Ο «ΚΕΦΑΛΟΣ - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς» έχει ξεκινήσει μία νέα δράση με τίτλο: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ» (ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ 4ο ΤΟΜΟ γίνονται δεκτές έως τις 31/12/2020 - ΥΠΟΒΟΛΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ: ΕΔΩ) και προσκαλεί όλους τους Λογοτέχνες, Ποιητές και Συγγραφείς να συμμετάσχουν σ' αυτήν. Σκοπός της εν λόγω δράσης είναι η προβολή μέσω αφιερωμάτων και συνεντεύξεων των σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών, Ποιητών και Συγγραφέων, είτε έχουν εκδώσει κάποιο βιβλίο είτε όχι και η δημιουργία του τέταρτου τόμου της «Εγκυκλοπαίδειας των Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών», η οποία έχει συσταθεί σε μία ανεξάρτητη ιστοσελίδα με τη μορφή ηλεκτρονικών τόμων και την έκδοση δωρεάν e-book.
Στη σημερινή μας παρουσίαση στα πλαίσια της δράσης: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ», θα σας παρουσιάσουμε τη λογοτέχνιδα, Ειρήνη Παππά, η οποία συμμετέχει στην «Εγκυκλοπαίδεια Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών» και απάντησε στις ερωτήσεις του Δημοσιογράφου, Λογοτέχνη και Εκδότη του Περιοδικού Κέφαλος, κ. Πλούταρχου Πάστρα, για το λογοτεχνικό της έργο, τα βιβλία και τη λογοτεχνία.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ ΠΑΠΠΑ
1. Αν έπρεπε να δώσετε έναν ορισμό για τη λογοτεχνία, ποιος θα ήταν αυτός;
Αυτό που λέει η ίδια η λέξη. Η τέχνη του λόγου που δίνει τη δυνατότητα στον κάθε ένα να εκφραστεί. Να απεικονίσει αισθήματα και σκέψεις δικές του ή να εκφράσει συλλογικές επιρροές.
2. Τι μπορεί να προσφέρει η λογοτεχνία στο σύγχρονο άνθρωπο;
Η λογοτεχνία παλιότερα πρόσφερε, πέρα από την έκφραση της ψυχής κι ένα ταξίδι στον έξω κόσμο που τότε ήταν δύσκολο να γίνει. Σήμερα με τα τεχνολογικά μέσα ο έξω κόσμος έρχεται στο σπίτι μας αλλά χάνεται ο μέσα μας κόσμος. Πιστεύω πως η λογοτεχνία σήμερα προσφέρει πιο πολύ αυτό το ταξίδι στον μέσα μας κόσμο.
3. Η ποίηση στις ημέρες μας δεν έχει τη θέση που κατείχε παλαιότερα. Για ποιο λόγο πιστεύετε πως συμβαίνει αυτό και πως θεωρείτε ότι θα είναι το μέλλον της;
Αυτό συμβαίνει γιατί έχει αλλάξει ο τρόπος έκφρασης των ανθρώπων και φυσικά έχει περιοριστεί η γλωσσική έκφραση πράγμα που επηρεάζει πολύ την ποιητική δημιουργία. Πιστεύω όμως πως ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, η αξία της ποίησης σήμερα είναι μεγαλύτερη και στο μέλλον θα αποκτήσει τη θέση που της αξίζει.
4. Και τώρα μία δύσκολη ερώτηση. Τι σημαίνει για σας ποίηση;
Ποίηση είναι να μπορείς να βγάζεις μέσα από απλά, καθημερινά πράγματα τον βαθύτερο λόγο ύπαρξής τους και να καταφέρνεις να γίνεται αυτό αισθητό και αντιληπτό από τον κάθε άνθρωπο χωρίς να είναι ανάγκη να έχει υψηλή μόρφωση ή να κρατάει λεξικό.
