Μανχάταν, Δευτέρα 24 Δεκέμβρη 2001, Οσίας Ευγενίας και Αγίου Αχμέτ, 17,30 μ.μ.
Σφύζει από ζωή η 5η λεωφόρος. Η σα σμήνος από φωτισμένες πυγολαμπίδες ρέουσα κίνηση των αυτοκίνητων στους νεοΰορκέζικους δρόμους, τα στολισμένα με χιλιάδες λαμπιόνια δέντρα, οι φωταγωγημένες βιτρίνες στα ισόγεια των ουρανοξυστών, οι χριστουγεννιάτικες θεατρικές παραστάσεις με κινούμενα ομοιώματα ανθρώπων και ζωών εντός αυτών, οι ξυλοπόδαροι, οι ζογκλέρ και οι πλανόδιοι οργανοπαίκτες που αγγίζουν με τις μελωδίες τους τις άυλες ίνες της ψυχής, αποτυπώνουν την εικόνα του κέντρου «downtown», κυρίως όμως οι κάθε εθνικότητας γελαστοί και χαρούμενοι άνθρωποι που κυκλοφορούν παρέα – φορτωμένοι με γιορτινά πακέτα και σκορπίζουν την καλή τους διάθεσή στην ατμόσφαιρα αναζητώντας κατά την παραμονή των Χριστουγέννων, το θείο μήνυμα.
Ο Ιάκωβος Παρέας όμως κυκλοφορεί μόνος, πιο ελαφρύς – χωρίς πακέτα και δώρα – βαρύς όμως σε διάθεση καθώς η μοναξιά του μεγαλώνει σε υπόσταση ανάμεσα στο πλήθος· θα’ λεγες μάλιστα ότι προσωποποιήθηκε για να τον συνοδεύσει, ώστε να μη νιώθει μόνος – χωρίς παρέα–, ο κύριος Παρέας.
Ο χειμωνιάτικος βοριάς φυσά τα πλούσια γκριζοκάστανα μαλλιά του και η αίσθηση αυτή, παραπέμπει στην Ελλάδα που την αποχαιρέτησε πριν από 28 χρόνια, παραμονή Χριστουγέννων και τότε και μάλιστα Δευτέρα. Εάν δεν λάμβανε εκείνη τη Δευτέρα, εκείνη την τρομερή ενεργειακή δύναμη του βοριά που του δρόσιζε ευχάριστα το πρόσωπο, δε θα μπορούσε ν’ αποχαιρετήσει τους αγαπημένους ανθρώπους που τον συνοδεύσαν με περίσσια αγάπη στο ταξίδι της μέχρι τότε ζωής του, δε θα μπορούσε να τους το πει.
Τότε που το γιορτινό τραπέζι στο πατρικό σπίτι ήταν στρωμένο με υπόλευκο κεντητό τραπεζομάντηλο και φιλοξενούσε στην επιφάνειά του όλα τα χριστουγεννιάτικα εδέσματα – ζωικά, φυτικά και αμυλούχα – που ειδικά για την ημέρα, δε θα μπορούσαν να λείπουν από το χριστουγεννιάτικο δείπνο της μεσοαστικής οικογένειας, που η μυρωδιά από τα φρεσκοφουρνισμένα τσουρέκια κυριαρχούσε στο χώρο, που το καντήλι ήταν αναμμένο και το χριστουγεννιάτικο δέντρο, μικρό μεν, αλλά ήταν φορτωμένο με άπειρα χρωματιστά φωτάκια που αναβόσβηναν ρυθμικά και στολίδια που πάνω κάτω είχαν την ίδια ηλικία με τον ίδιο και χρωστούσαν την διάσωσή τους στην επιμέλεια της νοικοκυράς μητέρας του Μαριάνθης, θυμίζoντας το καθένα κάποια στιγμή από το παρελθόν και τον ίδιο, να καθρεφτίζεται με αστείες γκριμάτσες στα γυάλινα κοιλώματά τους, ώστε το πρόσωπό του να δείχνει παραμορφωμένο. Τότε που τα δώρα έστεκαν τακτικά τοποθετημένα στη βάση του δέντρου και ανταγωνίζονταν με τα