Μια φορά κι έναν καιρό, σαν και τώρα το θυμάμαι, το μεγάλο χαρτόκουτο στο πατάρι, ένιωσε να γίνεται σεισμός! Και μετά το σεισμό, μια ελεύθερη πτώση που ταρακούνησε όλα όσα βρίσκονταν μέσα! Ευτυχώς, σταμάτησε απότομα, αν και λίγο γερμένο, και σώθηκαν όλα! Από μέσα ακούγονταν φωνές:
«Τι συμβαίνει;»
«Είστε καλά;»
«Υπάρχει κάποιος τραυματίας;»
«Ουφ! Ευτυχώς σταμάτησε!»
«Όλοι είμαστε καλά;»
«Ναιαιαι!!!»
«Μα τότε….»
«Λες;»
«Λες να…;»
«Λες να έφτασε Δεκέμβρης;»
«Λες να πλησιάζουν ….Χριστούγεννα;;;»
«Γιούπιιιιι!!!»
Ναι! Ήταν Δεκέμβρης και όπως όλοι, καλά καταλάβατε, δεν είχε γίνει σεισμός! Ο μπαμπάς είχε ανέβει στη μεγάλη σκάλα, για να κατεβάσει την κούτα με τα χριστουγεννιάτικα στολίδια, που ήταν κάπου στριμωγμένη στο βάθος του παταριού. Την πέταξε κάτω, και η μαμά είχε σηκώσει τα χέρια της για να την πιάσει. Όταν την ακούμπησε στο χαλί, ο Γιαννάκης και ο Κωνσταντινάκος, την άνοιξαν με λαχτάρα. Η Άιρα στο πλάι τους παρακολουθούσε κουνώντας παιχνιδιάρικα την ουρίτσα της.
Στη μεγάλη μπαλκονόπορτα το δέντρο δέσποζε περήφανο, περιμένοντας υπομονετικά, να του φορέσουν, επιτέλους, τα γιορτινά του ρουχαλάκια! Και μια και δυο λοιπόν, ο Κωνσταντινάκος και ο Γιαννάκης, άρχισαν να αδειάζουν τα στολίδια, και να τα βάζουν με τη σειρά πάνω στο μεγάλο τραπέζι του σαλονιού. Η μαμά, μάταια τους έβαζε τις φωνές για να μη χαράξουν το ξύλο! Τα παιδιά δεν την άκουγαν. Ο μπαμπάς καθοδηγούσε την πολύτιμή του ομάδα:
«Πρώτα τα λαμπάκια! Φέρτε μου τα λαμπάκια!»
…Και τα δυο ζουζουνόπαιδα, έτρεχαν χαρούμενα να του τα δώσουν:
«Εγώ! Εγώ πρώτος!» φώναζε ο ένας.
«Όχι εσύ! Εγώ! Έλαααα!» φώναζε κι ο άλλος κι έκανε τάχα πως κλαψούριζε.
Μα δεν είχε καμιά σημασία αυτή η πρωτειά….
«Μην τρέχετε! Θα χτυπήσετε!» φώναζε η μαμά, αλλά τα παιδιά …δεν την άκουγαν! Έτσι κι αλλιώς …θα ξαναφώναζε πάλι!
Το δέντρο στολίστηκε, επιτέλους, με τα …εσώρουχά του: όλα τα λαμπάκια, πάνω, κάτω και ολόγυρα, του χάριζαν απλόχερα τη φωτεινή τους λάμψη.
«Σειρά σας τώρα!» τους είπε ο μπαμπάς. Κι εκείνα έτρεχαν πέρα δώθε, κρατώντας στα χεράκια τους μπάλες, αστέρια, αγιοβασίληδες και χιονανθρωπάκια, καμπανούλες, ελαφάκια, ελατάκια, καλικάντζαρους και αγγελάκια, για να στολίσουν το δέντρο τους. Ως και η Άιρα βοηθούσε, πιάνοντας στολίδια στη μουσουδίτσα της, τρέχοντας σεινάμενη κουνάμενη να τους τα δώσει. Η μαμά τους βοηθούσε με τα πιο ψηλά κλαδιά και έτσι, σε λίγη ώρα, το δέντρο είχε φορέσει τα καλά του!
«Μια στιγμή! Πού είναι τα στολίδια που μας έφερε πέρυσι η θεία Μαρία; Αυτά που ανάβουν…;» φώναξε ο Γιαννάκης κι ο Κωνσταντινάκος συνέχισε:
«Ναι μαμά, πού είναι; Να τα βάλουμε στο δέντρο! Μας έχει πει, ότι όταν τα ανάβουμε, γίνονται μαγικά, κι από κει μας βλέπει ο παππούς ο Γιάννης, που είναι στον ουρανό!»
Η μαμά και ο μπαμπάς, τα είχανε ξεχάσει, αλλά ευτυχώς, τα ανιψάκια της θείας Μαρίας τα βρήκαν, τα έβγαλαν από τα κουτάκια τους, και τα κρέμασαν στα κλαδιά. Σίγουρα θα ερχόταν να τα δει! Και σίγουρα ο παππούς ο Γιάννης, περίμενε πώς και πώς αυτές τις μέρες, γιατί ήθελε να βρίσκεται μαζί τους. Έστω και με αυτόν τον τρόπο…
Τελευταίο μπήκε το αστέρι στην κορυφή. Παραδοσιακά, το έβαλε ο μπαμπάς. Κι αυτό, μαζί με τη φάτνη και το τρενάκι, σηματοδότησαν την αρχή των φετινών Χριστουγέννων…
Τα λαμπάκια αναβόσβηναν, τα στολίδια λαμποκοπούσαν, το αστέρι φώτιζε, η φάτνη σκορπούσε την ευλαβική της ομορφιά, το τρενάκι πηγαινοερχόταν γύρω-γύρω και το δέντρο χαιρότανε! Γονείς, παιδιά και Άιρα, καμάρωναν το μεγαλόπρεπο έργο τους. Ώσπου… έφτασε η νύχτα….
…Και τώρα θα σας αποκαλύψω ένα μεγάλο μυστικό… Μα, προς Θεού! Μην το πείτε σε κανέναν! Είναι ένα μυστικό, που μόνο τα παιδιά καταλαβαίνουν! Τη νύχτα, όταν όλοι πέφτουν να κοιμηθούν και αρχίζουν τα πρώτα ροχαλητά να αντηχούν από τις κάμαρες, όλα όσα βρίσκονται στο δέντρο, ζωντανεύουν! Ναι, ναι, ναι! Αλήθεια σας λέω! Ζωντανεύουν και γίνονται μια μεγάλη παρέα, που όλο μιλάνε και γλώσσα δεν βάζουν μέσα τους! Γιατί όλα είναι …φίλοι!
Εκείνη τη χρονιά, βέβαια, υπήρχε μια ιδιαιτερότητα: τα οικονομικά δεν πήγαιναν και τόσο καλά, όπως άλλες χρονιές, κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, ο μπαμπάς και η μαμά να σβήνουν τα φωτάκια του δέντρου, πριν πέσουν να κοιμηθούν. Ο Γιαννάκης το καταλάβαινε σαν πιο μεγάλος, αλλά και ο Κωνσταντινάκος δεν πήγαινε πίσω:
«Δεν πειράζει! Θα τα ανάβουμε μόνο την ημέρα!» έλεγαν.
