«Όχι, όχι. Δεν υπάρχει περίπτωση να το φορέσω αυτό», φώναξε, κοιτάζοντας την υπηρέτρια της με μισό μάτι, βγάζοντας κάτι κραυγές, καθώς απομακρυνόταν από κοντά της.
Η Ντανιέλα, μέρες τώρα, ξυπνούσε από τα άγρια χαράματα. Φρόντιζε όλες τις δουλειές του σπιτιού, ώστε να είναι έτοιμη να βγει στην αγορά. Να αναζητήσει το καλύτερο ένδυμα για την κυρά. Να ανακαλύψει το πιο μαγευτικό φόρεμα, το ένα και μοναδικό, που θα ήταν άξιο να κλέψει την παράσταση στο ρεβεγιόν της πρωτοχρονιάς, με τα βλέμματα όλων στραμμένα πάνω στην κυρία που θα φορούσε το αστέρι της χρονιάς.
Περπάτησε ώρες. Έψαξε σε κάθε γωνιά, μικρή και μεγάλη. Επισκέφτηκε τα πιο διάσημα και γνωστά καταστήματα της πόλης. Τις πιο φημισμένες μοδίστρες, που θα ήταν ικανές να μεγαλουργήσουν. Λαμπερό, γυαλιστερό, φανταχτερό, με μια σέξι πλευρά, όχι αποκαλυπτική, αλλά σαγηνευτική, που προξενεί ένα μυστήριο, που ποθείς να το ανακαλύψεις και να το κατακτήσεις, ήταν οι χαρακτηρισμοί που ταίριαζαν στο φόρεμα, εκείνο, που θα εκπλήρωνε κάθε φαντασία της κυράς της.
Όνειρα, πλούτη, μεγαλεία. Αχ, και τι δεν θα έδινε η κυρά της, για να έχει ολόκληρο τον κόσμο δικό της. Να κατακτήσει τη γη και τους ανθρώπους της. Το μέσον για την επίτευξη των πόθων της. Κάτω από το φως των άστρων και του φεγγαριού, στην πιο όμορφη γωνιά του σπιτιού. Κοιτάζοντας από το παράθυρο, ονειροπολώντας το φόρεμα και την μαγευτική βραδιά, στο πάρτι που θα διοργάνωνε σπίτι της, όπου θα μετατρεπόταν στο πιο λαμπερό αστέρι του ουρανού· το πιο ξεχωριστό. Η μοναδική στιγμή που χαμογελούσε η κυρά.
Μα το χαμόγελο σβήστηκε από τα χείλη της. Δυο μάτια την κοιτούσαν, με τόση λάμψη, σαν να είχε έρθει η βραδιά, που θα ντυνόταν στα χρυσά. Όμως, μόνο μια λευκή νυχτικιά φορούσε. Απογοητευμένη, αντίκρισε κατάματα τον ξένο που την κοιτούσε. Μα προς έκπληξη της, ένα παιδί χαμένο και ταλαιπωρημένο, στεκόταν εκεί μόνο. Δεν ήξερε αν έπρεπε να νευριάσει και να το διώξει ή να το αγνοήσει και να χαθεί ξανά στα όνειρα της. Όμως, δεν μπορούσε να αντισταθεί σε αυτή τη λάμψη των ματιών του, στη δημιουργία της χρυσόσκονης του. «Άραγε από πού να πηγάζει;», αναρωτήθηκε. Φόρεσε το παλτό της, βγήκε έξω και τον πλησίασε.
Ντροπιασμένος, κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο, με βλέμμα στραμμένο προς το πάτωμα, καθώς η κυρά εμφανίστηκε μπροστά του με ένα λευκό παλτό σαν άγγελος. Πλέον, παρατηρούσε καθαρά, υπό το φως της λάμπας, τα ξεφτισμένα ρούχα του παιδιού, που κατοικούσαν σε ένα σώμα λεπτό, σαν σκελετός, μέσα στη λάσπη βουτηγμένο. Με το μαντήλι της, σήκωσε το κεφάλι του παιδιού και τα μάτια τους συναντήθηκαν. Το αυστηρό της βλέμμα μεταμορφώθηκε σε φιλικό, καθώς στα μάτια του παραδόθηκε, στην μαγεία αυτή, που αντανακλούσε το παιδικό της όνειρο, που της θύμιζε την Τίνκερμπελ.
