Παραμονή Χριστουγέννων
Χρήστου Μιχ. Καπνίση
Ο άντρας δίπλα της μιλούσε, μιλούσε συνέχεια, ασταμάτητα. Εκείνη έκανε πως παρακολουθεί. Κουνούσε το κεφάλι της εκεί που έπρεπε, γελούσε όταν νόμιζε ότι επιβάλλεται, έκανε πως δεν αντιλαμβάνεται το χέρι που έσφιγγε το μπούτι της, έτσι που ξεπρόβαλλε κάτω από την πολύ κοντή φούστα, έκανε κάποιες ερωτήσεις για να κρατήσει το μονόλογο. Το μυαλό της όμως ήταν καρφωμένο στις μάρκες που μαζεύονταν μέσα στο πακέτο της και που σιγά - σιγά το γέμιζαν. Κάθε μάρκα και ποτό, κάθε ποτό και ποσοστό.
Το μπαράκι ημιυπόγειο, έπρεπε να κατέβεις μερικά σκαλοπάτια, προθάλαμος της κόλασης. Φώτα λιγοστά και χαμηλωμένα, να μη φαίνονται οι ρυτίδες και η κούραση και το ξενύχτι και ο πόντος που έχει φύγει απ’ το φτηνιάρικο καλσόν. Μουσική αρκετά δυνατή, ώστε να ακούς μεν τον διπλανό σου αλλά όχι τον απέναντι, καπνός από τσιγάρα να καλύπτει το ταβάνι. Δίπλα στη μπάρα το αφεντικό, να παρακολουθεί το πηγαινέλα των κοριτσιών με μάτια ποντικού, να σημειώνει στο τεφτέρι τα ποτά.
Παραμονή Χριστουγέννων. Οκτώ από τις δέκα κοπέλες μόνες στα ψηλά σκαμπό μπροστά στο μπαρ, να φαίνονται τα πόδια τους, πίνοντας χαμομήλι σε κοντά ποτήρια για να σπρώχνουν τη νύχτα. Μία στο Αλλοδαπών να ξεμπλέξει την άδεια και μία με πελάτη να παραγγέλνει με δυσκολία ένα ποτό αραιά και πού.
Από τις έντεκα που άνοιξαν ήταν ο πρώτος που είχε κατέβει, εκεί κοντά στις δύο, εκείνο το καταραμένο βράδυ. Ποιός ξέρει πώς να είχε ξωκείλει στην υπόγα, Χριστούγεννα παραμονή με κρύο και ψιλόβροχο… Τζάμπα το μεροκάματο, τζάμπα και το βάψιμο. Δυο ώρες τώρα τον κρατούσε με τα δόντια να μη φύγει, χρησιμοποιώντας όλα τα όπλα του φύλου και του επαγγέλματος: χαμόγελα στο πρώτο ποτό, μια αγκαλιά στο δεύτερο, ένα χάδι στο τρίτο, λίγο μπούτι στο τέταρτο, πολύ μυαλό για παραπέρα. Να ανοίξει μπουκάλα χλωμό, δε φαινότανε για τέτοιος. Αλλά… ό,τι αρπάξουμε καλό είναι, σωστά; Μην πάει τζάμπα η βραδιά….
Εκείνος στο πέμπτο ποτό είχε αρχίσει να ρετάρει, να γελά χωρίς λόγο και να σκύβει κομμάτι παραπάνω. Γυρνώντας με το έκτο, τον είδε σκυμμένο στο τραπέζι, το κεφάλι στο μπράτσο, τα μάτια κλειστά.
Τι κάνουμε τώρα; Τα κορίτσια έκαναν συμβούλιο με το αφεντικό. Έφεραν πάγο και πετσέτες, εκείνος άνοιξε τα μάτια, εντάξει, ζωντανός είναι ακόμα, αλλά να μην πιει άλλο, εντάξει; Μην έχουμε προβλήματα, ποτέ δεν ξέρεις, είναι και η μέρα ανάποδη, άστο να πάει…
Κάθισε πάλι κοντά του με καινούργιο ποτό. Τσαγάκι αυτή τη φορά με μια ιδέα αλκοόλ να δίνει μυρωδιά. Δεν θα τον χρέωνε, ήθελε να τον συνεφέρει αρκετά για να πληρώσει τα κερασμένα, να σηκωθεί και να πάει στην ευχή. Παλιό κόλπο, δοκιμασμένο.
