Τα ρόδια της αγάπης - Τρισεύγενη Γ. Γκοτσίνου | Λογοτεχνικό Δωδεκαήμερο Χριστουγέννων 2023 - ΚΕΦΑΛΟΣ

To Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς για το βιβλίο, τη λογοτεχνία, την ποίηση, τους λογοτέχνες και τις τέχνες.

ΝΕΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2023

Τα ρόδια της αγάπης - Τρισεύγενη Γ. Γκοτσίνου | Λογοτεχνικό Δωδεκαήμερο Χριστουγέννων 2023



 ΤΑ ΡΟΔΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 

Α' έπαινος στον λογοτεχνικό διαγωνισμό του Ε.Π.Ο.Κ. (2022) Συμμετοχή στον συλλογικό τόμο "Κυπριακή Φιλολογική Πρωτοχρονιά" (2023)


Τα κουτσουράκια τριζοβολούσαν ζωηρά στη στόφα καθώς οι φλογίτσες  σκορπούσαν τη θαλπωρή τους ολόγυρα. Στη μαντεμένια επιφάνειά της  στεκόταν καμαρωτή η τσαγιέρα της γιαγιάς που με τον αχνό της προσκαλούσε  μικρούς και μεγάλους για ένα ζεστό τσαγάκι, ενώ από το πορτάκι του  φούρνου τα κάστανα μοσχομύριζαν κάνοντας τον μικρό Λουκά ανυπόμονο.  23 Δεκέμβρη, οι διακοπές στο ορεινό χωριουδάκι του παππού και της γιαγιάς  μόλις είχαν ξεκινήσει. Στο σαλονάκι ο Λουκάς με τον παππού περίμεναν να  αρχίσει το αγαπημένο τους τηλεπαιχνίδι. Δυο ημέρες πριν τα Χριστούγεννα  και κάθε κανάλι βομβάρδιζε τους τηλεθεατές του με διαφημίσεις... πολυτελή  σπίτια στολισμένα για τις γιορτινές ημέρες, ταξίδια σε χειμωνιάτικους  προορισμούς, πάμπολλες λιχουδιές, άφθονα παιχνίδια και πανάκριβα ρούχα  έκαναν καθημερινά παρέλαση μπροστά από τα κατάπληκτα μάτια του Λουκά.  

 Σαν τελείωσε η εκπομπή ο μικρός αναρωτήθηκε: "Παππού, τι είναι για σένα  τα Χριστούγεννα;" Εκείνος τον κοίταξε στοργικά, σηκώθηκε από την  πολυθρόνα του και πήρε ένα ρόδι. Το άνοιξε στα δυο βάζοντάς το στα χέρια  του εγγονού του. «Δες πως είναι μέσα του, κάθε σποράκι ξεχωριστό μα το ένα  έχει την ανάγκη του άλλου για να φτιάξουν ένα όμορφο ρόδι!» Ο μικρούλης  έμεινε σκεπτικός και συνάμα εντυπωσιασμένος από τα αινιγματικά λόγια του  παππού του. Η γιαγιά τον πλησίασε ψιθυρίζοντας του: « Απόψε που θα  ξαπλώσεις στο κρεβατάκι σου σκέψου καλά τούτα τα λόγια, αύριο θα σε  βοηθήσω να κάνουμε πράξη το νόημα των γιορτινών ημερών», εξήγησε  χαιδεύοντας στοργικά τα μαλλιά του. 

 «Γιαγιάκα, χαρτί και μολύβι!», είπε καθώς το επόμενο πρωί ρουφούσε  βιαστικά το γάλα του. «Θα βοηθήσω τους ανθρώπους του χωριού μας και έτσι  όλοι μαζί χαρούμενοι θα περάσουμε τα πιο όμορφα Χριστούγεννα!», συνέχισε  ενθουσιασμένος από την ιδέα του. Στο παράθυρο της κουζίνας δυο γλυκά  μουτράκια τους χαμογελούσαν… ήταν τα γειτονόπουλα που είχαν έρθει να  πάρουν τον Λουκά για τα κάλαντα. « Σύρε στο καλό και εγώ θα ετοιμάσω τη  λίστα μας», εξήγησε η γιαγιά καθώς τύλιγε ένα ζεστό κασκόλ γύρω από τον  λαιμό του εγγονού της. Εκείνος της έδωσε ένα φιλί και με μια δρασκελιά  βρέθηκε με τους φίλους του στην αυλή. Η γιαγιά πήρε χαρτί και μολύβι, κάθισε  στην πολυθρόνα πλάι στο τζάκι και ξεκίνησε να σημειώνει επτά ανθρώπους  του χωριού, επτά ξεχωριστά σποράκια για το ρόδι του Λουκά… 