Έμεινε σιωπηλή, να αναπολεί τα παιδικά της όνειρα, το σώμα της που όταν ήτανε μικρή, με χρυσόσκονη είχε ντυθεί, μετατρέποντας τα φτωχικά της ρούχα σε μια μαγική δημιουργία, που στον ουρανό την έκαναν να πετά, καθώς γινόταν το πιο λαμπερό αστέρι της βραδιάς. «Παιδικές φαντασιώσεις», αναφώνησε, με βλέμμα έκπληξης στο πρόσωπο της και ένα μικρό γελάκι στα χειλάκια της, που την έκαναν στον ουρανό ψηλά τα αστέρια να κοιτάξει και να χαμογελάσει.
«Πως σε λένε;», του είπε με γλυκιά φωνή. «Άντριου, κυρία», απάντησε ντροπαλά, καθώς στα μάτια την κοιτούσε. Μαγεμένη από τα μάτια του που άστραφταν σαν χρυσάφι, θυμίζοντας της, όνειρα παλιά, στο σπίτι της μέσα τον προσκάλεσε. Τον φρόντισε, και λουσμένο, με ρούχα καθαρά τον έντυσε και στο κρεβάτι τον άφησε, να κοιμηθεί και να φαντασιωθεί, όλα όσα ήθελε να γίνει, όπως έκανε και αυτή μικρή.
Είχε έρθει η στιγμή που όλα της τα όνειρα θα γίνονταν αληθινά. Δούλεψε πολύ σκληρά για να αποκτήσει όσα στα παιδικά της χρόνια στερήθηκε. Ακόμη, και το φαγητό, που πολλές φορές απουσίαζε από το πατρικό της. Κατάφερε να γίνει μεγάλη και τρανή. Να αποκτήσει το δικό της εκθαμβωτικό σπίτι των ονείρων της. Την υπηρέτρια που φανταζόταν από μικρή πως θα την υπηρετεί, καθώς θα είχε γίνει πια πλούσια. Η μόνη επιθυμία που δεν είχε ικανοποιηθεί ήταν να γίνει το αστέρι της βραδιάς, που τόσο λαχταρούσε. Ντυμένη με το πιο αστραφτερό, γκλάμουρ φόρεμα, που θα τους άφηνε όλους με το στόμα ανοιχτό και με μια απορία στο μυαλό: «Ποιο είναι αυτό το λαμπερό αστέρι;». Έτσι, έκλεισε τα μάτια της και βυθίστηκε στην ονειροπόληση της μεγάλης της στιγμής, της αυριανής.
Ξημέρωσε. Ο ήλιος έλαμπε. Φώτιζε την κάθε γωνιά του σπιτιού. Η κυρά κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο που κοιμόταν ο Άντριου. Άνοιξε την πόρτα και τον είδε να της χαμογελά. Έμειναν να συζητούν για ώρες ολόκληρες, καθώς έτρωγαν μαζί το πρωινό που τους είχε ετοιμάσει η Ντανιέλα. Της εκμυστηρεύτηκε πως το είχε σκάσει από το ορφανοτροφείο, για να βρει κάπου αλλού να μείνει, μιας που πλησίαζε η εποχή να κλείσει. Τα έσοδα ήταν λιγοστά. Δεν είχε βρεθεί κανένας να μπορέσει να καλύψει όλα τα χρέη του ορφανοτροφείου. Και, έτσι, αναγκαστικά θα έκλεινε, της είπε ο Άντριου, με μάτια θλιμμένα, με τα δάκρυα να προσπαθούν να συγκρατηθούν για να μην παρασυρθούν και αφεθούν ελεύθερα στα μάγουλα του.
