Η Μαργαρίτα είχε στολίσει το σπίτι σαν σε μεγάλη γιορτή. Άναψε το τζάκι, άφησε δίπλα ξύλα και προσανάματα μη τυχόν σβήσει. Έξω έκανε πολύ κρύο. Η κυρία Χρυσάνθη έλεγε ότι και μόνο που βλέπει το τζάκι αναμένο αισθάνεται ζεστά και ήρεμα. Η κοπέλα την καληνύχτισε με ευχές και έφυγε αφήνοντάς της στην κουνιστή πολυθρόνα της να κοιτάζει τη λαμπερή φωτιά. Άφησε ανοιχτό και το μικρό ραδιοφωνάκι για να ακούει τις ειδήσεις ή λίγη απαλή μουσική.
Παραμονή Χριστουγέννων! Όλα στολισμένα για την υποδοχή του μικρού Χριστού. Του Θεού της. Μόνη της από τότε που ο άντρας της είχε φύγει για τον άλλο κόσμο, χωρίς παιδιά, χωρίς συγγενείς. Όλοι τους ζούσαν στην επαρχία. Είχε βοηθήσει τα μέγιστα στο μεγάλωμα των ορφανών της αδερφής της. Αλλά και οι ανηψιές, που τις είχε σαν κόρες της, ζούσαν στο εξωτερικό. Σπάνια ερχόντουκσαν στην πατρίδα. Η μόνη που της άνοιγε την πόρτα ήταν η Μαργαρίτα, η οικιακή βοηθός.
Τηλεφώνησε σε όλους για «Καλά Χριστούγεννα» και τώρα, μια τέτοια μέρα, μόνη μπροστά στη φωτιά. Οι αναμνήσεις ζωντάνευαν και έκαναν πιο παγερή τη μοναξιά της. Άκουγε στο ραδιόφωνο για ατυχήματα, για τις πλημμύρες και τη δυστυχία που βιώνουν τόσοι άνθρωποι αυτές τις μέρες και φούντωνε η στενοχώρια της. Ένιωθε την πίεσή της να ανεβαίνει. «Ωχου, μονολογούσε. Δεν είναι σήμερα να ακούει κανείς ειδήσεις. Δεν βρίσκουν κανένα άλλο θέμα; Τους αρέσει να μάς τρελαίνουν καθημερινά με τον ανθρώπινο πόνο. Μου φτάνουν τα δικά μου βάσανα. Είμαι άκληρη και μαγκούφα. Α, και δεν φτάνει ούτε αυτό. Είμαι γριά και ανήμπορη. Άει στο καλό φταίω εγώ που κάθομαι και ακούω». Κι έκλεισε αμέσως γεμάτη αγανάκτηση το ραδιοφωνάκι.
Και, ξαφνικά… ενώ χανόταν μες στις αρνητικές της σκέψεις, άνοιξε η πόρτα και να! Όρμηξαν μέσα όλοι οι δικοί της, όπως τον παλιό καλό καιρό. Έκπληξη φώναζαν! Έκπληξη! Αγκαλιές χαρές για ένα ρεβεγιόν που δεν είχε ξαναζήσει. Όλοι γύρω από το μεγάλο τραπέζι της σάλας. Και τί δεν κουβάλησαν για το γιορτινό τραπέζι. Τα πιάτα μοσχοβολούσαν. Η σούπα και η γαλοπούλα άχνιζαν. Οι ανηψιές σερβίριζαν και οι άντρες με τα αστεία τους μοίραζαν γέλιο. Πλημμύριζε παντού αγάπη και αυτές οι
στιγμές από μοναχικές άλλαξαν. Έγιναν γιορτινές. Έξω το χιόνι έντυνε την πόλη στα λευκά. Μέσα έλαμπε η μεγάλη φωτιά. Με το σπίθισμά της το χριστουγεννιάτικο δέντρο αναβόσβηνε τα λαμπάκια του και φεγγοβολούσε καμαρωτό.Ακουγόταν ευχές μαζί με ήχους από τα τσουγκρίσματα στα κρυστάλλινα ποτήρια. Μόνο τα εγγονάκια της δυστροπούσαν. Ο Πέτρος, η Βιβή και και η Αννούλα δεν έτρωγαν ούτε τη σούπα, ούτε τη γαλοπούλα.
Και, ενώ είχε αρχίσει για τα καλά το φαγοπότι, ξαφνικά, χτύπησε παρατεταμένα το κουδούνι της εξώπορτας. Κοιτάχτηκαν και διαπίστωσαν ότι δεν έλειπε κανένας.
-Μα, είμαστε όλοι εδώ. Είπε η μία από τις ανηψιές
-Ίσως είναι η Μαργαρίτα. Ψιθύρισε η κυρία Χρυσάνθη.