χρωματιστά περιτυλίγματά τους και τις κορδέλες, τα στολίδια του· που η δια χειρός του πατέρα του Αντώνη κατασκευασμένη πετρόκτιστη εστία εκτελούσε αδιαμαρτύρητα το χρέος της, φιλοξενώντας την μανιασμένη φωτιά που κατέκαιγε τα καυσόξυλα και σκόρπιζε τη γλυκιά ζεστασιά της σ’ όλο το δώμα ·που τα τραγουδιστά κάλαντα των παιδιών της γειτονίας ηχούσαν ευχάριστα, που άπαντα τα μέλη της οικογένειας ήταν καθισμένα στις ίδιες πάντα θέσεις και ο πατέρας διάβαζε αποσπάσματα από τα ευαγγέλια και αν δεν τον απατά η μνήμη του, ο Αη Βασίλης έστεκε κι εκείνος εκεί, μισοκριμένος πίσω από την υφαντή λευκή κουρτίνα – στο μοναδικό κενό από έπιπλα σημείο του σαλονιού μεταξύ τραπεζαρίας και εστίας –, δίπλα στο παράθυρο. Από μικρό παιδί θυμάται αυτές τις εικόνες· τίποτα δεν άλλαζε, παρά μόνο το ότι χρόνο με το χρόνο, ο ίδιος μεγάλωνε, μα περισσότερο απ΄ όλα θυμάται τη θαλπωρή που απέπνεε αυτό το σαλόνι, αυτό το σπίτι!
Τελικά το ανακοίνωσε και ξελάφρωσε. Αυτό ήταν. Καλό ή κακό, το αποφάσισε και ήταν αμετάκλητο· αυτό άλλωστε τους συμβούλευε όλους και ο πατέρας. Στην πραγματικότητα δεν περίμενε τέτοια ουδέτερη αντιμετώπιση. Ίσως μέχρι τότε δεν είχε καταλάβει ποσό πολύ τον αγαπούσαν και κατ’ επέκταση κατανοούσαν ό,τι ο καθένας ήθελε, ώστε να δικαιολογήσει αυτή την φυγή, αυτή που του στέρησε ακόμη και τη στρατιωτική του θητεία! «Η απόφασή σου μείζονος σημασίας, το συναίσθημά μας ελάσσονος» αποκρίθηκε λακωνικά ο πατέρας. Όλοι έκαναν πρόποση και συνέχισαν το γεύμα ευδιάθετοι. Τα χαμογελά τους αποτυπώθηκαν στη μνήμη του, όμως τα μάτια τους που δε μπορούσαν να προσποιηθούν, αποτυπώθηκαν κι αυτά σε μια εικόνα βουβή, όμως τόσο εύγλωττη!
«Πως γίνεται αλήθεια η μοναξιά να μεγαλώνει αυτές τις μέρες;» Ο αέρας μετατρέπεται σε λεπτές νιφάδες χιονιού και δροσίζει το όμορφο πρόσωπό του. «Γιατί να μην είναι και σήμερα σαν όλες τις άλλες μέρες, γεμάτη με τηλεφωνήματα από το κέντρο εμπορίου, επαγγελματικές συναντήσεις, συνεντεύξεις, σεμινάρια, ταξίδια στην Ευρώπη και επικοινωνία με τόσο κόσμο;» Την κορυφή της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας την άγγιξε προ πολλών ετών σε όλα τα επίπεδα – υλικά και ηθικά –, όμως το τίμημά της είναι βαρύ.
Οι ομογενείς που γιορτάζουν τις άγιες αυτές μέρες με περίσσια ευλάβεια, πορεύονται προς την ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή για να εκκλησιαστούν και μετά τη θεία λειτουργία, θα πορευθούν προς τα φημισμένα ελληνικά εστιατόρια της Αστόρια, για να λάβουν το επίσημο χριστουγεννιάτικο δείπνο και να γιορτάσουν, οι περισσότεροι με τις οικογένειές τους.