Η κυρά έβλεπε τη λάμψη να μεταμορφώνεται σε θλίψη. Δεν άντεχε στο θέαμα να χάνει τη λάμψη, που τόσο αγαπούσε, από οπουδήποτε και αν προερχόταν. Γι’ αυτό σκέφτηκε να χαρίσει στα παιδιά του ορφανοτροφείου την τελευταία μαγική τους βραδιά, καλώντας τους στο πάρτι που θα διοργάνωνε, απόψε, παραμονή πρωτοχρονιάς, στο σπίτι της. Εξέφρασε στον Άντριου την σκέψη της, και αμέσως, το πρόσωπο του φωτίστηκε. Η λάμψη είχε επιστρέψει.
Όλοι οι καλεσμένοι είχαν φτάσει. Προσκεκλημένοι άνθρωποι απλοί, αλλά και διάσημοι. Τα παιδιά του ορφανοτροφείου μαζί με το προσωπικό ήταν και αυτά εκεί. Περίμεναν όλοι τη στιγμή που θα εμφανιζόταν η οικοδέσποινα τους. Η Ντανιέλα μοίρασε στα παιδιά τα δώρα που της είχε πει, τελευταία στιγμή, η κυρά της να τους αγοράσει. Χαρές, γέλια και φωνές απλώθηκαν στο σπίτι, με την χαρούμενη μουσική να συμπαραστέκεται στα παιδιά, παρασέρνοντας και τους μεγάλους σε αυτό το ευτυχισμένο συμβάν.
«Όχι, όχι. Δεν υπάρχει περίπτωση να το φορέσω αυτό», φώναξε, κοιτάζοντας την υπηρέτρια της με μισό μάτι, βγάζοντας κάτι κραυγές, καθώς απομακρυνόταν από κοντά της.
«Μα, κυρία», είπε διστακτικά η Ντανιέλα, και συνέχισε: «Το φόρεμα είναι όπως ακριβώς το θέλατε. Όπως ονειρευόσασταν τόσα χρόνια. Μοναδικό στον πλανήτη γη, το πιο αστραφτερό, το πιο ακριβό, γεμάτο με διαμάντια που λάμπουν, να στολίζουν το καλλίγραμμο σώμα σας. Είναι σίγουρο πως θα κλέψετε τις εντυπώσεις της βραδιάς και θα υποδεχτείτε τον νέο χρόνο φορώντας την χρυσόσκονη της παιδικής σας ηρωίδας, της Τίνκερμπελ».
«Το ξέρω Ντανιέλα. Το ξέρω. Έκανες την καλύτερη δουλειά. Αλλά, καθώς κοιτούσα, κρυμμένη πίσω από μια γωνιά, τη λάμψη των παιδιών, όταν τους μοίρασες τα δώρα, και γνωρίζοντας ότι πολύ γρήγορα αυτή η λάμψη θα χαθεί, δεν μπορώ να φορέσω αυτό το πανάκριβο φόρεμα. Αισθάνομαι ντροπή, Ντανιέλα. Κατάλαβε με», είπε αρπάζοντας το φόρεμα από τα χέρια της Ντανιέλας και πετώντας το στο κρεβάτι.
«Και όμως κυρία, μπορείτε να κάνετε κάτι γι’ αυτό. Αρκεί να το θέλετε πραγματικά!», είπε η Ντανιέλα χαμογελώντας, και βγήκε από το δωμάτιο.
Η κυρά εμφανίστηκε έτοιμη στις σκάλες. Καθώς τις κατέβαινε, όλα τα βλέμματα στράφηκαν πάνω της. Τίποτα άλλο δεν ακουγόταν εκτός από την μουσική. Όλοι είχαν μείνει έκπληκτοι μπροστά στο θέαμα που αντίκριζαν. Στην ομορφιά και τη λάμψη της. Το φόρεμα είχε κλέψει τις εντυπώσεις όλων, όπως της είχε πει και η Ντανιέλα. Είχε γίνει το αστέρι της βραδιάς.
