Στο σπίτι για τα Χριστούγεννα - Αγγελική Δρακοπούλου (Λογοτεχνικό Δωδεκαήμερο Χριστουγέννων 2022) - ΚΕΦΑΛΟΣ

To Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς για το βιβλίο, τη λογοτεχνία, την ποίηση, τους λογοτέχνες και τις τέχνες.

ΝΕΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2022

Στο σπίτι για τα Χριστούγεννα - Αγγελική Δρακοπούλου (Λογοτεχνικό Δωδεκαήμερο Χριστουγέννων 2022)





ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΓΙΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Η ημέρα ήταν πρώτη Δεκεμβρίου. Το χωριό είχε στολιστεί κι όλοι περίμεναν τα Χριστούγεννα. Οι δρόμοι ήταν καθαροί και τα λαμπιόνια έκαναν τον κόσμο πιο λαμπερό. Ακόμα κι ο ήλιος είχε αποφασίσει να είναι ζεστός για να μπορέσουν όλοι να κάνουν τις απαραίτητες προετοιμασίες για τις χαρούμενες μέρες. Σε λίγο από το κάθε σπίτι θα έβγαιναν μυρωδιές από τα φρεσκοψημένα γλυκά όπως κουραμπιέδες, μελομακάρονα, τσουρέκια, κέικ με λιωμένη σοκολάτα, φρεσκοφουρνιστό ψωμάκι και λαχταριστές πάστες.
Οι πιο ανυπόμονοι όμως ήταν τα παιδιά που στο μυαλό τους είχαν τι άλλο; Τα δώρα που θα τους έφερνε ο Αη-Βασίλης στα πιο μικρά, οι γονείς στα μεγαλύτερα. Δεν είχε σημασία αυτό όμως. Κάποια ήθελαν και χιόνι εκείνες τις ημέρες για να κάνουν έλκηθρο και να φτιάξουν χιονάνθρωπους. 
Μέσα σε αυτά τα παιδάκια ήταν και δυο αδελφάκια, η Μάρθα και ο Στέλιος. Αγαπούσαν πολύ τα Χριστούγεννα γιατί τότε γεννήθηκε ο αγαπημένος τους Χριστός κι επειδή έτρωγαν τα πιο πολλά γλυκά! Αυτή τη χρονιά ήθελαν πολλά δώρα, κουκλάκια, ψεύτικα όπλα, παζλ, μπάλες, σύνεργα ζωγραφικής . Ήξεραν ότι κάτι θα έπαιρναν γιατί τις πιο πολλές φορές υπήρξαν καλά παιδιά.
Αυτά συζητούσαν μια μέρα καθώς γυρνούσαν από το σχολείο στο σπίτι. Μετρούσαν πόσες μέρες είχαν μείνει και προσπαθούσαν να μαντέψουν τι γλυκά θα έφτιαχνε η μητέρα τους. Στη στροφή για το σπίτι τους, όμως, άκουσαν παιδικά κλάματα που προέρχονταν από τους θάμνους δίπλα στο σπίτι τους.
Πλησίασαν παραξενεμένα για να δουν ποιος έκλαιγε. Κι εκεί ανάμεσα στα κλαδιά των θάμνων βρισκόταν ένα μικρό παιδάκι με λερωμένο  πρόσωπο και ντυμένο με παράξενα ρούχα. Μοβ μπλουζάκι και κοντό πράσινο παντελόνι. Είχε κρύψει το πρόσωπό του στις μικρές του παλάμες και το κορμάκι του έτρεμε απαλά από το κλάμα και το κρύο.
« Α, μα ποιος είσαι εσύ;», ρώτησε η Μάρθα.
Το παιδάκι σήκωσε το κεφάλι του και τους κοίταξε τρομαγμένο.
« Αχ, συγνώμη, θα φύγω αμέσως.», είπε και σηκώθηκε να φύγει. Ήταν πολύ κοντό!
« Ω, Μάρθα είναι ένα ξωτικό!» , έκανε ενθουσιασμένος ο Στέλιος, « Μη φύγεις ακόμα. Έλα μέσα να ζεσταθείς λίγο.», του πρότεινε.
Το ξωτικό στάθηκε αναποφάσιστο για λίγο μα τελικά τους ακολούθησε.
«Πώς σε λένε;», ρώτησε η Μάρθα.
«Φαέθοντα», απάντησε με καμάρι.
« Πολύ ωραίο και πρωτότυπο», παρατήρησαν τα παιδιά.