Μα παρόλο που το καταλάβαιναν τα παιδιά, δεν το καταλάβαιναν τα …λαμπάκια! Ο αρχηγός τους, ο Κεντρικός Πρίζας, θύμωνε κάθε νύχτα όλο και πιο πολύ! Και θύμωνε ακόμα περισσότερο, για την ακρίβεια εξαγριωνόταν, γιατί ο Μπαλαντέζας δεν τον συμμεριζόταν και ήταν εντελώς αδιάφορος! Μα για όνομα!
Στην αρχή, οι φίλοι ένιωθαν να χωρίζονται μα και να αποχωρίζονται από όλες τις όμορφες στιγμές που περνούσαν μαζί. Οι μόνες ώρες που καταφέρνανε να μιλήσουνε πια όλοι μαζί, ήτανε τα μεσημέρια που όλοι έπρεπε να ξεκουραστούν. Μα τα μεσημέρια ο Κεντρικός Πρίζας και τα λαμπάκια, ρωτούσαν τα στολίδια τι έλεγαν ολόκληρη νύχτα! Και μια και δυο, τα στολίδια τους απαντούσαν, αλλά από ένα σημείο και μετά, κουράστηκαν κι αυτά να αναμασάνε τις ίδιες συζητήσεις! Κι έτσι, ο Κεντρικός Πρίζας και τα λαμπάκια του, νιώθοντας αδικημένα, άρχισαν να τους μιλάνε όλο και λιγότερο.
Η λύπη τους όμως και το αίσθημα της αδικίας, τους έκαναν να έχουν κι άλλα συναισθήματα. Ακόμα πιο άσχημα και …αν και λαμπάκια, πιο σκοτεινά. Από τη μια νύχτα στην άλλη τους θεωρούσαν εχθρούς τους! Ναι, ναι! Εχθρούς τους! Κι αφού ήταν εχθροί, έπρεπε να τους …πολεμήσουν!
Σιγά-σιγά, λοιπόν, και αθόρυβα, έπαιρναν την κατάλληλη θέση, όσο ήταν ακόμα αναμμένα, και μόλις έσβηνε ο διακόπτης, ξαναγυρνώντας στην κανονική τους θέση… Παπ, παπ, παπ, παρέσερναν όλα τα στολίδια του δέντρου και τα έριχναν κάτω! Ήχος κανείς δεν ακουγόταν, γιατί όλα έσκαγαν πάνω στο χαλί και κουτρουβαλιάζονταν! Μερικά μάλιστα χτυπούσαν κιόλας! Όμως κανένα τους δεν είχε σημάδια, γιατί με τη δύναμη της φάτνης, και ό,τι πάντα θα συμβολίζει, δηλαδή την πίστη του ανθρώπου για τη Γέννηση του Χριστούλη, όλα γιατρεύονταν! Μα… δεν μπορούσαν να ξαναγυρίσουν στη θέση τους…
Κάθε πρωί, η καημένη η Άιρα την πλήρωνε, καθώς όλοι νόμιζαν ότι είναι υπεύθυνη για όλα τα σκόρπια στολίδια, μια και της αρέσει να κουλουριάζεται, σαν στολίδι κι αυτή, κάτω από το δέντρο! Δεν αναρωτήθηκαν όμως, γιατί αυτό συμβαίνει μόνο τις νύχτες… Και κάθε μέρα, ξαναστόλιζαν το δέντρο, φτου κι απ’ την αρχή!
Αυτός ο παράξενος πόλεμος διαρκούσε για μέρες. Ή μάλλον για νύχτες! Στα στολίδια της θείας Μαρίας, ο παππούς ο Γιάννης ανησυχούσε, μήπως τα αγαπημένα του εγγονάκια δεν θα καταφέρουν τελικά, να είναι ευτυχισμένα τις άγιες μέρες που πλησίαζαν. Γιατί εντάξει, να ξαναφτιάξουν το δέντρο μια, να ξαναφτιάξουν το δέντρο δυο… Στην αρχή τους προκαλούσε γέλιο μα μετά, παιδιά ήταν! Άρχιζε να τους κουράζει το καθημερινό του ντύσιμο! Ήθελαν να παίξουν και μ’ άλλα παιχνίδια! Έτσι, αποφάσισε να μιλήσει στον βασιλιά Αστέρη!
Με τη σοφία που είχε ο παππούς Γιάννης, μα και με την εμπειρία του βασιλιά Αστέρη, τα έβαλαν κάτω και τα συζητήσανε, παρουσία όλων των στολιδιών…
«Η φιλία είναι ένα τόσο ωραίο συναίσθημα! Όλα αυτά είναι μικροπρέπειες! Εξάλλου τί φταίνε και τα κακόμοιρα τα στολίδια;»
«Ναι, συμφωνώ μαζί σου, αλλά πώς θα πείσουμε τον Κεντρικό Πρίζα, που παρασύρει μαζί του και τα λαμπάκια, ώστε να καταλάβουν την πραγματική έννοια της φιλίας;»
«Μα δεν είναι μόνο η φιλία! Είναι ο σεβασμός, η κατανόηση, το μοίρασμα, η αποδοχή, η ενσυναίσθηση…. Μα πάνω απ’ όλα το πιο ιερό συναίσθημα, που είναι …ποιο άλλο;»
«Η αγάπη!» είπαν όλα τα στολίδια μαζί.
«Η αγάπη λοιπόν!»
«Κι αφού ο Κεντρικός Πρίζας και τα λαμπάκια μας πολεμάνε με εχθρότητα, εμείς θα τα πολεμήσουμε με αγάπη!» είπε ο παππούς ο Γιάννης.
«Και μαντέψτε ποιος θα νικήσει!» συμπλήρωσε και ο βασιλιάς Αστέρης…
«Και πώς θα το καταφέρουμε αυτό;» ρώτησαν τα στολίδια.
«Τι λες κι εσύ παππού Γιάννη;» ρώτησε και ο βασιλιάς Αστέρης,
Ο παππούς Γιάννης έλαμψε περισσότερο στα στολίδια του…:
«Το πρόβλημα πρέπει να το πιάσουμε από τη ρίζα του για να το λύσουμε! …Πριν λίγο καιρό, ήμαστε όλοι φίλοι. Αυτό που μεσολάβησε, ώστε να πάψουν να μας θεωρούν φίλους τους τα λαμπάκια και ο Κεντρικός Πρίζας, είναι μια απόφαση, που δεν ήταν δική μας, σωστά;»
«Σωστά!» απάντησαν όλα μαζί.
«Άρα η ευθύνη, δεν είναι δική μας!» διαπίστωσε ένα ελαφάκι.
«Ναι, δεν είναι! Φταίνε ο μπαμπάς και η μαμά των παιδιών!» είπε θυμωμένος ένας καλικάντζαρος.
«Όχι καλό μου, ούτε εκείνοι φταίνε…»
«Αλλά;» ρώτησε ένας χιονάνθρωπος.
«Πολλές φορές οι συγκυρίες και οι καταστάσεις της ζωής, μας αναγκάζουν να παραμερίζουμε τις επιθυμίες μας, για να κάνουμε αυτό που πρέπει. Ρωτήστε και μένα που ξέρω πολύ καλά να σας πω…»
«Για πες παππού Γιάννη, τι σου έχει συμβεί;» ρώτησε μια μπαλίτσα.
