Αναστατώθηκε όλο το χωριό στην είδηση πως ο Χρήστος το όμορφο και μεγαλόψυχο παλικάρι αρραβωνιάστηκε με την Χριστίνα την ομορφότερη του χωριού.
Ο Μήτσος, ο Γιάννης, ο Κώτσος, λεβέντες ξακουστοί που έτρεμε η γη στο πάτημά τους, κρυφοκοίταξαν ανάμεσά τους όταν άκουσαν το μαντάτο του αρραβώνα. Όλα τα παλικάρια του χωριού έβλεπαν με γλυκό μάτι την Χριστίνα, όλα είχαν την κρυφή ελπίδα πως θα την κάνουν ταίρι τους, γιατί η Χριστίνα δεν ήταν μόνον η ομορφότερη, αλλά και η κορώνα της τιμής του χωριού.
Ο αδελφός της είχε σκοτωθεί στην Αλβανία, η μάνα της από χρόνια κοιμόταν στο μνήμα, το γέρο πατέρα της είχε μονάχα μα τα γεράματα του βάραιναν τα πόδια και του θόλωσαν το μάτι και το τουφέκι του κρέμονταν σκουριασμένο δίπλα του, μόνο η αγάπη της Χριστίνας βαστούσε ακόμα στον κόσμο τη ζωή του.
Ήταν μήνας θεριστής και ο ήλιος στο βασίλεμά του, όταν κατέβηκαν οι δύο αρραβωνιαστικοί στη στάση του λεωφορείου, τους χαιρέταγαν στο διάβα τους οι θεριστάδες.
Μα το καμαρωμένο ταίρι με λύπη περπατούσε.
Σαν τις στάλες τις δροσιάς που τις φωτίζει ο ήλιος λάμπανε τα δάκρυα στα μάτια της Χριστίνας και στα δροσάτα χείλια της έτρεμαν τα λόγια.
Άντε στο καλό και με καλό νάρθεις – είπε – κι έγειρε το χρυσό κεφάλι της στην αγκαλιά του Χρήστου.
Το ένα φιλί ακολουθεί το άλλο και τα φιλιά τα δάκρυα.
Οι αρραβωνιαστικοί χωρίστηκαν.
Θυμήσου να γυρίσεις…
Γρήγορα θα γυρίσω Χριστίνα μου.
Η κόρη πήρε το δρόμο για το σπίτι της με λύπη και ελπίδα μαζί στην καρδιά και ο νέος κίνησε για ξένη γη, για ξένα χώματα.
Που πηγαίνει ο Χρήστος; Ρωτούσαν τη Χριστίνα τα κορίτσια του χωριού.
Στη Γερμανία με πόνο αποκρίνονταν εκείνη.
Πολλά καλοκαίρια από την ημέρα του χωρισμού χρυσώθηκαν με στάχια τα χωράφια στου Γιάντσου τη Σκάλα και στου Βάξου τα Λιβάδια. Πολλούς χειμώνες άσπρισε ο Βερτίσκος από χιόνια, πολλές άνοιξες τα χελιδόνια γύρισαν, μα ο Χρήστος ακόμα να φανεί.
Μετρούσε η Χριστίνα τις μέρες, τους μήνες και τα χρόνια, σφούγγιζε τα δάκρυα που ο πόνος της έφερνε στα μάτια, βαστούσε στην καρδιά της τους στεναγμούς, μα ένα παράπονο δεν έφυγε από τα χείλη της, μια απελπισμένη σκέψη δεν πέρασε από τα λογικά της.
Γιατί δεν έρχεται ακόμη, τι τον κρατάει στα ξένα τον αρραβωνιαστικό σου Χριστίνα; Της έλεγαν οι νέες του χωριού.
Θα γυρίσει, γρήγορα θα γυρίσει, αποκρινόταν το μαραμένο στόμα!
Μα γιατί δεν σου γράφει; Γιατί δεν σου στέλνει χαιρετίσματα;
Γιατί είναι μακριά η Γερμανία και πως και με ποιον να μου τα στείλει;
Σε γελούν! Είναι διαβόλου χώρα η Γερμανία και οι Γερμανίδες μαργιόλες έχουν ποτά μαγικά και όλους τους μαγεύουν, ο Χρήστος όμορφος πολύ, λεβέντης, παλικάρι είναι εκεί λησμόνησέ τον πια.
Μα λησμονιέται η αγάπη και οι όρκοι που δώσαμε μπροστά στην Παναγιά.
Εκείνος όλα τα λησμόνησε, έρημο το σπίτι του άφησε, εσένα δεν σου γράφει, τι άλλο περιμένεις;
Το Χρήστο μονάχα, θα έρθει, θα γυρίσει… αφήστε με πια…
Και οι νέες έκαναν το σταυρό τους για τη μεγάλη πίστη και υπομονή της.
Τα χρόνια φεύγανε και η Χριστίνα περίμενε. Μια μυστική, γλυκιά φωνή της έλεγε πως θα γυρίσει, γιατί ο λόγος του δύο δεν γίνεται.