 25 Δεκεμβρίου…η χριστουγεννιάτικη λειτουργία είχε τελειώσει, χωριανοί και  επισκέπτες βάδιζαν βιαστικά για να απολαύσουν ένα ζεστό ρόφημα σε κάποιο  καφέ του χωριού ξορκίζοντας την παγωνιά του πρωινού. Η Νατάσα βύθισε το  μπακιρένιο μπρίκι στη χόβολη και γύρισε να κοιτάξει την πόρτα που άνοιξε. Η  οικογένεια του κυρ-Λουκά καλημέρισε και κάθισε στο τραπέζι πλάι στη  ξυλόσομπα. Ο παππούς έκλεισε το μάτι ενθαρρυντικά στον εγγονό καθώς  εκείνος πλησίαζε τη Νατάσα. Του χαμογέλασε γλυκά και του έκανε νόημα να  δει τον καφέ που φούσκωνε και μοσχομύριζε. Τότε και εκείνος της είπε  σιγανά: « Θα θέλατε να είμαι για σήμερα ο βοηθός σας; Θα κάνουμε καλή  παρέα, δε θα είστε μόνη μια τέτοια γιορτινή ημέρα…λοιπόν, τι λέτε;», εξήγησε  ο μικρός καθώς η Νατάσα κοιτούσε συγκινημένη και έκπληκτη μια το παιδί και  μια την οικογένειά του κάνοντας ένα νεύμα ευχαριστίας. Τον αγκάλιασε και 

αποκρίθηκε: «Μαζί θα κάνουμε τα πιο γλυκά Χριστούγεννα!», και του φόρεσε  μια ποδιά για να σερβίρει... Αυτός χαρούμενος περιποιόταν και κουβέντιαζε με  χωριανούς και επισκέπτες καθώς η Νατάσα ένιωθε λιγότερο ξένη… λιγότερο  μόνη αφού ο Λουκάς έγινε η οικογένειά της εκείνα τα Χριστούγεννα! Η αγάπη  και η καλοσύνη του παιδιού έδιωξαν ακόμη πιο μακριά το φόβο του πολέμου  που την ανάγκασε να φύγει από τη χώρα της με μια βαλίτσα λίγους μήνες  πριν και απάλυναν τη νοσταλγία της για τη ζωή που απότομα έπρεπε να  αφήσει. 

 26 Δεκεμβρίου… Πίσω από τη μεγάλη τζαμαρία με τις χάρτινες  καμπανούλες καμάρωναν αφράτα τσουρεκάκια, μελωμένες δίπλες,  στριφογυριστά κουλουράκια και ζεστές φρατζόλες. Στο βάθος η κυρα Σοφούλα στόλιζε με σουσάμι τη ζύμη της όταν το κουδουνάκι της πόρτας  καλωσόρισε δυο ακόμη πρωινούς πελάτες, τον Λουκά με τη γιαγιά του.  «Καλημέρα! Τι θα θέλατε; Λουκά μου, τι να σε κεράσω;», ρώτησε η  καλόγνωμη γυναίκα. Τότε η γιαγιά την πλησίασε λέγοντας: « Μάλλον εμείς θα  σε κεράσουμε…αν το θέλεις και εσύ φυσικά. Ο εγγονός μου σκέφτηκε να  μείνει σήμερα στο φούρνο, μέρες γιορτής και όλοι χρειαζόμαστε καλή παρέα  και ένα χέρι βοήθειας.», εξήγησε η γιαγιά. Η κυρα-Σοφούλα με τα αλευρωμένα  χέρια της χάιδεψε τα μαγουλάκια του Λουκά, του έβαλε ένα σκούφο  μαγειρικής και ψιθύρισε στη γιαγιά που έφευγε ευχαριστώ από καρδιάς.  Σχεδόν δυο χρόνια από τότε που έχασε τον άντρα της. Ο φούρνος έγινε το  σπίτι και η δουλειά μαζί, οι πελάτες είχαν γίνει φίλοι και οικογένεια. Εκείνη την  ημέρα η δουλειά δεν την κούρασε όπως συνήθως, η παρεούλα του Λουκά τη  βοήθησε κάνοντάς την να ξεχάσει για λίγο τη στενοχώρια της…και ότι έψησαν  είχε μια αλλιώτικη, υπέροχη γεύση! 

