Η Ελένη κοίταξε το ρολόι του τοίχου. Ήταν δώδεκα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα. Προσπαθούσε να κοιμηθεί εδώ και πολλή ώρα, αλλά δεν τα κατάφερνε. Στην κάμαρά της η μοναδική πηγή φωτός ήταν η φωτιά στο αναμμένο τζάκι, ενώ έξω από το παράθυρό της η νύχτα στολιζόταν από τα λαμπάκια τής στολισμένης ροδιάς της, τα οποία, σαν δειλά, αδύναμα κεράκια, σκόρπιζαν ολόγυρα το παρηγορητικό φως τους. Όπως τα κοιτούσε αφηρημένη, θυμήθηκε την γιαγιά της την Ειρήνη. Τέτοια εποχή συνήθιζε να της λέει ιστορίες για Καλικάντζαρους, όταν η Ελένη ήταν μικρό παιδί. Τα νερά ήταν αβάφτιστα και αυτοί έβγαιναν ανενόχλητοι από τα βάθη της γης και αλώνιζαν στις γειτονιές των ανθρώπων. Άλλοι ήταν μαύροι, άσχημοι και φορούσαν σιδερένια παπούτσια και άλλοι ήταν μονόφθαλμοι, μαλλιαροί και με τραγίσια πόδια. Αλίμονο σε όποιον πετύχαιναν έξω την νύχτα. Τον τραβολογούσαν, ανέβαιναν στον ώμο του, χόρευαν γύρω του. Έμπαιναν στα σπίτια από τις καμινάδες και γι’ αυτό οι νοικοκυρές φρόντιζαν να μην σβήνει ποτέ η φωτιά στην γωνιά τους. Οι Καλικάντζαροι φοβούνταν την φωτιά. Δυστυχία, εάν έμπαιναν στο σπίτι κάποιου, αφού τους άρεσε να ανακατεύουν και να μπερδεύουν οτιδήποτε έβρισκαν μπροστά τους.
Όλο τον χρόνο, έλεγε η γιαγιά η Ειρήνη, οι Καλικάντζαροι βρίσκονται κάτω από την γη και με ένα μεγάλο πριόνι προσπαθούν να κόψουν το δέντρο που την βαστάει στην θέση της. Παραμονές Χριστουγέννων, όμως, καθώς πρόκειται για μεγάλα πειραχτήρια, αποφασίζουν να αφήσουν την «δουλειά» τους και να επισκεφθούν τους ανθρώπους για να τους ταλαιπωρήσουν. Μένουν στον κόσμο μας μόνο για δώδεκα ημέρες, μέχρι το ξημέρωμα των Θεοφανείων, όταν ο παπάς βαφτίζει τον σταυρό στα νερά. Τότε αναγκάζονται να επιστρέψουν πίσω στα έγκατα, όπου κατάπληκτοι βλέπουν το δέντρο της γης και πάλι ολόκληρο.
Ετούτα αναπολούσε η Ελένη, όταν ξαφνικά την ησυχία της νύχτας διέκοψε ο άτσαλος και δυνατός ήχος ενός μεταλλικού κουβά, που σύρθηκε έξω στην αυλή. Κάτι τον παρέσυρε στο πέρασμά του. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. Ανασηκώθηκε ανήσυχη στο κρεβάτι της. «Μη χειρότερα. Δεν φυσάει καθόλου. Μάλλον καμιά γάτα» σκέφτηκε, μα σχεδόν αμέσως άκουσε ένα βαρύ γδούπο στα κεραμίδια της στέγης και ύστερα κι άλλον ένα κι άλλον ένα. Έπειτα επικράτησε απόλυτη σιωπή ξανά. Κράτησε την αναπνοή της και τέντωσε τ’ αυτιά της για να αφουγκραστεί καλύτερα. Τίποτα. Πέρασαν αρκετές στιγμές που έμεινε έτσι, αλλά δεν κατόρθωσε να ξεχωρίσει τίποτα περισσότερο. Κοίταξε την Σπίθα, που από ώρα κοιμόταν μπροστά στο αναμμένο τζάκι. Είχε ανοίξει τα μάτια της και κοιτούσε την Ελένη με κάποια έκπληξη, μα δεν έδειχνε καμιά απολύτως πρόθεση να γαυγίσει ή να κουνηθεί από την θέση της.
- Μπράβο, γενναίο μου σκυλί. - την πείραξε η Ελένη και κατόπιν ξάπλωσε πάλι πίσω στο κρεβάτι της για να πεταχτεί όρθια την αμέσως επόμενη στιγμή. Πόδια άρχισαν απρόοπτα να περπατούν επάνω στη στέγη. Πόδια πολλά, που χοροπηδούσαν και πήγαιναν πέρα δώθε απ’ την μια άκρη στην άλλη. Η Σπίθα κλαψούρισε κοφτά, σηκώθηκε γρήγορα και κρύφτηκε μεμιάς κάτω από το κρεβάτι. Η Ελένη ανατρίχιασε. Η φαντασία της, που από ώρα είχε αφυπνιστεί, άρπαξε τα ηνία από την λογική, η οποία έτρεχε κιόλας να κρυφτεί σε κάποια ασφαλή γωνιά του μυαλού της. Η φωτιά στο τζάκι τσιτσίρισε αίφνης, θαρρείς πως κάποιος της έριξε νερό από την καμινάδα.