Λίγο πριν την αλλαγή του χρόνου, η κυρά πλησίασε τον Άντριου. Τον έπιασε από το χεράκι και τον οδήγησε μαζί της, πάνω από τις σκάλες, στο μέρος όπου όλοι μπορούσαν να τους δουν. Τους ευχαρίστησε για την παρουσία τους στην αποψινή βραδιά και τους χάρισε τις καλύτερες ευχές της. Όμως, υπήρχε και μια ακόμη έκπληξη σε τούτη τη βραδιά. Η κυρά ανακοίνωσε πως το ορφανοτροφείο δεν θα έκλεινε, πως θα φρόντιζε η ίδια για όλα τα παιδιά, να λάμψουν κι αυτά, να γίνουν τα αστέρια της κάθε βραδιάς που θα φωτίσουνε τη γη. Ανακοίνωσε, πως το φόρεμα που φορούσε, κόστιζε ένα εκατομμύριο ευρώ. Ήταν υπεραρκετό για να σώσει τη λάμψη των παιδιών και να τους εξασφαλίσει το μέλλον που ονειρεύονταν.
Όλοι χαρούμενοι άρχισαν να την χειροκροτούν. Τώρα ήταν που την έβλεπαν μοναδική. Σαν το πιο φωτεινό άστρο στον ουρανό που είχε κατέβει στη γη. Η λάμψη πήγαζε από μέσα της, από την καρδιά της. Φώτισε όλες τις ψυχές των ανθρώπων, χαρίζοντας και αυτοί, τις δικές τους δωρεές στο ορφανοτροφείο. Ό,τι μπορούσε ο καθένας. Και όλα αυτά χάρις την κυρά, τον λευκό άγγελο όπως την χαρακτήριζε ο Άντριου, ο οποίος την έκανε να συνειδητοποιήσει, πως σημασία δεν έχει η εξωτερική λάμψη, αλλά η εσωτερική.
Ευθαλία Μαχαιρίδου
Η Ντανιέλα, μέρες τώρα, ξυπνούσε από τα άγρια χαράματα. Φρόντιζε όλες τις δουλειές του σπιτιού, ώστε να είναι έτοιμη να βγει στην αγορά. Να αναζητήσει το καλύτερο ένδυμα για την κυρά. Να ανακαλύψει το πιο μαγευτικό φόρεμα, το ένα και μοναδικό, που θα ήταν άξιο να κλέψει την παράσταση στο ρεβεγιόν της πρωτοχρονιάς, με τα βλέμματα όλων στραμμένα πάνω στην κυρία που θα φορούσε το αστέρι της χρονιάς.
Περπάτησε ώρες. Έψαξε σε κάθε γωνιά, μικρή και μεγάλη. Επισκέφτηκε τα πιο διάσημα και γνωστά καταστήματα της πόλης. Τις πιο φημισμένες μοδίστρες, που θα ήταν ικανές να μεγαλουργήσουν. Λαμπερό, γυαλιστερό, φανταχτερό, με μια σέξι πλευρά, όχι αποκαλυπτική, αλλά σαγηνευτική, που προξενεί ένα μυστήριο, που ποθείς να το ανακαλύψεις και να το κατακτήσεις, ήταν οι χαρακτηρισμοί που ταίριαζαν στο φόρεμα, εκείνο, που θα εκπλήρωνε κάθε φαντασία της κυράς της.
Όνειρα, πλούτη, μεγαλεία. Αχ, και τι δεν θα έδινε η κυρά της, για να έχει ολόκληρο τον κόσμο δικό της. Να κατακτήσει τη γη και τους ανθρώπους της. Το μέσον για την επίτευξη των πόθων της. Κάτω από το φως των άστρων και του φεγγαριού, στην πιο όμορφη γωνιά του σπιτιού. Κοιτάζοντας από το παράθυρο, ονειροπολώντας το φόρεμα και την μαγευτική βραδιά, στο πάρτι που θα διοργάνωνε σπίτι της, όπου θα μετατρεπόταν στο πιο λαμπερό αστέρι του ουρανού· το πιο ξεχωριστό. Η μοναδική στιγμή που χαμογελούσε η κυρά.