Του κάκου της έστελναν τα παλικάρια προξενιά, του κάκου το όμορφο αρχοντόπουλο, ο Παύλος του Σαπάρα, της έταζε πύργους και παλάτια, η καρδιά της για το Χρήστο έτρεμε και η ψυχή της σαν όνειρο τον έβλεπε να πατά το χώμα του χωριού.
Λησμόνησέ τον πια – της έλεγε ο πατέρας της – και πάρε τον Παύλο, Χριστίνα μου, χίλιες φορές μου μίλησε για σένα, ευτυχισμένη θα είσαι, το χρήμα το έχει και καλός και λεβέντης είναι. Χριστίνα με πήραν τα γεράματα, το βλέπεις, αύριο, μεθαύριο μοναχή και έρημη στον κόσμο θα μείνεις..
Τον όρκο μου, πατέρα, εγώ δεν τον χαλώ και με άλλον να ζήσω δεν γίνεται, αλλοίμονο σε μένα από την Παναγιά…
Σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό ο γέρος και είπε.
Άιντε του Θεού το θέλημα για σένα, παιδί μου, ας γίνει…
Μήνας δεν πέρασε και μια βραδιά πριν ακόμη η γλυκόφωνη του Άη Γιώργη καμπάνα τον εσπερινό σημάνει, έκλεισε ο γέροντας χριστιανικά τα μάτια με την γλυκιά ελπίδα να τα ξανανοίξει στον ουρανό.
Όλη η λεβεντιά τον ακολούθησε στην στερνή κατοικία του κι όλο το χωριό στον τάφο του έριξε το στερνό συχώριο και λίγο χώμα. Η Χριστίνα μαυροφορεμένη έχυνε πάνω στο μνήμα του τα χρυσά της μαλλιά και με της λύπης το τραγούδι μοιρολόγησε. Στον πόνο της επάνω θυμήθηκε και τον αποχωρισμό του Χρήστου.
Ο θάνατος του πατέρα της της έφερε στο νου την ιδέα, μήπως κι ο Χρήστος πέθανε. Για πρώτη φορά αυτό το μαύρο στοχασμό ξεστόμιζαν τα χείλη της. Ο Παύλος την άκουσε, έριξε ένα στεναγμό, σαν να του ξελάφρωσαν τα στήθη του κι έφυγε: Μόνος του στο δρόμο με τα φτερά της ευτυχίας πέταγε, περήφανα περπάταγε σαν αν ήταν από εκείνη τη στιγμή δικός του όλος ο κόσμος, πίστευε πως την άρνηση της Χριστίνας νίκησε πια.
Μια αυγή μονάχη η Χριστίνα βάδιζε προς το καπνοχώραφο.
Καλή μέρα, Χριστίνα, της λέει η μαμή του χωριού.
Καλή σου μέρα κυρά Κώσταινα.
Ξεκίνησες, κόρη μου;
Τι να κάνω κι αυτό γραφτό μου ήταν..
Όχι γραφτό σου, κόρη μου, μονάχη σου το θέλεις…
Ένας Θεός το ξέρει…
Για δεν παντρεύεσαι λοιπόν, παιδί μου; φτάνει το ναι μόνο να πεις και χίλιοι δυο λεβέντες μπροστά σου θάρθουνε με μιας ποιος να σε πρωτοπάρει;
Του Χρήστου η αγάπη! Και με ρωτάς ακόμη;
Μα εκείνη πάει τώρα πια…
Ποιος σου τόπε πως μ΄ αρνήθηκε;
Δεν είπα πως σ’ αρνήθηκε, μα ….οι πεθαμένοι κόρη μου στον κόσμο δεν γυρίζουν.
Τι λες; Για του Θεού το όνομα, τι λες; - είπε κι αναστηλώθηκε μπροστά στην κυρά Κώσταινα γεμάτη οργή και τρόμο.
Μην κάνεις έτσι κόρη μου, ξέρεις ο κόσμος τέτοια έχει.
Το θλιβερό μαντάτο πως το ξέρεις;
Γιο δεν έχω εγώ στη Γερμανία; Δύο φορές το χρόνο μου στέλνει χαιρετίσματα στο σταθμό της Θεσσαλονίκης. Στο σταθμό βρέθηκα προχτές να ρωτήσω τους σταθμάρχες και τους καμαρότους. Μαντάτο θλιβερό έχω για σένα Κώσταινα, φωνάζει ο σταθμάρχης, και η καρδιά μου σαν αστροπελέκι βρόντηξε στ΄ αυτιά μου – πες μου του λέω γρήγορα κι εκείνος αποκρίθηκε – ο Χρήστος, ο χωριανός σου, ο λεβέντης, της Χριστίνας ο γαμπρός…
Άιντε του λέγω.
Ώχ σώπα…
Μου το είπε παστρικά, πέθανε στη Γερμανία! Εγώ βαστούσα το σταυρό, κι όλοι οι συγχωριανοί τον έκλαιγαν πίσω.
