Φωτάκια παντού, Άγιοι Βασίληδες σε όλες τις μορφές και σε όλα τα υλικά, δώρα, πακέτα, τσάντες, τσαντάκια, κορδέλες χρυσές, πράσινες, κόκκινες. Στα μπαλκόνια αστέρια, αστεράκια ή απλώς ταινίες με πολλά χρώματα που αναβόσβηναν. Από τις μπαλκονόπορτες φαίνονταν δέντρα μικρά και μεγάλα, κλασικά πράσινα ή λευκά, στολισμένα με όλων των ειδών τις μπάλες και τα παιχνίδια, με κόκκινες και χρυσές λεπτομέρειες, δέντρα ψεύτικα με μεγάλα αστέρια στην κορυφή και αληθινά, φερμένα από κάποιο βουνό, όπου τα καλλιεργούσαν ειδικά για εκείνες τις γιορτινές μέρες.
Είχε μπει ο Δεκέμβρης και τα Χριστούγεννα ήταν κοντά, πλησίαζαν μέρα με τη μέρα. Η Χριστίνα δεν ήθελε να υπάρχει αυτός ο δωδέκατος μήνας του χρόνου, ο μήνας με τις τόσες πολλές γιορτές που καταλήγει στη γέννηση του Χριστού και στην αλλαγή του χρόνου, ήταν ο χειρότερος για αυτήν. Για πολλούς, ειδικά για τις μικρότερες ηλικίες, ήταν ο αγαπημένος τους, με πολλά γλυκά, δώρα, κάλαντα, τραπέζια, επισκέψεις, ρεβεγιόν. Για εκείνην όμως όχι! Για εκείνη, ήταν ο μήνας που δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να αντέξει, ήταν ο πιο βαρετός μήνας του χρόνου, ο μήνας που ανυπομονούσε να περάσει γρήγορα γρήγορα και να μπει ο αγαπημένος της Ιανουάριος. Ο Γενάρης, ο μήνας που εγκαινίαζε το νέο έτος, ο μήνας που ξεκινούσε την κούρσα της νέας χρονιάς, ο πρώτος, ο καλύτερος. Φαινόταν περίεργο και ίσως να ήταν, όμως, είναι όλοι ίδιοι; Αρέσουν σε όλους τα ίδια πράγματα;
Αυτά είχε στο μυαλό της η Χριστίνα παρόλο που είχε σταματήσει πλέον να μοιράζεται τέτοιου είδους σκέψεις με τον υπόλοιπο κόσμο. Δεν προσπαθούσε πλέον να πείσει κανέναν για τις απόψεις της, ούτε ήθελε να παρασύρει κάποιον στους συλλογισμούς της. Ήταν ούτως ή άλλως πολύ δύσκολο να εκφέρει τέτοιες αιρετικές απόψεις, ακόμα και στους πιο προοδευτικούς, στους πιο εναλλακτικούς γνωστούς της, πόσο μάλλον τον τελευταίο καιρό που αυτή η τρέλα με τα Χριστούγεννα ξεκινούσε από το Νοέμβρη. Αμέσως μετά των Ταξιαρχών άρχιζε η χριστουγεννιάτικη περίοδος.
Έκλεισε τα βλέφαρα και είδε μπροστά της να περνούν κάποια Χριστούγεννα, παλιά, με φίλους, συγγενείς, την οικογένειά της. Θυμήθηκε γλέντια, τράπουλες, τριανταένα με φασόλια, όταν τα παιδιά ήταν μικρά και με μάρκες όταν μεγάλωσαν, μυρωδιές, λιχουδιές, τραγούδια και ψαλμούς. Πολλές αναμνήσεις που τώρα ήταν άχρηστες, έως και ανυπόφορες, δύσκολες, μάταιες.
Άνοιξε τα μάτια της αργά και χτύπησε το κουδούνι που ήταν ακριβώς δίπλα της. Σχεδόν αμέσως, μία κοπέλα εμφανίστηκε. Φόραγε στολή νοσοκόμας, ήταν γλυκιά και είχε στα μαλλιά της μία στέκα με κερατάκια ταράνδου. Η Χριστίνα την κοίταξε και ρώτησε αυτό που ζητούσε επίμονα να μάθει τα οκτώ χρόνια που ζούσε σε αυτόν τον οίκο ευγηρίας. « Ήρθε κανείς; Τηλεφώνησε κάποιος για μένα;» Η κοπέλα χαμογέλασε λίγο αμήχανα. « Όχι Κα Χριστίνα… μόλις όμως τηλεφωνήσει, θα έρθω αμέσως να σας το πω. Ακόμα και αν κοιμάστε, θα σας ξυπνήσω».
Οκτώ χρόνια που μισούσε τα Χριστούγεννα, που μισούσε την ονομαστική της εορτή, το ίδιο της το όνομα, οκτώ χρόνια που ήταν μόνη στις γιορτές. Αχ, πόσο δίκιο είχε! Τον Δεκέμβρη δεν τον ήθελε. Μακάρι να υπήρχαν έντεκα μήνες, ο δωδέκατος ήταν απλά αβάσταχτος.
Φλώρα Ροβίθη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!