ΤΟ ΤΑΓΚΟ ΜΙΑΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗΣ ΑΝΑΜΝΗΣΗΣ
Έτσι λοιπόν από τότε, το καταφύγιο μου έγινε η θάλασσα. Για να θυμηθώ, όχι για να ξεχάσω. Αυτά τα βήματα μου στη θάλασσα μόνο έτσι μπορούν να χαρακτηριστούν, βήματα για να θυμηθώ, όχι για ναξεχάσω. Αφήνω τα βήματα μου ελεύθερα στην άμμο. Φοράω ζεστά ρούχα και τρέχω στη θάλασσα. Το επιδιώκω , όχι όταν η θάλασσα είναι ήρεμη, αλλά όταν η θάλασσα είναι αγριεμένη. Περπατάω και τον σκέφτομαι, και λέω νάτος, εδώ είναι, τώρα θα βγεί από τη θάλασσα. Περπατάω μακριά, εκεί που η θάλασσα ακόμη πιο αγριεμένη δείχνει τον εαυτό της βγάζοντας κορμούς δένδρων. Περπατάω και τρέχω δίπλα στη θάλασσα για να δω και ίσως για να τον συναντήσω. Θυμάμαι, τις τελευταίες του στιγμές. Για μας τελευταίες, γι αυτόν ίσως όχι τελευταίες. Ήλθε στο σπίτι μου με ένα καινούργιο γαλάζιο ποδήλατο. Κούτσαινε στο αριστερό πόδι. Αυτό το ποδήλατο, θα το βάλεις στο γκαράζ και θα το φυλάξεις μέχρι που να επιστρέψω, μου είπε. Φυσάει, τόσο δυνατά, όμως εγώ λέω ότι πρέπει να περπατήσω, όλο και πιο πολύ στη θάλασσα. Τόσα χρόνια πέρασαν από τότε. Έχω δει και τι δεν έχω δει και όλα αυτά τα έχω συνδυάσει, με τη δική σου ξαφνική φυγή. Στο τάδε μέρος βρήκαν κάποιον σε τέλεια αποσύνθεση. Και ενώ το καράβι έπλεε, όλοι οι επιβάτες είδαν κάποιον να επιπλέει στη θάλασσα. Και ταράχτηκαν και είπαν μα ποιος είναι αυτός; Κάτι τέτοια γεγονότα από τότε ίσως μου λύσουν τις απορίες, έφυγε ή πήγε κάπου αλλού. Κανείς δεν ξέρει. Άλλοι λένε πως τον είδαν απέναντι να γυρνάει στους δρόμους και να μιλάει με περαστικούς. Άλλοι πάλι πως ξαναπήγε στη πατρίδα του. Κανείς δεν ξέρει πως και γιατί βρέθηκε εδώ στο νησί. Μου έδωσε το ποδήλατο ένα ολοκαίνουργιο γαλάζιο ποδήλατο. Μόλις το αγόρασα μου είπε. Και στο νου μου το σχεδιάγραμμα εκείνο που μου έκανε, για το περιβόητο αυτό ταξίδι. Θα λείψω μου είπε με λόγια ακαταλαβίσταικα, όταν στο σπίτι πίναμε καφέ. Ζωγράφιζε πάνω στη κόλλα του χαρτιού, το δρομολόγιο που θα ακολουθούσε σε αυτό το ταξίδι που θα πήγαινε. Τόσοι φίλοι μαζί μου, νομίζω επτά μου είχε πει. Και ίσως αυτός ο αριθμός ο μαγικός αριθμός να είχε κάποια σημασία με τα λεγόμενα του. Σε αυτά τα λιμάνια θα πάμε. Κι αυτό το πλοίο ξέρεις δεν βουλιάζει ποτέ με όσα μποφόρ και αν κάνει η θάλασσα. Φυσάει τόσο δυνατά, αλλά κάθε μέρα που φυσάει, τρέχω στη θάλασσα και ψάχνω να τον βρω. Αλλά η θάλασσα μόνο κορμούς δέντρων βγάζει, και μερικέ φορές και ζώα πεθαμένα, τουμπανιασμένα, και με μια απαίσια μυρωδιά. Αυτή τη μυρωδιά την προσπερνάω. Δεν τις μπορώ αυτές τις μυρωδιές. Μου έδωσε το ποδήλατο. Μετά σε ένα καφενείο πήγαμε να πιούμε καφέ. Και στο τέλος, όταν αποχωριστήκαμε, έβγαλε από το αριστερό του χέρι ένα δερμάτινο λουράκι με ένα ασημένιο λογότυπο, fossil. Μάλλον δεν το φορούσε, το είχε, μέσα σε μια μικρή σακκούλα. Φαίνεται πως ήταν έτοιμος γι αυτή του τη πράξη. Το έβγαλε. Με κοίταξε στα μάτια. Τον κοίταξα κι εγώ. Μάτια γαλάζια. Και ένα βλέμμα έτοιμος να κλάψει. Μια κοίταξε εμένα, μια κοίταξε το δερμάτινο λουράκι. Από τότε αυτό το δερμάτινο λουράκι το κραταώ σαν κόρη οφθαλμού. Και σε δευτερόλεπτα μέσα το αποφάσισε. Ίσως αυτή να ήταν η μεγαλύτερη απόφαση της