Μα… σαν άνοιξε η πόρτα έμειναν έκπληκτοι. Ένα κοριτσάκι ξυπόλητο με λιωμένο χιόνι στα πόδια, εμφανίστηκε. Το μπεζ φορεματάκι του ήταν βρεγμένο και σκισμένο σε μερικά σημεία. Αμέσως άρχισε να ψέλνει σε μια δική του γλώσσα τα κάλαντα. Και, μετά… δάκρυα κύλησαν από τα γαλάζια μάτια του, που, αμέσως, όμως, πάγωσαν, έγιναν κρυσταλλάκια και στόλισαν κάποια κλωνάρια του δέντρου. Όλοι ξαφνιάστηκαν με την παράξενη επισκέπτρια. Άρχισαν να ρωτούν από πού έρχεται. Πώς βρέθηκε με τέτοιο καιρό έξω, αλλά η μικρή φαινόταν ότι δεν καταλάβαινε τη γλώσσα τους. Οι μεγάλοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το κορίτσι είναι προσφυγάκι που χάθηκε από τους δικούς του. Τα παιδιά, όμως, έκαναν τις δικές τους υποθέσεις: -Μήπως είναι το κοριτσάκι με τα σπίρτα; Είπε ο Πέτρος.
-Όχι, νομίζω ότι είναι η Χιονάτη, που άφησε το δάσος και ήρθε στην πόλη να ζεσταθεί, απάντησε η Βιβή.
-Μμ… εγώ θα ήθελα να είναι η σταχτοπούτα είπε η Αννούλα. Μάλλον ψάχνει τα γοβάκια της, γιατί πάγωσαν τα πόδια της. Και, αμέσως με νοήματα την προσκάλεσε στο τραπέζι και βρήκε την ευκαιρία να της δώσει το πιάτο με τη σούπα της.
Το φαγοπότι συνεχίστηκε. Η μικρή είχε γίνει το επίκεντρο. Όπως φάνηκε πεινούσε πάρα πολύ. Μετά το φαγητό πήρε το μπάνιο της, φόρεσε τα ρούχα της Βιβής και ζεστά παπούτσια. Τα μάτια της δεν χόρταιναν να κοιτάζουν το κομμένο έλατο με τα στολίδια και τα λογής-λογής δώρα από κάτω. Η ατμόσφαιρα, όντως, απέπνεε τη χριστουγεννιάτικη μαγεία της.
Σε κάποια στιγμή ο θείος Σπύρος κάθησε στο πιάνο και άρχισε να παίζει γνωστές χριστουγεννιάτικες μελωδίες. Η μικρή παράξενη επισκέπτρια, πολύ ευγενικά, ζήτησε να πάρει ένα μικρό αστεράκι που κρεμόταν στο δέντρο. Στόλισε τα μακριά της μαλλιά και, προς έκπληξη όλων, σηκώθηκε, άρχισε να τραγουδά με αγγελική φωνή και να χορεύει. Ένα αλλόκοτο φως την έλουζε και το πρόσωπό της θάμπωνε όποιον την κοιτούσε. Άρχισαν όλοι να ψιθυρίζουν και να αναρρωτιούνται. Η φωνή της τόσο διαπεραστική άγγιζε τον καθένα. Και ο ψαλτικός της ήχος έφερνε αναμνήσεις ανακατεμένες με ενοχές. Ο καθένας μέσα στη ζεστασιά και τη χλιδή των
Χριστουγέννων προβληματιζόταν πόσοι άνθρωποι είναι άστεγοι και πεινασμένοι.
Και, μετά από λίγο, η μικρή άπλωσε το χέρι της στην κυρία Χρυσάνθη. Την οδήγησε στο μπαλκόνι, όπου, αισθάνθηκαν μεγάλη ανάγκη να κοιτούν τον ουρανό. Κι οι δυο τους ανέβηκαν και ακροβατούσαν στα κάγκελα. Το χιόνι σταμάτησε να πέφτει και να! Μες την πάχνη της νύχτας ξετρύπωσε το άστρο της Βηθλεέμ. Ένιωσαν ενθουσιασμό μαζί με ανατριχίλα, βλέποντας τα λογής-λογής αστέρια και το ολόγιομο φεγγάρι. Αναλογιζόταν πώς όλα στέκουν στον αέρα. Πόση άραγε ισορροπία χρειάζεται για ένα πέταγμα. Και, να! Εκείνη ακριβώς την ώρα ήρθε κοντά τους ένας χρυσαετός. Ανοιξε τα πελώρια φτερά του και τους έγνεψε για ένα ταξίδι στην πλάτη του, με οδηγό το άστρο. Γαντζώθηκαν πάνω του. Και…απογείωση. Εναέριες εντυπωσιακές διαδρομές, μέσα στον έναστρο ουρανό. Οι χούφτες τους άστραφταν. Κρατούσαν μέσα τους λογής λογής αστεράκια. Τίποτε δεν τους τραβούσε προς τα κάτω. Αίσθηση ελευθερίας και γαλήνης μαζί. Είχαν ελευθερωθεί από τα δεσμά της βαρύτητας! Έβλεπαν έναν ουράνιο λαμπερό και τρισευτυχισμένο κόσμο. Τον κόσμο των άστρων.
