Ξημερώνουν Χριστούγεννα
Νέλλη
Παραμονή Χριστουγέννων. Στο Γραφείο των Αδελφών είχαν στολίσει ένα μικρό έλατο. Η Νέλλη έβγαλε τη μπλε ζακέτα και την άσπρη στολή και κάθισε να πάρει μια ανάσα και να αποτελειώσει τον καφέ της που είχε πια παγώσει. Θα γύριζε για μερικές ώρες στο σπίτι της, να κάνει ένα μπάνιο και να ισιώσει λίγο το κορμί της σ’ ένα κρεβάτι. Τις τελευταίες μέρες κοιμόταν κουλουριασμένη πάνω σε κάποιο φορείο, στον διάδρομο, μ’ έναν ύπνο σαν του λαγού. Δεν είχε προλάβει να φέρει την κούπα στα χείλη της, όταν μια νεαρή νοσηλεύτρια μπήκε στο καμαράκι. Τα σημάδια της κούρασης και της αγρύπνιας ήταν εμφανή στο πρόσωπό της, παρ’ όλα αυτά, χαμογελούσε.
<<Προϊσταμένη, πρέπει να το δεις αυτό. Ο παππούς στο 14 είναι εντελώς απύρετος. Εκεί που νομίζαμε πως θα μας αφήσει…>>
Η Νέλλη έτρεξε στον θάλαμο που νοσηλευόταν ο κύριος Τρύφωνας. Από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε τη νοσηλεία του, της είχε κάνει εντύπωση η αξιοπρέπεια με την οποία αντιμετώπιζε την αρρώστια και τη μοναξιά του, αυτός ο γλυκός παππούς. Είχε γυναίκα, παιδιά, εγγόνια, κι όμως, ήταν αναγκασμένος να μένει εκεί, ολομόναχος, με μοναδική συντροφιά ξένους ανθρώπους που ανέβαιναν κι εκείνοι τον δικό τους Γολγοθά. Τις τελευταίες μέρες η κατάστασή του είχε επιδεινωθεί επικίνδυνα.
Μόνο το φως του διαδρόμου που έμπαινε από τη μισάνοιχτη πόρτα και τα φώτα που έφταναν ως εκεί από τον λόφο του Λυκαβηττού, έσπαγαν κάπως τη σκοτεινιά. Η Νέλλη πλησίασε στο κρεβάτι του γέροντα και στάθηκε με κομμένη την ανάσα μπροστά στο θέαμα που αντίκρισε. Ο κύριος Τρύφωνας ήταν λουσμένος μ’ ένα λευκό φως. Η μάσκα του οξυγόνου ήταν πεσμένη στο πάτωμα, αλλά εκείνος ανέπνεε ήρεμα και κανονικά. Στο προσκεφάλι του στεκόταν ένας άγγελος με ανοιγμένα τα φτερά του. Με την καρδιά της να φτεροκοπάει, η Νέλλη ακούμπησε το χέρι της στο μέτωπό του. Ήταν απύρετος και το ρόδινο χρώμα είχε επιστρέψει στα μάγουλά του.
<<Κύριε Τρύφωνα>>, ψιθύρισε συγκινημένη, <<το κακό πέρασε. Είστε καλά, ο πυρετός έπεσε, το οξυγόνο σας είναι φυσιολογικό. Γρήγορα θα γυρίσετε στους αγαπημένους σας>>.
<<Να’ χεις την ευχή μου, κόρη μου>>, χαμογέλασε εκείνος. <<Όσο ήμουνα μακριά τους, είχα έναν επίγειο άγγελο να με προσέχει. Εσένα…>>
<<Όχι… Έναν πραγματικό άγγελο έχετε δίπλα σας, κύριε Τρύφωνα>>.
Η Νέλλη του έσφιξε τρυφερά το χέρι. Ξημέρωναν Χριστούγεννα και μόλις είχε δει με τα μάτια της ένα αληθινό θαύμα. Το αχνό φως της χαραυγής ήρθε να ενωθεί με το ουράνιο φως και η φιγούρα του αγγέλου άρχισε σιγά- σιγά να σβήνει. Η Νέλλη τακτοποίησε τα σκεπάσματα κι έσκυψε ν’ ακουμπήσει ένα απαλό φιλί στο μέτωπο του αρρώστου που τώρα κοιμόταν γαλήνια, μ’ ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη του.