Ο παππούς Γιάννης έχασε τη λάμψη του στα στολίδια…
«Αφήστε τον. Μη τον ρωτάτε… Κανείς δεν πρέπει να αισθάνεται λύπη αυτές τις άγιες μέρες. Αυτές οι μέρες είναι ελπιδοφόρες!» μίλησε για πρώτη φορά η φάτνη, που λόγω της ευλαβικότητάς της ήταν, και θα εξακολουθούσε να είναι, λιγομίλητη.
«Ναι, αφήστε τον… Ίσως κάποια στιγμή να μάθετε όλες τις ιστορίες του…» πρόσθεσε κι ο βασιλιάς Αστέρης.
Όλα τα στολίδια συγκατένευσαν.
«Στο θέμα μας!» συνέχισε…
«Εμένα, όταν ήμουν στην κούτα, ο Κεντρικός Πρίζας με βοήθησε πάντως…» πετάχτηκε ένα αγιοβασιλάκι.
«Κι εμένα!» ντιντίνισε μια καμπανούλα.
«Κι εμένα με βοήθησαν τα λαμπάκια!» πρόσθεσε ένα ελαφάκι.
«Μα… κι εμένα! Τα λαμπάκια μου έκαναν φωλιά για να μην χτυπήσω!» συμπλήρωσε ένα αγγελάκι.
«Μα φυσικά! Όλοι οι πραγματικοί φίλοι βοηθούν ο ένας τον άλλον, όταν υπάρχει ανάγκη!» είπε με τρυφερότητα ο βασιλιάς Αστέρης.
«Μιλήστε τους στολίδια! Το ότι δεν μιλάμε τη στιγμή που χρειάζεται, χαλάει τις πιο όμορφες σκέψεις!» είπε ο παππούς Γιάννης, παραμερίζοντας τη λύπη του, καθώς αναλογιζόταν τα δικά του αγκαθάκια της σιωπής, γιατί έπρεπε και πάλι να πράξει για το καλό όλων.
«Κι αν δεν καταλάβουν;» ρώτησε ένα ελατάκι.
«Θα καταλάβουν. Ούτε ο Κεντρικός Πρίζας, ούτε τα λαμπάκια είναι κακόκαρδα. Απλώς, έχουν ένα μεγάλο παράπονο, κι αυτό τα κάνει να είναι θυμωμένα.» απάντησε ο παππούς Γιάννης.
«Ούτε το τρενάκι ταξιδεύει τις νύχτες… Αυτό γιατί δεν είναι θυμωμένο;» ρώτησε αθώα ένα χρυσό αστεράκι.
«Γιατί καθένα από εμάς σκέφτεται με διαφορετικό τρόπο… Όλα αυτά, είναι θέμα αυτοπεποίθησης, στολίδια! Γι’ αυτό, να έχετε πάντα αυτοπεποίθηση!»
«Τι είναι αυτοπεποίθηση;» ρώτησε ένας άγγελος.
«Να πιστεύεις στον εαυτό σου» απάντησε ο βασιλιάς Αστέρης.
«Χωρίς όμως αυτό, να σε κάνει να κομπάζεις» συμπλήρωσε ο παππούς Γιάννης.
«Δηλαδή;»
«Να μην είσαι αλαζόνας. Να μην κοκορεύεσαι. Γιατί όταν κοκορεύεσαι, κι αυτό έλλειψη αυτοπεποίθησης είναι..»
«Οφείλουμε να είμαστε ταπεινοί» άφησε πάλι τις λεξούλες της η φάτνη.
«Εγώ δεν καταλαβαίνω τίποτα!» είπε ένας πεισματάρης καλικάντζαρος και όλα έβαλαν τα γέλια…
Με κάτι τέτοιες συζητήσεις πέρασαν οι νυχτερινές ώρες και άρχισε να φέγγει. Δεν είχαν αναφέρει τίποτα όμως, για το πώς θα μιλούσαν το μεσημέρι στον Κεντρικό Πρίζα και στα λαμπάκια. Και το μεσημέρι έφτασε…
Ο Κεντρικός Πρίζας, μιλούσε συνωμοτικά με τα λαμπάκια. Αν είχε χέρια θα …σφαλιάριζε τον Μπαλαντέζα, που εξακολουθούσε να είναι αδιάφορος! Τι τον ένοιαζε εξάλλου; Αυτός όλο το χρόνο ήταν παρών σε ό,τι τον έβαζαν να κάνει. Ήταν από τους τυχερούς! Δεν έμπαινε σε χαρτόκουτο, ούτε περνούσε τις μέρες του στριμωγμένος σ’ ένα πατάρι!
Όλα τα στολίδια κοιτάζονταν μεταξύ τους, μια που δεν είχαν συνεννοηθεί την προηγούμενη νύχτα, πώς ακριβώς να πράξουν. Ξάφνου, ένα αγγελάκι σκούντηξε ένα λαμπάκι…
«Τι θες;» του είπε ενοχλημένο εκείνο.
«Να σου πω ευχαριστώ!»
« “Ευχαριστώ”; Μα, εμείς είμαστε εχθροί!»
«Εσύ λες ότι είσαι εχθρός μου! Είπα εγώ ποτέ ότι σε νιώθω έτσι; Για μένα είσαι μόνο ένας μουτρωμένος …φίλος!»
«Ναι, καλά! …Και γιατί με ευχαριστείς;»
«Γιατί δεν πρόλαβα να σε ευχαριστήσω, όταν έπρεπε, με όλα όσα έγιναν»
«Ναι, αλλά …γιατί;»
«Γιατί όταν κουνιόμασταν στην κούτα που μας κατέβαζαν, εσύ με αγκάλιασες και δεν χτύπησα! Μπορεί να το κάνει αυτός ένας εχθρός ή ένας φίλος;»
Το λαμπάκι γύρισε με πείσμα από την άλλη πλευρά. Όμως θυμήθηκε… Κι αυτό τον ξάφνιασε. Συλλογίστηκε λίγο και στράφηκε προς το αγγελάκι:
«Έχεις δίκιο… Λοιπόν; Φίλοι ξανά;»
«Πάντα φίλοι!» του χαμογέλασε το αγγελάκι.
«Όμως… Μην το πεις στον Κεντρικό Πρίζα, εντάξει; Θα μου θυμώσει και θα …καώ!»
«Αν δε θέλεις, δεν θα το πω. Όμως σκέψου: αν δεν ήταν αυτός, δεν θα υπήρχατε ούτε κι εσείς!»
Το λαμπάκι προβληματίστηκε…
Όσα στολίδια άκουσαν –όλα δηλαδή!- τη συνομιλία του με το αγγελάκι, πήραν θάρρος και ακολούθησαν το παράδειγμά του. Σιγά-σιγά, όλα τα λαμπάκια ξανάγιναν φίλοι με τα στολίδια. Αλλά ο Κεντρικός Πρίζας; Που πείσμωσε περισσότερο; Τα λαμπάκια αποφάσισαν να του μιλήσουν…:
«Κεντρικέ Πρίζα, δεν μπορεί να συνεχιστεί όλο αυτό! Μας λείπουν τα στολίδια!»
