Είχαν περάσει τέσσερα ολόκληρα χρόνια από εκείνη τη μέρα, που από άγνωστη αιτία η Άννα, έπαψε να περπατά.. Η θλίψη και η μοναξιά κομμάτιαζαν τη καρδιά της και οι λέξεις υπομονή και ελπίδα είχαν χάσει για αυτή κάθε νόημα. Τα λόγια των γιατρών της, ότι θα μπορέσει πάλι να περπατήσει κάποια στιγμή, την άφηναν τελείως αδιάφορη.
Βυθισμένη στις αρνητικές σκέψεις της ,έβλεπε τη μητέρα της να πηγαινοέρχεται στο δωμάτιό της και να λέει γεμάτη ενθουσιασμό:« σε δυο μέρες έρχονται τα Χριστούγεννα».
Γεμάτη κακία της απάντησε με φωνή ειρωνική: «τι είναι τα Χριστούγεννα, καράβια είναι και έρχονται;».
Τώρα που το λες , Άννα, απάντησε: «ναι είναι καράβια που έρχονται τα μεσάνυχτα της παραμονής, γεμάτα όνειρα, ελπίδες, ευχές, δώρα και ανθρώπους που ταξιδεύουν από κάθε χώρα για να γιορτάσουν με τους συγγενείς και τους φίλους τους τη γέννηση του Χριστού».Εμένα μου λες, απάντησε με αναίδεια .Αυτή όμως συνέχισε με ένα ποίημά της:
Το καράβι των Χριστουγέννων
σαν θα ρθει,
καινούρια όνειρα θα φέρει.
Μες τη καρδιά μας ο Χριστός,
ξανά θα γεννηθεί
κι η φύση όλη
με μιας θα αναστηθεί.
Α ! τώρα άρχισες και τα ποιήματα. Μου φαίνεται ότι παραλογίζεσαι.
Η μητέρα της έφυγε ντροπιασμένη. Ήταν μια γυναίκα επίμονη, η κυρία Σοφία. Πίστευε ότι όλα μπορούν να συμβούν, αρκεί κάποιος να έχει υπομονή και βαθειά πίστη στις δυνάμεις του.
Βυθίστηκε ξανά στις μαύρες σκέψεις της. Δάκρυα κύλισαν από τα μάτια της όταν θυμήθηκε τον εαυτό της , μικρό κοριτσάκι να τρέχει μες το σπίτι και τους γονείς της να ανησυχούν μη πέσει πάνω στο μεγάλο δέντρο και χτυπήσει. Αν ήξερε τότε ότι θα ερχόταν κάποια μέρα που δεν θα μπορούσε πλέον να περπατά, θα έτρεχε συνέχεια . Νύχτωσε, το στολισμένο δέντρο φωτισμένο έδειχνε μαγικό. Το αστέρι στη κορυφή του ήταν σαν να άγγιζε τον ουρανό. Παλιότερα όταν το έβαζε με τη βοήθεια του μπαμπά της έκανε και τις ευχές της.
Με το δεξί της χέρι έπιασε μια μουσική χιονόμπαλα και την αναποδογύρισε, το χιόνι κι οι μορφές που στροβιλίζονταν στο ρυθμό της μουσικής μαλάκωσαν τη καρδιά της. Ύστερα το βλέμμα της έπεσε πάνω στη φάτνη με το μικρό Χριστό. Το φως που έπεφτε πάνω της ,φώτιζε τα πρόσωπα που έδειχναν τόσο ήρεμα και έκανε το άχυρο να μοιάζει με αληθινό χρυσάφι. Η ταπεινή φάτνη ενέπνεε ηρεμία κι ευτυχία.
Χωρίς να το θέλει η φράση της μαμάς της:« κι η φύση όλη θα αναστηθεί», στριφογύριζε στο μυαλό της. Είχε ακούσει διάφορες ιστορίες για το καράβι που ερχόταν κάθε Χριστούγεννα στο μικρό νησί της, αλλά ποτέ δεν είχε δώσει σημασία.
Η ώρα περνούσε, ο ουρανός είχε ένα ασημί χρώμα και το φεγγάρι καθρεφτίζονταν στη θάλασσα. Η φράση, όμως επέμενε στο μυαλό της: « κι η φύση όλη με μιας θα αναστηθεί». Μάταια προσπαθούσε να τη διώξει.
Έσυρε το αμαξίδιό της μέχρι τη μέση του σαλονιού για να βλέπει καλύτερα από το μεγάλο παράθυρο. Άκουσε τη μπουρού του κυρ Ανδρέα από μακριά, η καρδιά της χτύπησε δυνατά. Κατάλαβε ότι το καράβι των Χριστουγέννων έφτανε στο μικρό νησί της.
Το βλέμμα της καρφώθηκε στη θάλασσα. Το καράβι φωτισμένο πλησίαζε, η καρδιά της χτύπησε ακόμη πιο δυνατά.
Πλησίασε όλο και περισσότερο και ύστερα σφύριξε χαρμόσυνα.
Δεν ξέρει και ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει μέχρι που γέρασε, πως έφτασε μέχρι το παράθυρο και όρθια έβλεπε σαν μαγεμένη τους επιβάτες που κατέβαιναν από το καράβι και αγκαλιάζονταν με τους συγγενείς τους και αντάλλαζαν ευχές.
Το μόνο που θυμάται και δεν θα ξεχάσει ποτέ είναι το ανοιχτό στόμα της μητέρας της και το άσπρο χρώμα του προσώπου της , όταν μπήκε, δεν ξέρει μετά από πόση ώρα ,στο μεγάλο σαλόνι για να της πει ότι έφτασε:« το καράβι των Χριστουγέννων».
Την κοίταζε όρθια να περπατά και δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Η Άννα βάδισε σταθερά προς το μέρος της, την αγκάλιασε και με ήσυχη φωνή της είπε :«γεννήθηκε ο μικρός Χριστός κι η φύση όλη αναστήθηκε»…
«ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ»
Καλλιόπη Αγγελακοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!