ΚΟΥΡΑΜΠΙΕΔΕΣ ΔΕΝ ΦΤΙΑΧΝΕΙ ΜΟΝΟ Η ΜΑΜΑ…
Της Παπαλεξάτου Ιωάννας
Ο χειμώνας είχε αρχίσει για καλά να δείχνει τα δόντια του. Το κρύο κάθε μέρα δυνάμωνε. Τα δέντρα του δάσους, ποιου δάσους θα μου πεις; Όσου είχε μείνει χωρίς να καεί από την μεγάλη φωτιά που είχε ξεσπάσει το καλοκαίρι, είχαν μείνει γυμνά από φύλλα.Μόνο οι κουμαριές διατηρούσαν το πυκνό πράσινο φύλλωμά τους με τις κόκκινες αποχρώσεις και στόλιζαν το πληγωμένο δάσος με τους πορτοκαλί και πορφυρούς καρπούς τους. Και τα σκατζοχοιράκια είχαν σταματήσει προ πολλού τους νυχτερινούς περιπάτους τους. Όσο πάχυναν, πάχυναν! Τώρα κοιμόταν βαθιά στα λαγούμια που είχαν σκάψει.Καλά ξυπνητούρια την άνοιξη πια! Μόνο ο Αγκαθούλης θα έμενε ξάγρυπνος αυτό τον χειμώνα.Τον είχε βρειη γιαγιά Ασημίνα με βαθιά πληγωμένα τα πέλματα από τα αποκαΐδια της φωτιάς και τον φρόντιζε στο καλυβάκι που φύλαγε τα εργαλεία του ο κυρ Λάμπρος, ο άντρας της.
Σκεφτική και ανήσυχη με τον ερχομό του χειμώνα, έλεγε δυνατά τις σκέψεις που την βασάνιζαν στον άντρα της.
- Πώς θα τα βγάλουμε πέρα φέτος Λάμπρο μου; Δεν μπορούμε να κόψουμε ξύλα να τα πουλήσουμε. Έχουν καεί σχεδόν όλα. Πλησιάζουν και οι γιορτές και τα εγγονάκια μας περιμένουν λιχουδιές.
- Μην απελπίζεσαι Ασημίνα μου, της απάντησε ο παππούς Λάμπρος κοιτώντας από το παράθυρο μια τα πυκνά σύννεφα που σκέπαζαν τον ουρανό, μια το περιβόλι του με τις γλυκοκολοκύθες.Έχε πίστη, θα τακαταφέρουμεκαι φέτος! Μια δυνατή βροντή τάραξε την κουβέντα τους και τη σιγαλιά του χειμωνιάτικου πρωινού και αμέτρητες αστραπές άρχισαν να σκίζουν το ατέλειωτο γκρίζο του ορίζοντα.
Με ένα δυνατό στροβίλισμα του αέρα και μια δυνατή μπόρα τέλειωσε μια φορά κι έναν καιρό, το ταξίδι του ολοστρόγγυλου σπόρου που όλο γκρίνιαζε και διαμαρτυρόταν στον κυρ-άνεμο για την τόση ταλαιπωρία του και του ζητούσε να τον αφήσει επιτέλους κάτω στη γη να ξεκουραστεί και να φυτρώσει. Ο ολοστρόγγυλος παράξενος σπόρος ταξίδευε με την ορμή του αέρα μέρες και νύχτες και είχε πια κουραστεί.
Αλλά κι ο κυρ-άνεμος δεν μπορούσε να τον αφήσειοπουδήποτε.Μόνο σε περιβόλια που ο κύρης τους είχε καλοσύνη και αγάπη μπορούσε να ριζώσει, να μεγαλώσει και να βγάλει τους μαγικούς καρπούς του, ο παράξενος σπόρος.Βλέποντας τον περιποιημένο και φρεσκοσκαμμένο κήπο του κυρ-Λάμπρου σκέφτηκε πως αυτό το μέρος ήταν κατάλληλο για τον ταξιδευτή σπόρο.