<<Πρόκειται για θαύμα>>, είπε στη νοσηλεύτρια που την περίμενε στο Γραφείο. <<Κερδίσαμε έναν άνθρωπο κι αυτό από μόνο του είναι ένα δώρο!>> Η κοπέλα συμφώνησε χαμογελώντας, όμως, δεν έδειξε να έχει καταλάβει αυτό που είχε συντελεστεί πριν λίγο στον θάλαμο 14. Απ’ ό,τι φαίνεται, μόνο εκείνη είχε γίνει κοινωνός του απόκοσμου γεγονότος. <<Φεύγω>>, της είπε η Νέλλη. <<Έχε τον νου σου εδώ. Καλά Χριστούγεννα!>>
Πήρε το παλτό της και βγήκε στον δρόμο. Μέχρι να φτάσει στον σταθμό του Μετρό είχε γίνει μούσκεμα. Ούτε ομπρέλα είχε μαζί της, ούτε αδιάβροχο. Ο δυνατός αέρας έριχνε τη βροχή πάνω της με μανία. Τ’ αυτοκίνητα εκτόξευαν νερά και της λάσπωναν τα πόδια, όμως, εκείνη δεν την ένοιαζε. Ένιωθε να πετάει.
Κορίνα
<<Έφερα καλούδια, για να γλυκάνουμε τον καινούριο χρόνο. Κέικ με ζαχαρωμένα φρούτα και λευκό γλάσο και, βέβαια, τη Βασιλόπιτα>>. Η Νέλλη στεκόταν στην πόρτα κρατώντας δυο μεγάλα κουτιά.
<<Ώ, Τέλεια! Έλα, πέρασε, έχω ανάψει τη σόμπα>>. Η Κορίνα άνοιξε διάπλατα την πόρτα στη φίλη της.
Από τότε που θυμόταν τον εαυτό της, μόνο αυτό το σπίτι γνώριζε η Κορίνα. Το υπόγειο, που πήγαινε μαζί με το Θυρωρείο που είχαν αγοράσει οι γονείς της, χρόνια πριν. Ο πατέρας της φρόντιζε για τη συντήρηση του κτιρίου και όποιες άλλες εργασίες χρειάζονταν και η μάνα της είχε αναλάβει την καθαριότητα της πολυκατοικίας και κάποια θελήματα. Ένα μεγάλο δωμάτιο ήταν όλο κι όλο, με μια μικρή κουζίνα και μια τουαλέτα. Ο ήλιος δεν έφτανε ως εκεί κάτω, όμως, ένα κομμάτι ουρανού σκέπαζε το μικρό αυλιδάκι που η μάνα της Κορίνας είχε μετατρέψει σ’ έναν όμορφο κήπο. Τα ανθισμένα λουλούδια στις γλάστρες σκέπαζαν κάθε δυσάρεστη οσμή που ερχόταν από τα φρεάτια, και πίσω από τον τενεκέ με τη γαρυφαλλιά είχε τη μόνιμη θέση της η φάκα με το τυράκι, αφού οι επισκέψεις των ποντικών ήταν συχνές.
Η Κορίνα έκανε όνειρα για μια καλύτερη ζωή, όμως, οι συνθήκες τα’ φεραν έτσι, που ήταν αναγκασμένη να καθαρίζει σπίτια για να ζήσει. Σ’ ένα απ’ αυτά τα σπίτια γνώρισε τη γιαγιά- Κατέ.
<<Μμ! Κάτι μυρίζει υπέροχα!>>, είπε η Νέλλη.
<<Ναι, έβαλα τα δυνατά μου. Ελπίζω να το πέτυχα. Έχω στρώσει τραπέζι. Βγάλε εσύ τα πιάτα κι εγώ φέρνω το ψητό>>.