- Οι Καλικάντζαροι! - αναφώνησε η Ελένη τρομαγμένη, μα δεν έχασε διόλου την ψυχραιμία της. Οι οδηγίες της γιαγιάς υπήρχαν εκεί, καλά φυλαγμένες στο νου της και ξύπνησαν αυτοστιγμεί. Έσπευσε μέχρι την παραστιά και έριξε μερικά ξύλα στην φωτιά για να την δυναμώσει. Έπειτα βγήκε από την κάμαρά της και διευθύνθηκε βιαστικά μέχρι την κουζίνα, όπου άρχισε να ψάχνει για το κόσκινό της.
- Μα, πώς δεν έλαβα τα μέτρα μου εγκαίρως; - είπε ταραγμένη στον εαυτό της, ενώ βρήκε επιτέλους εκείνο που αναζητούσε καταχωνιασμένο στο βάθος ενός ντουλαπιού.
- Σαν να μην μου τα ‘χε πει η γιαγιά η Ειρήνη. - μουρμούρισε, καθώς κρέμασε το κόσκινο πίσω από την εξώπορτα και επέστρεψε γοργά στο δωμάτιό της. Η Σπίθα έβγαλε το κεφάλι της από το κρεβάτι και την κοίταξε απορημένη. Οι γδούποι και τα πατήματα κρατούσαν ακόμη για τα καλά.
- Μην ανησυχείς. Τώρα είμαστε ασφαλείς. Η φωτιά μας είναι δυνατή και το κόσκινό μας στο σημείο που πρέπει. - βεβαίωσε τον σκύλο της, που σαν να την πίστεψε, βγήκε από τον «κρυψώνα» του και πήγε κοντά της.
- Ευτυχώς οι Καλικάντζαροι δεν είναι και πολύ έξυπνοι. Εάν τυχόν καταφέρουν να μπουν στο σπίτι, τότε θα ξεχαστούν μετρώντας τις τρύπες από το κόσκινο, που κρέμασα στην εξώπορτα και δεν θα μας πειράξουν. «Ένα-δύο, ένα-δύο» θα μετρούν, αφού δεν ξέρουν άλλους αριθμούς, ώσπου να λαλήσει ο πετεινός το ξημέρωμα. Τότε θα αναγκαστούν να φύγουν, γιατί φοβούνται την ημέρα και δεν αντέχουν το φως της. Θα γυρίσουν πίσω στους μύλους, στα γεφύρια και στα τρίστρατα, όπου κρύβονται όσο ανεβαίνουν στον τόπο μας. -
Η Σπίθα κούνησε δειλά την ουρά της, ενώ τα πατήματα ξάφνου σταμάτησαν. Η Ελένη σήκωσε το βλέμμα της προς την οροφή. «Να έφυγαν;», αναρωτήθηκε, όμως εκείνη ακριβώς την ώρα ακούστηκε ένα δυνατό σκούξιμο. Η Ελένη και η Σπίθα αναπήδησαν απ’ την τρομάρα τους σχεδόν ταυτόχρονα, μα το σκούξιμο επαναλήφθηκε πιο ξεκάθαρο και έφερε την καρδιά τους πίσω στα στήθη τους. Η Σπίθα γαύγισε θαρραλέα προς το ταβάνι και η Ελένη χαμογέλασε ανακουφισμένη. Πολύ σύντομα σκούξιμο και ποδοβολητό αναμείχθηκαν· έγιναν σχεδόν ένα και προκάλεσαν μεγάλη αρβάλα επάνω απ’ τα κεφάλια τους. Μεταφέρθηκαν προς την άκρη της στέγης, έπεσαν με θόρυβο στην πλαϊνή αυλή, επάνω στο παρτέρι με τις δάφνες και άρχισαν να απομακρύνονται.
Η Ελένη κοίταξε την Σπίθα, που τώρα κουνούσε την ουρά της χαρούμενα.
- Δεν ήταν άλλο από κουνάβια που καυγάδιζαν. - είπε στην σκυλίτσα της και εκείνη άφησε ένα εύθυμο γαύγισμα, σαν να συμφωνούσε.
- Έλα. Ας πέσουμε τώρα για ύπνο. Πρώτα όμως, για καλό και για κακό, θα ρίξω ένα ακόμη κούτσουρο στη φωτιά και θα αφήσω το κόσκινο στην πόρτα. -
Ειρήνη Φ. Φώτη,
2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!