«ΓΟΥΡΝΟΥΧΑΡΑ» - Όλγα Δημοσθένους Καλύβα - ΚΕΦΑΛΟΣ

To Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς για το βιβλίο, τη λογοτεχνία, την ποίηση, τους λογοτέχνες και τις τέχνες.

ΝΕΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2021

«ΓΟΥΡΝΟΥΧΑΡΑ» - Όλγα Δημοσθένους Καλύβα


Η κυρα-Όλγα, η Παραπραστανίτισσα, ήταν Καραγκούνα γνήσια. Δε λησμονούσε ούτε στιγμή παρά την ορφάνια και την αγραμματοσύνη της να τηρεί με θρησκευτική-θα έλεγα-ευλάβεια τα θέσμια και τις παραδόσεις. «Βαρύς ο κλήρος των γονικών μου» μου ̓ λεγε συχνά πυκνά κι ας μην τους αγρίκησε ποτέ. Κι όμως όλα τα ήξερε κι όλα τα τιμούσε χωρίς παρέκκλιση δίχως ατασθαλίες με την τελειομανία που τη συνόδευε. Άλλωστε, «έτσ ̓ τα βρήκαμι, έτσ ̓ τα κρατάμι!» και γνώμη δεν της άλλαζε μηδείς.

Κάθε που σίμωσε το Δωδεκαήμερο;! Αναβρασμός στο φτωχικό πλίθινο σπιτικό της!

«Άιντε, νυφαδιά μ̓ , πάμι … ν ̓ ασβιστώσουμι του σπίτ ̓, να παλαμίσουμι του πάτουμα, να φουκαλίσουμι τ ̓ ρούγα, να στρώσουμι τς μαντανείις τς καλές στα κριβάτια κι να ρίξουμι κανά κουριλού καταΐ…Σίρι κατέβας τα απ̓ του γίκου! Να τα βρει σμαζιμένα παπα-Γρίβας-μη μας βιρβιρίς!». Κι η νυφαδιά(;) κόσιβι! Έπρεπε όλα να γίνουν, όπως τα όριζε.

Αχάραγα του «Γουρνουστέφανου»-θυμάμαι σαν τώρα τα λόγια της-αρχίνιζε η ιεροτελεστία της «Γουρνουχαράς»:

«Κώτσιου, σκως, Κώτσιου μ ̓ ! Θα φτάσν τα σόια να σφάξουμι του γρούν…» έλεγε στο στεφάνι της και ξεσήκωνε τον κόσμο η κυρα-Κώτσαινα.

Και πράγματι κατέφταναν στο σπίτι της συγγενείς και φίλοι με μαχαίρια καλοτροχισμένα και κοφτερά τσεκούρια. Έδεναν με χοντρό σχοινί τα πίσω ποδάρια του ζώου, το γύριζαν ανάσκελα, κάθονταν πάνω στην κοιλιά, έπιαναν τα μπροστινά του ποδάρια, για να ρίξουν κάτω το … «θηρίο» που χρόνιζε. Τη στιγμή της σφαγής η κυρα-Όλγα με μια φαρασιά κάρβουνα και λίγο θυμιάμα, που τα ̓ ριχνε στο λαιμό του γουρουνιού, τους λιβάνιζε όλους˙ μη μείνουν τα καρκαντζέλια και τους μαγαρίσουν! Ο παππούς Κώστας έπαιρνε μια δαχτυλιά αίμα από το ματωμένο λαιμό του ζώου και στο μέτωπο των εγγονιών του χάραζε το σημάδι του Σταυρού για υγεία και δύναμη. Τα στόματα όλων τα ευλογούσε το «Πάτερ ημών!». Έπειτα, έβαζαν το σφαγμένο ζώο ανάμεσα σε μεγάλα μαδέρια ή το κρεμούσαν με τσιγκέλια από το χοντρό κορμό ενός δέντρου με το κεφάλι προς τα κάτω ξεκινώντας με τα μαχαίρια το γδάρσιμο  και το άνοιγμα της κοιλιάς, ώστε να βγάλουν τα…………………………… «σιρμαέδια» του.  



ΓΔΑΡΣΙΜΟΥ ΓΡΟΥΝΙΟΥ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΛΥΒΑΣ (ο παππούς μου) 
- ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΚΑΛΥΒΑΣ (ο πατέρας μου)
εν ώρα …δράσης !

Η νυφαδιά τα κουβαλούσε με την πλαστική λεκάνη στην τουλούμπα και τα καθάριζε με προσοχή. Μετά και το εξονυχιστικό καθάρισμα του γδαρμένου γουρουνιού οι άντρες το τεμάχιζαν σε μεγάλα κομμάτια, το συμμάζευαν σε μεγάλα σκαφίδια και το μετέφεραν στο κρεμαστό του σπιτιού. Εκεί έκοβαν σε μικρά κυβάκια μέρος ψαχνού κρέατος πάνω στην τάβλα και μαζί με τα πράσα και τα μπαχαρικά ετοίμαζαν το ζαϊρέ των λουκάνικων. Άναβαν φωτιά με σβουνιές και ξύλα και πάνω στην πυροστιά έβαζαν τη γανωμένη κατσαρόλα με το μείγμα. Αφού έβραζε καλά το μείγμα, το κατέβαζαν από την πυροστιά, για να κρυώσει και κάθονταν γύρω γύρω από την τάβλα.