Οι δυο φίλες έφαγαν με ανοιχτή την τηλεόραση, για να παρακολουθήσουν, έστω και πίσω απ’ το γυαλί, την αλλαγή της χρονιάς. Πυροτεχνήματα, μουσική, ευχές για υγεία και μια καλύτερη χρονιά, που εφέτος περισσότερο από ποτέ είχαν μια πιο ουσιαστική σημασία. Κι όλα αυτά, χωρίς κόσμο, χωρίς τη ζεστασιά μιας αγκαλιάς, χωρίς τον αφρό της σαμπάνιας. Κρύα, μελαγχολικά…
Ολόκληρα μερόνυχτα είχε δουλέψει η Νέλλη για να εξασφαλίσει ένα ρεπό για την Πρωτοχρονιά. Η γιαγιά- Κατέ τις είχε χιλιοπαρακαλέσει και τις δύο να τους κάνουν συντροφιά στο Πρωτοχρονιάτικο τραπέζι. Η Νέλλη είχε τους δισταγμούς της. Σε νοσοκομείο δούλευε. Κάθε μέρα ήταν εκτεθειμένη στον ιό. Δεν ήθελε να βάλει κανέναν σε κίνδυνο. Όμως, η γιαγιά- Κατέ δεν τον φοβόταν πια τον ‘’κορονάτο’’ ιό. Το μερίδιό τους το είχαν δώσει στο τέρας. Δεν του χρωστούσαν. Δεν θα του επέτρεπε να ενοχλήσει ξανά το σπιτικό της. Μόνο η εγγονούλα της κι αυτά τα δυο κορίτσια της είχαν απομείνει. Αυτή θα ήταν από ‘δώ και πέρα η οικογένειά της και σκόπευε να περάσει μαζί τους την πρώτη μέρα του νέου χρόνου.
Γιαγιά- Κατέ
Η φωτιά στο τζάκι έκαιγε δυνατά κάνοντας τα ξύλα να τρίζουν. Οι κάλτσες, κρεμασμένες στις άκρες του περίμεναν τον Άη- Βασίλη να τις γεμίσει με τα δώρα του. Η γιαγιά- Κατέ καθισμένη δίπλα στη φωτιά έπλεκε κάποιο καινούριο πουλόβερ. Τα χέρια της δούλευαν με ταχύτητα κάνοντας το χνουδάτο σύννεφο από ρόδινο ανκορά, να παίρνει γρήγορα, σχήμα. Μέχρι την επομένη θα ήταν έτοιμο, ν’ αγκαλιάσει το κορμάκι της πεντάχρονης εγγονής της, της Μελένιας. Αμαλία ήταν βαφτισμένη η μικρή, αλλά τη φώναζαν Μελένια από το χρυσαφένιο χρώμα, σαν του μελιού, που είχαν τα μάτια της. Η μικρούλα είχε κοιμηθεί από ώρα, με την προσμονή του Άγιου Βασίλη. Η γιαγιά της, της είχε υποσχεθεί πως μόλις θα ξυπνούσε θα έβρισκε τα δώρα της κάτω από το δέντρο.
Μελομακάρονα, κουραμπιέδες και γεμιστά σοκολατένια μπισκότα, στολισμένα με γλάσο και πολύχρωμη τρούφα, μοσχομύριζαν πάνω στο τραπέζι, μέσα στις γιορτινές πορσελάνινες πιατέλες. Και τα λαμπάκια αναβόσβηναν πάνω στα χιονισμένα κλαδιά του Χριστουγεννιάτικου δέντρου.
Η γιαγιά- Κατέ άφησε στην άκρη το πλεχτό και πήγε στην κουζίνα να ψήσει ένα τσάι με μέλι και κανέλλα. Έκλεισε στις χούφτες της την καυτή κούπα και κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο. Ψυχή δεν κυκλοφορούσε στην παγωμένη νύχτα. Ο φόβος και η θλίψη είχαν σκεπάσει ολόκληρη την πόλη. Ο κόσμος είχε κλειστεί στα σπίτια του, παρέα με τη μοναξιά του.
Η γερόντισσα πήγε στο δωμάτιό της κι έβγαλε από το βάθος της ντουλάπας, τις σακούλες που είχε καταχωνιάσει. Τα τελευταία δώρα που θα έπαιρνε η μικρή από τους γονείς της. Σαν να το ήξεραν, πως δεν θα βρίσκονταν εκεί, στις γιορτές. Γιατροί και οι δύο, είχαν μείνει ως την τελευταία στιγμή δίπλα στους αρρώστους που τους είχαν ανάγκη, με τίμημα τη ζωή τους. Αλλά και δώρα που είχε αγοράσει εκείνη για τη Μελένια της. Ευτυχώς, είχε προλάβει, πριν κλείσουν για μια ακόμη φορά τα μαγαζιά.
