Η συνάντηση του Ρούντολφ
Ήταν χειμώνας, πλησίαζαν Χριστούγεννα. Ήταν πριν ακόμα ο Άγιος Βασίλης συναντήσει τον μικρό Ρούντολφ και τον πάρει βοηθό του. Εκείνη τη μέρα ο Ρούντολφ τριγυρνούσε στο δάσος και είχε μείνει μόνος μετά από μια ακόμα συνάντηση με τους “φίλους” του, τα ελάφια και τους μικρούς τάρανδους που τον κορόιδευαν και τον περιγελούσαν για τη φωτεινή του μύτη!
“Καλύτερα να γυρίσω μόνος μου, αρκετά με πλήγωσαν και σήμερα” σκέφτηκε και τους άφησε να προχωρήσουν. Έμεινε μόνος στη σιωπή του ώσπου ... ένας ήχος, σαν κλάμα έφτασε στ' αυτιά του. Ακούστηκε πίσω από τους θάμνους και τον ανησύχησε. Όταν πλησίασε να δει τι συμβαίνει μια λευκή αλεπουδίτσα τον κοίταξε με μάτια κλαμένα.
_Τι έχεις μικρή μου; Γιατί κλαις; τη ρώτησε ο Ρούντολφ.
_Χάθηκα, δεν βλέπω πουθενά τη μαμά μου, του απάντησε συνεχίζοντας να κλαίει με αναφιλητά.
Η αλήθεια ήταν πως πολύ δύσκολα μπορούσε κανείς να βρει μια άσπρη αλεπού μέσα στο χιονισμένο δάσος αλλά ο Ρούντολφ είχε καλή καρδιά και δεν θα άφηνε την αλεπουδίτσα μόνη της.
_ Θα σε βοηθήσω, της είπε. Μα κι εσύ πώς τα κατάφερες; πώς απομακρύνθηκες από τη μαμά σου;
_ Το μόνο που ήθελα ήταν να της χαρίσω λίγα λουλούδια, την αγαπώ πολύ! Έψαχνα χιονολούδουλα. Δες, βρήκα αρκετά!
_ Ναι χιονολούλουδα βρήκες, αλλά τη μαμά σου την έχασες! Είμαι σίγουρος ότι κι εκείνη θα σε ψάχνει!
Πράγματι η μαμά αλεπού δεν είχε σταματήσει λεπτό να τριγυρνά από θάμνο σε θάμνο, από δέντρο σε δέντρο ψάχνοντας με αγωνία το αλεπουδάκι της. Η ώρα περνούσε και κόντευε να πέσει η νύχτα.
Ήταν αυτή ακριβώς τη στιγμή που η μύτη του Ρούντολφ φώτιζε για τα καλά, σαν ένα μικρό φωτεινό λαμπιόνι! Γι' αυτό τον περιγελούσαν όλοι μα απόψε αυτή η φωτεινή μυτούλα θα έκανε το θαύμα της!
Από μακριά είδε το φωτάκι η μαμά αλεπού και σκέφτηκε να το πλησιάσει μήπως και της φανεί χρήσιμο. Κι είχε δίκιο γιατί αυτό σαν φάρος την οδήγησε στο πιο πολύτιμο που είχε! Στο μονάκριβό αλεπουδάκι της!
Όταν έφτασε κοντά το αγκάλιασε και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα, δάκρυα χαράς που είχε πάλι κοντά της το μικρό της!
Η αγκαλιά της μεγάλωσε, μεγάλωσε και χώρεσε μέσα και τον Ρούντολφ που τους κοιτούσε χαρούμενος μα και περήφανος. Ξαφνικά από τον ουρανό άρχισε να πέφτει απαλά το χιόνι. Μα τι παράξενο σχήμα που είχαν τούτες οι χιονονιφάδες! Μικρές απαλές καρδούλες χιονιού στροβιλίζονταν απαλά γύρω γύρω και σκέπαζαν τα γέλια και τις κοροϊδίες! Σκέπαζαν τις κακίες και τα πειράγματα! Κανείς δεν ήθελε να τις τινάξει από πάνω του! Η αλεπουδίτσα έτριψε τη μουσούδα της μέσα στο χιόνι, πήρε τα χιονολούλουδά της και τα μοίρασε, ένα στη μαμά της - ένα στο Ρούντολφ, ένα στη μαμά - ένα στο Ρούντολφ... μέχρι που τέλειωσαν! Η μαμά και το αλεπουδάκι της ευχαρίστησαν το φίλο τους και πήραν το δρόμο του γυρισμού. Μα εκείνος δεν ήθελε να τους αφήσει μόνους στο σκοτάδι. Τους συνόδευσε μέχρι το λαγούμι τους, κάτω από τη γέρικη καρυδιά.
Τους αποχαιρέτησε και συνέχισε το δρόμο του. Εκείνο το βράδυ ο Ρούντολφ έφτασε αργά στο σπίτι του. Το μόνο που έκανε ήταν να βάλει τα χιονολούλουδα σ' ένα βαζάκι με λίγο νερό και μετά πήγε κατευθείαν στο κρεβάτι του. Ήταν τόσο κουρασμένος μα και ήρεμος που αμέσως αποκοιμήθηκε! Μα όχι για πολύ!... Σε λίγο ακούστηκαν τα κουδουνάκια, και δε θα ήταν στο όνειρο του! Σε λίγο θα είχε τη συνάντηση που θα άλλαζε τη ζωή του για πάντα!
Τζιάκη Δέσποινα
Δεκέμβριος 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!