28 χρόνια το ίδιο μοτίβο. Κουράστηκε, κάτι πρέπει ν’ αλλάξει. Το μητροπολιτικό μουσείο – λίγο πιο πάνω –, προβάλει πίνακες διάσημων ζωγράφων που αναδεικνύουν την ελληνική παράδοση. Τα έχει δει ολ’ αυτά ξανά και ξανά, σήμερα όμως δεν του λένε κάτι καινούργιο, ούτε του λείπουν επειδή η παράδοση και ο πολιτισμός δεν έλειψαν από το σπίτι του. Αυτό που του έλειψε είναι η εστία της ψυχής και της εφηβείας του και άνθρωποι να αγαπά και να μοιράζεται, του έλειψε το μήνυμα από το λιτό βίο του νεογέννητου θεανθρώπου που τον άφηνε ο πατέρας να μαντέψει, διαβάζοντάς του ευλαβικά σαν σήμερα, αποσπάσματα από τα ευαγγέλια.
Κατευθύνεται προς το κέντρο Ροκφέλερ για να θαυμάσει τα σπουδαία γλυπτά μοντέρνας τέχνης με χριστουγεννιάτικο θέμα που φιλοξενούνται στον υπαίθριο χώρο του, αλλά αλλάζει γνώμη και στρίβει στον παράπλευρο της 54ης οδού, για να βρει το μπαράκι όπου πίνουν τις καθημερινές με τα φιλαράκια τα ουισκάκια τους, συνήθως με τη δύση του ήλιου που λούζει με τα πορτοκόκκινα χρώματά του σε σημεία, τους ανήλιους κάθετους στην 5η λεωφόρο δρόμους. Πλησιάζει το πρόσωπό του στα τετράγωνα πλαίσια του χιονισμένου παραθύρου και αναζητά τους γνωστούς, αλλά κάνεις δεν είναι εκεί. Μπαίνει και κάθεται στο ίδιο πάντα βαθυκόκκινο βελούδινο σκαμπό στην έξω πλευρά του μπαρ, ανοίγει την αριστερή πλευρά του πράσινου παλτό από κασμίρι και αστρακάν, βγάζει από την εσωτερική τσέπη ένα πούρο, το ανάβει, πίνει μια γουλιά από το ουίσκι που του σερβίρεται ταχυδακτυλουργικά με το ποτήρι να εκτελεί συρόμενη πορεία πάνω στην ξύλινη επιφάνεια του πάγκου χωρίς να το ζητήσει, σβήνει το πούρο, αφήνει χαρτονόμισμα που η αξία του ισοδυναμεί με τρία ποτά, κλείνει με νόημα το μάτι στον μπάρμαν και αποχωρεί συνάμα με τη λήξη του αγαπημένου του τραγουδιού 52nd street του Billy Joel.
Στη διασταύρωση της 52ης οδού με την 5η λεωφόρο, ο Βολιβιανός καστανάς διαφημίζει τα χριστουγεννιάτικα καστανά του. Πάνω στα ζεστά κάστανα υπάρχει η ταμπέλα προέλευσής τους που γράφει «KASTANA KRITIS GREECE» και ο Ιάκωβος τον ρωτάει που τα βρήκε, για να λάβει την απάντηση ITALY. Ε, αφού είναι γιορτινά και ιταλικά, ας τα προτιμήσω, του είπε. Η καυτή αίσθηση στα δάχτυλά του – πιο έντονη από τη μυρωδιά και τη γεύση τους–, παραπέμπει στην παλιά πλατεία Πατησίων, όπου του τ’ αγόραζε κάποτε ο μπαμπάς τα σαββατοκύριακα και στη συνέχεια μικρός και μεγάλος Παρέας, ανέμελα απολάμβαναν παρέα προβολές του «Χοντρού - Λιγνού» – ασπρόμαυρες –, και αργότερα του «λούκυ λουκ» στον κινηματογράφο Ίλιον αλλά και σε προβολές του Χάρυ Πότερ που θα μπορούσε ν’ απολαμβάνει ο ίδιος, όμως ως πατέρας.