«Αν σας μιλούσανε, δεν θα σας λείπανε!»
«Μα δεν φταίνε αυτά!»
«Φταίνε!!!!» ούρλιαξε ο Κεντρικός Πρίζας.
«Γιατί;»
Μα ο Κεντρικός Πρίζας δεν ήξερε να απαντήσει. Κι ενώ σκεφτόταν τι είδους δικαιολογία, θα μπορούσε να αραδιάσει για να τους πείσει, στο νου του έρχονταν μόνο οι καλές στιγμές, που είχαν περάσει όλα μαζί, κάθε χρονιά, όλες τούτες τις άγιες μέρες…. Στο τέλος συνειδητοποίησε, ότι η αγάπη που είχε για τα στολίδια, ήταν μεγαλύτερη από τα παράπονά του. Κι ότι τα παράπονά του αυτά, δεν είχαν να κάνουν με τη συμπεριφορά τους, αλλά περισσότερο με τον εγωισμό του.
Από την άλλη, τα στολίδια προσπάθησαν να έρθουν στη θέση τους και κατάλαβαν πως, ίσως τελικά στα παράπονα όλων υπήρχε μια κρυφή αλήθεια. Ίσως κι εκείνα θα έπρεπε να είναι πιο πολύ υπομονετικά, ώστε κάθε φορά, εφόσον αυτό χρειάζεται, να μην βαριούνται να αναπαράγουν ξανά και ξανά τις συνομιλίες, που δεν είχαν την ευκαιρία να ακούσουν οι φίλοι τους….
Ο Κεντρικός Πρίζας κατάλαβε ότι ο εγωισμός δεν ωφελεί σε τίποτα και μόνο δυσάρεστες καταστάσεις πλέκει. Έτσι, τον παραμέρισε και ζήτησε από όλους μετανιωμένος μια ειλικρινή συγνώμη. Αλλά και τα στολίδια παραδέχτηκαν το λάθος τους και τους υποσχέθηκαν ότι από δω και πέρα, ακόμα και αν βαριούνται, θα τους ενημερώνουν για τις νυχτερινές τους συζητήσεις….
Τα στολίδια του παππού Γιάννη έλαμψαν απίστευτα πολύ εκείνη την ώρα. Μα και ο βασιλιάς Αστέρης θαρρείς πως σκόρπισε περισσότερο φως! Το τρενάκι, που γυρνούσε γύρω-γύρω άρχισε να σφυρίζει και όσο για την φάτνη, σκόρπισε μια όμορφη μελωδία, για όλα που υπήρχαν στο χριστουγεννιάτικο δέντρο και που μόνο αυτά μπορούσαν να την ακούσουν. Ο Κεντρικός Πρίζας συγκινήθηκε, και από την συγκίνησή του, ως χριστουγεννιάτικο θαύμα, έβγαλε για μια στιγμή ένα χέρι και …σφαλιάρισε τον Μπαλαντέζα!
«Είδες; Ειδες; Είμαστε φίλοι! ΦΙΛΟΙ!!!»
«Βρε δε με παρατάς κι εσύ; Όχου! Σκοτίστηκα! Ό,τι θέλετε κάντε! Σας βαρέθηκα!» του είπε ο Μπαλαντέζας, μα κατά βάθος χάρηκε τόσο πολύ, που μόνος αύξησε τα watt του! Τι είναι αυτά; Τα χαμόγελά του, που δίνουν φως σε όλες τις πρίζες!
Από εκείνη την νύχτα, κανένα στολίδι δεν ξανάπεσε από το δέντρο! Κι αν νομίζετε πως εξακολουθούσαν όλοι μαζί να είναι απλά φίλοι, γελιέστε! Έγιναν …ακόμα πιο πολύ φίλοι, γιατί έμαθαν από τα λάθη τους….
Η επόμενη νύχτα, ήταν Χριστούγεννα. Το πρωί, η Άιρα πηδούσε από κρεβάτι σε κρεβάτι και μοίραζε τα φιλιά της στα πρόσωπα όλης της οικογένειας για να τους ξυπνήσει. Κι όταν ξύπνησαν, το πρώτο πράγμα που έκαναν, ήταν να ανάψουν τα λαμπάκια για να φωτίσει το χριστουγεννιάτικο δέντρο, μια που εκείνη την ημέρα είχε την τιμητική του. Όλα τα φωτάκια, θαρρείς πως έλαμπαν περισσότερο! Σκορπώντας το φως τους, και τα στολίδια έμοιαζαν να λάμπουν πιο πολύ!
Η μαμά έφτιαχνε πρωινό για όλους. Ο μπαμπάς φορούσε στην Άιρα το κόκκινο, εορταστικό της κολάρο με τα κουδουνάκια και τα παιδιά κοιτούσαν το φωτεινό, χριστουγεννιάτικο δέντρο και τραγουδούσαν…
«Γιάννη! Κοίτα! Τα στολίδια της θείας Μαρίας λάμπουν πιο πολύ από χθες!»
«Ωχ! Ναι! Και το αστέρι ψηλά! Κοίτα το αστέρι! Να το πούμε στη μαμά και στον μπαμπά!»
«Μαμά! Μπαμπά! Ελάτε να δείτε κάτι!» φώναξε ο Κωνσταντινάκος.
Ο μπαμπάς και η μαμά έτρεξαν στο σαλόνι:
«Τι;» ρώτησαν και οι δύο.
«Κοιτάξτε! Όλα λάμπουν πιο πολύ!» είπε ο Γιαννάκης και τους έδειξε τα στολίδια του παππού Γιάννη και το αστέρι.
«Ιδέα σας είναι!» είπε ο μπαμπάς.
«Δεν είναι δυνατό να λάμπουν πιο πολύ!» είπε και η μαμά.
Μα τα παιδιά έχουν το χάρισμα να επικεντρώνουν σε λεπτομέρειες, ενώ οι γονείς δεν έχουν το προνόμιο να καταλαβαίνουν τα παιδιά σε όσα τους λένε για τις αλήθειες που αισθάνονται….
Η Άιρα ακολουθούσε το τρενάκι γαυγίζοντας χαρούμενη και κουνώντας την ουρίτσα της.
«Γιάννη, δεν το βλέπουν!» είπε σιγανά και παραπονιάρικα ο Κωνσταντινάκος. Ο αδερφός του, του χτύπησε την πλάτη:
«Δεν πειράζει Κωνσταντίνε μου! Το βλέπουμε εμείς! Ο παππούς Γιάννης είναι εδώ…!» του απάντησε και τον αγκάλιασε.
«Ναι, είναι εδώ! Μας βλέπει από τον ουρανό!» συμφώνησε ο Κωνσταντίνος.
Ο μπαμπάς και η μαμά μπορεί όντως να μην είχαν δει μεγαλύτερη λάμψη στο δέντρο τους, αλλά ήξεραν και οι δύο, ότι ο παππούς Γιάννης ήταν εκεί. Κι αυτό ήταν που είχε σημασία. Όσο για το τί συνέβαινε τις προηγούμενες νύχτες, κανείς δεν είχε ιδέα! Ακόμα και τώρα, αν κάποιος πάει να πει αυτή την ιστορία, κανείς δεν θα τον πιστέψει…! Εκτός ίσως από κάποια παιδιά…. Γιατί τα παιδιά έχουν το χάρισμα να βρίσκουνε λεπτομέρειες…!