Άνοιξαν την πόρτα και τους υποδέχτηκε ο μπαμπάς τους. Εκείνα άρχισαν να ξεφωνίζουν προσπαθώντας να εξηγήσουν στον ήρεμο πατέρα τους ποιος ήταν ο καλεσμένος.
« Παιδιά κάντε ησυχία. Τρομάζετε τον καλεσμένο σας.»
Τα παιδιά σταμάτησαν κι ο μπαμπάς πλησίασε το Φαέθοντα.
«Γεια σου, μικρέ μου. Να σου προσφέρουμε κάτι να φας ή να πιεις;»
Εκείνος έγνεψε «ναι» κι ο μπαμπάς είπε σε όλους.
« Πλύντε χέρια κι ελάτε να φάμε.»
Έστρωσε τραπέζι κι έκατσαν όλοι να φάνε.
« Μαμά, δεν έχετε;», ρώτησε κάποια στιγμή ο Φαέθοντας.
« Και βέβαια έχουμε, μα σχολάει πιο αργά από τη δουλειά της. Να δεις πόσο θα χαρεί να σε δει. Λατρεύει να΄χει καλεσμένους.», τον πληροφόρησε η Μάρθα.
Όντως όταν τέλειωσαν το φαγητό τους άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα η μαμά.
Της σύστησαν γρήγορα το Φαέθοντα κι έφυγαν να παίξουν στο δωμάτιό τους. Ύστερα από λίγο η μαμά τους φώναξε στο καθιστικό. Ήθελε να μάθει περισσότερα για το μικρό καλεσμένο τους.
«Λοιπόν, Φαέθοντα θα ήθελα να μου πεις από πού χάθηκες γιατί οι γονείς σου θα ανησυχούν. Ξέρεις τη διεύθυνσή σας ή τον αριθμό του τηλεφώνου σας;»
« Κυρία Μαμά, ξέρω που μένω αλλά είναι πολύ δύσκολο να πάω και δεν το ξέρουν ότι είμαι εδώ.»
Ο Φαέθοντας ήταν ξωτικό και ζούσε με την οικογένειά του στο μαγικό κήπο των Χριστουγέννων στο Βόρειο Πόλο. Φρόντιζαν τους τάρανδους του Αϊ- Βασίλη και του έδιναν τα γράμματα των παιδιών. Σήμερα θέλησε να μπει κρυφά στο έλκηθρο για να δει πως γύμναζαν τους τάρανδους. Τι  ατυχία, όμως! Δεν πρόλαβε να κρατηθεί καλά όταν απογειώθηκε το έλκηθρο και σε μια απότομη στροφή, έπεσα κάτω σ΄ένα δάσος. Φώναξε αλλά κανείς δεν τον άκουσε. Προχώρησε ώσπου έφτασε στο σπίτι τους κι αποφάσισε να ξεκουραστεί πριν συνεχίσει το δρόμο του.
« Ωραία, Φαέθοντα. Άκου τι θα κάνουμε. Θα μείνεις μαζί μας και παραμονή Χριστουγέννων που έρχεται ο Αϊ-Βασίλης θα σε πάρει μαζί του. Πως σου φαίνεται;»
« Κι εγώ σκεφτόμουν να περιμένω ως τότε. Αλήθεια μπορώ να μείνω μαζί σας;»
« Βέβαια.», απάντησε ο μπαμπάς κι έτσι το ξωτικό έμεινε. Το καθάρισαν, το έντυσαν πιο ζεστά και του φέρονταν σαν μέλος της οικογένειας. Σαν παιδί και σαν αδελφό .Κι   ο Φαέθοντας  όταν ήταν μόνος  με τα αδέλφια του τα διασκέδαζε με μαγικά κολπάκια που ήξερε. Όμως κάποιες φορές στενοχωριόταν, ειδικά όταν πλησίαζαν τα Χριστούγεννα γιατί του έλειπε το σπίτι του.
« Για πες μας,  πώς είναι αυτές τις μέρες εκεί;», ρώτησε ο Στέλιος όταν το σχολείο τους είχε κλείσει για διακοπές.