-Σταμάτα να γκρινιάζεις.Να εδώ θα σε αφήσω του είπε και τον άφησε να πέσει στο αφράτο φρεσκοσκαμμένο χώμα, ενώ εκείνος συνέχισε σφυρίζοντας το ταξίδι του κάνοντας τους ανθρώπους να τουρτουρίζουν, τα δέντρα να λυγίζουν και τις θάλασσες να αφρίζουν.
Ομαγικός σπόρος χώθηκε δίπλα στις φρεσκοφυτεμένες πατάτες και ανενόχλητος πια το έριξε στον ύπνο.Καθώς περνούσαν οι μέρες χόντραινε κι όλο χόντραινε, έβγαλε και ρίζα και βλαστό που έσκισε το χώμα και εμφανίστηκε δυναμικά ανάμεσα στις πατάτες και τα αγριόχορτα του κήπου. Ο βλαστός ήταν γερός και έβγαλε φύλλα καταπράσινα και μεγάλα που έμοιαζαν με φύλλα κολοκυθιάς μα κολοκυθιά δεν ήταν.
-Μα κολοκυθιά δεν είναι, μονολογούσε κι ο κυρ-Λάμπρος όταν ανακάλυψε το παράξενο φυτό σκαλίζοντας τον κήπο του και καθαρίζοντάς τον από τα ζιζάνια. Ας μην το ξεριζώσω σκέφτηκε. Να δούμε τι σόι φυτό είναι και τούτο!
Οι μέρες περνούσαν και το παράξενο φυτό μεγάλωνε.Ήταν ολοφάνερο πλέον πως ήταν ένα διαφορετικό κι αλλόκοτο φυτό.Ούτε όψιμη γλυκοκολοκύθα, ούτε όψιμη φασολιά, ούτε πατάτα, ούτε κολοκυθιά ήταν.Έβγαλε και έλικες που πιάστηκαν και σκαρφάλωσαν στο φράχτη του περιβολιούέβγαλε και άνθη μεγάλα κάτασπρα άνθηπου μοσχομύριζαν.Η γιαγιά Ασημίνα το σκάλιζε και το φρόντιζε και δεν άφησε τον κυρ-Λάμπρο να το ξεριζώσει που ήταν διαφορετικό από τα άλλα.
-Κολοκυθιά, κολοκυθιά με τα άνθη τα λευκά, τους τρυφερούς τους κλώνους, αντί καρπούς κάνε γλυκάσαν έρθουν τα Χριστούγεννα, να τα μοιράσω στα παιδιά και τους καλούς γειτόνους, της σιγοτραγουδούσε η Ασημίνα.
-Καλή γιαγιά σε ευχαριστώ που δεν με ξερίζωσες.Που με φροντίζεις και μου κρατάς συντροφιά.Αυτό που μου ζητάς θα γίνει, αρκεί να συνεχίσεις να σκέφτεσαι με αγάπη τον κόσμο γύρω σου και να τον βοηθάς με τις δυνάμεις που έχεις όσο ασήμαντες κι αν φαίνονται.
-Μαγεμένη θα είναι τούτη η κολοκυθιά ψιθύρισε με δέος η Ασημίνα.
-Μονάχη σου μιλάς Ασημίνα η με την αγριοκολοκυθιά απόρησε κι ο παππούςΛάμπρος.Από τη μεγάλη σου λαχτάρα να φιλέψεις γλυκίσματα τα εγγόνια μας μου φαίνεται έχασες τα λογικά σου.
-Κι όμως είμαι σίγουρη πως η αγριοκολοκυθιάμου αποκρίθηκε.Θα είναι μαγεμένη είπε θαρρετά η κυρά Ασημίνα.Κάθε μέρα πήγαινε και την περιποιόταν.Τη σκάλιζε, αφαιρούσε τα κιτρινισμένα φύλλα της,την κάλυψε και με ένα πλαστικό κάλυμμα να την προστατέψει από την παγωνιά του Δεκέμβρη κι όταν ξημέρωσε η παραμονή της μεγάλης γιορτής της ζήτησε, τι άλλο;Κουραμπιέδες! Ήθελε να φιλέψει και τα παιδιά που σε λίγο θα ερχόταν να της πουν τα κάλαντα.