Με τη σιωπή κάνεις τους καλυτέρους διαλόγους. Στο σημείο αυτό, δε μοιράζεται μαζί μας τα ερωτήματα που έθεσε στον εαυτό του. Το χιόνι τερμάτισε την ατμοσφαιρική πτώση του. Ξαναγύρισε ο αέρας– νοτιάς αυτή τη φορά – και του φυσά μανιασμένα τα μαλλιά σα να θέλει να τον υποχρεώσει να λάβει την ίδια ενεργειακή δύναμη, όπως τότε στην Αθήνα. Και την λαμβάνει. Τώρα όμως δε διστάζει να το ανακοινώσει στο Μανχάταν, αλλά το φωνάζει δυνατά: «Φεύγω, γυρίζω στους αγαπημένους μου, σ’ ευχαριστώ χριστουγεννιάτικη πολιτεία που μου έδωσες το μήνυμα.»
Βιντεοκλήση της προηγούμενης μέρας στο skype απεικόνιζε τα μέλη της οικογένειας– παλιά και τα νέα που προέκυψαν πρόσφατα –, στις ιδίες θέσεις μα τη δική του κενή στο χριστουγεννιάτικο δείπνο της παραμονής και αναρωτιέται αν προλαβαίνει την επόμενη πτήση για την Αθήνα, ώστε να είναι εκεί για το γεύμα των Χριστουγέννων.
Επιταχύνει το βηματισμό του, ώστε να φτάσει γρήγορα στο διαμέρισμα του 19ου ορόφου στο νότιο τμήμα του κεντρικού πάρκου. Ανοίγοντας την εξώπορτα απλώνεται μπροστά του το λιτό σε επίπλωση πολυτελές διαμέρισμα με θέα τους φωτισμένους ουρανοξύστες του Μανχάταν, το πάρκο και τη λίμνη. Αυτό που άλλοτε του προκαλούσε ευδαιμονία και μέσα σ’ αυτό ένιωθε ελεύθερος, τώρα του προκαλεί ακριβώς τα αντίθετα συναισθήματα. Άδειο από στολίσματα το σπίτι, άδεια κι από γιορτινά συναισθήματα η ψυχή του.
«Φεύγω, γυρίζω στους αγαπημένους μου, γυρίζω στην Ελλάδα μου, σ’ ευχαριστώ χριστουγεννιάτικη πολιτεία που μου έδωσες το μήνυμα.»
Η νεαρή αεροσυνοδός εδάφους μόλις βλέπει τα ταξιδιωτικά του έγγραφα, τον ρωτά στην αγγλική γλώσσα:
«Είστε ο γνωστός χρηματιστής James Pareas;»
«Ολόκληρος!»
«Πόσες αποσκευές έχετε;»
«Καμία, δεν έχω αποσκευές, είμαι όπως με βλέπεις, άδειος κι ελεύθερος, μόνο με τα ενδύματά μου, ακριβώς όπως με έβλεπες και πριν από 28 χρόνια, πριν γεννηθείς, στο Ελληνικό! Βιάσου όμορφη κοπέλα, για να προλάβω το χριστουγεννιάτικο γεύμα, η θέση μου παραμένει άδεια και δεν είναι πρέπων λόγω της ημέρας ν’ αργήσω και να με περιμένουν οι συνδαιτημόνες, βιάσου!»
Αποχαιρετώντας τη χώρα των φωτισμένων ουρανοξυστών και των μεγάλων ευκαιριών πίσω από το μικρό παράθυρο του αεροσκάφους, σκέφτεται ότι δεν πρόλαβε ν’ αγοράσει δώρα, τον χαροποιεί όμως η σκέψη ότι ο ίδιος αποτελεί το καλύτερο δώρο για τους αγαπημένους του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!