Αχ σώπα – μουρμούρισε η Χριστίνα, κι έπεσε στην αγκαλιά της Κώσταινας σαν άψυχο κουφάρι.
Πίστεψε η δύστυχη στα λόγια της Κώσταινας…και δεν πέρασε από το μυαλό της πως ήταν η μαμή μιλημένη…..
Είναι όμορφη ακόμη η Χριστίνα, μ΄ όλο που οι πόνοι και οι δουλειές της μάραναν τη νιότη. Μέρα νύχτα κλαίει τον αρραβωνιαστικό της και τώρα τον κλαίει χωρίς ελπίδα, το ξέρει πως ο πόνος της δεν έχει πια γιατρικό. Χίλιες φορές στοχάστηκε να δώσει τέλος στη ζωή της, χίλιες φορές στης λαγκαδιάς το χείλος έφτασε αλλά και πάλι πίσω γύρισε.
Όλα τα έχασα – έλεγε – να χάσω και την ψυχή μου; Ο Θεός αυτό δεν θα μου το συγχωρήσει.
Και στην απελπισία της μια μονάχα παρηγοριά της έμενε πως θα τον ξαναβρεί στον ουρανό τον Χρήστο της.
Μια μέρα ξύπνησε πικραμένη περισσότερο από τις άλλες φορές, ήταν η μέρα που την αρραβωνιάστηκε! Θυμήθηκε τα πρώτα λόγια που της είπε, τη φωτιά του πρώτου φιλιού που της έδωσε, βούιζαν στ΄ αυτιά της σαν το φτερούγισμα της μέλισσας τα γλυκά λόγια του και η ευωδιά του χνώτου του της φαίνονταν πως τριγύριζε ακόμη στο πρόσωπό της. Τον έβλεπε με μάτια ολάνοιχτα προστάτη ζωντανό σαν να ήταν η ίδια εκείνη μέρα με όλη του τη λεβεντιά και την παλικαριά του.
Πως πέρασαν τα χρόνια!...
Τα δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της, σαν λιθάρι της βάραινε το στήθος, βρήκε μια μεριά έρημη και πήγε να κλάψει. Ένα πλατάνι μονάχο την σκίαζε, οι πράσινοι κάμποι γελούσαν από κάτω από τα μάτια της και στ’ ανθισμένα λιβάδια βοσκούσαν σκόρπια τα κοπάδια. Άκουγε από μακριά ζουρνάδες και νταούλια, οι δουλευτάδες γύριζαν με τραγούδια, ο κόσμος χαίρονταν, μα όλη αυτή η χαρά σαν κοφτερό μαχαίρι της περνά την καρδιά της, στάζουν τα δάκρυα από τα μάτια της και τρέμει το παράπονο στα χείλι της.
Πετούν τα μάτια της μακριά σαν να ήθελαν τον ουρανό να σκίσουν, σαν κάτι να γυρεύουν μέσα στο ατελείωτο διάστημα, μα η όραση δεν φτάνει, τρέμουν οι κόρες των ματιών, ανοιγοκλείνουν τα βλέφαρα, σκοτίστηκε το φως της, της πιάστηκε η πνοή της και σαν νεκρό το πονεμένο σώμα της πέφτει…
Στην άκρη του κάτω μαχαλά κάτω από τα πλατάνια είχε το σπίτι της η Χριστίνα. Τέσσερις τοίχοι ψηλοί και μαύροι στεγαζόμενοι από καλαμένια οροφή αποτελούσαν αυτό το οικοδόμημα όμοιο με λείψανο μεσαιωνικών χρόνων. Όσοι έβλεπαν τη νεράιδα αυτή έλεγαν: τι κρίμα! Η Χριστίνα να μένει σ’ αυτά τα ερείπια! Οι πόνοι και οι καημοί της ξενιτιάς που δέρνουν την καρδιά της καθιστούν αυτήν ωραιότερη και συμπαθέστερη. Η ιλαρή της φυσιογνωμία φωτίζονταν από μία χάρη ανέκφραστη.
Κανείς δεν είδε ποτέ τη Χριστίνα στον κοινό χορό της πλατείας των Χριστουγέννων και του Πάσχα. Όσες φορές πήγαινε στην εκκλησία αναμιγνύονταν με τις ευλαβείς γριές και επέστρεφε στο σπίτι της, το οποίο για χρόνια δεν είχε δεχθεί επίσκεψη χωριανών.
Ήταν η πρώτη μέρα των Χριστουγέννων μέρα πανηγυριού. Όλο το χωριό μαζεύονταν στην πλατεία.
Σε κάθε βήμα και ένα ειδύλλιο!
Πόσοι δεν διάλεξαν αυτή τη μέρα τη σύντροφο της ζωής τους!... Και ο Χρήστος δεν διάλεξε τη Χριστίνα του τα Χριστούγεννα;
Γιαυτό η μεγάλη γιορτή της Γέννησης του Χριστού αποτελεί για τη Χριστίνα την πιο γλυκιά ανάμνηση.
