Οι περισσότεροι άνθρωποι γαλουχούνται από την πρώιμη παιδική τους ηλικία με την ιδέα ενός συμπαθητικού και σοφού γεράκου που έχει βάλει σκοπό της ζωής του, να αγαπά τα παιδιά και να δουλεύει όλο το χρόνο στο παραμυθένιο εργαστήρι του κάπου στην Καισάρεια, με την βοήθεια των ξωτικών, να φτιάχνει τα παιχνίδια, που θα μοιράσει ως δώρα σ' όλα τα παιδιά του κόσμου, σύμφωνα με τις επιθυμίες του καθενός. Ο συμπαθής αυτός γεράκος απομυθοποιείται προς μεγάλη έκπληξη και απογοήτευση των παιδιών στην ύστερη παιδική τους ηλικία συνήθως, όταν το παιδί πληροφορείται από το περιβάλλον του -φιλικό ή συγγενικό-ότι τα δώρα των Χριστουγέννων φέρνουν οι γονείς κι όχι ο Αϊ-Βασίλης.
Σ' εμένα τα πράγματα έγιναν αντίστροφα. Θα σας διηγηθώ πώς:
Ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Το σπίτι μύριζε κουλουράκια, μελομακάρονα και κουραμπιέδες. Η μαμά στην κουζίνα με πλήρη στολή μαγειρικής. Παίζαμε με την αδερφή μου κρυφτό. Εκείνη να τα φυλάει. Εγώ, κρυμμένη στη ντουλάπα-καλή κρυψώνα. Δεν με βρίσκει και βαριέμαι να περιμένω άλλο εκεί, μέσα στο σκοτάδι, με τα παλτά. Κι όπως κάνω να βγω έξω, κάπως ζαλισμένη, βλέπω την αδερφή μου να τρέχει κατά πάνω μου με αλαλάζοντα ενθουσιασμό.
-Τ' ακούς; Τ' ακούς; μου λέει. Ο Αϊ -Βασίλης δεν υπάρχει!
Ερχόταν από την κουζίνα εκείνη την ώρα, και προφανώς είχε προηγηθεί σύντομη αποκάλυψη περί της υπάρξεως του Αϊ-Βασίλη από τη μαμά, όσο εγώ κρυβόμουν.
-Ποιος Αϊ-Βασίλης; την ρωτώ σαστισμένη.
-Ο Αϊ-Βασίλης καλέ, δεν ξέρεις; Αυτός καλέ, ο Άγιος άνθρωπος με τη γενειάδα, που φέρνει τα δώρα τα Χριστούγεννα!
-Σου έφερε δώρο;
-Όοχι, θα τα φέρει ο μπαμπάς. Ο μπαμπάς φέρνει τα δώρα. Δεν υπάρχει Αϊ-Βασίλης. Είναι ψέματα.
-Υπάρχει Αϊ-Βασίλης; ρωτώ εγώ.
-Όχι, αυτό δεν σου λέω; Δεν υπάρχει.Τα δώρα τα φέρνει ο μπαμπάς.
-Υπήρχε παλιά και πέθανε;
-Ωχ, βρε παιδί μου, δεν καταλαβαίνεις; Ούτε υπήρχε, ούτε υπάρχει. Δηλαδή υπήρξε , αλλά δεν έφερνε ποτέ δώρα.
-Ε, τότε, τι λες ότι έφερνε δώρα , αλλά τώρα θα τα φέρει ο μπαμπάς;
-Ουφ! Δεν καταλαβαίνεις. Πάντως τα δώρα, να ξέρεις, τα φέρνει ο μπαμπάς.
-Ε, εντάξει, αυτό το ξέραμε. Γιατί τρέχεις και φωνάζεις έτσι; είπα εγώ και κάθησα σε μια γωνιά απορρημένη. Το ίδιο έκανε και η αδερφή μου στην απέναντι γωνιά του σαλονιού. Ήταν φανερό ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Η μία μόλις είχε διαβεί το κατώφλι της ύστερης παιδικότητας με τη μεγάλη ανακάλυψη της ανυπαρξίας του Αϊ-Βασίλη. Κι εγώ; Εγώ είχα ανακαλύψει την ύπαρξη και την ανυπαρξία του ταυτόχρονα. Δεν ήξερα για ποιο από τα δύο να χαρώ και για ποιο να στενοχωρηθώ. Πώς να χαρώ αν υπήρχε, αφού δεν είχε υπάρξει ποτέ στην παιδική μου φαντασία. Και πώς να στενοχωρηθώ που δεν υπάρχει, αφού ποτέ πριν δεν έμαθα για την δήθεν ύπαρξή του. Ένα συναίσθημα περίεργο, μπερδεμένο, ακατανόμαστο με κυρίευσε. Ίσα που μπόρεσα να αρθρώσω:
- Μακάρι να υπήρχε, έστω και στα ψέματα.
Γεωργία Γιαννιού
[Από τη συλλογή μικρών ιστοριών
"Μια στάλα λόγος", Λεξίτυπον, 2019]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!