5. Πότε ξεκινήσατε ν’ ασχολείστε με την τέχνη του λόγου και ποιος ήταν ο λόγος που σας παρότρυνε;
Ξεκίνησα να γράφω πολύ μικρή, από το Δημοτικό σχολείο, νομίζω επειδή μου άρεσε πολύ να διαβάζω ό,τι έπεφτε στο χέρι μου. Θαύμαζα τους μεγάλους λογοτέχνες και ποιητές και ήθελα να μπορώ κι εγώ να γράφω. Στην εφηβεία έγραφα ποιήματα, ξεκάθαρα για να εκφράσω τον αναβρασμό που υπήρχε μέσα μου. Για χρόνια εγκατέλειψα το γράψιμο για να αφοσιωθώ στη φροντίδα των τριών παιδιών μου. Πριν περίπου δώδεκα χρόνια άρχισα να γράφω συστηματικά και ήταν σαν να μην είχα σταματήσει ποτέ.
6. Γιατί γράφετε;
Πιστεύω πως δεν έχω άλλη επιλογή. Το γράψιμο για μένα είναι τρόπος επιβίωσης και όχι απλά τρόπος έκφρασης. Είναι σαν να γυρνάς στην πατρίδα σου μετά από ένα μακρινό ταξίδι στα ξένα.
7. Ποια είναι η πηγή της έμπνευσής σας;
Οτιδήποτε συμβαίνει γύρω μου. Μια λέξη, μια εικόνα, μια ανάμνηση, ένα καθημερινό αντικείμενο μπορεί να πυροδοτήσει το γράψιμο ενός ολόκληρου βιβλίου.
8. Με ποιο λογοτεχνικό είδος ασχολείστε περισσότερο;
Παρότι γράφω στίχους σχεδόν καθημερινά δεν τους έχω εκδώσει ποτέ. Ασχολούμαι κυρίως με το μυθιστόρημα και τα θεατρικά έργα.
9. Μιλήστε μας για το λογοτεχνικό σας έργο.
Το πρώτο μου βιβλίο που εκδόθηκε ήταν μια μικρή συλλογή διηγημάτων με τίτλο το “Πράσινο λεωφορείο” σε αυτοέκδοση το 2013. Ήταν μια προσπάθεια διερεύνησης του κοινού απέναντι στη γραφή μου. Ακολούθησε το μυθιστόρημα “η νεράιδα στο ποτάμι” που εκδόθηκε το 2015 από τις εκδόσεις Πάργα. Το 2017 εκδόθηκε το μυθιστόρημα “Το χρονικό ενός παράνομου έρωτα” από τις εκδόσεις Τελεία και το 2019 κυκλοφόρησε από τις ίδιες εκδόσεις το μυθιστόρημα “Ζωές στα κύματα”.
Ταυτόχρονα έχω γράψει και αρκετά θεατρικά έργα. Το τελευταίο με τίτλο “Μην περιμένεις ποτέ το τελευταίο λεωφορείο” βραβεύτηκε από τον Θεατρικό οργανισμό Κύπρου με βραβείο θεατρικού έργου 2019.
10. Πείτε μας λίγα λόγια για το τελευταίο σας βιβλίο που έχει τίτλο: «Ζωές στα κύματα».
Πρόκειται για ένα σύγχρονο μυθιστόρημα που διαπραγματεύεται το σκληρό ζήτημα των ναρκωτικών και την προσπάθεια ενός νέου παιδιού να απαγκιστρωθεί από τον εφιάλτη αυτό με τα φτερά της τέχνης και του έρωτα. Παρουσιάζονται τα μυστικά, οι πιέσεις, η εγκατάλειψη και η έλλειψη επικοινωνίας που μπορούν να σπρώξουν ένα νέο παιδί στη χρήση ουσιών κι ο δύσκολος δρόμος της επιστροφής στο φως.