Ο χορός, ο συρτός, ο υπέρτερος ενός βάλς, αποτελούνταν από μακρά αλυσίδα χορευτών εκτάκτου παραστατικότητας και χορευτριών με λυγερή κορμοστασιά εξόχου πλαστικότητας. Η απλή μουσική που αποτελείται από ένα ζουρνά και ένα νταούλι, η κάπως βάναυση γι’ αυτιά εξευγενισμένα, συγκινεί βαθύτερα από τα κομμάτια του Βάγκνερ την καρδιά εκείνων που από παιδιά λικνίστηκαν με τα χαριτωμένα άσματα.
Χαρά και ευθυμία ζωηρότητα και αφέλεια, συγκεντρώνονται στην ιερή πλατεία. Άσματα και χοροί υποδέχονται την μεγάλη γιορτή της θρησκείας μας.
Η Χριστίνα δεν φαίνεται στον χορό!
Κατάκλειστη στο σπίτι της αισθάνθηκε αυτή τη στιγμή τη θλίψη να γεμίζει την καρδιά της. Άνοιξε το ένα παραθυρόφυλλο και από εκεί διαχέονταν μέσα στο φτωχόσπιτό της ο ήχος του αγαλόμενου πλήθους. Δάκρυσε. Ασυναίσθητα ατένισε το βλέμμα της προς τον απότομο Βερτίσκο.
Η Χριστίνα ήλπιζε!....
Είχαν συμπληρωθεί πολλά χρόνια απ’ όταν είχε αναχωρήσει ο Χρήστος της. Οι μήνες διαδέχονταν ο ένας τον άλλο και ο Χρήστος της δεν φαίνονταν.
Είχε δύσει ήδη ο ήλιος και όλοι οι Χριστιανοί επέστρεφαν στα σπίτια τους χαρούμενοι. Όλοι διασκέδαζαν μόνο η Χριστίνα έκλαιε η παντέρημη.
Το πανδαιμόνιο εκείνο του αγαλόμενου πλήθους σίγησε σε λίγο. Και η νύχτα περίπτυξε στις μελανές αγκάλες της όλο το χωριό. Σιγή επικράτησε παντού.
Απόκοσμο βουητό ακούγονταν κοντά στο σπίτι της Χριστίνας. Οι ονειροπολήσεις της ξαφνικά προσέγγισαν προς στιγμή την πραγματικότητα. Χίλιες φορές και όχι μία ίσως υπέθεσε η Χριστίνα ότι ενδέχεται να είναι ο Χρήστος της. Αλλά έσβησε και η αμυδρότατη αυτή ελπίδα που έλαμψε στο πρόσωπό της με ταχύτητα διάττοντος αστέρος. Η βουή νέκρωσε βαθμιαία έξω από το σπίτι της. Ποιος να ήταν άραγε; Ψιθύρισε η Χριστίνα. Κάθε άλλος και όχι ο Χρήστος της!...
Βηματισμοί ακουστήκαν και η Χριστίνα νόμισε ότι παράκουσε.
Τα βήματα ακουστήκαν ήδη πλησιέστερα στο σπίτι της Χριστίνας και όμως αυτή δεν τόλμησε να ρωτήσει ποιος είναι ο άγνωστος, ξένος ή χωριανός.
Και όταν χτύπησε την πόρτα της δεν ανταποκρίθηκε. Νόμισε ότι παράκουσε.
- Στου λήθαργου τον ύπνο ακούει του Χρήστου την φωνή, που γλυκά την φωνάζει, τρέμουν λαχταρούν τα νεύρα της, όχι δεν είναι όνειρο, του Χρήστου είναι η φωνή, βαρύ αφήνει στεναγμό, ανοιγοκλείνουν τα μάτια της, ξανάρθε η ζωή.
Όταν άνοιξε επιτέλους την πόρτα βρέθηκε μπροστά στο Χρήστο της.
Χρήστο – του λέει απ’ τον κάτω ….. κόσμο.
Ποιο κάτω κόσμο, Χριστίνα μου; Ο Χρήστος είμαι, έλα στα λογικά σου, δεν στο είπα, θα γυρίσω; Έφερα αμέτρητα μάρκα και για σένα μαργαριτάρια….
Αχ μούπαν πως πέθανες….η Κώσταινα μου ορκίστηκε, αυτός ο πόνος μ’ έφαγε, τα πόδια μου τρέμουν.
Αδύνατο απ ' τα βάσανα, δεν μπόρεσε η θλιμμένη να την βαστάξει τη χαρά, το Χρήστο πως ξανάδε.
Έγειρε το κεφάλι της στην αγκαλιά του επάνω, και μ’ ένα φίλημα γλυκό του άφησε στο στόμα αγάπη και ζωή.
Οι χωριανοί μαζεύτηκαν στο σπίτι της και τα «ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ» αντήχησαν στο ερημικό έως τότε σπίτι της. Τι θαυμάσιος χαιρετισμός!