«Τι συμβαίνει;»
«Είστε καλά;»
«Υπάρχει κάποιος τραυματίας;»
«Ουφ! Ευτυχώς σταμάτησε!»
«Όλοι είμαστε καλά;»
«Ναιαιαι!!!»
«Μα τότε….»
«Λες;»
«Λες να…;»
«Λες να έφτασε Δεκέμβρης;»
«Λες να πλησιάζουν ….Χριστούγεννα;;;»
«Γιούπιιιιι!!!»
Ναι! Ήταν Δεκέμβρης και όπως όλοι, καλά καταλάβατε, δεν είχε γίνει σεισμός! Ο μπαμπάς είχε ανέβει στη μεγάλη σκάλα, για να κατεβάσει την κούτα με τα χριστουγεννιάτικα στολίδια, που ήταν κάπου στριμωγμένη στο βάθος του παταριού. Την πέταξε κάτω, και η μαμά είχε σηκώσει τα χέρια της για να την πιάσει. Όταν την ακούμπησε στο χαλί, ο Γιαννάκης και ο Κωνσταντινάκος, την άνοιξαν με λαχτάρα. Η Άιρα στο πλάι τους παρακολουθούσε κουνώντας παιχνιδιάρικα την ουρίτσα της.
Στη μεγάλη μπαλκονόπορτα το δέντρο δέσποζε περήφανο, περιμένοντας υπομονετικά, να του φορέσουν, επιτέλους, τα γιορτινά του ρουχαλάκια! Και μια και δυο λοιπόν, ο Κωνσταντινάκος και ο Γιαννάκης, άρχισαν να αδειάζουν τα στολίδια, και να τα βάζουν με τη σειρά πάνω στο μεγάλο τραπέζι του σαλονιού. Η μαμά, μάταια τους έβαζε τις φωνές για να μη χαράξουν το ξύλο! Τα παιδιά δεν την άκουγαν. Ο μπαμπάς καθοδηγούσε την πολύτιμή του ομάδα:
«Πρώτα τα λαμπάκια! Φέρτε μου τα λαμπάκια!»
…Και τα δυο ζουζουνόπαιδα, έτρεχαν χαρούμενα να του τα δώσουν:
«Εγώ! Εγώ πρώτος!» φώναζε ο ένας.
«Όχι εσύ! Εγώ! Έλαααα!» φώναζε κι ο άλλος κι έκανε τάχα πως κλαψούριζε.
Μα δεν είχε καμιά σημασία αυτή η πρωτειά….
«Μην τρέχετε! Θα χτυπήσετε!» φώναζε η μαμά, αλλά τα παιδιά …δεν την άκουγαν! Έτσι κι αλλιώς …θα ξαναφώναζε πάλι!
Το δέντρο στολίστηκε, επιτέλους, με τα …εσώρουχά του: όλα τα λαμπάκια, πάνω, κάτω και ολόγυρα, του χάριζαν απλόχερα τη φωτεινή τους λάμψη.
«Σειρά σας τώρα!» τους είπε ο μπαμπάς. Κι εκείνα έτρεχαν πέρα δώθε, κρατώντας στα χεράκια τους μπάλες, αστέρια, αγιοβασίληδες και χιονανθρωπάκια, καμπανούλες, ελαφάκια, ελατάκια, καλικάντζαρους και αγγελάκια, για να στολίσουν το δέντρο τους. Ως και η Άιρα βοηθούσε, πιάνοντας στολίδια στη μουσουδίτσα της, τρέχοντας σεινάμενη κουνάμενη να τους τα δώσει. Η μαμά τους βοηθούσε με τα πιο ψηλά κλαδιά και έτσι, σε λίγη ώρα, το δέντρο είχε φορέσει τα καλά του!
«Μια στιγμή! Πού είναι τα στολίδια που μας έφερε πέρυσι η θεία Μαρία; Αυτά που ανάβουν…;» φώναξε ο Γιαννάκης κι ο Κωνσταντινάκος συνέχισε:
«Ναι μαμά, πού είναι; Να τα βάλουμε στο δέντρο! Μας έχει πει, ότι όταν τα ανάβουμε, γίνονται μαγικά, κι από κει μας βλέπει ο παππούς ο Γιάννης, που είναι στον ουρανό!»
Η μαμά και ο μπαμπάς, τα είχανε ξεχάσει, αλλά ευτυχώς, τα ανιψάκια της θείας Μαρίας τα βρήκαν, τα έβγαλαν από τα κουτάκια τους, και τα κρέμασαν στα κλαδιά. Σίγουρα θα ερχόταν να τα δει! Και σίγουρα ο παππούς ο Γιάννης, περίμενε πώς και πώς αυτές τις μέρες, γιατί ήθελε να βρίσκεται μαζί τους. Έστω και με αυτόν τον τρόπο…
Τελευταίο μπήκε το αστέρι στην κορυφή. Παραδοσιακά, το έβαλε ο μπαμπάς. Κι αυτό, μαζί με τη φάτνη και το τρενάκι, σηματοδότησαν την αρχή των φετινών Χριστουγέννων…
Τα λαμπάκια αναβόσβηναν, τα στολίδια λαμποκοπούσαν, το αστέρι φώτιζε, η φάτνη σκορπούσε την ευλαβική της ομορφιά, το τρενάκι πηγαινοερχόταν γύρω-γύρω και το δέντρο χαιρότανε! Γονείς, παιδιά και Άιρα, καμάρωναν το μεγαλόπρεπο έργο τους. Ώσπου… έφτασε η νύχτα….
…Και τώρα θα σας αποκαλύψω ένα μεγάλο μυστικό… Μα, προς Θεού! Μην το πείτε σε κανέναν! Είναι ένα μυστικό, που μόνο τα παιδιά καταλαβαίνουν! Τη νύχτα, όταν όλοι πέφτουν να κοιμηθούν και αρχίζουν τα πρώτα ροχαλητά να αντηχούν από τις κάμαρες, όλα όσα βρίσκονται στο δέντρο, ζωντανεύουν! Ναι, ναι, ναι! Αλήθεια σας λέω! Ζωντανεύουν και γίνονται μια μεγάλη παρέα, που όλο μιλάνε και γλώσσα δεν βάζουν μέσα τους! Γιατί όλα είναι …φίλοι!
Εκείνη τη χρονιά, βέβαια, υπήρχε μια ιδιαιτερότητα: τα οικονομικά δεν πήγαιναν και τόσο καλά, όπως άλλες χρονιές, κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, ο μπαμπάς και η μαμά να σβήνουν τα φωτάκια του δέντρου, πριν πέσουν να κοιμηθούν. Ο Γιαννάκης το καταλάβαινε σαν πιο μεγάλος, αλλά και ο Κωνσταντινάκος δεν πήγαινε πίσω:
«Δεν πειράζει! Θα τα ανάβουμε μόνο την ημέρα!» έλεγαν.