11. Ποια είναι η αγαπημένη σας ώρα μέσα στην ημέρα που κάθεστε και γράφετε;
Γράφω συνήθως τα μεσημέρια του Σαββάτου και της Κυριακής όταν η υπόλοιπη οικογένεια αποσύρεται για να ξεκουραστεί. Μην ξεχνάτε ότι είμαι μια εργαζόμενη μητέρα και νοικοκυρά και ο χρόνος μου είναι περιορισμένος.
12. Πως είναι η ζωή ενός λογοτέχνη στα χρόνια της κρίσης;
Αν περιμέναμε να ζήσουμε από την έκδοση των βιβλίων μας πιστεύω πως θα είχαμε πεθάνει οι πλείστοι!
13. Πως θα χαρακτηρίζατε τη λογοτεχνική παραγωγή σήμερα;
19. Ποια είναι τ’ αγαπημένα σας βιβλία;
Η λογοτεχνική παραγωγή είναι ανθηρή και πολύ πιο προσβάσιμη από ποτέ.
14. Ποιο θεωρείτε πως είναι το μυστικό της επιτυχίας ενός Best Seller;
Θα σας το πω όταν θα έχω στις εκδόσεις μου ένα best seller!
15. Αν έπρεπε να επιλέξετε ανάμεσα στο έντυπο ή στο ηλεκτρονικό βιβλίο, εσείς ποιο θα επιλέγατε;
Οπωσδήποτε το έντυπο. Δεν μπορώ καν να διανοηθώ το διάβασμα χωρίς το γύρισμα της σελίδας και τη μυρωδιά του χαρτιού!
16. Ποια συμβουλή θα δίνατε σ’ ένα νέο λογοτέχνη;
Να διαβάσει πολύ πριν αρχίσει να γράφει.
17. Τώρα ας περάσουμε στην πλευρά του αναγνώστη. Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που διαβάσατε;“Το ημερολόγιο της ευτυχίας” του Νικολάε Στάινχαρτ. Μια πολύ παλιά έκδοση που την έψαχνα χρόνια.
18. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
Αγαπώ πολύ τους Λατινοαμερικάνους συγγραφείς όπως τον Μάρκες και την Αλιέντε αλλά και ο Καζαντζάκης είναι αγαπημένος μου.
Το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό είναι το “έρωτας στα χρόνια της χολέρας” του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.
20. Τελευταία ερώτηση. Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια στο χώρο της λογοτεχνίας;
Οπωσδήποτε δεν μπορώ να σταματήσω να γράφω. Δεν μπορώ όμως να κάνω κανένα άλλο σχέδιο.
* * *
Το τριαντάφυλλο
(της Ειρήνης Παππά)
Είχε ξημερώσει από ώρα. Δεν μπορούσε πια να το αγνοεί. Ο ήλιος ξεδιάντροπος κλέφτης έμπαινε από τις γρίλιες κι έβαφε με παράλληλες γραμμές λαμπερού φωτός τον απέναντι τοίχο. Ο κόσμος έξω γιόρταζε την επάνοδο της μέρας.
Ανασηκώθηκε κι έκατσε στο κρεβάτι. Έψαξε τις παντόφλες της. Τις ανακάλυψε στην άλλη άκρη του δωματίου. «Δε θα έρθουν εδώ…» είπε μέσα της, «πρέπει να σηκωθείς». Τις φόρεσε και πήγε στο μπάνιο με αργά βήματα. Τελευταία ξυπνούσε όλο και πιο κουρασμένη. Πόνοι στις αρθρώσεις τη βασάνιζαν, ειδικά όταν χαλούσε ο καιρός. Τις άσχημες μέρες του χειμώνα ένιωθε πιο βαριά τα χρόνια της. «Δεν είμαι και του θανατά…»μουρμούρισε θυμωμένη με τον εαυτό της και μπήκε στο μπάνιο. Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη. Έπρεπε πια να την είχε συνηθίσει μα δεν μπορούσε να συμβιβαστεί. Αυτή την εικόνα που έβλεπε στον καθρέφτη δεν την αναγνώριζε εύκολα. Ρυτίδες και χαλάρωση στόλιζαν το πρόσωπό της, οι άσπρες ρίζες των μαλλιών της δεν κρύβονταν πια με καμιά βαφή και τα μάτια της είχαν χάσει από καιρό τη λάμψη τους. «Τι περιμένεις; Είσαι πια εξήντα χρονών…» επανέλαβε στον εαυτό της όπως κάθε πρωί και έριξε νερό στο πρόσωπό της.