Πλησίαζε τα 80 η γιαγιά- Κατέ και τέτοιο πράγμα δεν είχε ξαναζήσει. Όλα ήταν όμορφα στη ζωή της, ως τότε. Είχε την αγάπη και τη στοργή της οικογένειάς της. Μέχρι που μπήκε ανάμεσά τους ο καταραμένος ιός. Η Μελένια περίμενε με τις ώρες δίπλα στο παράθυρο. Το μυαλουδάκι της δεν μπορούσε να χωρέσει πως δεν θα ξανάβλεπε τους γονείς της. Η γιαγιά- Κατέ ένιωθε να μην αντέχει άλλο. Δεν ήξερε πια τι να κάνει. Η μικρή δυσκολευόταν να κοιμηθεί. Πότε έκλαιγε και τους ζητούσε και πότε ξεσπούσε σε εκρήξεις θυμού.
Το εκκρεμές χτύπησε την ώρα, βγάζοντάς την από τις σκέψεις της. Δώδεκα χτυπήματα που σηματοδότησαν την αναχώρηση του παλιού χρόνου που, μόλις, είχε γίνει παρελθόν. Ενός χρόνου που θα έμενε για πάντα στην Ιστορία, για να θυμίζει μια από τις χειρότερες πανδημίες που είχε ζήσει ποτέ η Ανθρωπότητα. Κανείς, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, δεν θα την ξεχνούσε αυτή τη χρονιά. Ο χρόνος που έφυγε είχε στερήσει από τη γιαγιά- Κατέ ό, τι πολυτιμότερο είχε. Όμως, εκείνη ήταν ακόμη εδώ και είχε την εγγονούλα της που, τώρα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, είχε την ανάγκη της.
*******
Με το χτύπημα του κουδουνιού, η Μελένια πετάχτηκε ν’ ανοίξει την πόρτα.
<<Ήρθε ο Άη- Βασίλης!>> τσίριξε χαρούμενα πέφτοντας στην αγκαλιά των δυο κοριτσιών. <<Αλλά το τρένο θέλει… συν… μο…>> Σούφρωσε τα χειλάκια της προσπαθώντας να συλλαβίσει τη δύσκολη λέξη.
<<Συναρμολόγηση; Κι εμείς γιατί είμαστε εδώ;>> είπε χαμογελώντας η Κορίνα.
<<Ήρθαν τα ξωτικά να βοηθήσουν>>, συμπλήρωσε και η Νέλλη, βάζοντας στο κεφάλι της το πράσινο σκουφάκι με τα κουδουνάκια.
Τα δυο ‘’ξωτικά’’ και το κοριτσάκι στρώθηκαν στο χαλί και σε λίγο, το τρένο έτρεχε πάνω στις ράγες γύρω από ένα καταπράσινο χωριό, με τα σπιτάκια και την εκκλησούλα του.
Τα πιάτα είχαν αδειάσει από ώρα και η Μελένια κοιμόταν στον καναπέ, αγκαλιά με την καινούρια της κούκλα. Οι τρεις γυναίκες έπιναν τον καφέ τους, βυθισμένες η καθεμιά στις σκέψεις της.
<<Θέλω να έρθετε να μείνετε εδώ μαζί μας>>, έσπασε τη σιωπή η γιαγιά- Κατέ. <<Θέλω να γίνουμε πραγματική οικογένεια>>.
Η Μελένια κάτι μουρμούρισε στον ύπνο της. Η Κορίνα άπλωσε το χέρι της και χάιδεψε το κεφαλάκι του παιδιού. Μαμά… Μανούλα μου, ήρθες… ψέλλισε η μικρή. Μην ξαναφύγεις, μανούλα μου, σε παρακαλώ…
Τρία ζευγάρια μάτια έσμιξαν βουρκωμένα πάνω απ’ το κεφαλάκι της Μελένιας.
<<Θα είμαι πάντα εδώ για σένα, κοριτσάκι μου>>, ψιθύρισε η Κορίνα.
Η Νέλλη γονάτισε κι αυτή μπροστά τους, πάνω στο χαλί. Οι δυο κοπέλες άνοιξαν την αγκαλιά τους κι έκλεισαν μέσα τη Μελένια που συνέχιζε να κοιμάται και να βλέπει το πιο υπέροχο όνειρο…
Στέλλα Φραντζή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!