-Έννοια σου και ποτέ δεν ξεχνώ τις υποσχέσεις μου. Φυτρώνω και μεγαλώνω μόνο εκεί που υπάρχει αγάπη.Κι εσύ όχι μόνο με δέχτηκες στον κήπο σου, με φρόντισες κιόλα.Έχε την πόρτα σου ανοιχτή για τα παιδιά που θα έρθουν και μη νοιάζεσαι για τα γλυκίσματα.Θα σου τα δώσω εγώ!
Η γιαγιά Ασημίνα μάζεψε από το κουμαρόδασος ωραία βαθυκόκκινα κούμαρα, έβγαλε και μερικές ρίζες έκοψε και μια μικρή γλυκοκολοκύθα και τα πήγε στο σκαντζόχοιρο στο καλυβάκι του κήπου.OΑγκαθούλης στην αίσθηση της παρουσίας της κρύφτηκε πίσω από τις γαλότσες του παππού κιέγινε μια αγκάθινη μπάλα. Όταν ξεθάρρεψεπλησίασε το γεύμα του κι άρχισε να τρώει λαίμαργα.Με μεγάλη ικανοποίηση η γιαγιάΑσημίνα κατάλαβε πως οι πληγές στα πόδια του είχαν επουλωθεί γιατίτοπερπάτημά του είχε γίνει σχεδόν κανονικό. Αν τον αφήσω να φύγει τώρα δε θα αντέξει το κρύο, μονολόγησε. Του …υποσχέθηκε πως θα τον απελευθερώσει την άνοιξη και έκλεισε πίσω της την πορτούλα της καλύβας. Μετά μπήκε στο σπίτι της και δίπλα στο αναμμένο τζάκι, στόλισε το χριστουγεννιάτικο δεντράκι της με όσα χριστουγεννιάτικα στολίδια είχε. Ο παππούς Λάμπρος εκείνη την ώρα απολάμβανε μια κούπα ζεστό φασκόμηλο στην κουνιστή πολυθρόνα του δίπλα στο τζάκι.Η γιαγιά Ασημίνα όταν βεβαιώθηκε πως ο Λάμπρος είχε αποκοιμηθεί, ήσυχη που ο άντρας της δεν θα την πείραζε πως είναι αλαφροΐσκιωτη και μιλά με τα φυτά, πήρε τις χριστουγεννιάτικες πιατέλες της και πήγε στη μαγεμένη κολοκυθιά: «Κολοκυθιά, κολοκυθιά με τα άνθη τα λευκά, τους τρυφερούς τους κλώνους αντί καρπούς δωσ’ μου γλυκά για να μοιράσω στα παιδιά και στους καλούς γειτόνους» ζήτησε σιγοτραγουδώντας από την κολοκυθιά. Ευθύς τα λευκά άνθη της κολοκυθιάς άνοιξαν.Ζάχαρη άχνη ήρθε να γλυκάνει την ανησυχία και να πασπαλίσει την καλοσύνητης καλής γιαγιάς.Ευθύς και οι πιατέλες της γέμισαν από φρεσκοψημένους κουραμπιέδες με μυρωδάτο βούτυρο κι αλεύρι και ανθόνερο και χοντροκομμένο και καβουρδισμένο αμύγδαλο και μια πρέζα αλάτι κι… ένα βουνό αγάπη!Η γλυκιάμυρωδιά τους γαργάλισε τη μύτη της ενώ τα τρίγωνα των παιδιών αντηχούσαν ήδη στα αυτιά της.
Σαστισμένα κι αυτά έβλεπαν τη μαγική κουραμπιεδιά να γεμίζει και να ξαναγεμίζει τις πιατέλες της γιαγιάς Ασημίνας με πεντανόστιμους κουραμπιέδες.
