόπορτα. Τα δέντρα κατά μήκος της Λεωφόρου Σανζ Ελυζέ έλαμπαν, φορτωμένα με χιλιάδες μικροσκοπικά λαμπιόνια. Αναστέναξε με απογοήτευση. Όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί, την πλήγωσε η αδιαφορία του. Τελικά, μια ακόμη περιπέτεια ήταν για εκείνον. Αυτό ήταν όλο. Ζήτησε από τη ρεσεψιόν να της φέρουν πρωινό στο δωμάτιο και έπεσε να κοιμηθεί. Είχε μια ολόκληρη μέρα στο Παρίσι και σκόπευε να την ευχαριστηθεί. 
    Στις 9 ακριβώς, ένας χαμογελαστός υπάλληλος ακούμπησε στο χαμηλό τραπεζάκι τον δίσκο με το πρωινό. Τον αρωματικό καφέ συνόδευε ένα πιάτο με ζεστά κρουασάν κι ένα κρυστάλλινο ποτήρι με φρεσκοστυμμένο χυμό. Η Ερμίνα ένιωσε την καρδιά της να σταματάει, στη θέα του κόκκινου τριαντάφυλλου που ήταν ακουμπισμένο πάνω σ’ έναν λευκό φάκελο. Τον άνοιξε με τρεμάμενα δάχτυλα και διάβασε:
    <<Σε περιμένω στο μπαρ. Όλη η μέρα είναι δική μας να γνωρίσουμε το Παρίσι από την αρχή>>.
     Όλες οι αποφάσεις που είχε πάρει την προηγούμενη μέρα, έγιναν καπνός. Αναστέναξε παραιτημένη. Τελικά δεν μπορούσε, αλλά και δεν ήθελε πια ν’ αντισταθεί. Ήπιε βιαστικά τον καφέ της  κι άρχισε να ντύνεται. Φόρεσε  ένα χοντρό τουΐντ παντελόνι, ένα ολόμαλλο ροζ πουλόβερ με ψηλό γιακά και τις μπότες της με τη γούνινη επένδυση. Πήρε το παλτό και την τσάντα της και κλείνοντας πίσω της την πόρτα κατευθύνθηκε αποφασιστικά προς το ασανσέρ. 
    Ο Ντίνος καθόταν σ’ ένα ψηλό σκαμνί του μπαρ κι είχε μπροστά του έναν διπλό εσπρέσο. Πήρε τα χέρια της στα δικά του και τα έφερε στα χείλη του. Ύστερα, έβγαλε από την τσέπη του ένα κουτάκι, το άνοιξε κι έβγαλε από μέσα μια κατακόκκινη κρυστάλλινη καρδιά, κρεμασμένη από μια ασημένια αλυσίδα. 
   <<Είναι η καρδιά μου>>, της είπε,<<και τη δίνω σ’ εσένα. Το ξέρεις, όπως το ήξερα κι εγώ από την πρώτη στιγμή που σε είδα, πως η μοίρα μας είναι κοινή>>.
   Η Ερμίνα γύρισε το κεφάλι της και τον άφησε να κουμπώσει το κομψό κόσμημα. Ένιωσε την ανάσα του στο πίσω μέρος του λαιμού της. Τα χείλη του την ακούμπησαν απαλά. Γύρισε και αφέθηκε να γευτεί το φιλί του. Σε λίγες ώρες θα επέστρεφε στην αγαπημένη αγκαλιά του Σταύρου, όμως, τη μέρα αυτή θα την ζούσε. Θα ήταν μόνο δική της και του Ντίνου. Μια γλυκιά ανάμνηση που θα κρατούσε για πάντα μέσα της. Μια ανάμνηση από μια γιορτινή μέρα στην πιο ερωτική πόλη της Ευρώπης… 

Στέλλα Φραντζή 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Περιμένουμε τις απόψεις σας!