Στην κουζίνα έφτιαξε τον αγαπημένο της καφέ και βιάστηκε να βγει στην αυλή. Ήθελε να βγαίνει νωρίς στον πρωινό αέρα. Πίστευε πως έτσι ανάγκαζε τα κύτταρά της να ξυπνήσουν, να λειτουργήσουν υποχρεωτικά άλλη μια μέρα. Κοίταξε τις γλάστρες της. Ρούφηξε μια γουλιά καφέ. Τσιγάρο δεν κάπνιζε ποτέ της. «Θα ήταν μια κάποια παρέα κι αυτό…» σκεφτόταν τον τελευταίο καιρό που ‘χε απομείνει ένα κούτσουρο ξερό μέσα στο μεγάλο σπίτι.
Ο γιός της έλειπε χρόνια σε ‘κείνες τις αιώνιες σπουδές στο εξωτερικό. Η κόρη της είχε παντρευτεί κι είχε αποκτήσει κι ένα κοριτσάκι που το έφερνε καμιά φορά τις Κυριακές να δει η γιαγιά του. «Γιαγιά…» έλεγε πολλές φορές για να το πιστέψει πιο πολύ η ίδια. Πότε βρέθηκε γιαγιά; Πότε μεγάλωσαν τα παιδιά της; Πόσα χρόνια είχε που συχωρέθηκε ο άντρας της; Εφτά θα έκλεινε τον Ιούνιο. Εφτά χρόνια που ζούσε μόνη σε κείνο το σπίτι που αχολογούσε κάποτε φωνές χαράς…
«Ήρθε κι αυτή η αφυπηρέτηση…» μουρμούρισε. Αν δούλευε τουλάχιστον, θα ‘χε κάτι να περιμένει. Ένα λόγο να σηκώνεται από το κρεβάτι το πρωί. Μα η τράπεζα που δούλευε, τους ανάγκασε να αφυπηρετήσουν πριν δύο χρόνια όλους όσοι ήταν κοντά στη σύνταξη. «Τώρα θα περιμένουμε να πεθάνουμε…» της είχε πει ο συνάδελφος στο διπλανό γραφείο την ώρα που μάζευε τα πράγματά του. Βγήκε στο δρόμο. Με τις πυτζάμες ήταν αλλά τι πείραζε; Ήθελε μόνο να ελέγξει το γραμματοκιβώτιο. Το έκανε κάθε πρωί. Συνήθεια που της είχε μείνει από την εποχή που στο σπίτι κατέφθαναν επιστολές, κάρτες, γράμματα από αγαπημένους…
Ήταν πάλι εκεί. Εκείνο το κόκκινο τριαντάφυλλο λουσμένο στην πρωινή δροσιά. Μια βδομάδα τώρα το έβρισκε ακουμπισμένο προσεκτικά πάνω στο γραμματοκιβώτιο. Την πρώτη φορά το θεώρησε τυχαίο. «Κάποιος περαστικός το άφησε…» Τώρα πια, μετά από εφτά τριαντάφυλλα ήταν σίγουρη. Της έκαναν πλάκα. Κάποιος την είχε βάλει στο μάτι και γελούσε τώρα εις βάρος της. Πήρε το λουλούδι και κάτι διαφημιστικά που βρήκε και μπήκε στο σπίτι της. Στο βάζο συμπληρώθηκε ο αριθμός εφτά…
«Με συγχύσανε πάλι πρωί πρωί…» ένιωσε να φουντώνει. Κατάπιε ένα χαπάκι της πίεσης, έβαλε το κουτί στην τσάντα και κοίταξε πάλι τα λουλούδια. Ποιος είχε τη φαεινή ιδέα να της στήσει τέτοια φάρσα; «Κάποιος που δεν έχει τι να κάνει…»
Ντύθηκε και βγήκε. Η ζέστη άρχιζε νωρίς. Το ίδιο και η κίνηση στην υπεραγορά. Ποτέ δεν της άρεσε η πολυκοσμία. Ήθελε να κάνει τα ψώνια με την ησυχία της τα πρωινά.