Μα το χαμόγελο σβήστηκε από τα χείλη της. Δυο μάτια την κοιτούσαν, με τόση λάμψη, σαν να είχε έρθει η βραδιά, που θα ντυνόταν στα χρυσά. Όμως, μόνο μια λευκή νυχτικιά φορούσε. Απογοητευμένη, αντίκρισε κατάματα τον ξένο που την κοιτούσε. Μα προς έκπληξη της, ένα παιδί χαμένο και ταλαιπωρημένο, στεκόταν εκεί μόνο. Δεν ήξερε αν έπρεπε να νευριάσει και να το διώξει ή να το αγνοήσει και να χαθεί ξανά στα όνειρα της. Όμως, δεν μπορούσε να αντισταθεί σε αυτή τη λάμψη των ματιών του, στη δημιουργία της χρυσόσκονης του. «Άραγε από πού να πηγάζει;», αναρωτήθηκε. Φόρεσε το παλτό της, βγήκε έξω και τον πλησίασε.
Ντροπιασμένος, κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο, με βλέμμα στραμμένο προς το πάτωμα, καθώς η κυρά εμφανίστηκε μπροστά του με ένα λευκό παλτό σαν άγγελος. Πλέον, παρατηρούσε καθαρά, υπό το φως της λάμπας, τα ξεφτισμένα ρούχα του παιδιού, που κατοικούσαν σε ένα σώμα λεπτό, σαν σκελετός, μέσα στη λάσπη βουτηγμένο. Με το μαντήλι της, σήκωσε το κεφάλι του παιδιού και τα μάτια τους συναντήθηκαν. Το αυστηρό της βλέμμα μεταμορφώθηκε σε φιλικό, καθώς στα μάτια του παραδόθηκε, στην μαγεία αυτή, που αντανακλούσε το παιδικό της όνειρο, που της θύμιζε την Τίνκερμπελ.
Έμεινε σιωπηλή, να αναπολεί τα παιδικά της όνειρα, το σώμα της που όταν ήτανε μικρή, με χρυσόσκονη είχε ντυθεί, μετατρέποντας τα φτωχικά της ρούχα σε μια μαγική δημιουργία, που στον ουρανό την έκαναν να πετά, καθώς γινόταν το πιο λαμπερό αστέρι της βραδιάς. «Παιδικές φαντασιώσεις», αναφώνησε, με βλέμμα έκπληξης στο πρόσωπο της και ένα μικρό γελάκι στα χειλάκια της, που την έκαναν στον ουρανό ψηλά τα αστέρια να κοιτάξει και να χαμογελάσει.
«Πως σε λένε;», του είπε με γλυκιά φωνή. «Άντριου, κυρία», απάντησε ντροπαλά, καθώς στα μάτια την κοιτούσε. Μαγεμένη από τα μάτια του που άστραφταν σαν χρυσάφι, θυμίζοντας της, όνειρα παλιά, στο σπίτι της μέσα τον προσκάλεσε. Τον φρόντισε, και λουσμένο, με ρούχα καθαρά τον έντυσε και στο κρεβάτι τον άφησε, να κοιμηθεί και να φαντασιωθεί, όλα όσα ήθελε να γίνει, όπως έκανε και αυτή μικρή.