 27 Δεκεμβρίου…Ο γκρίζος ουρανός σκόρπιζε χιλιάδες μικρές σταγόνες  κάνοντας το καλντερίμι έξω από το κατάστημα της Μάνιας μια πρώτης τάξεως  τσουλήθρα για τα παιδάκια που αναζητούσαν έναν σκανταλιάρικο τρόπο να  περάσουν το πρωινό τους. Η Μάνια αποχαιρετούσε τους γονείς και τον  αδερφό της μέσω μιας βιντεοκλήσης. Εκείνοι στον μακρινό και κατάλευκο  Καναδά, το μέρος όπου και η ίδια μεγάλωσε. Τρία χρόνια πριν αναζητώντας  την περιπέτεια στη ζωή της αποφάσισε να γυρίσει στην Ελλάδα, στο χωριό  των γονιών της ανοίγοντας ένα κατάστημα με δώρα, αναμνηστικά για τους  ταξιδιώτες και παιχνίδια. Η μαμά του Λουκά χτύπησε την πόρτα, τίναξε το  νερό από τα παπούτσια της και χαμογέλασε στη Μάνια. Κάθε φορά που  πήγαινε στο χωριό περνούσε ώρες με τη Μάνια, έπιναν τον καφέ τους,  έφτιαχναν παρέα κατασκευές και μοιράζονταν τα όνειρα και τις ελπίδες τους.  Ήξερε καλά πως αν και η ζωή στο χωριό της ταίριαζε και απολάμβανε τις  ομορφιές του βουνού συχνά νοσταλγούσε την οικογένειά της που βρισκόταν  τόσο μα τόσο μακριά. Σαν άκουσε, επομένως, την ιδέα τους να περάσουν με  τον Λουκά την ημέρα τους μαζί της πέταξε από τη χαρά της! Με κέφι οι τρεις  τους ως το βράδυ εξυπηρετούσαν τους πελάτες ή ετοίμαζαν παραγγελίες. Ο  ήχος του τηλεφώνου έκανε τον Λουκά να τρέξει προς τα εκεί. « Ναι, γιαγιάκα!  Φυσικά και θέλει! Θα είναι η δική μου καλεσμένη!», απάντησε και κατέβασε το  ακουστικό. « Η γιαγιά μου μας περιμένει όλους για βραδινό και δεν γίνεται να 

της αρνηθούμε!», είπε με αποφασιστικότητα κάνοντας τις δυο γυναίκες να  γελάσουν. Εκείνο το δειλινό πλάι στο τζάκι της γιαγιάς, με τον Λουκά στην  αγκαλιά της Μάνιας να περιγράφει ενθουσιασμένος ότι έκανε στο μαγαζί τη  γέμισε τόση χαρά που ξαφνικά σαν να μίκρυνε η απόσταση με τον Καναδά και  τα αγαπημένα πρόσωπά της… 

