Ο Ορέστης, ένα δωδεκάχρονο παιδί με αυτισμό, κάθε παραμονή Χριστουγέννων, αλλά και κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, ήταν ιδιαίτερα συγκινημένος. Έλεγε στους γονείς του τις απορίες του σχετικά με τη Γέννηση του Χριστού, τους ζητούσε να του διηγηθούν αξέχαστα Χριστούγεννα που πέρασαν στα παιδικά τους χρόνια και τους ρωτούσε τι πρέπει να κάνει, τόσο ο ίδιος, όσο κι εκείνοι, για να δώσουν χαρά κι αγάπη σε πονεμένους συνανθρώπους τους.
Μια παραμονή Χριστουγέννων, η Μαρία, μητέρα του, του είπε:
«Δεν χρειάζεται, αγόρι μου, να ψάξουμε μακριά. Σε κάθε γειτονιά υπάρχουν άνθρωποι που έχουν την ανάγκη μας: Άλλοι χρειάζονται ρούχα και παπούτσια, άλλοι θέρμανση, άλλοι φαγώσιμα. Αλλά υπάρχουν κι εκείνοι που δεν τους λείπει τίποτα από τα παραπάνω. Έχουν όμως ανάγκη από αγάπη, συντροφιά, ζεστασιά. Είναι όσοι ζουν μόνοι τους και μάλιστα ορισμένοι είναι και άρρωστοι».
«Να πάμε στην κυρά Μάρθα, μητέρα, είπε ο Ορέστης, που μένει μόνη της λίγο πιο πέρα από το σπίτι μας».
Μια ώρα μετά, ο Ορέστης με τη Μαρία, αφού πήραν μαζί τους φαγητά, γλυκά και λουλούδια, κίνησαν για το σπίτι της γριούλας. Ένα παγερό χιονόνερο τους χτύπησε στα αναμμένα τους πρόσωπα. Τα δέντρα στον δρόμο, κουρεμένα και φυτεμένα με τάξη πάνω στο πεζοδρόμιο, κρατώντας το ένα τον ώμο του άλλου, έμοιαζαν με στοιχισμένους στρατιώτες σε παρέλαση. Το κρύο και η ερημιά που βασίλευε στον δρόμο τους έκανε να νιώσουν φόβο και γι’ αυτό επιτάχυναν το βήμα τους. Όταν έφτασαν στην εξώπορτα του σπιτιού της, είχε αρχίσει να σουρουπώνει.
Η κυρά Μάρθα ζει μόνη της εδώ και είκοσι χρόνια. Πριν μείνει μονάχη, δέχτηκε δυο σκληρά χτυπήματα απ’ τη ζωή. Ήταν ο θάνατος του άντρα της κι , αμέσως μετά, ο ξενιτεμός του μοναχογιού της, του Αντώνη, στην Αυστραλία.
Μεγαλώνοντας ο γιος της Μάρθας, έγινε ένα αγόρι με ανοιχτόχρωμα μαλλιά και μάτια, παρότι η ίδια κι ο άντρας της ήταν καστανόχρωμοι. Ο Αντώνης είχε πάρει τα χρώματα του παππού του, του πατέρα της Μάρθας.
Σαν έγινε όμως το παιδί δεκαεννιά χρονών, η γυναίκα του αδερφού του πατέρα του και κακιά συννυφάδα της Μάρθας, βρήκε ευκαιρία να την εκδικηθεί για παλιές διαφορές που είχαν.
Οι γονείς του Αντώνη αρνήθηκαν να του δώσουν ένα μεγάλο ποσό χρημάτων, το οποίο και δεν είχαν, για να πάει πολυήμερη εκδρομή με τον γιο της κακιάς θείας του. Τότε η πανούργα γυναίκα βρήκε την ευκαιρία να διαβάλει το αγόρι.
«Αν ήσουν πραγματικός τους γιος, θα σου έδιναν τα χρήματα που θέλεις».
«Τι θέλεις να μου πεις, θεία;» ρώτησε ο Αντώνης.
«Παιδί μου, πρέπει να μάθεις την αλήθεια που σου κρύβουν τόσα χρόνια. Σε πήραν νεογέννητο από μια κλινική, όταν η πραγματική σου μητέρα πέθανε και σε παρουσίασαν για παιδί που τάχα γέννησε η μητέρα σου. Το ξέρεις άλλωστε πως όλοι απορούν που δεν τους μοιάζεις καθόλου!».
Έτσι το θυμωμένο παιδί, μια μέρα, χωρίς να πει κουβέντα στους γονείς του, μπόρεσε να φύγει για την Αυστραλία.
Η Μαρία χτύπησε την παλιά ξύλινη πόρτα δυο φορές. Μέσα απ’ το σπίτι ακούστηκε η σπασμένη φωνή της γριούλας.
«Έρχομαι! Αντώνη μου, εσύ είσαι; Ήρθες επιτέλους;».
