Ο ΜΠΑΡΜΠΑ ΜΑΘΙΟΣ, Ο ΝΕΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ.
Ο Μπάρμπα Μαθιός περπατούσε μόνος. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Κάθισε στη μικρή πλατεία που έπαιζε παιδί.
-Έρχονται Χριστούγεννα Παππού, να πας σπίτι, του είπε ένας περαστικός. Ο Μπάρμπα Μαθιός, έσκυψε το κεφάλι με τα άσπρα του μαλλιά. Τι να απαντούσε; Κάθε παραμονή Χριστουγέννων και όλες τις γιορτές, μόνος τις περνούσε. Τα παιδιά του στα ξένα. Η γυναίκα του, στην αγκαλιά του Θεού.
-Παππού ξανακούστηκε μια χαρούμενη φωνή, είμαστε τα Χριστούγεννα πήγαινε σπίτι σου, σε λίγο ερχόμαστε. Πήγαινε και ετοιμάστε το ρεβεγιόν, θαρθουμε φορτωμένα δώρα. Τραγουδώντας, τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα. Θέλουμε, οι άνθρωποι να χαρούν. Άιντε γέροντα πήγαινε, συνέχισε να του φωνάζουν.
-Οι γιορτές είναι για τα παιδιά. Πέρασαν τα χρόνια μου. Κανείς, δεν θέλει στο τραπέζι του έναν γέρο και απο ότι φαίνεται ούτε τα παιδιά μου. Χρόνια τα περιμένω. Είπε ο Μπάρμπα Μαθιός και άφησε τα δάκρυα του να τρέξουν.
Χρόνια τα συγκρατούσε, μέσα στα καστανά μάτια του. Τον πλήγωναν όλα αυτά τα χρόνια, τα μάτια και τη καρδιά. Τα Χριστούγεννα κατάλαβαν, ότι ο παππούς Μαθιός περνούσε μόνος, τις γιορτές που κουβαλούσαν απόψε, αλλά και κάθε χρόνο. Η αγκαλιά των Χριστουγέννων είχε μέσα της, λαμπιόνια, πολύχρωμες μπάλες, φωτάκια, γλυκά, το νόστιμο Χριστόψωμο και πολλές ευχές.
Τα Χριστούγεννα λυπήθηκαν τον μπάρμπα Μαθιό και μουρμούρισαν:
-Πρέπει κάτι να σκαρφιστούμε, να περάσει όμορφες γιορτές ο παππούς.
-Ναι, συμφώνησαν τα φωτάκια που ακολουθούσαν τα Χριστούγεννα, αλλά πώς;
-Έχω μια ιδέα, είπε το δέντρο με τα πολλά στολίδια.
-Λέγε είπαν τα Χριστούγεννα με μια φωνή. Να του δώσουμε μολύβι και χαρτί.
-Τι; Ρώτησαν με περιέργεια, οι χρυσές μπάλες.
-Μολύβι και χαρτί να του δοθεί, να γράψει ότι επιθυμεί να ζήσει, ανήμερα της γιορτής μας.
-Ναι, φώναξαν τα Χριστούγεννα με μια φωνή. Ο γέροντας δεν έβλεπε καλά, παρ’όλα αυτά πήρε το χαρτί και το μολύβι που του πρόσφεραν.
Σκέφτηκε για λίγο και άρχισε να γράφει.
«Τις γιορτές των Χριστουγέννων θέλω αγάπη και να δω αγαπημένα μου πρόσωπα». Άφησε το μολύβι στεναχωρημένος λέγοντας
-Απόψε με κάνατε να νιώσω και γω παιδί, σας ευχαριστώ.
Μικρός έγραφα γράμμα στον Άγιο Βασίλη. Την άλλη μέρα έβρισκα δίπλα από το μαξιλάρι μου καραμέλες, σοκολάτες, παπούτσια. Φτωχοί οι γονείς μου, δεν είχαν χρήματα για ακριβά δώρα. Ο Μπάρμπα Μαθιός, άγγιξε με τα γέρικα χέρια του, τα Χριστουγεννιάτικα στολίδια, στην βάση του δέντρου είδε τη φάτνη, με το μικρό Χριστό.
