Ο Άγιος Βασίλης ήρθε φέτος με το Courier - Χρυσούλα Μελισσά-Χαλικιοπούλου (Λογοτεχνικό Δωδεκαήμερο Χριστουγέννων 2020) - ΚΕΦΑΛΟΣ

To Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς για το βιβλίο, τη λογοτεχνία, την ποίηση, τους λογοτέχνες και τις τέχνες.

ΝΕΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2021

Ο Άγιος Βασίλης ήρθε φέτος με το Courier - Χρυσούλα Μελισσά-Χαλικιοπούλου (Λογοτεχνικό Δωδεκαήμερο Χριστουγέννων 2020)




Από την αρχή της χρονιάς -τότε που άρχισε η πανδημία να γίνεται μια δυστοπική πραγματικότητα για τους περισσότερους - ζούσε με τη σκέψη του θανάτου στο πίσω  μέρος του μυαλού της. Προτιμούσε να ενημερώνεται από εφημερίδες, αν και τα δυσοίωνα  νέα κυριαρχούσαν στις οθόνες τηλεοράσεων, υπολογιστών και κινητών, αποκαρδιώνοντας, ολοένα και συχνότερα, κυρίως  τους ηλικιωμένους. Στο μεταξύ, πλήθαιναν οι απώλειες  ανάμεσα σε φίλους και γνωστούς. Πέρασαν γιορτές δίχως να τις καταλάβει, μια και δεν σήμαιναν πλέον κάτι το ιδιαίτερο γι’ αυτήν. Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα. Δεν ήθελε να παρασυρθεί σε συναισθηματισμούς και αναμνήσεις. Υπερθεμάτιζε κι ο άνδρας της: «Δεν χρειάζονται δένδρα και στολισμοί. Μόνοι θα είμαστε άλλωστε, δίχως παιδιά και εγγόνια κοντά μας».
Εκείνο το πρωί ξύπνησε με ένα όνειρο από το μακρινό παρελθόν. Η γιαγιά της την προσκαλούσε να στολίσει το δένδρο της αυλής. Ήταν το μικρό πεύκο που είχαν φυτέψει μαζί όταν τελείωσε το πατρικό της σπίτι, σε μια περιοχή που παραχωρήθηκε στους πρόσφυγες, όπως ήταν οι δικοί της. Είχε κτιστεί με την προσωπική τους εργασία κι αιματηρές οικονομίες. Πριν προφτάσουν όμως να το χαρούν ήρθε ο πόλεμος με τις συσκοτίσεις, και σκούρα χαρτιά κάλυψαν τα παράθυρα με την όμορφη θέα στην πόλη.  
Παιδί έξι χρονών ήταν όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος και τα πρώτα εκείνα Χριστούγεννα προμηνύονταν θλιβερά. Κόλλησε μόνο το αστέρι της Βηθλεέμ στις μπλε χαρτόκολλες, κόβοντας ένα χοντρό, κίτρινο χαρτόνι από το μάθημα των καλλιτεχνικών. Στο σπίτι έπλεκαν συνέχεια κάλτσες για τους στρατιώτες στο μέτωπο. Η γιαγιά όμως είπε να τις σταματήσουν για λίγο κι έβγαλε όσα πολύχρωμα κουβάρια μαλλιού φύλαγε στην ντουλάπα της. Επέλεξε μετά μια αραιή πλέξη για να καλύψει τα μικρά, κλειστά κουκουνάρια, μετατρέποντάς τα σε χρωματιστές μπαλίτσες. Έτσι, στολίστηκε μαγικά το πευκάκι τους. Από κάτω έβαλαν την ξύλινη φάτνη που έφτιαξε ο παππούς. Γύρω της θα έψελναν τα κάλαντα μαζί με τα πουλάκια του κήπου. Έγινε πράγματι μια όμορφη, μεγάλη φάτνη, μολονότι δεν πρόλαβαν να τοποθετήσουν και τις άγιες φιγούρες που σκάλιζε μαζί με τον παππού. Τη θέση τους πήραν τα νεογέννητα μωρά της γάτας τους. Ίσως έτσι ήταν καλύτερα, την παρηγόρησαν οι γονείς της.
 Ήλπιζε πως ο Άγιος Βασίλης θα της έφερνε την κούκλα-νύφη που του είχε παραγγείλει. Το πρωί της Πρωτοχρονιάς το χιόνι είχε καλύψει τα πάντα και η παγωνιά στο δωμάτιο την έκανε να συρθεί ακόμα πιο βαθιά μέσα στο μάλλινο πάπλωμα, που έμοιαζε με σκοτεινή σπηλιά. Αλλά στο επόμενο λεπτό, πετάχτηκε με το μακρύ, φανελένιο νυχτικό της, κι έτρεξε ξυπόλητη στο μπαλκόνι. Ρίγη παγετού διαπερνούσαν το κορμάκι της. Το λευκό του χιονιού τη μαγνήτιζε και  την τύφλωνε. Μόλις τα μάτια της προσαρμόστηκαν στο φως, διέκρινε στη γωνία την κάτασπρη κουκλίτσα. Μια παραμυθένια βασίλισσα του χιονιού! Η πάνινη κούκλα ήταν παγωμένη, δίχως όμως να βραχεί, όπως τα δικά της ποδαράκια. Την άρπαξε στην αγκαλιά της και χώθηκαν κάτω από το πάπλωμα για να ζεσταθούν και να μοιραστούν ιστορίες.

