Ο κυρ Θόδωρος κάθεται στην κουνιστή του πολυθρόνα δίπλα από το τζάκι. Ο απαλός θόρυβος της φωτιάς είναι η μόνη του συντροφιά για απόψε. Παραμονή Χριστουγέννων και το σπίτι είναι άδειο και σιωπηλό.
Τέσσερα παιδιά τον αξίωσε ο Θεός να δει, μα όλα τους μένουν χιλιόμετρα μακριά. «Έστω κι ένα παιδί να είχα κοντά μου θα ήμουν ευτυχισμένος!» σκεφτόταν και η ματιά του χάθηκε σε μια χρυσή μοναδική χριστουγεννιάτικη μπάλα που κρεμόταν από το χερούλι του παράθυρου.
Η φύση στόλιζε το χωριό του κυρ Θόδωρου με κάτασπρο χιόνι κι ο νους του στόλιζε την ψυχή του με αναμνήσεις.
Ήταν δεν ήταν δώδεκα χρονών όταν παραμονή Χριστουγέννων δούλευε στο μπακάλικο της γειτονιάς του κάνοντας διάφορα θελήματα. Μια τέτοια ίδια γυάλινη μπάλα κοίταζαν και τότε τα μάτια του κάνοντας χίλιες δυο ευχές. Δεν λαχταρούσε πλούτη. Ευχόταν ολόψυχα να γίνει πλούσιος στην καρδιά και η αγκαλιά του να μην σταματά να γεμίζει από ανθρώπους που θα ομόρφαιναν τη ζωή του.
Ο κυρ Θόδωρος πέρασε δύσκολα στη ζωή του μα δεν το έβαλε κάτω. Κι εκείνη η ευχή που έκανε σαν παιδάκι άρχισε σιγά σιγά να πραγματοποιείται και να γεμίζει τη ζωή του με ευτυχία. Μα όσα χαίρεται ο άνθρωπος έρχεται σαν ζηλόφθονη μάγισσα η ζωή και του τα κλέβει. Η γυναίκα του πέθανε ξαφνικά πολύ νέα και τον άφησε να παλεύει μονάχο με τα θεριά της ζωής.
Τα παιδιά του τα σπούδασε και τους έδωσε τα πιο δυνατά όπλα για να παλεύουν και να βγαίνουν νικητές. Τα έμαθε να έχουν επιμονή κι υπομονή κι ο σπόρος που είχε ρίξει στην καρδιά τους άρχισε να αποδίδει καρπούς. Μα σαν άνοιξαν τα φτερά τους έμοιαζαν με αετόπουλα που ήθελαν να πετάξουν και να κατακτήσουν τα ουράνια. Εγκατέλειψαν το χωριό κι άρχισαν να χτίζουν τα όνειρά τους, άλλα σε μεγαλουπόλεις της Ελλάδας κι άλλα στο εξωτερικό. Ο κυρ Θόδωρος έμεινε μόνος αναπολώντας κάθε στιγμή που είχε ζήσει μαζί τους.
Τα τελευταία χρόνια αναγκαζόταν να γιορτάζει, αν μπορούσε κάποιος να ονομάσει αυτές τις μέρες γιορτή για τον κυρ Θόδωρο, τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά μονάχος.
Τα παιδιά του ούτε χρήματα είχαν διαθέσιμα, αλλά ούτε και χρόνο για να περάσουν αυτές τις άγιες μέρες κοντά του. Μα κι εκείνος με τα γηρατειά φορτωμένος στην πλάτη δυσκολευόταν να κάνει βήμα.
Σήμερα εύχεται με όλη τη δύναμη της γερασμένης του καρδιάς, η αγκαλιά του να γεμίσει και πάλι από τα παιδιά του που τόσο αγαπά. Παρακαλεί τον Μεγαλοδύναμο η ευχή του να ξεπεράσει τα ουράνια και να φτάσει στο θρόνο Του κι Εκείνος που γεννήθηκε για να παρηγοράει κάθε πονεμένη ψυχή, να την πραγματοποιήσει.
Η χριστουγεννιάτικη μπάλα συνεχίζει να στριφογυρίζει και να λαμπυρίζει σιωπηλά κι ο κυρ Θόδωρος άρχισε να βυθίζεται στη μελαγχολία. Ξαφνικά το κουδούνι της πόρτας χτυπά. Παιδικές φωνές σαν αγγελικές ψαλμωδίες πλημμυρίζουν την ατμόσφαιρα. Με βήματα βαριά, στηριγμένος σε ένα ξύλινο μπαστούνι ανοίγει την είσοδο του σπιτιού. Η πραγματοποίηση της πιο δυνατής του ευχής στέκει στο κατώφλι του.
Μικρές χαμογελαστές φατσούλες χτυπούν τα καλαντάρια και τραγουδούν τα κάλαντα. Και σαν τελείωσαν τέσσερα λεβέντικα παιδιά, τέσσερις καμαρωτές νύφες κι οχτώ υπέροχα εγγονάκια φωνάζουν όλοι μαζί με μια φωνή: «Καλά Χριστούγεννα παππού!» και τα μάτια του κυρ Θόδωρου γεμίζουν με δάκρυα χαράς.
Η αγκαλιά και το σπίτι του κυρ Θόδωρου γέμισαν ξανά αυτήν την μέρα με μπόλικη αγάπη κι ευτυχία! Κι αν με ρωτάτε θα σας πω, πως αυτά ήταν τα πιο όμορφα Χριστούγεννα που είχε ποτέ ο κυρ Θόδωρος στη ζωή του…
Ζωή Κοντόγιαννου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!