Του έπιασε πάλι την κουβέντα.
Δουλειά και αυτή…. Μια να του μιλάς για να μείνει, μια να του μιλάς για να φύγει. Παλιά και έμπειρη, ήξερε και τον κατάφερε. Μια γυναίκα μπορεί και τον διάολο να τουμπάρει άμα το βάλει σκοπό. Και αυτός ο έρμος δεν ήταν διάολος, παρέα ήθελε, έστω και νοικιασμένη με την ώρα.
Τον βοήθησε να σηκωθεί, τον στήριξε να πληρώσει, τον πήγε αγκαλιά στα σκαλοπάτια, “καλά Χριστούγεννα αγάπη μου”, φιλάκι, αντίο.
Λίγο μετά βγήκε κι αυτή, τυλιγμένη στο παλτό της. Τα μακριά της πόδια εξαφανισμένα μέσα στη ζεστή φόρμα. Έπρεπε να περπατήσει αρκετά μέσα στο σκοτάδι που με το ζόρι φώτιζαν οι λάμπες. Ερημιά, πού και πού κανένα αυτοκίνητο, το πρώτο λεωφορείο. Στην εμπορική συνοικία, έξω από τα στολισμένα μαγαζιά με τα δέντρα, τα λαμπάκια, τ' αγγελάκια και τους Αη Βασίληδες, κάποιοι άνθρωποι, πολλά σκυλιά, περισσότερα γατιά, όλοι μονιασμένοι ν’ ανακατεύουν αθόρυβα τα σκουπίδια.
Έφτασε στο διαμέρισμα, στην παλιά ξεχαρβαλωμένη από τον καιρό, την εγκατάλειψη και τους ανθρώπους πολυκατοικία. Στο ισόγειο δεξιά, με μοναδικό παράθυρο στον φωταγωγό, ένα τεράστιο τετράγωνο πηγάδι που έπρεπε να βγάλεις το κεφάλι και να κοιτάξεις ψηλά για να δεις λίγο ουρανό.
Μπήκε στα νύχια των ποδιών της, κινήθηκε χωρίς φώτα, σαν νυχτερίδα. Μπήκε στην τουαλέτα, πλύθηκε, ξεβάφτηκε, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Δυο κουρασμένα μάτια σ’ ένα μαραμένο πρόσωπο αντιγύρισαν το βλέμμα της. Πίσω της ένα πλαστικό κεφάλι περίμενε. Έβγαλε την περούκα με τα πλατινέ μαλλιά και του τη φόρεσε. Τα δικά της, κοντά και γκρίζα, χτενίστηκαν εύκολα.
Βγήκε και πήγε στο δωμάτιο. Άδειασε στο συρτάρι τα λιγοστά κέρματα. Πάει καιρός που είχε να δει χαρτονομίσματα. Πάντως έφταναν για κάτι σε τυρόπιτα για αύριο, ίσως και κανένα γάλα. Κάθισε στο στρώμα που είχε δει πολύ καλύτερες μέρες.
Αύριο, σκέφτηκε, Χριστούγεννα. Το μαγαζί κλειστό. Ούτε μεροκάματο ούτε ποσοστά. Ευκαιρία να κοιμηθεί. Κάνει καλό ο ύπνος. Δε σκέφτεσαι, δεν πεινάς. Τυλίχτηκε στο πάπλωμα σαν κάμπια στο κουκούλι της. Έξω άρχισαν οι πρώτες παιδικές φωνές.
Έφερε το πάπλωμα ψηλά, έχωσε μέσα το κεφάλι να μην ακούει. Το κουδούνι χτύπησε μία, δύο, τρεις, σταμάτησε. Βαρέθηκαν, πάνε παρακάτω.
«Καλήν ημέρα άρχοντες, αν είναι ορισμός σας….»
Εδώ δεν υπάρχουν άρχοντες. Η αστραφτερή πόρνη μουλιάζει στη μπανιέρα. Στο υπνοδωμάτιο προσπαθεί να κοιμηθεί μια κουρασμένη γυναίκα. Στο σαλόνι, δίπλα στο στολισμένο δέντρο, κοιμάται ένα παιδί.
Κι έξω συνεχίζεται το κρύο, το ψιλόβροχο και τα κάλαντα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!