Είχε έρθει η στιγμή που όλα της τα όνειρα θα γίνονταν αληθινά. Δούλεψε πολύ σκληρά για να αποκτήσει όσα στα παιδικά της χρόνια στερήθηκε. Ακόμη, και το φαγητό, που πολλές φορές απουσίαζε από το πατρικό της. Κατάφερε να γίνει μεγάλη και τρανή. Να αποκτήσει το δικό της εκθαμβωτικό σπίτι των ονείρων της. Την υπηρέτρια που φανταζόταν από μικρή πως θα την υπηρετεί, καθώς θα είχε γίνει πια πλούσια. Η μόνη επιθυμία που δεν είχε ικανοποιηθεί ήταν να γίνει το αστέρι της βραδιάς, που τόσο λαχταρούσε. Ντυμένη με το πιο αστραφτερό, γκλάμουρ φόρεμα, που θα τους άφηνε όλους με το στόμα ανοιχτό και με μια απορία στο μυαλό: «Ποιο είναι αυτό το λαμπερό αστέρι;». Έτσι, έκλεισε τα μάτια της και βυθίστηκε στην ονειροπόληση της μεγάλης της στιγμής, της αυριανής.
Ξημέρωσε. Ο ήλιος έλαμπε. Φώτιζε την κάθε γωνιά του σπιτιού. Η κυρά κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο που κοιμόταν ο Άντριου. Άνοιξε την πόρτα και τον είδε να της χαμογελά. Έμειναν να συζητούν για ώρες ολόκληρες, καθώς έτρωγαν μαζί το πρωινό που τους είχε ετοιμάσει η Ντανιέλα. Της εκμυστηρεύτηκε πως το είχε σκάσει από το ορφανοτροφείο, για να βρει κάπου αλλού να μείνει, μιας που πλησίαζε η εποχή να κλείσει. Τα έσοδα ήταν λιγοστά. Δεν είχε βρεθεί κανένας να μπορέσει να καλύψει όλα τα χρέη του ορφανοτροφείου. Και, έτσι, αναγκαστικά θα έκλεινε, της είπε ο Άντριου, με μάτια θλιμμένα, με τα δάκρυα να προσπαθούν να συγκρατηθούν για να μην παρασυρθούν και αφεθούν ελεύθερα στα μάγουλα του.
Η κυρά έβλεπε τη λάμψη να μεταμορφώνεται σε θλίψη. Δεν άντεχε στο θέαμα να χάνει τη λάμψη, που τόσο αγαπούσε, από οπουδήποτε και αν προερχόταν. Γι’ αυτό σκέφτηκε να χαρίσει στα παιδιά του ορφανοτροφείου την τελευταία μαγική τους βραδιά, καλώντας τους στο πάρτι που θα διοργάνωνε, απόψε, παραμονή πρωτοχρονιάς, στο σπίτι της. Εξέφρασε στον Άντριου την σκέψη της, και αμέσως, το πρόσωπο του φωτίστηκε. Η λάμψη είχε επιστρέψει.
Όλοι οι καλεσμένοι είχαν φτάσει. Προσκεκλημένοι άνθρωποι απλοί, αλλά και διάσημοι. Τα παιδιά του ορφανοτροφείου μαζί με το προσωπικό ήταν και αυτά εκεί. Περίμεναν όλοι τη στιγμή που θα εμφανιζόταν η οικοδέσποινα τους. Η Ντανιέλα μοίρασε στα παιδιά τα δώρα που της είχε πει, τελευταία στιγμή, η κυρά της να τους αγοράσει. Χαρές, γέλια και φωνές απλώθηκαν στο σπίτι, με την χαρούμενη μουσική να συμπαραστέκεται στα παιδιά, παρασέρνοντας και τους μεγάλους σε αυτό το ευτυχισμένο συμβάν.
«Όχι, όχι. Δεν υπάρχει περίπτωση να το φορέσω αυτό», φώναξε, κοιτάζοντας την υπηρέτρια της με μισό μάτι, βγάζοντας κάτι κραυγές, καθώς απομακρυνόταν από κοντά της.