Την δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων η Χριστίνα κοσμούσε τον χορό.
Ο Χρήστος την καμάρωνε.
Ο Μήτσος, ο Γιάννης, ο Κώτσος, λεβέντες ξακουστοί που έτρεμε η γη στο πάτημά τους, κρυφοκοίταξαν ανάμεσά τους όταν άκουσαν το μαντάτο του αρραβώνα. Όλα τα παλικάρια του χωριού έβλεπαν με γλυκό μάτι την Χριστίνα, όλα είχαν την κρυφή ελπίδα πως θα την κάνουν ταίρι τους, γιατί η Χριστίνα δεν ήταν μόνον η ομορφότερη, αλλά και η κορώνα της τιμής του χωριού.
Ο αδελφός της είχε σκοτωθεί στην Αλβανία, η μάνα της από χρόνια κοιμόταν στο μνήμα, το γέρο πατέρα της είχε μονάχα μα τα γεράματα του βάραιναν τα πόδια και του θόλωσαν το μάτι και το τουφέκι του κρέμονταν σκουριασμένο δίπλα του, μόνο η αγάπη της Χριστίνας βαστούσε ακόμα στον κόσμο τη ζωή του.
Ήταν μήνας θεριστής και ο ήλιος στο βασίλεμά του, όταν κατέβηκαν οι δύο αρραβωνιαστικοί στη στάση του λεωφορείου, τους χαιρέταγαν στο διάβα τους οι θεριστάδες.
Μα το καμαρωμένο ταίρι με λύπη περπατούσε.
Σαν τις στάλες τις δροσιάς που τις φωτίζει ο ήλιος λάμπανε τα δάκρυα στα μάτια της Χριστίνας και στα δροσάτα χείλια της έτρεμαν τα λόγια.
Άντε στο καλό και με καλό νάρθεις – είπε – κι έγειρε το χρυσό κεφάλι της στην αγκαλιά του Χρήστου.
Το ένα φιλί ακολουθεί το άλλο και τα φιλιά τα δάκρυα.
Οι αρραβωνιαστικοί χωρίστηκαν.
Θυμήσου να γυρίσεις…
Γρήγορα θα γυρίσω Χριστίνα μου.
Η κόρη πήρε το δρόμο για το σπίτι της με λύπη και ελπίδα μαζί στην καρδιά και ο νέος κίνησε για ξένη γη, για ξένα χώματα.
Που πηγαίνει ο Χρήστος; Ρωτούσαν τη Χριστίνα τα κορίτσια του χωριού.
Στη Γερμανία με πόνο αποκρίνονταν εκείνη.
Πολλά καλοκαίρια από την ημέρα του χωρισμού χρυσώθηκαν με στάχια τα χωράφια στου Γιάντσου τη Σκάλα και στου Βάξου τα Λιβάδια. Πολλούς χειμώνες άσπρισε ο Βερτίσκος από χιόνια, πολλές άνοιξες τα χελιδόνια γύρισαν, μα ο Χρήστος ακόμα να φανεί.
Μετρούσε η Χριστίνα τις μέρες, τους μήνες και τα χρόνια, σφούγγιζε τα δάκρυα που ο πόνος της έφερνε στα μάτια, βαστούσε στην καρδιά της τους στεναγμούς, μα ένα παράπονο δεν έφυγε από τα χείλη της, μια απελπισμένη σκέψη δεν πέρασε από τα λογικά της.
Γιατί δεν έρχεται ακόμη, τι τον κρατάει στα ξένα τον αρραβωνιαστικό σου Χριστίνα; Της έλεγαν οι νέες του χωριού.
Θα γυρίσει, γρήγορα θα γυρίσει, αποκρινόταν το μαραμένο στόμα!
Μα γιατί δεν σου γράφει; Γιατί δεν σου στέλνει χαιρετίσματα;
Γιατί είναι μακριά η Γερμανία και πως και με ποιον να μου τα στείλει;
Σε γελούν! Είναι διαβόλου χώρα η Γερμανία και οι Γερμανίδες μαργιόλες έχουν ποτά μαγικά και όλους τους μαγεύουν, ο Χρήστος όμορφος πολύ, λεβέντης, παλικάρι είναι εκεί λησμόνησέ τον πια.
Μα λησμονιέται η αγάπη και οι όρκοι που δώσαμε μπροστά στην Παναγιά.
Εκείνος όλα τα λησμόνησε, έρημο το σπίτι του άφησε, εσένα δεν σου γράφει, τι άλλο περιμένεις;
Το Χρήστο μονάχα, θα έρθει, θα γυρίσει… αφήστε με πια…
Και οι νέες έκαναν το σταυρό τους για τη μεγάλη πίστη και υπομονή της.
Τα χρόνια φεύγανε και η Χριστίνα περίμενε. Μια μυστική, γλυκιά φωνή της έλεγε πως θα γυρίσει, γιατί ο λόγος του δύο δεν γίνεται.
