Νοτιοανατολικά στο αιγαίο το τελευταίο νησί των Κυκλάδων. Εκεί που η θάλασσα φρουρός ολόγυρα από το νησί κι αυτό να ορθώνει το ανάστημα του σαν λυγερόκορμη γοργόνα αναδυόμενη από τα βαθύ της
Η ΑΝΑΦΗ.
Μικρός ο τόπος όλο το νησί ένα χωριό με έντονα τα ήθη τα έθιμα και τις γιορτές που τις περίμεναν
με λαχτάρα και χαρά μεγάλοι και μικροί.
Να πας να ταΐσεις όλα τα ζώα είναι παραμονή Χριστουγέννων είπε η μάνα .
Η μάνα γύρω στα πενηντα όμορφη παρά τις εννέα γέννες που είχε κάνει και την ανατροφή των παιδιών και τις δουλειές της κυκλαδίτικης γης
Αυτές τις μέρες δεν σταματούσε καθόλου πολλές οι δουλειές στο σπίτι, να φτιάξει τα γλυκά κουραμπιέδες με χοιρινό βούτυρο, μελομακάρονα με καβουρδισμένο σουσάμι! και ξεροτήγανα με θυμαρίσιο μέλι, ζαφοριστό ψωμί και παξιμάδι και όλα αυτά να τα ψήσει στο ξυλόφουρνο. Να στολίσει με λευκά κεντητά και πλεκτούς ατραντέδες όλο το σπίτι. Να στολίσει το χριστουγεννιάτικο δέντρο ένα κλαδί από ελιά η αμυγδαλιά με φτιαχτά στολίδια με χρυσόχαρτα από τα τσιγάρα του πατέρα, η από καραμέλες και κουρελάκια κλωστές από το πλέξιμο, κουμπιά ,κουβαρίστρες, και για χιόνι βαμβάκι.
Πάντα είχε βοηθούς όλα τα παιδιά της .
_Να πάω μάνα είπε Η Νικηλιάνα το πέμπτο παιδί και η τέταρτη απ τα κορίτσια το πρώτο ήταν αγόρι.
Μανά, κάλαντα δεν θα πω εγώ; _
Εσύ, πουλί είσαι ματιά μου και θα πετάξεις ,θα γυρίσεις και θα τα πεις το βραδάκι τα κάλαντα ,κι αν δεν προλάβεις σε όλους θα τα πεις σε μένα...
-Άντε Σύρε τώρα, να περάσεις να ανάψεις και το καντήλι από το άλλο το ξωκλήσι .
-Καλά μάνα θα πάω.
Μία ώρα δρόμο με τα πόδια ήταν ....έπρεπε να πάει, τα ζώα λένε μιλάνε το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων πρέπει να είναι ευχαριστημένα έτσι έλεγαν οι μεγάλοι στα παιδιά για να αγαπάνε τα ζώα .
-Φόρεσε τα λαστιχένια της παπούτσια σάμπως ειχε κι άλλα.. πήρε τον Τρουβά με λίγο ψωμάκι και νερό.
Φεύγοντας από το χωριό κι ανηφορίζοντας το μονοπάτι ο βοριάς κρύος χτυπούσε τα μάγουλά της το μαντήλι στο κεφάλι δεν μπορούσε να προστατεύσει τα μάγουλα που κοκκίνισαν από το κρύο, και τα χέρια πάγωσαν το μονοπάτι άρχισε να ισιώνει και τότε όρχησε να έτρεχε για να ζεσταθεί.
Μία ώρα περπάτημα και έφτασε στα χωράφια μακριά από το χωριό στο νησί δεν είχε δρόμους ούτε αμάξια και αυτή η απόσταση δεν μπορεί να πει αν είναι λίγη η πολύ
-Θα ανάψω πρώτα το καντήλι του χριστού και μετά τις άλλες δουλειές...! έτσι έλεγαν την εκκλησία που ήταν κοντά στην κατοικιά τους
Άνοιξε την πόρτα της εκκλησίας κάνοντας τον σταυρό της ευχαρίστησε που έφτασε τόσο γρήγορα.
Το καντήλι δεν είχε λάδι μα ούτε και στο μπουκάλι
Ωχ και τώρα πώς θα το ανάψω ;γιατί ξέμεινε.
Κάποιος πέρασε έβαλε και το τελευταίο λάδι στο καντήλι και τώρα δεν έχει. Άναψε το θυμιατό και λιβάνισε
Έκλεισε την πόρτα και έφυγε για την κατοικιά τάισε τις κότες και τα άλλα ζώα .
Είχε αρχίσει να πεινάει μετά από τόσες δουλειές πήγε στην κατοικία εκεί πάντα κάτι είχανε για να φάνε .
Ναι θα έφτιαχνε αυγά τηγανιτά .
Ετοίμασε το τηγάνι και έπιασε το μπουκάλι με το λάδι μα το λάδι ήταν λίγο ίσα-ίσα θα έφτανε για να φάει
-Να φάω το λάδι; Όχι, θα πάω να ανάψω το καντήλι με αυτό το λάδι Και πώς θα τηγανίσω τα αυγά ; Ναι μα είναι παραμονή Χριστουγέννων να μείνει σβηστό το καντήλι.
Όχι όχι δεν θα φάω τα αυγά...άλλα ναι θα τα βράσω έβρασε τα αυγά κι έφαγε .
