Καληνύχτα, φώναξε το μικρό αστέρι και φάνηκε ένα περιστέρι. Τότε ο Άγιος Βασίλης έγινε Ταχυδακτυλουργός. Έβγαλε από το σάκο του ένα μαντήλι με το μονόγραμμά του. Μετά έβγαλε τον κόκκινο σκούφο του και τον έκανε απόχη. Ήθελε να ψαρέψει όνειρα. Στα περισσότερα γράμματα που πήρε οι άνθρωποι ζητούσαν δώρο Πρωτοχρονιάτικο «όνειρα». Εκει που κυνηγούσε τα όνειρα και όλο αυτά του ξέφευγαν γιατί ήταν πολύ γρήγορα στο τρέξιμο, μια ιδέα του ήρθε στο μυαλό «θα βγάλω τα γάντια μου, έτσι θα τα πιάσω πιο εύκολα». Τα έβγαλε καθώς περνούσε από την αυλή της κυρά Μελπομένης, αλλά που να τα βάλει; Φοβόταν να μην τα χάσει, ήταν χειροποίητα. Δώρο της Αγιοβασιλίτσας. Δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω χωρίς αυτά.
Κοίταξε από δω, κοίταξε από κεί, όταν από πάνω του άκουσε ψιθύρους. Γυρνά και βλέπει τα μανταλάκια στο σχοινί συζητούσαν και «ποιος ήταν αυτός;» ρωτούσαν. Τότε τα φώναξε «φίλοι μου, θα σας αφήσω τα ζεστά γαντάκια μου. Να μου τα προσέχετε, γιατί έχω πολλές δουλειές». Τα μανταλάκια άλλο που δεν ήθελαν. Δέχτηκαν αμέσως. Πάντα επιθυμούσαν να πιάνονται από κάπου φοβόντουσαν να μην γλιστρήσουν. Αφού τα άφησε σε καλά χέρια, άρχισε να κυνηγά πάλι τα όνειρα. Όμως συμφορά πάνω στη λαχτάρα του να πιάσει όλο και περισσότερα να μοιράσει σε όλους τους αποστολείς, έχασε την μια του κάλτσα. Ξέρετε πως το κατάλαβε; Ένιωσε τα δάχτυλα του δεξιού ποδιού του παγωμένα. Ενώ του αριστερού ήταν ζεστά. «Κάτι μου συμβαίνει» μουρμούρισε ανήσυχος. Σκύβει και βλέπει μια κάλτσα. Άρχισε να κλαψουρίζει σαν παιδί που του πήραν το παιχνίδι.
Το φεγγάρι που εκείνη τη στιγμή έκανε τον καθημερινό νυχτερινό περίπατό του τον άκουσε να κλαίει με λυγμούς και του φώναξε «Άγιε Βασίλη τι έπαθες; Έρχονται χρονιάρες μέρες, δεν θέλω να σε βλέπω στεναχωρημένο. «Έχασα την μία μου κάλτσα» απάντησε μέσα στα αναφιλητά του. «Αυτό δεν είναι πρόβλημα για να στεναχωριέσαι τόσο. Πλησιάζει η γιορτή σου. Θα σου κάνω δώρο μια δική μου. Είναι χρυσή και λαμπερή. Τόσα χρόνια δίνεις δώρα, τώρα είναι η σειρά σου να πάρεις». Αυτά είπε το φεγγάρι και του έδωσε μια πλεκτή κάλτσα. Δεν έχασε λεπτό ο Άγιος Βασίλης. Είχε αρχίσει να χιονίζει. Έβαλε γρήγορα στο γυμνό πόδι του την ζεστή κάλτσα και συνέχισε το ταξίδι του. Καθώς περπατούσε μέσα στη νύχτα είδε κάτι μαγικό. Η κάλτσα του φεγγαριού είχε μαγικές ικανότητες. Σε κάθε βήμα φώτιζε το δρόμο του. Δεν θα αργήσει ναρθεί. Είμαι σίγουρη ότι πλησιάζει γιατί βλέπω κάποιον που έρχεται από μακριά και τα βήματά του είναι φωτεινά σαν φεγγάρια. Όνειρα τον ακολουθούν. Που θέλουν να εκπληρωθούν.
Θωμαή Τσιμερίκα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!