ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
«Αχ, αχ Χριστουγεννιάτικο της φαμιλιάς τραπέζι
Που ταίρι – ταίρι η όρεξη με την αγάπη παίζει» Κ. Παλαμά
Δονεί μέσα μου κάθε Χριστουγεννιάτικες μέρες και ξυπνά μιά γλυκειά νοσταλγία γιά τα παιδικά μου χρόνια, στο πατρικό μου σπίτι. Εκεί σε μιά άκρη ενός ελληνικού χωριού, που οι θύμισες από τον αποχωρισμό του το έχουν θρονιάσει στην καρδιά μου, σαν το πιό όμορφο τοπίο που έχω δει ποτέ μου.
Κάποτε είχα διαβάσει, ότι ο αποχωρισμός είναι σαν τον αέρα που σβεί τα μικρά και κατώτερα αισθήματα, τις ατέλειες, όπως σβήνει την φλόγα ενός κεριού, και δυναμώνει, γιγαντώνει τα μεγάλα και ανώτερα όπως δυναμώνει μιά πυρκαϊά. Αυτό θα είναι που οι θύμισες των Χριστουγέννων στο σπίτι του πατέρα μου, στο
Ελληνικό χωριό μου, μου προξενούν τόσα σκιρτήματα, τόσες νοσταλγίες.
Οι προπαραμονές, με τις ατέλειωτες ετοιμασίες, την νηστεία, τα ψώνια, η ωραία αυτή κατάσταση της προσμονής κάτι μεγάλου. Την παραμονή, η μητέρα ζύμωνε το χριστόψωμο και τις κουλούρες γιά όλα τα παιδιά, τα εξαδέλφια και τα γειτονόπουλα. Φαινόνταν τόσο αφράτες και ήταν τόσο όμορφα στολισμένες με μύγδαλα και καρύδια. Θα είχε φυλάξει αρκετές στο καλάθι, να φιλέψει όλα τα παιδιά που θα έλεγαν τα κάλαντα.
Με πόση προθυμία πηγαίναμε γιά ύπνο, όλα πεντακάθαρα απ’την κορφή, ως τα νύχια. Τι γλύκα είχαν κι’ αυτές οι καμπάνες του χωριού μου. Πεταγόμαστε πάνω με την πρώτη, κι’ ετοιμαζόμαστ στο λεπτό. Θά πηγαίναμε όλοι μαζί και θα μεταλαβαίναμε. Πρίν φύγουμε από το σπίτι φιλούσαμε το χέρι του πατέρα, της μητέρας, του παππούλη, του θείου και της θείτσας. (Έτσι κάναμε πάντα όταν θα παίρναμε θεία κοινωνία).
Η εκκλησία έλαμπε, όπως κάθε σπίτι, κάθε δρόμος, κάθε γωνιά του χωριού. Η λειτουργία, με τους χριστου-γεννιάτικους ύμνους, είχε μιά τόση πανηγυρική ουράνια όψη. Τα ψαλτήρια ήσαν γεμάτα με μεγάλα αγόρια του Γυμνασίου και του Πανεπιστημίου, που είχαν έρθει στο χωριό γιά τις γιορτές, και βοηθούσαν τους ψάλτες, δίνοντας γλυκύτητα και αρμονία σε κάθε ύμνο. Ο Παπα-Νικόλας με τα γιορτινά του, αγγελικά φαινότανε κι’ αγγελικά ακουγόταν.
Όταν γυρνούσαμε από την εκκλησία, πως έλαμπαν όλοι στην όψη και στην καρδιά. Ακουγόταν τόσο γιορτάσιμο, ξεχωριστό το «Χρόνια Πολλά».
Η Μητέρα , μας μοίραζε τις κουλούρες, το ίδιο και η θείτσα και η Νουνά, που πηγαίναμε να τους πούμε το Χρόνια Πολλά. Τι νοστιμάδα είχαν αυτές οι κουλούρες! Εύχομαι να βρίσκουν τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου σ΄αυτές που τους κάνω κάθε χρόνο, την μισή νοστιμάδα από αυτή που εύρισκα σ’ εκείνες της μητέρας μου. Πόσο γιοράσιμο ήταν το «Χριστουγεννιάτικο της φαμελιάς τραπέζι». Καθισμένοι όλοι στον πελώριο σοφρά (κοντό τραπέζι) τα «φαιδρά γεράματα» τα «προκομένα νειάτα» και τα χαρούμενα παιδιά. Δίπλα στο παραγώνι που έκαιγαν τρίζοντας τα κούτσουρα, κι’ έδιναν στο δωμάτιο τόση ζεστασιά, όση ένοιωθε καθένας στην καρδιά του. Η σπουδαιότητα με την οποία καταλαβαίναμε την προσευχή, τις ευχές, το πνεύμα της φαμελιάς. Ο Πατέρας έκοβε το χριστόψωμο, κι’ έλαμπε η όψη του. Ο Παππούλης άρχιζε το τσίγκρισμα των ποτηριών. Η Μητέρα, η ακούραστη αυτή μάνα, με πόση χαρά απολάμβανε την όρεξη και την τάξη με την οποίαν τρώγαμε, (χοιρινό με σέλινο) και πόσο καμάρι θάνοιωθε γιά την ένδειξη αυτής της υποδειγματικής νοικοκυρωσύνης και αγάπης της. Οι αδελφοί, οι άδελφές, ένα σωρό κουβέντες, γέλοια, ευχές, αστεία.
Μέρες χριστουγεννιάτικες στο πατρικό μου! Μέρες χαρούμενες, ευλογημένες, τέτοιες που δεν τις ξεθωριάζει ο χρόνος αλλά τις ομορφαίνει.
Αμφιτρίτη Κωνσταντέλου-Εμμανουήλ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!