Του κάκου της έστελναν τα παλικάρια προξενιά, του κάκου το όμορφο αρχοντόπουλο, ο Παύλος του Σαπάρα, της έταζε πύργους και παλάτια, η καρδιά της για το Χρήστο έτρεμε και η ψυχή της σαν όνειρο τον έβλεπε να πατά το χώμα του χωριού.
Λησμόνησέ τον πια – της έλεγε ο πατέρας της – και πάρε τον Παύλο, Χριστίνα μου, χίλιες φορές μου μίλησε για σένα, ευτυχισμένη θα είσαι, το χρήμα το έχει και καλός και λεβέντης είναι. Χριστίνα με πήραν τα γεράματα, το βλέπεις, αύριο, μεθαύριο μοναχή και έρημη στον κόσμο θα μείνεις..
Τον όρκο μου, πατέρα, εγώ δεν τον χαλώ και με άλλον να ζήσω δεν γίνεται, αλλοίμονο σε μένα από την Παναγιά…
Σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό ο γέρος και είπε.
Άιντε του Θεού το θέλημα για σένα, παιδί μου, ας γίνει…
Μήνας δεν πέρασε και μια βραδιά πριν ακόμη η γλυκόφωνη του Άη Γιώργη καμπάνα τον εσπερινό σημάνει, έκλεισε ο γέροντας χριστιανικά τα μάτια με την γλυκιά ελπίδα να τα ξανανοίξει στον ουρανό.
Όλη η λεβεντιά τον ακολούθησε στην στερνή κατοικία του κι όλο το χωριό στον τάφο του έριξε το στερνό συχώριο και λίγο χώμα. Η Χριστίνα μαυροφορεμένη έχυνε πάνω στο μνήμα του τα χρυσά της μαλλιά και με της λύπης το τραγούδι μοιρολόγησε. Στον πόνο της επάνω θυμήθηκε και τον αποχωρισμό του Χρήστου.
Ο θάνατος του πατέρα της της έφερε στο νου την ιδέα, μήπως κι ο Χρήστος πέθανε. Για πρώτη φορά αυτό το μαύρο στοχασμό ξεστόμιζαν τα χείλη της. Ο Παύλος την άκουσε, έριξε ένα στεναγμό, σαν να του ξελάφρωσαν τα στήθη του κι έφυγε: Μόνος του στο δρόμο με τα φτερά της ευτυχίας πέταγε, περήφανα περπάταγε σαν αν ήταν από εκείνη τη στιγμή δικός του όλος ο κόσμος, πίστευε πως την άρνηση της Χριστίνας νίκησε πια.
Μια αυγή μονάχη η Χριστίνα βάδιζε προς το καπνοχώραφο.
Καλή μέρα, Χριστίνα, της λέει η μαμή του χωριού.
Καλή σου μέρα κυρά Κώσταινα.
Ξεκίνησες, κόρη μου;
Τι να κάνω κι αυτό γραφτό μου ήταν..
Όχι γραφτό σου, κόρη μου, μονάχη σου το θέλεις…
Ένας Θεός το ξέρει…
Για δεν παντρεύεσαι λοιπόν, παιδί μου; φτάνει το ναι μόνο να πεις και χίλιοι δυο λεβέντες μπροστά σου θάρθουνε με μιας ποιος να σε πρωτοπάρει;
Του Χρήστου η αγάπη! Και με ρωτάς ακόμη;
Μα εκείνη πάει τώρα πια…
Ποιος σου τόπε πως μ΄ αρνήθηκε;
Δεν είπα πως σ’ αρνήθηκε, μα ….οι πεθαμένοι κόρη μου στον κόσμο δεν γυρίζουν.
Τι λες; Για του Θεού το όνομα, τι λες; - είπε κι αναστηλώθηκε μπροστά στην κυρά Κώσταινα γεμάτη οργή και τρόμο.
Μην κάνεις έτσι κόρη μου, ξέρεις ο κόσμος τέτοια έχει.
Το θλιβερό μαντάτο πως το ξέρεις;
Γιο δεν έχω εγώ στη Γερμανία; Δύο φορές το χρόνο μου στέλνει χαιρετίσματα στο σταθμό της Θεσσαλονίκης. Στο σταθμό βρέθηκα προχτές να ρωτήσω τους σταθμάρχες και τους καμαρότους. Μαντάτο θλιβερό έχω για σένα Κώσταινα, φωνάζει ο σταθμάρχης, και η καρδιά μου σαν αστροπελέκι βρόντηξε στ΄ αυτιά μου – πες μου του λέω γρήγορα κι εκείνος αποκρίθηκε – ο Χρήστος, ο χωριανός σου, ο λεβέντης, της Χριστίνας ο γαμπρός…
Άιντε του λέγω.
Ώχ σώπα…
Μου το είπε παστρικά, πέθανε στη Γερμανία! Εγώ βαστούσα το σταυρό, κι όλοι οι συγχωριανοί τον έκλαιγαν πίσω.
Αχ σώπα – μουρμούρισε η Χριστίνα, κι έπεσε στην αγκαλιά της Κώσταινας σαν άψυχο κουφάρι.