ζωής του που έχει πάρει μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, να αποχωριστεί ένα κομμάτι της ζωής του , ή μάλλον όλη τη ζωή του. Πάρτο μου είπε, όπως τόσα άλλα που μου έδωσε. Τώρα το έχω στο τραπέζι, όπως και τόσα άλλα, τα μυωπικά του γυαλιά του, και ένα μικρό αγαλματάκι, από το Αμβούργο της Γερμανίας. Φυσάει. Και τα λόγια του βουσκού, τόσα χρόνια έπρεπε να είχε βγει από τη θάλασσα. Τόσα χρόνια, σκέφτηκα, και τότε γιατί δεν βγήκε; Κανείς δεν ξέρει. Αυτό όμως που ξέρω καλά είναι αυτά που άφησε πίσω του για μένα. Ένα μικρό χαρτί, όλα τα ρούχα μου, τα αφήνω στον Άγγελο. Αν όμως δεν τα θέλει τότε ας τα μοιράσει στους φτωχούς. Φυσάει ακόμα πιο δυνατά. Από τότε τίποτα. Μπορεί να έχει πιαστεί στο βυθό. Μπορεί όμως και να έχει φύγει από το βυθό. Κανείς δεν ξέρει τον βυθό. Η Ζέρα η γυναίκα του από απέναντι, μου έστειλε μήνυμα, όταν πάρεις τα ρούχα του, τότε στείλε κάτι και σε μένα. Τις προάλλες ήλθαν από απέναντι, ένας άντρας και μια Δικηγόρος για να ζητήσουν και να διεκδικήσουν. Τίποτα, αφού κανείς δεν ξέρει εάν είναι στο βυθό, ή έφυγε από το βυθό. Αυτά τα γράφω τώρα. Ο μήνας αυτός του άρεσε, ήταν γι αυτόν μήνας χαράς. Ήταν σαν μικρό παιδί. Πίναμε καφέ στο σπίτι του. Μου έβγαλε μια σακούλα με καραμέλες και σοκολάτες. Αγκαλιαστήκαμε. Κι εγώ επειδή έχω μανία και αγάπη με τους στυλούς και επειδή ήξερα ότι για να πει κάτι έπρεπε να πάρει χαρτί και στυλό, του έκανα δώρο έναν στυλό. Καλά Χριστούγεννα φίλε Φρέντ, όπου και αν βρίσκεσαι. Πάντα όμως βρίσκεσαι στη σκέψη μου. Η σκέψη μου είναι ένας βυθός της θάλασσας και ένας βυθός εκτός θάλασσας. Κάνε το ταξίδι σου με αυτό το πλοίο που ποτέ δεν βουλιάζει. Καλά Χριστούγεννα Φρεντάκο. Εγώ ακόμη θα περιμένω. Μαζί θα χορεύουμε το τανγκό μιας δυνατής ανάμνησης. Δεν είσαι στο βυθό, αλλά μπορεί να είσαι και στο βυθό, σε έναν άλλον βυθό, που μόνο εγώ μπορώ να δω. Αυτός ο βυθός ο άλλος βυθός είναι πάντα κομμάτι του εαυτού μας. Ένας βυθός που ο καθένας κουβαλάει και είναι εντελώς μα εντελώς προσωπικός και ανοίγει όλες τις μέρες, μα περισσότερο τώρα τα Χριστούγεννα, γιατί και τα Χριστούγεννα είναι ένας εξαίσιος, παρηγορητικός βυθός που ανοίγει για τον καθένα που είναι μόνος. Ο κόσμος του βυθού, ο κόσμος του ονείρου, ανοίγεται μπροστά μου, κι εσύ βγαίνεις έξω, ναι, βγαίνεις έξω, και συναντιόμαστε και μου λές, κοίτα πλέον δεν κουτσαίνω. Ναι, λέω, το βλέπω δεν κουτσαίνεις, στο όνειρο και στο βυθό κανένας δεν κουτσαίνει, μόνο πετάει. Τα Χριστούγεννα οι άνθρωποι πετάνε. Όλα γύρω μας πετάνε, μαγικά και περίεργα. Και είναι βράδυ. Εσύ εκεί. Εγώ εδώ. Συναντιόμαστε. Από κάπου ερχόμαστε. Συναντιόμαστε, όπως αυτά τα φύλλα του Φθινοπώρου, και απέναντι μας ο μικρός βιολιστής, αυτός που έχει τα μαλλιά κίτρινα, και λέει ο μικρός βιολιστής, και τώρα να είσαστε έτοιμοι, φύλλα του Φθινοπώρου. Είμαστε φύλλα του Φθινοπώρου; Δεν ξέρω. Μάλλον είμαστε. Και ο μικρός άρχισε να παίζει, και να παίζει, και μείς οι δυο πλέον δεν είμασταν εδώ και εκεί, είμασταν μαζί σε μια μελωδία της ανάμνησης, σε ένα ταγκό μιας Χριστουγεννιάτικης ανάμνησης.
ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΣΚΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!