 28 Δεκεμβρίου…Τα σύννεφα ταξίδεψαν μακριά και η αυγή αγκαζέ με τον  πρωινό ήλιο ήρθαν να ξυπνήσουν το χωριό. Ο παππούς πλησίασε στο  κρεβατάκι του Λουκά ψιθυρίζοντας: « Εσύ και εγώ σήμερα έχουμε μια μυστική  αποστολή στο βουνό!» Σε λίγη ώρα οι δυο τους με το αγροτικό αυτοκίνητο του  παππού βρέθηκαν στο δάσος. Τα δέντρα στολισμένα από χιόνι  λαμποκοπούσαν κάθε φορά που τα άγγιζαν οι ηλιαχτίδες. Και εκεί σε ένα  ξέφωτο μια μικρή στάνη και ένα ξύλινο καλυβάκι. Ο καπνός από τη πέτρινη  καμινάδα μαρτυρούσε πως κάποιος βρισκόταν μέσα. Μα και βέβαια, ο  Παντελής και η Φρόσω. Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που ζούσε μοναχικά, για  εκείνους οικογένεια ήταν τα λιγοστά προβατάκια τους και το μελίσσι τους που  με περίσσια αγάπη φρόντιζαν για χρόνια. «Καλώς το φίλο και συμμαθητή  μου!», αναφώνησε ο κυρ-Παντελής καθώς τους είδε. Η κυρα-Φρόσω κέρασε  τον Λουκά ζεστό ψωμάκι με μέλι κι ύστερα του έδωσε ένα ζευγάρι γαλότσες.  «Έτοιμος για τη ζωή στο βουνό;» ρώτησε γελώντας. Μαζί τους γνώρισε πως  είναι να ζεις στο δάσος… μάζεψαν βότανα και καρπούς του χειμώνα,  φρόντισαν τις μελλισσούλες, τάισαν τα προβατάκια που η παγωνιά τα  κρατούσε στο ζεστό άχυρο της στάνης, έκοψαν ξύλα και έφαγαν όλοι μαζί το  μεσημέρι. Αυτή η επίσκεψη για τη Φρόσω και τον Παντελή ήταν ένα  αναπάντεχο δώρο στη μοναχική καθημερινότητά τους, μια αληθινά γιορτινή  ημέρα… «Στο καλό, παιδί μου…!», ακουγόταν από τα χείλη τους καθώς τα  γεμάτα ευγνωμοσύνη μάτια τους θωρούσαν το αυτοκίνητο που έπαιρνε το  δρόμο του γυρισμού για το χωριό. 

 29 Δεκεμβρίου… «Καλήν εσπέρα, άρχοντες!», τραγουδούσε ο Λουκάς  δίνοντας τον ρυθμό με το τριγωνάκι του καθώς έμπαινε στο ραφτάδικο του  Ασίμ και της Μελιτά. Στο μικρό εκείνο μαγαζάκι με τα τόπια, τις κλωστές, τα  νήματα και μια παλιά ραπτομηχανή το ζευγάρι από μια ταραγμένη χώρα της  Ανατολής ύφαινε…και κένταγε…έπλεκε…και έραβε από την αρχή τη ζωή του.  Στο χωριό του Λουκά βρήκαν γαλήνη και ασφάλεια για να μεγαλώσουν τα δυο  τους κοριτσάκια. «Το βραδάκι μόλις κλείσετε το μαγαζί σας περιμένουμε σπίτι  να φάμε ένα μεζέ στο τζάκι. Εσύ, τι λες;», είπε ο μπαμπάς και κοίταξε το  Λουκά . Πλησίασε τον Ασίμ και θαρρετά του είπε: «Το ξέρουμε πως δεν είστε  χριστιανοί, μα καθόλου δεν πειράζει. Τα Χριστούγεννα είναι γιορτή αγάπης και  ελπίδας για όλο τον κόσμο, έτσι λέει η γιαγιά μου. Και ο παππούς  συμπληρώνει πως οι καλοί χωριανοί έχουν πάντα θέση στο τραπέζι μας!» Ο  Ασίμ συγκινημένος ακούμπησε το χέρι στο μέρος της καρδιάς και ευχαρίστησε  σιωπηρά, η Μελιτά αγκάλιασε τη μαμά του Λουκά λέγοντας: «Θα έρθουμε με  πολλή χαρά!» και η μαμά του Λουκά της απάντησε εύθυμα: « Και ίσως μας  μαρτυρήσεις πως κάνεις εκείνη την υπέροχη πλέξη που τόσο αρέσει στη  μητέρα μου!» Εκείνο το βράδυ ένα πολύτιμο πέπλο -σαν τόπι ακριβού 

υφάσματος- τύλιξε το σπιτικό του Λουκά…ήταν η μαγεία των Χριστουγέννων.  Αδερφοσύνη και φιλοξενία, τα πιο υπέροχα εδέσματα του τραπεζιού! 