Πίστεψε η δύστυχη στα λόγια της Κώσταινας…και δεν πέρασε από το μυαλό της πως ήταν η μαμή μιλημένη…..
Είναι όμορφη ακόμη η Χριστίνα, μ΄ όλο που οι πόνοι και οι δουλειές της μάραναν τη νιότη. Μέρα νύχτα κλαίει τον αρραβωνιαστικό της και τώρα τον κλαίει χωρίς ελπίδα, το ξέρει πως ο πόνος της δεν έχει πια γιατρικό. Χίλιες φορές στοχάστηκε να δώσει τέλος στη ζωή της, χίλιες φορές στης λαγκαδιάς το χείλος έφτασε αλλά και πάλι πίσω γύρισε.
Όλα τα έχασα – έλεγε – να χάσω και την ψυχή μου; Ο Θεός αυτό δεν θα μου το συγχωρήσει.
Και στην απελπισία της μια μονάχα παρηγοριά της έμενε πως θα τον ξαναβρεί στον ουρανό τον Χρήστο της.
Μια μέρα ξύπνησε πικραμένη περισσότερο από τις άλλες φορές, ήταν η μέρα που την αρραβωνιάστηκε! Θυμήθηκε τα πρώτα λόγια που της είπε, τη φωτιά του πρώτου φιλιού που της έδωσε, βούιζαν στ΄ αυτιά της σαν το φτερούγισμα της μέλισσας τα γλυκά λόγια του και η ευωδιά του χνώτου του της φαίνονταν πως τριγύριζε ακόμη στο πρόσωπό της. Τον έβλεπε με μάτια ολάνοιχτα προστάτη ζωντανό σαν να ήταν η ίδια εκείνη μέρα με όλη του τη λεβεντιά και την παλικαριά του.
Πως πέρασαν τα χρόνια!...
Τα δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της, σαν λιθάρι της βάραινε το στήθος, βρήκε μια μεριά έρημη και πήγε να κλάψει. Ένα πλατάνι μονάχο την σκίαζε, οι πράσινοι κάμποι γελούσαν από κάτω από τα μάτια της και στ’ ανθισμένα λιβάδια βοσκούσαν σκόρπια τα κοπάδια. Άκουγε από μακριά ζουρνάδες και νταούλια, οι δουλευτάδες γύριζαν με τραγούδια, ο κόσμος χαίρονταν, μα όλη αυτή η χαρά σαν κοφτερό μαχαίρι της περνά την καρδιά της, στάζουν τα δάκρυα από τα μάτια της και τρέμει το παράπονο στα χείλι της.
Πετούν τα μάτια της μακριά σαν να ήθελαν τον ουρανό να σκίσουν, σαν κάτι να γυρεύουν μέσα στο ατελείωτο διάστημα, μα η όραση δεν φτάνει, τρέμουν οι κόρες των ματιών, ανοιγοκλείνουν τα βλέφαρα, σκοτίστηκε το φως της, της πιάστηκε η πνοή της και σαν νεκρό το πονεμένο σώμα της πέφτει…
Στην άκρη του κάτω μαχαλά κάτω από τα πλατάνια είχε το σπίτι της η Χριστίνα. Τέσσερις τοίχοι ψηλοί και μαύροι στεγαζόμενοι από καλαμένια οροφή αποτελούσαν αυτό το οικοδόμημα όμοιο με λείψανο μεσαιωνικών χρόνων. Όσοι έβλεπαν τη νεράιδα αυτή έλεγαν: τι κρίμα! Η Χριστίνα να μένει σ’ αυτά τα ερείπια! Οι πόνοι και οι καημοί της ξενιτιάς που δέρνουν την καρδιά της καθιστούν αυτήν ωραιότερη και συμπαθέστερη. Η ιλαρή της φυσιογνωμία φωτίζονταν από μία χάρη ανέκφραστη.
Κανείς δεν είδε ποτέ τη Χριστίνα στον κοινό χορό της πλατείας των Χριστουγέννων και του Πάσχα. Όσες φορές πήγαινε στην εκκλησία αναμιγνύονταν με τις ευλαβείς γριές και επέστρεφε στο σπίτι της, το οποίο για χρόνια δεν είχε δεχθεί επίσκεψη χωριανών.
Ήταν η πρώτη μέρα των Χριστουγέννων μέρα πανηγυριού. Όλο το χωριό μαζεύονταν στην πλατεία.
Σε κάθε βήμα και ένα ειδύλλιο!
Πόσοι δεν διάλεξαν αυτή τη μέρα τη σύντροφο της ζωής τους!... Και ο Χρήστος δεν διάλεξε τη Χριστίνα του τα Χριστούγεννα;
Γιαυτό η μεγάλη γιορτή της Γέννησης του Χριστού αποτελεί για τη Χριστίνα την πιο γλυκιά ανάμνηση.