***********

Το πεύκο του κήπου δεν υπάρχει πια∙ έχει κοπεί από χρόνια. Ούτε φυσικά κάποιος από την πατρική της οικογένεια. Με τον καιρό είχε προσκολληθεί στις ευθύνες της δικής της, σαν χαμαιλέοντας που αγκιστρώνεται στα κλαδιά των δένδρων και προσαρμόζεται απόλυτα στο εκάστοτε περιβάλλον∙ στην περίπτωσή της: στις ανάγκες του άνδρα και των παιδιών της.  Μετά ήρθαν και τα εγγόνια, αλλά δεν τα χάρηκε πολύ, επειδή τα παιδιά της ξενιτεύτηκαν με τις οικογένειές τους.
Δεν παραπονέθηκε σε κανέναν. Ακόμα κι όταν άκουγε την πίκρα του άνδρα της, προσπαθούσε να τονίσει τα θετικά, να τον εμψυχώσει, να στρέψει την προσοχή του μακριά από την απουσία των αγαπημένων τους. Αλλά κι απ’ τον θάνατο που όλο γυρόφερνε στη σκέψη τους. Σιγά σιγά χάνονταν και η δική της χαρά για τη ζωή, η ευχαρίστηση να ετοιμάζει περίπλοκα φαγητά ή νόστιμα, εποχικά γλυκά. Μήτε όνειρα δεν έβλεπε εκείνη την περίοδο, λες και γλιστρούσε συνέχεια προς ένα κενό.  Γι’ αυτό παραξενεύτηκε με το χθεσινό όνειρο. Θυμήθηκε πάλι τη γιαγιά της…∙ τυλιγμένη σε ένα γκρι σάλι, να πηγαίνει νωρίς το πρωί, κάθε γιορτή και Κυριακή, στην εκκλησιά. Ειδικά τα Χριστούγεννα, βρισκόταν εκεί από τις πέντε τα χαράματα. Την ώρα που θα έβγαλε έξω στο μπαλκόνι και την κούκλα-νύφη που της έραψε τότε. Ακόμα και σ’ εκείνους τους δύσκολους καιρούς της έδωσε χαρά… ο Άγιος Βασίλης.
Ένιωσε αίφνης την επιθυμία να χαρεί ως το μεδούλι αυτές τις γιορτές. Το σπίτι μοσχοβόλησε πάλι. Γέμισαν τα ωραία χριστουγεννιάτικα πιάτα με κουραμπιέδες, δίπλες και μελομακάρονα.  Βγήκαν από τα συρτάρια κεντήματα και τραπεζομάντηλα με γιορτινές απεικονίσεις, κι από τα ντουλάπια τα σχετικά διακοσμητικά.  Ετοιμάστηκε να κατέβει στην αποθήκη, να βρει τουλάχιστον το ξύλινο καραβάκι. Θα το έστηνε δίπλα στο παράθυρο, έστω και δίχως φωτάκια. Δεν πρόφτασε. Άκουσε να χτυπά το κουδούνι και παραξενεύτηκε. Ποιος θα τους επισκεπτόταν τώρα με την καραντίνα, συγγνώμη με τον… αποκλεισμό! Κοίταξε από το ματάκι της πόρτας, αλλά το μόνο που είδε ήταν ένα έλατο! Απόρησε και δεν τόλμησε να ανοίξει. Απομακρύνθηκε στο παράθυρο του σαλονιού, όπου κάποτε έπαιρνε θέση το δένδρο τους.
«Μα γιατί δεν βοηθάς καθόλου;», της φώναξε ο άνδρας της σέρνοντας πίσω του το τεράστιο έλατο. Αφέθηκε να μυρίζει τη μυρωδιά του δάσους με τα μάτια της κλειστά κι ένα αμυδρό χαμόγελο στα χείλη της. Λάτρευε τις εκπλήξεις.
 «Δεν θα ζούμε μόνο μη φυσιολογικές καταστάσεις…», απολογήθηκε εκείνος. «Ένα πέρασμα στη ζωή και σε συνήθειες του παρελθόντος είναι ίσως αυτό που μας χρειάζεται. Πάμε τώρα να βρούμε στολίδια και φωτάκια στην αποθήκη», συμπλήρωσε, τραβώντας την από το χέρι με ανυπομονησία μικρού παιδιού. 
                                      