Μα παρόλο που το καταλάβαιναν τα παιδιά, δεν το καταλάβαιναν τα …λαμπάκια! Ο αρχηγός τους, ο Κεντρικός Πρίζας, θύμωνε κάθε νύχτα όλο και πιο πολύ! Και θύμωνε ακόμα περισσότερο, για την ακρίβεια εξαγριωνόταν, γιατί ο Μπαλαντέζας δεν τον συμμεριζόταν και ήταν εντελώς αδιάφορος! Μα για όνομα!
Στην αρχή, οι φίλοι ένιωθαν να χωρίζονται μα και να αποχωρίζονται από όλες τις όμορφες στιγμές που περνούσαν μαζί. Οι μόνες ώρες που καταφέρνανε να μιλήσουνε πια όλοι μαζί, ήτανε τα μεσημέρια που όλοι έπρεπε να ξεκουραστούν. Μα τα μεσημέρια ο Κεντρικός Πρίζας και τα λαμπάκια, ρωτούσαν τα στολίδια τι έλεγαν ολόκληρη νύχτα! Και μια και δυο, τα στολίδια τους απαντούσαν, αλλά από ένα σημείο και μετά, κουράστηκαν κι αυτά να αναμασάνε τις ίδιες συζητήσεις! Κι έτσι, ο Κεντρικός Πρίζας και τα λαμπάκια του, νιώθοντας αδικημένα, άρχισαν να τους μιλάνε όλο και λιγότερο.
Η λύπη τους όμως και το αίσθημα της αδικίας, τους έκαναν να έχουν κι άλλα συναισθήματα. Ακόμα πιο άσχημα και …αν και λαμπάκια, πιο σκοτεινά. Από τη μια νύχτα στην άλλη τους θεωρούσαν εχθρούς τους! Ναι, ναι! Εχθρούς τους! Κι αφού ήταν εχθροί, έπρεπε να τους …πολεμήσουν!
Σιγά-σιγά, λοιπόν, και αθόρυβα, έπαιρναν την κατάλληλη θέση, όσο ήταν ακόμα αναμμένα, και μόλις έσβηνε ο διακόπτης, ξαναγυρνώντας στην κανονική τους θέση… Παπ, παπ, παπ, παρέσερναν όλα τα στολίδια του δέντρου και τα έριχναν κάτω! Ήχος κανείς δεν ακουγόταν, γιατί όλα έσκαγαν πάνω στο χαλί και κουτρουβαλιάζονταν! Μερικά μάλιστα χτυπούσαν κιόλας! Όμως κανένα τους δεν είχε σημάδια, γιατί με τη δύναμη της φάτνης, και ό,τι πάντα θα συμβολίζει, δηλαδή την πίστη του ανθρώπου για τη Γέννηση του Χριστούλη, όλα γιατρεύονταν! Μα… δεν μπορούσαν να ξαναγυρίσουν στη θέση τους…
Κάθε πρωί, η καημένη η Άιρα την πλήρωνε, καθώς όλοι νόμιζαν ότι είναι υπεύθυνη για όλα τα σκόρπια στολίδια, μια και της αρέσει να κουλουριάζεται, σαν στολίδι κι αυτή, κάτω από το δέντρο! Δεν αναρωτήθηκαν όμως, γιατί αυτό συμβαίνει μόνο τις νύχτες… Και κάθε μέρα, ξαναστόλιζαν το δέντρο, φτου κι απ’ την αρχή!
Αυτός ο παράξενος πόλεμος διαρκούσε για μέρες. Ή μάλλον για νύχτες! Στα στολίδια της θείας Μαρίας, ο παππούς ο Γιάννης ανησυχούσε, μήπως τα αγαπημένα του εγγονάκια δεν θα καταφέρουν τελικά, να είναι ευτυχισμένα τις άγιες μέρες που πλησίαζαν. Γιατί εντάξει, να ξαναφτιάξουν το δέντρο μια, να ξαναφτιάξουν το δέντρο δυο… Στην αρχή τους προκαλούσε γέλιο μα μετά, παιδιά ήταν! Άρχιζε να τους κουράζει το καθημερινό του ντύσιμο! Ήθελαν να παίξουν και μ’ άλλα παιχνίδια! Έτσι, αποφάσισε να μιλήσει στον βασιλιά Αστέρη!
Με τη σοφία που είχε ο παππούς Γιάννης, μα και με την εμπειρία του βασιλιά Αστέρη, τα έβαλαν κάτω και τα συζητήσανε, παρουσία όλων των στολιδιών…
«Η φιλία είναι ένα τόσο ωραίο συναίσθημα! Όλα αυτά είναι μικροπρέπειες! Εξάλλου τί φταίνε και τα κακόμοιρα τα στολίδια;»
«Ναι, συμφωνώ μαζί σου, αλλά πώς θα πείσουμε τον Κεντρικό Πρίζα, που παρασύρει μαζί του και τα λαμπάκια, ώστε να καταλάβουν την πραγματική έννοια της φιλίας;»
«Μα δεν είναι μόνο η φιλία! Είναι ο σεβασμός, η κατανόηση, το μοίρασμα, η αποδοχή, η ενσυναίσθηση…. Μα πάνω απ’ όλα το πιο ιερό συναίσθημα, που είναι …ποιο άλλο;»
«Η αγάπη!» είπαν όλα τα στολίδια μαζί.
«Η αγάπη λοιπόν!»
«Κι αφού ο Κεντρικός Πρίζας και τα λαμπάκια μας πολεμάνε με εχθρότητα, εμείς θα τα πολεμήσουμε με αγάπη!» είπε ο παππούς ο Γιάννης.
«Και μαντέψτε ποιος θα νικήσει!» συμπλήρωσε και ο βασιλιάς Αστέρης…
«Και πώς θα το καταφέρουμε αυτό;» ρώτησαν τα στολίδια.
«Τι λες κι εσύ παππού Γιάννη;» ρώτησε και ο βασιλιάς Αστέρης,
Ο παππούς Γιάννης έλαμψε περισσότερο στα στολίδια του…:
«Το πρόβλημα πρέπει να το πιάσουμε από τη ρίζα του για να το λύσουμε! …Πριν λίγο καιρό, ήμαστε όλοι φίλοι. Αυτό που μεσολάβησε, ώστε να πάψουν να μας θεωρούν φίλους τους τα λαμπάκια και ο Κεντρικός Πρίζας, είναι μια απόφαση, που δεν ήταν δική μας, σωστά;»
«Σωστά!» απάντησαν όλα μαζί.
«Άρα η ευθύνη, δεν είναι δική μας!» διαπίστωσε ένα ελαφάκι.
«Ναι, δεν είναι! Φταίνε ο μπαμπάς και η μαμά των παιδιών!» είπε θυμωμένος ένας καλικάντζαρος.
«Όχι καλό μου, ούτε εκείνοι φταίνε…»
«Αλλά;» ρώτησε ένας χιονάνθρωπος.
«Πολλές φορές οι συγκυρίες και οι καταστάσεις της ζωής, μας αναγκάζουν να παραμερίζουμε τις επιθυμίες μας, για να κάνουμε αυτό που πρέπει. Ρωτήστε και μένα που ξέρω πολύ καλά να σας πω…»
«Για πες παππού Γιάννη, τι σου έχει συμβεί;» ρώτησε μια μπαλίτσα.
