Η Μυρτώ καθόταν κι έβλεπε τηλεόραση στον καναπέ, στο μικρό σπίτι της γιαγιάς. Το σπίτι ήταν πολύ παλιό. Οι τοίχοι είχαν υγρασία κι είχαν χάσει το χρώμα τους. Οι πόρτες δεν έκλειναν πια και τα τζάμια στα ξύλινα παράθυρα έτριζαν με τον παραμικρό θόρυβο.
«Γιαγιά, γιατί δεν λες στον μπαμπά μου να σε βοηθήσει να φτιάξεις το σπίτι;», ρωτούσε η Μυρτώ.
Η γιαγιά την κοίταξε με καμάρι. Η Μυρτώ, ήταν εφτά χρονών και το μυαλουδάκι της μπορούσε να κατεβάσει τις πιο απίστευτες ιδέες. Πήγε κοντά της, άφησε το καθαρισμένο πορτοκάλι στο τραπεζάκι και της είπε:
«Δε σου αρέσει το σπίτι μου, ομορφιά μου;»
«Μου αρέσει γιατί είσαι εσύ εδώ, αλλά θα ζούσες πιο καλά αν κάποια πράγματα ήταν πιο γερά.»
«Το ξέρεις ότι τώρα ήρθα εδώ. Έλειπα καιρό, οπότε θα γίνουν όλα σιγά-σιγά. Σήμερα θα κοιμηθείς εδώ παρέα μου και το πρωί θα έρθει η μαμά κι ο μπαμπάς να σε πάρουν. Δε φοβάσαι, έτσι;»
Η μικρή σήκωσε τη μυτούλα της και είπε σοβαρά, «Έτσι».
Η ώρα πήγαινε να μεσημεριάσει κι η Μυρτώ σαν να πεινούσε λίγο.
«Γιαγιά;»
«Έλα, Μυρτώ μου, θες κάτι; Είμαι έξω.»
Η Μυρτώ δεν απάντησε. Ήξερε που θα έβρισκε τη γιαγιά της. Ξάφνου εκεί που έβλεπε την ταινία, η εικόνα χάλασε κι έβγαζε γραμμούλες. Ταυτόχρονα τα τζάμια άρχιζαν να τρίζουν τόσο πού που η μικρή νόμιζε ότι θα σπάσουν. Κάλυψε με τα χέρια της τα αυτιά της κι ήταν έτοιμη να βγει έξω όταν ένιωσε το ξύλινο πάτωμα να δονείται κι αυτό. Ο τρόμος, ο φόβος κι η αγωνία έσφιξαν την ψυχούλα της. Ο θόρυβος αντί να χαμηλώνει γινόταν όλο και πιο δυνατός.
«Γιαγιά!», φώναξε.
Δεν πήρε απάντηση. Αντί για τη γιαγιά της άκουσε κάτι σαν κεραυνό και βόμβα να της τρυπάει τα αυτιά. Πίεσε ακόμα πιο πολύ τα χέρια της στα αυτιά της και πήγε ως την πόρτα φωνάζοντας,
«Γιαγιά, που είσαι; Τι είναι αυτό; Έχουμε πόλεμο;»
Η γιαγιά δεν της απάντησε. Δεν ήταν έξω. Τα δάκρυα ήταν έτοιμα να αναβλύσουν από τα μάτια της Μυρτώς. Βγήκε στο κατώφλι αλλά δεν είδε καμιά βόμβα, ούτε πόλεμο. Το μόνο που είδε ήταν κεφάλια στραμμένα στον ουρανό κοιτάζοντας το αεροπλάνο που πετούσε σε χαμηλό ύψος ενώ απομακρυνόταν μακριά κάνοντας αυτόν τον ανατριχιαστικό θόρυβο. Όσο έφευγε πιο μακριά τόσο ο θόρυβος μειωνόταν, ώσπου στο τέλος η Μυρτώ μπορούσε να ακούσει και πάλι τα τζιτζίκια.
Απέραντη ανακούφιση και γαλήνη πλημμύρισαν το σώμα της καθώς οι παλμοί της καρδούλας της έπεφταν.
Η γιαγιά την πλησίασε.
«Τι έπαθες, κόρη μου; Ένα αεροπλάνο ήταν.»
Η Μυρτώ παίρνοντας μια βαθιά ανάσα της είπε αυστηρά, « Γιαγιά, αύριο θα φτιάξεις τα παράθυρα σου, σύμφωνοι;»
Η γιαγιά χαμογέλασε κι ένευσε καταφατικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!