Πήρε το λάδι και πήγε να ανάψει το καντήλι έκανε το σταυρό της .
Καλά Χριστούγεννα!! είπε, λες και την άκουγαν οι εικόνες, τα παιδικά τις εννιάχρονα μάτια είδα τις εικόνες να τις χαμογελούν έλαμπαν κάθε φορά που τις κοίταζε κάτι σαν να τις έλεγαν σε προσέχουμε είμαστε εδώ να έρχεσαι ,και πήγαινε..... Ετοιμάστηκε για το δρόμο της επιστροφής για το χωριό ,πέρασε και από το εξωκλήσι του αρχάγγελου αυτό που τις είπε η μανά να ανάψει το καντήλι εκεί δεν πήγαινε με τόσο θάρρος γιατί διπλά στην εκκλησία ήταν ένα μνημούρι οστεοφυλάκιο και λίγο φόβονταν η διαφορές ιστορίες που έλεγα κάποιοι χωρατατζήδες και το ότι ήταν απόμερα την φόβιζε αλλά σήμερα θα πήγαινε γιατί είναι παραμονή Χριστουγέννων άναψε γρήγορα το καντήλι θυμιάτισε έκλεισε την πόρτα και έφυγε πήγε τέσσερα πέντε μέτρα και φώναξε καλά Χριστούγεννα… χωρίς να κοιτάξει πίσω έφυγε τρέχοντας.
Περνώντας κι από μια κατοικία που ήταν στο δρόμο
Φώναξε! Ξαναφώναξε!
-Έλα θεία τι κάνεις;
-Καλώς τα μάτια μου είπε έλα εδώ!
-Θεία βιάζομαι να πάω στο χωριό είναι παραμονή Χριστουγέννων τα παιδιά λένε τα κάλαντα .
-Ω !ναι! παραμονή Χριστουγέννων !!!
-Ε και δεν θα μου τα πεις και εμένα?.
-Ε.. Ναι !ναι! γιατί νομίζεις πως ήρθα
Και λέγοντας τα κάλαντα την είδε να δακρύζει .Ήταν μονάχη χήρα και τα δυο της παιδιά είχαν φύγει στην Αθήνα
Έλα θα σου δώσω καλούδια άνοιξε τον Τρουβά σου θα σου βάλω αμύγδαλα και πολλά γλυκά...πάρε και ένα κατοστάρικο!
Τι !κατοστάρικο!
-Ναι, εμένα δεν θα έρθει άλλος να μου τα πει...
τη φίλησε στο κεφάλι και τις είπε,
Καλά Χριστούγεννα! κόρη μου να έχεις την ευχή μου άντε στο καλό!
Ευχαριστώ! Θεία, θα σου φέρω βασιλόπιτα όταν ξανάρθω Καλά Χριστούγεννα !
Έφυγε όλο χαρά τώρα είχε ένα κατοστάρικο! πολλά λεφτά !
Δεν χρειάζονταν να πει άλλα κάλαντα Όταν στο χωριό θα τις έδιναν το πολύ μία δραχμή η ένα πενηνταράκι το κάθε σπίτι .Τρέχοντας και χοροπηδώντας έφτασε στο χωριό .Μέχρι να φτάσει στο σπίτι είπε και σε δύο τρία σπίτια τα κάλαντα γιατί την είδαν να περνάει και ήξεραν από πού έρχεται και ήθελαν να τους πει τα κάλαντα
-Μάνα !.να σου πω τα κάλαντα;
-Καλώς μου το ήρθες!
-Όχι μόνο ήρθα αλλά κοίτα εκατό τρις δραχμές!
-Τι είναι αυτά παιδί μου;
-Μάνα πέρασα από τη θεία Μαρίκα και της είπα τα κάλαντα...
Μπράβο κόρη μου να έχεις την ευχή μου,
Καλά σου Χριστούγεννα!
Το βράδυ όλοι γύρω από το τραπέζι έτρωγαν κοφτό ,το παραδοσιακό φαγητό της παραμονή των Χριστουγέννων γελούσανε και έλεγε ο καθένας για τα δικά του κάλαντα ακόμα και τα άλλα τέσσερα τα μικρότερα αδέλφια τρία κορίτσια κι ένα αγόρι τη δικιά του ιστορία.
Ο εξήνταπεντάχρονος πατέρας χαμογελώντας έπαιρνε ένα ένα χεράκι μες στα δικά του ροζιασμένα και σκασμένα χέρια και τα χάιδευε καθώς έλεγε το καθένα την ιστορία.
Και είπε
-Όποιος έχει κάνει τις περισσότερες δουλειές παίρνει ένα περισσότερο μπράβο! κοίταζε την Νικηλιάνα του στα ματιά έτσι συνεννοούταν οι δυο του είναι ο τυχερός! όσα περισσότερα κάνεις τόσο πιο δυνατός είσαι. Όσα περισσότερα προσφέρεις γίνεσαι ποιο άνθρωπος όσα περισσότερα μαθαίνεις γίνεσαι πιο έξυπνος .
Η Νικηλιάνα γύρισε στο δεξιό της ώμο και ψιθύρισε όταν έχω εσένα δεν φοβάμαι τίποτα…. καλά σου Χριστούγεννα! Καλά Χριστούγεννα!
Νίκη Σιγάλα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!