Ο παππούς Γιάννης έχασε τη λάμψη του στα στολίδια…
«Αφήστε τον. Μη τον ρωτάτε… Κανείς δεν πρέπει να αισθάνεται λύπη αυτές τις άγιες μέρες. Αυτές οι μέρες είναι ελπιδοφόρες!» μίλησε για πρώτη φορά η φάτνη, που λόγω της ευλαβικότητάς της ήταν, και θα εξακολουθούσε να είναι, λιγομίλητη.
«Ναι, αφήστε τον… Ίσως κάποια στιγμή να μάθετε όλες τις ιστορίες του…» πρόσθεσε κι ο βασιλιάς Αστέρης.
Όλα τα στολίδια συγκατένευσαν.
«Στο θέμα μας!» συνέχισε…
«Εμένα, όταν ήμουν στην κούτα, ο Κεντρικός Πρίζας με βοήθησε πάντως…» πετάχτηκε ένα αγιοβασιλάκι.
«Κι εμένα!» ντιντίνισε μια καμπανούλα.
«Κι εμένα με βοήθησαν τα λαμπάκια!» πρόσθεσε ένα ελαφάκι.
«Μα… κι εμένα! Τα λαμπάκια μου έκαναν φωλιά για να μην χτυπήσω!» συμπλήρωσε ένα αγγελάκι.
«Μα φυσικά! Όλοι οι πραγματικοί φίλοι βοηθούν ο ένας τον άλλον, όταν υπάρχει ανάγκη!» είπε με τρυφερότητα ο βασιλιάς Αστέρης.
«Μιλήστε τους στολίδια! Το ότι δεν μιλάμε τη στιγμή που χρειάζεται, χαλάει τις πιο όμορφες σκέψεις!» είπε ο παππούς Γιάννης, παραμερίζοντας τη λύπη του, καθώς αναλογιζόταν τα δικά του αγκαθάκια της σιωπής, γιατί έπρεπε και πάλι να πράξει για το καλό όλων.
«Κι αν δεν καταλάβουν;» ρώτησε ένα ελατάκι.
«Θα καταλάβουν. Ούτε ο Κεντρικός Πρίζας, ούτε τα λαμπάκια είναι κακόκαρδα. Απλώς, έχουν ένα μεγάλο παράπονο, κι αυτό τα κάνει να είναι θυμωμένα.» απάντησε ο παππούς Γιάννης.
«Ούτε το τρενάκι ταξιδεύει τις νύχτες… Αυτό γιατί δεν είναι θυμωμένο;» ρώτησε αθώα ένα χρυσό αστεράκι.
«Γιατί καθένα από εμάς σκέφτεται με διαφορετικό τρόπο… Όλα αυτά, είναι θέμα αυτοπεποίθησης, στολίδια! Γι’ αυτό, να έχετε πάντα αυτοπεποίθηση!»
«Τι είναι αυτοπεποίθηση;» ρώτησε ένας άγγελος.
«Να πιστεύεις στον εαυτό σου» απάντησε ο βασιλιάς Αστέρης.
«Χωρίς όμως αυτό, να σε κάνει να κομπάζεις» συμπλήρωσε ο παππούς Γιάννης.
«Δηλαδή;»
«Να μην είσαι αλαζόνας. Να μην κοκορεύεσαι. Γιατί όταν κοκορεύεσαι, κι αυτό έλλειψη αυτοπεποίθησης είναι..»
«Οφείλουμε να είμαστε ταπεινοί» άφησε πάλι τις λεξούλες της η φάτνη.
«Εγώ δεν καταλαβαίνω τίποτα!» είπε ένας πεισματάρης καλικάντζαρος και όλα έβαλαν τα γέλια…
Με κάτι τέτοιες συζητήσεις πέρασαν οι νυχτερινές ώρες και άρχισε να φέγγει. Δεν είχαν αναφέρει τίποτα όμως, για το πώς θα μιλούσαν το μεσημέρι στον Κεντρικό Πρίζα και στα λαμπάκια. Και το μεσημέρι έφτασε…
Ο Κεντρικός Πρίζας, μιλούσε συνωμοτικά με τα λαμπάκια. Αν είχε χέρια θα …σφαλιάριζε τον Μπαλαντέζα, που εξακολουθούσε να είναι αδιάφορος! Τι τον ένοιαζε εξάλλου; Αυτός όλο το χρόνο ήταν παρών σε ό,τι τον έβαζαν να κάνει. Ήταν από τους τυχερούς! Δεν έμπαινε σε χαρτόκουτο, ούτε περνούσε τις μέρες του στριμωγμένος σ’ ένα πατάρι!
Όλα τα στολίδια κοιτάζονταν μεταξύ τους, μια που δεν είχαν συνεννοηθεί την προηγούμενη νύχτα, πώς ακριβώς να πράξουν. Ξάφνου, ένα αγγελάκι σκούντηξε ένα λαμπάκι…
«Τι θες;» του είπε ενοχλημένο εκείνο.
«Να σου πω ευχαριστώ!»
« “Ευχαριστώ”; Μα, εμείς είμαστε εχθροί!»
«Εσύ λες ότι είσαι εχθρός μου! Είπα εγώ ποτέ ότι σε νιώθω έτσι; Για μένα είσαι μόνο ένας μουτρωμένος …φίλος!»
«Ναι, καλά! …Και γιατί με ευχαριστείς;»
«Γιατί δεν πρόλαβα να σε ευχαριστήσω, όταν έπρεπε, με όλα όσα έγιναν»
«Ναι, αλλά …γιατί;»
«Γιατί όταν κουνιόμασταν στην κούτα που μας κατέβαζαν, εσύ με αγκάλιασες και δεν χτύπησα! Μπορεί να το κάνει αυτός ένας εχθρός ή ένας φίλος;»
Το λαμπάκι γύρισε με πείσμα από την άλλη πλευρά. Όμως θυμήθηκε… Κι αυτό τον ξάφνιασε. Συλλογίστηκε λίγο και στράφηκε προς το αγγελάκι:
«Έχεις δίκιο… Λοιπόν; Φίλοι ξανά;»
«Πάντα φίλοι!» του χαμογέλασε το αγγελάκι.
«Όμως… Μην το πεις στον Κεντρικό Πρίζα, εντάξει; Θα μου θυμώσει και θα …καώ!»
«Αν δε θέλεις, δεν θα το πω. Όμως σκέψου: αν δεν ήταν αυτός, δεν θα υπήρχατε ούτε κι εσείς!»
Το λαμπάκι προβληματίστηκε…
Όσα στολίδια άκουσαν –όλα δηλαδή!- τη συνομιλία του με το αγγελάκι, πήραν θάρρος και ακολούθησαν το παράδειγμά του. Σιγά-σιγά, όλα τα λαμπάκια ξανάγιναν φίλοι με τα στολίδια. Αλλά ο Κεντρικός Πρίζας; Που πείσμωσε περισσότερο; Τα λαμπάκια αποφάσισαν να του μιλήσουν…:
«Κεντρικέ Πρίζα, δεν μπορεί να συνεχιστεί όλο αυτό! Μας λείπουν τα στολίδια!»
«Αν σας μιλούσανε, δεν θα σας λείπανε!»
«Μα δεν φταίνε αυτά!»
«Φταίνε!!!!» ούρλιαξε ο Κεντρικός Πρίζας.