**********

«Έλα επιτέλους! Τα εγγόνια ετοιμάζονται να μας πουν τα κάλαντα»! Τον είδε να έρχεται φρεσκοξυρισμένος, φορώντας το κόκκινο πουλόβερ με τον τάρανδο που του χάρισαν πέρσι τα παιδιά τους. Εκείνη επέλεξε την μπλούζα με το Χριστουγεννιάτικο δένδρο. Πήραν τη θέση τους μπροστά στον υπολογιστή και η οθόνη πλημμύρισε με τις φατσούλες των αγαπημένων τους εγγονών να τους τραγουδούν τα κάλαντα στ’ Αγγλικά. 
«Παππού, ευχαριστούμε πολύ για τα δώρα σας», τιτίβισε ο τρελούτσικός τους μικρός φιλόσοφος, δείχνοντας τα βιβλία –με  τη μυθολογία της αρχαίας Ελλάδας σε κόμικς- που του είχαν στείλει. «Γιαγιά, μου βρήκες την ωραιότερη βασίλισσα του χιονιού», συμπλήρωσε η εγγονή τους, σηκώνοντας ψηλά την κούκλα. 
«Θα μας δείξεις και τα δώρα που σου έφερε ο άγιος Βασίλης;», τη ρώτησε ο παππούς. Τους ξάφνιασε όμως η κατεργάρα με μια τσαχπίνικη απάντηση:  «φέτος ο Άγιος Βασίλης μάς ήρθε με κούριερ»! 
Η τέλεια ατάκα αποδόμησης! Ο άγιος των δώρων είχε απομυθοποιηθεί… Το πέρασμα του χρόνου είχε αγγίξει και τα παιδιά. Περιττός πλέον ο καταναλωτικός μύθος του βιομηχανοποιημένου αγίου, αν και παραμένει άγνωστη ή δίχως αντίκρισμα η ιστορία του αληθινού...
Η κόρη τους δεν ξεκολλούσε τα μάτια  από το δένδρο τους. «Μαμά, κρίμα να είστε μόνοι, φέτος μάλιστα που στόλισες καλύτερα από κάθε φορά»!
«Νιώθουμε μια απομόνωση, αλλά όχι μοναξιά», την καθησύχασε γλυκά, ενώ ο ζηλιαρόγατος γιος τους παραπονέθηκε:
«Δεν θυμάμαι να είχατε πάρει ποτέ τόσο όμορφο και ψηλό έλατο για μας σαν παιδιά».  
«Ευκαιρία να το διαλέξεις εσύ του χρόνου», αποκρίθηκε ο πατέρας του, «όταν θα είμαστε όλοι εδώ μαζί».
 Στο σαλόνι τους ακουγόταν διακριτικά μουσική τζαζ που προτιμούσε ο άνδρας της. Τα ξύλα έτριξαν στο τζάκι, ενώ η θαλπωρή του έδενε αρμονικά με τις μυρωδιές του έλατου. Εκείνη τυλίχτηκε την γκρι εσάρπα της  και αποχαιρέτησε με φιλιά στον αέρα τους αγαπημένους της. Ακόμα κι έτσι ήταν ευτυχισμένη. Και για λίγο δεν σκεφτόταν τίποτα άλλο.

Χρυσούλα Μελισσά-Χαλικιοπούλου 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Περιμένουμε τις απόψεις σας!