Μετά από λίγο πετούσαν, κόντρα στον άνεμο, μες στην όμορφη φύση. Πάνω από ήρεμα δάση και ύστερα μέσα στα νέφη, πάνω από μεγαλουπόλεις. Έβλεπαν από ψηλά τις στέγες των σπιτιών και τις καμινάδες. Παρατηρούσαν καταστόλιστα μέγαρα, πλούσιες κατοικίες, αλλά και ερειπωμένες μονοκατοικίες. Πλησίασαν στα φώτα των βιτρίνων. Στις πλατείες ξεχώριζαν κάποιοι ξαπλωμένοι σε στεγασμένα παγκάκια. Κάποιοι ζητιάνοι είχαν μεταμορφωθεί σε χιονάνθρωπους. Σε κάποια άλλα σημεία, που έμοιαζαν με κοινόβια, στιβαγμένοι άνθρωποι μέσα σε βρεγμένες κουβέρτες έμεναν άυπνοι περιμένοντας να ξημερώσει. Ανάμεσά τους πολλά μικρά παιδιά. Έτρεμαν όλοι από το κρύο.
-Φρίκη ξεστόμισε η κυρία Χρυσάνθη και μια κρυάδα περόνιασε τα κόκκαλά της. Σκέφτηκε πόσο εκείνη γκρίνιαζε καθημερινά με τη δική της τύχη και πέταγε τα φαγητά, επειδή δεν της άρεσαν. Έκανε σύγκριση εκείνων των ρακένδυτων παιδιών με τα δικά της εγγονάκια. Γνώριζε έναν άλλο κόσμο. Τόσο σκοτεινό, τόσο ταπεινωμένο. Εδώ δεν υπήρχαν στολισμένα δέντρα. Εδώ υπήρχαν γυμνοί άνθρωποι παγωμένοι. Σ’ αυτόν τον κόσμο τα Χριστούγεννα δεν ήταν λευκά. Ήταν μαύρα.
Και πιο πέρα; Κάποια μεγάλα νοσοκομεία. Άνθρωποι άρρωστοι, χειρουργημένοι γεμάτοι πόνο και αγωνία πάλευαν για τη ζωή τους. Αισθάνθηκε τόσες ενοχές. Ένιωσε τόσο διαφορετική μέσα της. Αυτός ο σκοτεινός κόσμος γέμισε με ένα άλλο φως την καρδιά της. Φώτιζε ένα άλλο πρόσωπο της ζωής. Ένα πρόσωπο γκρίζο, άσχημο, χωρίς μακιγιάζ και στολίδια.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ξέφυγαν από την πλάτη του χρυσού αετού. Άρχισε η πτώση. Η κυρία Χρυσάνθη φοβήθηκε. Σκέψεις σαν αστραπές έπαιζαν στο μυαλό της. Τη στιγμή του φόβου η μικρή την αποχαιρέτησε και ύστερα χάθηκε σαν πεταλούδα στον ουρανό. Όλα γύρω της θολά. Έχανε ύψος! Ζάλη! Θολούρα! Πανικός! Και, ξαφνικά μια φωνή ακούστηκε σαν από το υπερπέραν.
–Κυρίες μου, η θεία σας είχε άγγελο, απόψε». Σώθηκε από θαύμα. Όταν ζήτησε πρώτες βοήθειες η οικιακή της βοηθός ήταν πολύ αργά. Το εγκεφαλικό πολύ βαρύ. Κανείς από εμάς τους γιατρούς δεν περίμενε να ξεπεράσει αυτή την κατάσταση και να έχει αυτή τη θετική εξέλιξη. Το περιστατικό θα καταγραφεί στα ιατρικά βιβλία.
-«Καλά Χριστούγεννα αύριο και χρόνια της πολλά».
«Καλά Χριστούγεννα», ακούστηκαν οι φωνές των ανηψιών και των εγγονιών της, που, όταν έμαθαν την κατάστασή της, κατέφθασαν από το εξωτερικό. «Δεν πρόκειται να σε αφήσουμε ποτέ ξανά μόνη σου τα Χριστούγεννα».
Μετά από τόσα χρόνια θα γιόρταζαν όλοι μαζί, όπως παλιά.
Χαρά Ρίζου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!