 30 Δεκεμβρίου… «Αλεύρι, τραχανάς, ρυζάκι… μήλα κόκκινα, πατάτες και  κρασάκι!», ο ύμνος του παντοπώλη όπως έλεγε ο κυρ-Μανώλης κάθε φορά  που σκαρφιζόταν στιχάκια σαν και αυτό! Ο Λουκάς χειροκρότησε τον  καλλιτέχνη και ο παππούς είπε σχολιάζοντας: « Μας προσλαμβάνεις για μια  ημέρα; Ο εγγονός μου σκέφτηκε να σε βοηθήσει, προπαραμονή και σίγουρα  θα έχεις πολλά να κάνεις. Όσο για την πληρωμή του μη νοιάζεσαι, δυο-τρια  στιχάκια αρκούν!» « Όταν σε βοηθούν οι φίλοι, η δουλειά μοιάζει γλυκιά σαν  ένα τσαμπί σταφύλι!», απάντησε κάνοντας όλους τους πελάτες να γελάσουν.  Εκείνο το πρωί ο Λουκάς τοποθετούσε τις παραγγελίες στο τρίκυκλο του κυρ 

Μανώλη και με τον παππού οδηγό μοίρασαν τα τρόφιμα όχι μόνο σε αρκετά  σπίτια στο χωριό μα και σε πιο μακρινούς οικισμούς. Έτσι οι δυο συνωμότες,  παππούς και εγγονός, φρόντισαν με τον καλύτερο τρόπο να μην  ταλαιπωρηθεί ο κυρ-Μανώλης κάνοντας διανομές στο τσουχτερό κρύο  χειροτερεύοντας το πρόβλημα της καρδιάς του… εκείνος εξυπηρέτησε τους  πελάτες στο μαγαζί σκαρώνοντας πολλά ακόμη εύθυμα στιχάκια! 

31 Δεκεμβρίου… Ο μαρμάρινος πάγκος με τα βότανα και τα μπαχαρικά ήταν  για χρόνια ο χώρος για τα γιορτινά τραπέζια της οικογένειας του Χαρίλαου.  Καλεσμένοι τους οι επισκέπτες του χωριού που μαζεύονταν στην ταβέρνα  τους, εκείνοι σε μια γωνιά του μαγειριού να τρώνε συνήθως βιαστικά. Μα  εκείνο το πρώτο βράδυ του νέου έτους η θαλπωρή του σπιτικού και της καλής  παρέας των φίλων ήταν εκεί… χτυπούσε χαρούμενα τη τζαμαρία του  μαγεριού! «Καλή χρονιά…χαρούμενη, χρυσή πρωτοχρονιά!», τραγουδούσε ο  Λουκάς καθώς η γυναίκα και οι κόρες του Χαρίλαου έκπληκτες άνοιγαν την  πόρτα. « Φέρνουμε ένα εξαιρετικό λικέρ που έφτιαξε η γιαγιά-Βασιλική,  κερνάτε βασιλόπιτα;», είπαν και αγκαλιάστηκαν γελώντας. Η ώρα κύλησε, οι  πελάτες έφυγαν και οι γονείς του Λουκά με την οικογένεια του Χαρίλαου  πίνοντας το γλυκόπιοτο λικεράκι της γιαγιάς μοιράζονταν αστείες και σοβαρές  κουβέντες όπως μόνο οι καλοί φίλοι ξέρουν να κάνουν. Όσο για τον Λουκά…  στεκόταν στη θαλπωρή της ξυλόσομπας του μαγεριού κοιτάζοντας  πανευτυχής το φλουρί που έτυχε από τη βασιλόπιτα του Χαρίλαου. 

1 Ιανουαρίου… Η γιαγιά Βασιλική είχε την τιμητική της! Φίλοι, συγγενείς και  χωριανοί περινούσαν να ευχηθούν. Ο Λουκάς καμάρωνε πλάι στη γιαγιά του  και βοηθούσε στο τρατάρισμα όσων έρχονταν. Ήταν νωρίς το απόγευμα όταν  άρχισαν να φτάνουν σιγά σιγά κάποιοι ξεχωριστοί φίλοι…η Νατάσα, η  Σοφούλα, η Μάνια, ο Παντελής και η Φρόσω, ο Ασίμ και η Μελιτά, ο Μανώλης  και η οικογένεια του Χαρίλαου. Ο παππούς έφερε στο σαλόνι το πανεράκι με  τα φρούτα. «Ένα ρόδι από τον Λουκά μου για το καλό!», είπε καθώς ο  Λουκάς μοίραζε ευτυχισμένος τα δικά του ρόδια…τα ρόδια της αγάπης! 


Τρισεύγενη Γ. Γκοτσίνου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Περιμένουμε τις απόψεις σας!