«Μα, κυρία», είπε διστακτικά η Ντανιέλα, και συνέχισε: «Το φόρεμα είναι όπως ακριβώς το θέλατε. Όπως ονειρευόσασταν τόσα χρόνια. Μοναδικό στον πλανήτη γη, το πιο αστραφτερό, το πιο ακριβό, γεμάτο με διαμάντια που λάμπουν, να στολίζουν το καλλίγραμμο σώμα σας. Είναι σίγουρο πως θα κλέψετε τις εντυπώσεις της βραδιάς και θα υποδεχτείτε τον νέο χρόνο φορώντας την χρυσόσκονη της παιδικής σας ηρωίδας, της Τίνκερμπελ».
«Το ξέρω Ντανιέλα. Το ξέρω. Έκανες την καλύτερη δουλειά. Αλλά, καθώς κοιτούσα, κρυμμένη πίσω από μια γωνιά, τη λάμψη των παιδιών, όταν τους μοίρασες τα δώρα, και γνωρίζοντας ότι πολύ γρήγορα αυτή η λάμψη θα χαθεί, δεν μπορώ να φορέσω αυτό το πανάκριβο φόρεμα. Αισθάνομαι ντροπή, Ντανιέλα. Κατάλαβε με», είπε αρπάζοντας το φόρεμα από τα χέρια της Ντανιέλας και πετώντας το στο κρεβάτι.
«Και όμως κυρία, μπορείτε να κάνετε κάτι γι’ αυτό. Αρκεί να το θέλετε πραγματικά!», είπε η Ντανιέλα χαμογελώντας, και βγήκε από το δωμάτιο.
Η κυρά εμφανίστηκε έτοιμη στις σκάλες. Καθώς τις κατέβαινε, όλα τα βλέμματα στράφηκαν πάνω της. Τίποτα άλλο δεν ακουγόταν εκτός από την μουσική. Όλοι είχαν μείνει έκπληκτοι μπροστά στο θέαμα που αντίκριζαν. Στην ομορφιά και τη λάμψη της. Το φόρεμα είχε κλέψει τις εντυπώσεις όλων, όπως της είχε πει και η Ντανιέλα. Είχε γίνει το αστέρι της βραδιάς.
Λίγο πριν την αλλαγή του χρόνου, η κυρά πλησίασε τον Άντριου. Τον έπιασε από το χεράκι και τον οδήγησε μαζί της, πάνω από τις σκάλες, στο μέρος όπου όλοι μπορούσαν να τους δουν. Τους ευχαρίστησε για την παρουσία τους στην αποψινή βραδιά και τους χάρισε τις καλύτερες ευχές της. Όμως, υπήρχε και μια ακόμη έκπληξη σε τούτη τη βραδιά. Η κυρά ανακοίνωσε πως το ορφανοτροφείο δεν θα έκλεινε, πως θα φρόντιζε η ίδια για όλα τα παιδιά, να λάμψουν κι αυτά, να γίνουν τα αστέρια της κάθε βραδιάς που θα φωτίσουνε τη γη. Ανακοίνωσε, πως το φόρεμα που φορούσε, κόστιζε ένα εκατομμύριο ευρώ. Ήταν υπεραρκετό για να σώσει τη λάμψη των παιδιών και να τους εξασφαλίσει το μέλλον που ονειρεύονταν.
Όλοι χαρούμενοι άρχισαν να την χειροκροτούν. Τώρα ήταν που την έβλεπαν μοναδική. Σαν το πιο φωτεινό άστρο στον ουρανό που είχε κατέβει στη γη. Η λάμψη πήγαζε από μέσα της, από την καρδιά της. Φώτισε όλες τις ψυχές των ανθρώπων, χαρίζοντας και αυτοί, τις δικές τους δωρεές στο ορφανοτροφείο. Ό,τι μπορούσε ο καθένας. Και όλα αυτά χάρις την κυρά, τον λευκό άγγελο όπως την χαρακτήριζε ο Άντριου, ο οποίος την έκανε να συνειδητοποιήσει, πως σημασία δεν έχει η εξωτερική λάμψη, αλλά η εσωτερική.
Ευθαλία Μαχαιρίδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!