Ο χορός, ο συρτός, ο υπέρτερος ενός βάλς, αποτελούνταν από μακρά αλυσίδα χορευτών εκτάκτου παραστατικότητας και χορευτριών με λυγερή κορμοστασιά εξόχου πλαστικότητας. Η απλή μουσική που αποτελείται από ένα ζουρνά και ένα νταούλι, η κάπως βάναυση γι’ αυτιά εξευγενισμένα, συγκινεί βαθύτερα από τα κομμάτια του Βάγκνερ την καρδιά εκείνων που από παιδιά λικνίστηκαν με τα χαριτωμένα άσματα.
Χαρά και ευθυμία ζωηρότητα και αφέλεια, συγκεντρώνονται στην ιερή πλατεία. Άσματα και χοροί υποδέχονται την μεγάλη γιορτή της θρησκείας μας.
Η Χριστίνα δεν φαίνεται στον χορό!
Κατάκλειστη στο σπίτι της αισθάνθηκε αυτή τη στιγμή τη θλίψη να γεμίζει την καρδιά της. Άνοιξε το ένα παραθυρόφυλλο και από εκεί διαχέονταν μέσα στο φτωχόσπιτό της ο ήχος του αγαλόμενου πλήθους. Δάκρυσε. Ασυναίσθητα ατένισε το βλέμμα της προς τον απότομο Βερτίσκο.
Η Χριστίνα ήλπιζε!....
Είχαν συμπληρωθεί πολλά χρόνια απ’ όταν είχε αναχωρήσει ο Χρήστος της. Οι μήνες διαδέχονταν ο ένας τον άλλο και ο Χρήστος της δεν φαίνονταν.
Είχε δύσει ήδη ο ήλιος και όλοι οι Χριστιανοί επέστρεφαν στα σπίτια τους χαρούμενοι. Όλοι διασκέδαζαν μόνο η Χριστίνα έκλαιε η παντέρημη.
Το πανδαιμόνιο εκείνο του αγαλόμενου πλήθους σίγησε σε λίγο. Και η νύχτα περίπτυξε στις μελανές αγκάλες της όλο το χωριό. Σιγή επικράτησε παντού.
Απόκοσμο βουητό ακούγονταν κοντά στο σπίτι της Χριστίνας. Οι ονειροπολήσεις της ξαφνικά προσέγγισαν προς στιγμή την πραγματικότητα. Χίλιες φορές και όχι μία ίσως υπέθεσε η Χριστίνα ότι ενδέχεται να είναι ο Χρήστος της. Αλλά έσβησε και η αμυδρότατη αυτή ελπίδα που έλαμψε στο πρόσωπό της με ταχύτητα διάττοντος αστέρος. Η βουή νέκρωσε βαθμιαία έξω από το σπίτι της. Ποιος να ήταν άραγε; Ψιθύρισε η Χριστίνα. Κάθε άλλος και όχι ο Χρήστος της!...
Βηματισμοί ακουστήκαν και η Χριστίνα νόμισε ότι παράκουσε.
Τα βήματα ακουστήκαν ήδη πλησιέστερα στο σπίτι της Χριστίνας και όμως αυτή δεν τόλμησε να ρωτήσει ποιος είναι ο άγνωστος, ξένος ή χωριανός.
Και όταν χτύπησε την πόρτα της δεν ανταποκρίθηκε. Νόμισε ότι παράκουσε.
- Στου λήθαργου τον ύπνο ακούει του Χρήστου την φωνή, που γλυκά την φωνάζει, τρέμουν λαχταρούν τα νεύρα της, όχι δεν είναι όνειρο, του Χρήστου είναι η φωνή, βαρύ αφήνει στεναγμό, ανοιγοκλείνουν τα μάτια της, ξανάρθε η ζωή.
Όταν άνοιξε επιτέλους την πόρτα βρέθηκε μπροστά στο Χρήστο της.
Χρήστο – του λέει απ’ τον κάτω ….. κόσμο.
Ποιο κάτω κόσμο, Χριστίνα μου; Ο Χρήστος είμαι, έλα στα λογικά σου, δεν στο είπα, θα γυρίσω; Έφερα αμέτρητα μάρκα και για σένα μαργαριτάρια….
Αχ μούπαν πως πέθανες….η Κώσταινα μου ορκίστηκε, αυτός ο πόνος μ’ έφαγε, τα πόδια μου τρέμουν.
Αδύνατο απ ' τα βάσανα, δεν μπόρεσε η θλιμμένη να την βαστάξει τη χαρά, το Χρήστο πως ξανάδε.
Έγειρε το κεφάλι της στην αγκαλιά του επάνω, και μ’ ένα φίλημα γλυκό του άφησε στο στόμα αγάπη και ζωή.
Οι χωριανοί μαζεύτηκαν στο σπίτι της και τα «ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ» αντήχησαν στο ερημικό έως τότε σπίτι της. Τι θαυμάσιος χαιρετισμός!
Την δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων η Χριστίνα κοσμούσε τον χορό.
Ο Χρήστος την καμάρωνε.
Μπεκιάρης Δ. Σταμάτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!