« Είναι πράγματι πολύ ωραία. Στη μέση του κήπου στολίζουμε όλοι μαζί το Χριστουγεννιάτικο δέντρο με εκατοντάδες πολύχρωμα λαμπιόνια που αναβοσβήνουν και στολίδια που κατασκευάζουμε εμείς. Έπειτα όλοι τρώμε τα υπέροχα γλυκίσματα και πίνουμε ζεστή σοκολάτα. Εμείς οι πιο μικροί παίζουμε παιχνίδια στο χιόνι ενώ οι μεγάλοι τραγουδούν κάλαντα κι άλλα Χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Ακόμα και τα ζωάκια μας έρχονται να παίξουν μαζί μας και να χαρούν όπως κι εμείς. Μου λείπει το σπίτι μου! Ξέρετε εμείς δεν παίρνουμε δώρα γιατί έχουμε το καλύτερο από όλα. Την οικογένειά μας και ανθρώπους που αγαπάμε και μας αγαπούν. Τι παραπάνω να ζητήσουμε;»
Τα δυο αδέλφια κοιτάχτηκαν και σκέφτηκαν πόσα δώρα είχαν ζητήσει τη στιγμή που είχαν αυτό που είπε ο Φαέθοντας, μια αγαπημένη οικογένεια. Αναστέναξαν !
Η μαμά το πρόσεξε κι είπε, « Δε χρειάζεται να αρνηθείτε τα δώρα σας, αρκεί να αναγνωρίζετε τα καλά που έχετε και να δέχεστε αυτά που μπορούμε να σας προσφέρουμε. Συμφωνώ με το Φαέθοντα, τα Χριστούγεννα δε γιορτάζουμε για τα δώρα αλά για την αγάπη που μας έφερε ο Χριστός με τη γέννησή Του.»
Μετά άνοιξε την αγκαλιά της  για να έρθουν μέσα.
« Έλα κι εσύ Φαέθοντα, η αγκαλιά μου σας χωράει όλους.»
« Κι εγώ τη συμπληρώνω.», έκανε γελώντας ο μπαμπάς ενώ τους έκλεινε στη δική του τεράστια αγκαλιά.
Κι ήρθε η παραμονή των Χριστουγέννων. Το δέντρο έλαμπε και το καραβάκι  έστεκε περήφανα. Το τραπέζι ήταν γιορτινά στρωμένο κι όλοι ήταν έτοιμοι να πάνε στην εκκλησία.
Ο Φαέθοντας ήταν πιο χαρούμενος αν και στενοχωριόταν που θα αποχωριζόταν από την οικογένεια αυτή.
« Πολύ θα λυπηθώ που θα φύγω.», ομολόγησε.
« Να σκέφτεσαι ότι θα δεις την οικογένειά σου και τους φίλους σου.», τον παρηγόρησε η μαμά που ήταν θλιμμένη.
Και το βράδυ έπεσε απαλά. Η μαμά κι ο μπαμπάς σήκωσαν το Φαέθοντα, τον έντυσαν ζεστά και τον πήγαν στην πόρτα.
« Μια στιγμή», φώναξαν τα παιδιά.
« Φαέθοντα θα μας λείψεις πολύ. Έκανες αυτά τα Χριστούγεννα μαγικά. Θα ήθελα να πάρεις το αγαπημένο μου κοχύλι για να με θυμάσαι.», του είπε η Μάρθα και τον φίλησε στο μάγουλο.
« Εκεί που θα πας μη μας ξεχάσεις γιατί εμείς θα σε θυμόμαστε για πάντα. Να, πάρε αυτό το μπρελόκ δώρο από εμένα.» είπε κι ο Στέλιος δίνοντας του ένα μπρελόκ μ’ ένα διαστημόπλοιο πάνω του.
Ο Φαέθοντας τους αγκάλιασε σφιχτά κλαίγοντας σιγανά και τους είπε « Ούτε εγώ θα σας ξεχάσω. Κάθε Χριστούγεννα θα σας  θυμάμαι. Δηλαδή κάθε μέρα! Είστε οι κολλητοί μου! Κυρία Μαμά, κύριε Μπαμπά σας ευχαριστώ τόσο μα τόσο πολύ!»
Με αυτά τα λόγια ο Φαέθοντας άνοιξε την πόρτα κι ένα λαμπρό φως τους έλουσε. Άκουσαν ένα τρανταχτό γέλιο και το φως έσβησε παίρνοντας μαζί του και τον Φαέθοντα αλλά όχι πριν προλάβουν να τον ακούσουν να λέει « Καλά Χριστούγεννα, φίλοι μου!»
Το επόμενο πρωί τα παιδιά είδαν ότι κάτω από το δέντρο τους περίμενε κι άλλο δώρο. Ήταν απο ένα βραχιόλι με πλεγμένα τα αρχικά τους Φ+Μ+Σ=ΦΙΛΟΙ. Δώρο από το μαγικό τους φίλο! 



                              Αγγελική Δρακοπούλου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Περιμένουμε τις απόψεις σας!