«Γιατί;»
Μα ο Κεντρικός Πρίζας δεν ήξερε να απαντήσει. Κι ενώ σκεφτόταν τι είδους δικαιολογία, θα μπορούσε να αραδιάσει για να τους πείσει, στο νου του έρχονταν μόνο οι καλές στιγμές, που είχαν περάσει όλα μαζί, κάθε χρονιά, όλες τούτες τις άγιες μέρες…. Στο τέλος συνειδητοποίησε, ότι η αγάπη που είχε για τα στολίδια, ήταν μεγαλύτερη από τα παράπονά του. Κι ότι τα παράπονά του αυτά, δεν είχαν να κάνουν με τη συμπεριφορά τους, αλλά περισσότερο με τον εγωισμό του.
Από την άλλη, τα στολίδια προσπάθησαν να έρθουν στη θέση τους και κατάλαβαν πως, ίσως τελικά στα παράπονα όλων υπήρχε μια κρυφή αλήθεια. Ίσως κι εκείνα θα έπρεπε να είναι πιο πολύ υπομονετικά, ώστε κάθε φορά, εφόσον αυτό χρειάζεται, να μην βαριούνται να αναπαράγουν ξανά και ξανά τις συνομιλίες, που δεν είχαν την ευκαιρία να ακούσουν οι φίλοι τους….
Ο Κεντρικός Πρίζας κατάλαβε ότι ο εγωισμός δεν ωφελεί σε τίποτα και μόνο δυσάρεστες καταστάσεις πλέκει. Έτσι, τον παραμέρισε και ζήτησε από όλους μετανιωμένος μια ειλικρινή συγνώμη. Αλλά και τα στολίδια παραδέχτηκαν το λάθος τους και τους υποσχέθηκαν ότι από δω και πέρα, ακόμα και αν βαριούνται, θα τους ενημερώνουν για τις νυχτερινές τους συζητήσεις….
Τα στολίδια του παππού Γιάννη έλαμψαν απίστευτα πολύ εκείνη την ώρα. Μα και ο βασιλιάς Αστέρης θαρρείς πως σκόρπισε περισσότερο φως! Το τρενάκι, που γυρνούσε γύρω-γύρω άρχισε να σφυρίζει και όσο για την φάτνη, σκόρπισε μια όμορφη μελωδία, για όλα που υπήρχαν στο χριστουγεννιάτικο δέντρο και που μόνο αυτά μπορούσαν να την ακούσουν. Ο Κεντρικός Πρίζας συγκινήθηκε, και από την συγκίνησή του, ως χριστουγεννιάτικο θαύμα, έβγαλε για μια στιγμή ένα χέρι και …σφαλιάρισε τον Μπαλαντέζα!
«Είδες; Ειδες; Είμαστε φίλοι! ΦΙΛΟΙ!!!»
«Βρε δε με παρατάς κι εσύ; Όχου! Σκοτίστηκα! Ό,τι θέλετε κάντε! Σας βαρέθηκα!» του είπε ο Μπαλαντέζας, μα κατά βάθος χάρηκε τόσο πολύ, που μόνος αύξησε τα watt του! Τι είναι αυτά; Τα χαμόγελά του, που δίνουν φως σε όλες τις πρίζες!
Από εκείνη την νύχτα, κανένα στολίδι δεν ξανάπεσε από το δέντρο! Κι αν νομίζετε πως εξακολουθούσαν όλοι μαζί να είναι απλά φίλοι, γελιέστε! Έγιναν …ακόμα πιο πολύ φίλοι, γιατί έμαθαν από τα λάθη τους….
Η επόμενη νύχτα, ήταν Χριστούγεννα. Το πρωί, η Άιρα πηδούσε από κρεβάτι σε κρεβάτι και μοίραζε τα φιλιά της στα πρόσωπα όλης της οικογένειας για να τους ξυπνήσει. Κι όταν ξύπνησαν, το πρώτο πράγμα που έκαναν, ήταν να ανάψουν τα λαμπάκια για να φωτίσει το χριστουγεννιάτικο δέντρο, μια που εκείνη την ημέρα είχε την τιμητική του. Όλα τα φωτάκια, θαρρείς πως έλαμπαν περισσότερο! Σκορπώντας το φως τους, και τα στολίδια έμοιαζαν να λάμπουν πιο πολύ!
Η μαμά έφτιαχνε πρωινό για όλους. Ο μπαμπάς φορούσε στην Άιρα το κόκκινο, εορταστικό της κολάρο με τα κουδουνάκια και τα παιδιά κοιτούσαν το φωτεινό, χριστουγεννιάτικο δέντρο και τραγουδούσαν…
«Γιάννη! Κοίτα! Τα στολίδια της θείας Μαρίας λάμπουν πιο πολύ από χθες!»
«Ωχ! Ναι! Και το αστέρι ψηλά! Κοίτα το αστέρι! Να το πούμε στη μαμά και στον μπαμπά!»
«Μαμά! Μπαμπά! Ελάτε να δείτε κάτι!» φώναξε ο Κωνσταντινάκος.
Ο μπαμπάς και η μαμά έτρεξαν στο σαλόνι:
«Τι;» ρώτησαν και οι δύο.
«Κοιτάξτε! Όλα λάμπουν πιο πολύ!» είπε ο Γιαννάκης και τους έδειξε τα στολίδια του παππού Γιάννη και το αστέρι.
«Ιδέα σας είναι!» είπε ο μπαμπάς.
«Δεν είναι δυνατό να λάμπουν πιο πολύ!» είπε και η μαμά.
Μα τα παιδιά έχουν το χάρισμα να επικεντρώνουν σε λεπτομέρειες, ενώ οι γονείς δεν έχουν το προνόμιο να καταλαβαίνουν τα παιδιά σε όσα τους λένε για τις αλήθειες που αισθάνονται….
Η Άιρα ακολουθούσε το τρενάκι γαυγίζοντας χαρούμενη και κουνώντας την ουρίτσα της.
«Γιάννη, δεν το βλέπουν!» είπε σιγανά και παραπονιάρικα ο Κωνσταντινάκος. Ο αδερφός του, του χτύπησε την πλάτη:
«Δεν πειράζει Κωνσταντίνε μου! Το βλέπουμε εμείς! Ο παππούς Γιάννης είναι εδώ…!» του απάντησε και τον αγκάλιασε.
«Ναι, είναι εδώ! Μας βλέπει από τον ουρανό!» συμφώνησε ο Κωνσταντίνος.
Ο μπαμπάς και η μαμά μπορεί όντως να μην είχαν δει μεγαλύτερη λάμψη στο δέντρο τους, αλλά ήξεραν και οι δύο, ότι ο παππούς Γιάννης ήταν εκεί. Κι αυτό ήταν που είχε σημασία. Όσο για το τί συνέβαινε τις προηγούμενες νύχτες, κανείς δεν είχε ιδέα! Ακόμα και τώρα, αν κάποιος πάει να πει αυτή την ιστορία, κανείς δεν θα τον πιστέψει…! Εκτός ίσως από κάποια παιδιά…. Γιατί τα παιδιά έχουν το χάρισμα να βρίσκουνε λεπτομέρειες…!
ΜΑΡΙΑ ΚΑΒΟΥΡΗ
ΓΛΑΡΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!