ΤΟ  ΚΟΚΑΛΑΡΙ ΚΑΙ  Η  ΤΑΒΛΑ


Εκεί ο καθένας έπαιρνε το λουκάνικό του, το ̓ βαζε στο κοκαλάρι του, το έδενε από την κάτω μεριά με γερό σπάγγο και με το χλιαρό πλέον μείγμα χρησιμοποιώντας τα γυμνά του χέρια γέμιζε το λουκάνικο. Τέλος, έδεναν τα λουκάνικα με τον ίδιο σπάγκο και κάτω από τα κοκαλάρια ˙ έδεναν τα λουκάνικα μεταξύ τους με θηλιές, τα περνούσαν σε ένα ξύλο στρόγγυλο και τα κρεμούσαν στην αστρέχα του σπιτιού να στεγνώσουν.



ΚΑΨΑΛΤΣΜΑ ΓΟΥΡΝΟΥΚΕΦΑΛΟΥ
               ΟΛΓΑ ΚΑΛΥΒΑ (η γιαγιά μου) – ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΑΛΥΒΑ (η μητέρα μου)
πεθερά και νυφαδιά

 Όση ώρα οι άντρες πάλευαν με τα λουκάνικα, πεθερά και νύφη γέμιζαν το καλογανωμένο τους καζάνι με νερό, για να κάψει. Μέσα στο καυτό νερό του καζανιού βουτούσαν το γουρνοκέφαλο και τα ποδάρια του ζώου κι όταν ήταν έτοιμα τα έβγαζαν έξω από το νερό και τα μαδούσαν. Στη συνέχεια, τα καψάλιζαν κρατώντας τα με τα χέρια πάνω από αναμμένη φωτιά και τελειώνοντας τα καθάριζαν με το νερό. Εν τω μεταξύ οι άντρες αρχίνιζαν να βγάζουν τον παστό από το κρέας του γουρουνιού. Τον έκοβαν σε κομμάτια και τον έλιωναν μέσα σε κατσαρόλες με τη βοήθεια δυνατής φωτιάς. Μετά το λιώσιμο του παστού, τον άδειαζαν σε πήλινα κιούπια, τον άφηναν να παγώσει και τον σκέπαζαν δένοντας τα καλά με πανιά και σχοινί. Τοποθετούσαν τα κιούπια σε ένα σκιερό μέρος του μαγειρειού κι εξασφάλιζαν το λάδι της χρονιάς. Στη συνέχεια, το ψαχνό, που έμενε από τον παστό στον πάτο της κατσαρόλας, το έκαναν τσιγαρίδες ˙ τον πατροπαράδοτο και πεντανόστιμο μεζέ του χειμώνα. Κι απεκεί το έριχναν στο γλέντι! Με παραδοσιακά τραγούδια και χορούς πίνοντας κρασί και τσίπρου από τα αμπέλια τους και τρώγοντας τηγανιά όλη η παρέα ευλογούσε τον  Κύριο για τα αγαθά που τους πρόσφερε κι αυτή τη χρονιά. 

Ο «τσερτσελές» τούτος τους ένωνε με το μήνυμα της Γεννήσεως του Χριστού, την αγάπη!   

Μετά την αποχώρηση της παρέας η κυρα-Όλγα χαρούμενη πρόσταζε παιδιά κι εγγόνια να της φιλήσουν το χέρι και τους έλεγε συγκινημένη: « Τνην ηυχή μ ̓ να ̓ χιτι, πιδιά μ ̓!». Δεν παρέλειπε, βέβαια, να χουιάξ και στον άντρα της: 

« Άντι, Κώτσιου μ ̓, να τα σμάσουμι! Να κριμάσουμι του τουμάρ να ξηραθεί για γουρνουτσάρχα … μην ξιχάις να φουσκώις κι τνην φούσκα απ ̓ του γρούν ! Δε γλέπς τα κούτσκα που καρτιράν να παίξν μπάλα;»

Η κυρα- Όλγα, Καραγκούνα με τα όλα της, δεν απαρνήθηκε ούτε λεπτό τη σοφία της Παράδοσης που κουβαλούσε από τα μικράτα της. Ως και στη θανή της-άγιο το χώμα που τη σκέπασε-σα στερνή πεθυμιά μες στον πόνο και στον καημό της είχε να φύγει με την καραγκούνικη της φορεσιά. Σ ̓ αυτή τη δυνατή γυναίκα, τη γιαγιά μου, οφείλω τη γνώση του εθίμου της «ΓΟΥΡΝΟΥΧΑΡΑΣ» που τελούνταν στο χωριό μου, το Προάστιο, ένα καμποχώρι της Καρδίτσας.       


Όλγα Δημοσθένους Καλύβα


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Περιμένουμε τις απόψεις σας!