-Κουραμπιέδες δε φτιάχνει μόνο η μαμά…ξεφώνισαν όλα με μια φωνή κι άρχισαν με ενθουσιασμό να τραγουδούν τα κάλαντα.
«Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ο ορισμός σας Χριστού τη θεία γέννηση να πω στ’ αρχοντικό σας…»Ξύπνησε κι ο παππούς από τα καλαντίσματα των παιδιών.Ανάμεσά τους ο εγγονός τους οΛάμπρος κι η εγγονή τους η Μίνα.«Καλά Χριστούγεννα παππού, καλά Χριστούγεννα γιαγιά! Αύριο σας περιμένουμε να έρθετε από νωρίς στο σπίτι.Μην ξεχνάτε και τον Αγκαθούλη»τους φώναξαν χαρωπά τα εγγονάκια τους και συνέχισαν με την παρέα τους τις επισκέψεις για τα σπίτια και των άλλωνχωριανών. Σε όλο το δρόμο θυμόταν το παράξενο θέαμα της μαγεμένης «κουραμπιεδιάς» κι όλο αυτό συζητούσαν.Και το διέδιδαν από σπίτι σε σπίτι. Κουραμπιέδες δεν φτιάχνει μόνο η μαμά… Έχει κι η γιαγιά Ασημίνα μια μαγεμένη κουραμπιεδιά που κάνει κανονικούς πεντανόστιμουςκουραμπιέδες.Μας κέρασε απ’ αυτούς δυο και τρεις φορές.Θα δώσει, λέει, και σε όσους χωριανούς θέλουν…΄
Άρχισε να βραδιάζει.Αραιές νιφάδεςχιονιούστροβιλίζονταν στη σιγαλιά της νύχτας που ερχόταν.Το ηλικιωμένο ζευγάρι στη θαλπωρή του σπιτιούτου με την ψυχή γεμάτη γαλήνηαναπολούσε τόσα και τόσα χιονισμέναΧριστούγεννα με ίδια όμως πάντα τα συναισθήματατης αγάπης, της ελπίδας της αισιοδοξίας και προπαντός της πίστης.Της πίστης για το καλό.ΟπαππούςΛάμπρος πήρε τρυφερά το χέρι της αγαπημένης του Ασημίνας, σηκώθηκαν και πλησίασαν το παράθυρο.Το βλέμμα τους στράφηκε στο μαγεμένο παράξενο φυτό του κήπου.Ημαγεμένη κουραμπιεδιά είχε εξαφανιστεί. Με την καρδιά γεμάτη δέος κι ευγνωμοσύνηέψαλανχαμηλόφωνα «η γέννησή σου Χριστέ ο Θεός ημών…» και γέρνοντας ο ένας το κεφάλι στον ώμο του άλλου γλυκά για λίγο αποκοιμήθηκαν… Στο όνειρό τους είδαν τα εγγόνια τους το Λάμπρο και τη Μίνα κάτω από ένα πανύψηλο φυτό που έμοιαζε με κολοκυθιά μα κολοκυθιά δεν ήταν, να μαζεύουν καταχαρούμενα …κουραμπιέδες, φωνάζοντας με έκπληξη «κουραμπιέδες δεν φτιάχνει μόνο η μαμά, μα και της γιαγιάς η μαγική κουραμπιεδιά».Περνώντας από εκεί κι ο άνεμος που κάνει τους ανθρώπους να τουρτουρίζουν, τα δέντρα να λυγίζουν και τις θάλασσες να αφρίζουν, πήρε τις φωνές τους και τις σκόρπισε παντού. Όλοι έμαθαν για το φυτό της αγάπης και του καλού.Την ίδια ώρα τα εγγόνια τους στο δικό τους όνειρο άνοιγαν κουτιά με όμορφους φιόγκους και ακόμα ομορφότερα παιχνίδιαενώ ο Αγκαθούλης στο καλυβάκι ονειρευόταν νυχτοπερπατήματα στο δάσος με τις κουμαριές, κάτω από έναν ανοιξιάτικο, ξάστερο ουρανό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!