-Έχετε δίκιο, πρέπει να πάω σπίτι. Έχει κρύο, πέφτουν οι πρώτες νιφάδες χιονιού απόψε. Καληνύχτα καλά Χριστούγεννα σε όλο τον κόσμο, ευχήθηκε και πήρε το δρόμο για το σπιτικό του.
Τα Χριστούγεννα προχωρούσαν γοργά, ήθελαν να είναι στην ώρα τους στο ρεβεγιόν, αλλά έπρεπε να στείλουν και το γράμμα του γέροντα. Εκεί που συλλογιζόντουσαν, πέρασε ο γέρο χρόνος. Έκανε βόλτες να ξεπιαστεί το κορμάκι του. Τότε τα Χριστούγεννα είχαν μια ιδέα.
-Γέρε Χρόνε, θα μας κάνεις μια χάρη; Ρώτησαν.
-Ότι θέλετε, σε λίγες μέρες φεύγω. Αν και γέρασα και τα πόδια μου δεν με βαστούν, τα μάτια μου δεν καλό βλέπουν, θα σας κάνω τη χάρη. Τους απάντησε με τη βραχνή φωνή του. Τα Χριστούγεννα πήραν το λόγο.
-Θα σου δώσουμε αυτό το γράμμα, αποστολέας, πατέρας «ψάχνει τα παιδιά του». Παραλήπτες, «Παιδιά, του κυρ Μαθιού».
-Ενδιαφέρον, αποστολή θα αναλάβω. Φεύγω, πάω να συναντήσω τον Άγιο Βασίλη, αυτός γυρίζει όλο τον κόσμο και εκπληρώνει ευχές, σίγουρα θα βρει τους παραλήπτες.
Ο γέρος Χρόνος προχωρούσε μέσα στο χιόνι, ώσπου άκουσε:
-Χο, Χο τάρανδοι μου πλησιάζουν οι μέρες.
-Ο Γέρο Χρόνος φώναξε:
-Άγιε μου Βασίλη, κατέβα λίγο παρακάτω, γράμμα θα σε αφήσω, να βρεις τους παραλήπτες, είναι επείγον.
Ο Άγιος Βασίλης χαμογέλασε. Σταμάτησε το έλκηθρο. Έκανε ένα σάλτο. Έφτασε στον γέρο χρόνο, πήρε το γράμμα και επειδή ήταν λίγο περίεργος και δεν ήταν σφραγισμένο, το διάβασε, από μέσα του. Συγκινήθηκε.
Θα σου κάνω το χατίρι Χρόνε. Το γράμμα γρήγορα θα βρει τους παραλήπτες. Φεύγω, βιάζομαι. Έκανε πάλι ένα σάλτο, κάθισε στο έλκηθρο και χάθηκε στο βάθος του ουρανού.
Ο Άγιος Βασίλης σκέφτηκε:
-Πρώτα θα πάω το γράμμα και μετά θα πάω να φορτώσω τα δώρα για όλα τα παιδιά. Πέρασε βουνά, θάλασσες, ώσπου βρήκε τους γιους του κυρ Μαθιού. Παντρεμένοι με παιδιά και οι δύο. Βρήκαν το γράμμα στο πρώτο σκαλί της οικοδομής τους.
-Μπα, είπαν και οι δύο με μια φωνή. Ποιος να μας το έστειλε; Διάβασαν τον αποστολέα και πάλι δεν κατάλαβαν. Άνοιξαν το γράμμα. Γύρω οι οικογένειες τους άκουγαν με προσοχή. Δύο δάκρυα ήταν πάνω στη στραβή γραφή. Τα γνώρισαν ήταν του πατέρα τους.
-Κώστα, φώναξε ο ένας, ο πατέρας το έστειλε. Ο Κώστας, έσκυψε το κεφάλι.
-Ντροπή μας αδελφέ, ξεχάσαμε τον πατέρα.
Την επόμενη μέρα πήραν όλοι τους το αεροπλάνο και έφτασαν στο πατρικό τους. Μετά τις γιορτές τον πήραν μαζί τους και έζησαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!