Άνοιξε την πόρτα με λαχτάρα να δει τον γιο της και πήρε μια έκφραση απογοήτευσης σαν αντίκρισε τη Μαρία και τον Ορέστη. Το βλέμμα της κρεμάστηκε με θλίψη από τον κόκκινο δίσκο του φεγγαριού, που δειλά δειλά φάνηκε για λίγο πίσω απ’ τα γκρίζα σύννεφα.
«Α, εσείς είστε;».
Τους είπε να περάσουν μέσα, έκλεισε πίσω της την πόρτα και τους ακολούθησε με αργά βήματα. Κάθισαν κοντά στην αναμμένη ξυλόσομπα.
«Πέρασαν είκοσι χρόνια απ΄τη μέρα που ο Αντώνης μου έφυγε για την Αυστραλία. Για πέντε έξι χρόνια έστελνε κανένα γράμμα. Μετά δεν είχα καμιά είδηση. Δεν ξέρω αν ζει ή αν έπαθε κάτι. Εγώ μέχρι να κλείσω τα μάτια μου , θα τον περιμένω να γυρίσει. Κάθε Παραμονή Χριστουγέννων έχω ένα προαίσθημα πως θα έρθει, πως θα τον δω, αλλά μέχρι σήμερα δεν βγήκε αληθινό!» τους είπε η κυρά Μάρθα κι άρχισε να σιγοκλαίει.
Ο Ορέστης πήγε δίπλα της, την αγκάλιασε, της έπιασε το χέρι και της είπε:
«Κυρά Μάρθα, μην κλαις. Σου υπόσχομαι πως θα ζητήσω απ’ τον πατέρα μου, να κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να μάθουμε πού βρίσκεται ο Αντώνης και να του ζητήσει να επικοινωνήσει μαζί σου!».
«Α, τι καλό παιδί που είσαι, Ορέστη μου! Χώμα να πιάνεις, μάλαμα να γίνεται. Θέλω να σας ζητήσω κάτι, αλλά θα σας φανεί παράξενο κι αστείο. Θα έχετε ακούσει την παροιμία: Τι του λείπει του κασιδιάρη; Σκούφια και μαργαριτάρι! Έτσι κι εγώ, είμαι γριά και μόνη, αλλά θα ήθελα να έχω στην αυλή μου ένα στολισμένο δεντράκι!».
«Ούτε παράξενο, ούτε αστείο είναι, κυρά Μάρθα μου. Κι εσύ άνθρωπος είσαι. Γιατί να μην θέλεις μπροστά στο σπίτι σου ένα όμορφα στολισμένο δέντρο; Να, αυτή εδώ την καταπράσινη βάγια θα στολίσουμε!».
« Τρέχω στο σπίτι μας, μητέρα, είπε ο Ορέστης με χαρά, θα φέρω τα στολίδια που μας έμειναν, μερικά μικρά μου παιχνίδια και θα αγοράσω απ’ το ψιλικατζίδικο ένα μεγάλο ασημένιο αστέρι!».
Μια ώρα αργότερα. η καταπράσινη βάγια, στην αυλή της Μάρθας, έγινε ένα πολύχρωμο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Η γριούλα στάθηκε στο παράθυρό της και το κοίταζε αρκετή ώρα ακίνητη και συγκινημένη.
«Τι να σκέφτεται άραγε;» ρώτησε ο Ορέστης τη μητέρα του καθώς έφευγαν.
«Τι άλλο, αγόρι μου; Θυμάται εκείνα τα Χριστούγεννα που στόλιζε το δέντρο με τον άντρα της και τον γιο της!».
Μέρες μετά, ο Στέφανος, αφού έτρεξε σε πρεσβείες και γραφεία, μπόρεσε να βρει τον Αντώνη και να επικοινωνήσει μαζί του!
Η συγκίνηση του Ορέστη και των δικών του έφτασε στο κατακόρυφο, όταν επιτέλους η κυρά Μάρθα μπόρεσε να μιλήσει στο τηλέφωνο με τον γιο της. Της υποσχέθηκε πως σε λίγο καιρό θα ερχόταν να τη δει.
Μια βδομάδα μετά, την προπαραμονή της Πρωτοχρονιάς ο Ορέστης έγραψε γι’ άλλη μια χρονιά, γράμμα στον Αϊ Βασίλη.
«Άγιε μου Βασίλη, ξέρεις απ’ τις προηγούμενες χρονιές, πως δεν θέλω να μου φέρεις ποδήλατο, ηλεκτρονικό παιχνίδι, ρούχα, παπούτσια και φαγώσιμα. Μου φτάνουν αυτά που έχω.
Θέλω να σου ζητήσω να με βοηθήσεις να γίνω καλά, να μπορώ να καταλαβαίνω όλα όσα μου λένε και να μιλάω όπως πρέπει, όταν χρειάζεται να βοηθήσω τον εαυτό μου.
Αν αυτό που σου ζητάω, δεν μπορείς να το κάνεις, τουλάχιστον κάνε κάτι άλλο: Δώσε στους συμμαθητές μου καλοσύνη για να μην με βασανίζουν!».
Θάνος Κατσιαβριάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!