Στο δρόμο ένιωσε μια μικρή ζαλάδα. «Θα δράσει σε λίγο το χάπι της πίεσης…θα μου περάσει…» Αγόρασε βιαστικά τα πράγματα που ήθελε. Η κυκλοφορία ήταν και σήμερα αυξημένη. Τα αυτοκίνητα μούγκριζαν σαν ζώα που τα πάνε στη σφαγή. Τα ψώνια δεν ήταν πολλά μα οι σακούλες βάραιναν παράξενα στα χέρια της σήμερα. Ήταν και κείνη η επίμονη ζαλάδα που δεν έλεγε να της περάσει.
Κατάφερε να διασταυρώσει τη λεωφόρο και μπήκε στο δρόμο της γειτονιάς της. Έξω από το βιβλιοπωλείο κατάλαβε πως δεν άντεχε άλλο. Άφησε τις σακούλες κάτω και ακούμπησε στον τοίχο της βιτρίνας. Ήταν από τα αγαπημένα της μέρη εκείνο το κατάστημα. Δυο τρεις φορές το μήνα αγόραζε από κει τα μυθιστορήματά που τη συντρόφευαν τις μοναχικές της νύχτες. Έπιανε και κουβέντα με τον κύριο Σωτήρη τον βιβλιοπώλη. Καλλιεργημένος άνθρωπος κι ευγενικός, μόνος και κείνος στη ζωή.
Κάθε φορά την καλούσε για έναν καφέ μα πάντα αρνιόταν. «Άλλη φορά κύριε Σωτήρη, σας ευχαριστώ αλλά βιάζομαι σήμερα» Ο Σωτήρης κατέβαζε τα μάτια. «Στον ενικό Αθηνά…στον ενικό να μου μιλάς! Συνομήλικοι είμαστε!»
Σε δευτερόλεπτα ένιωσε να καταρρέει. Οι σακούλες άδειασαν στο πεζοδρόμιο. Τα μάτια της σκοτείνιασαν. Άκουσε μόνο για λίγο τον κόσμο να μαζεύεται και να φωνάζει γύρω της. Ύστερα χάθηκε σε κείνο το χάος που κανένας δεν μπορεί να πει αν είναι ζωή ή θάνατος.
Όταν άνοιξε τα μάτια ένα βελούδινο κόκκινο χρώμα έβαψε αμέσως την χλωμή της ύπαρξη. Όσο καθάριζαν τα μάτια της τόσο διευκρίνιζε και την εικόνα που ήταν απέναντί της. Ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο σε ένα βάζο και γύρω του το λευκό, εκείνο το αποστειρωμένο λευκό των τοίχων του νοσοκομείου. Ο γιατρός πάνω από το κεφάλι της ήταν γνωστός. Την παρακολουθούσε χρόνια, από τότε που διαγνώστηκε υπερτασική. «Δεν είναι τίποτα κ. Αθηνά… ανέβηκε η πίεσή σου σήμερα. Δεν είπαμε να πίνεις τα χάπια σου;»
Τον κοίταξε σαστισμένη. « Μα τα ήπια γιατρέ…» ψέλλισε και έδειξε την τσάντα της. Ο γιατρός έβγαλε από κει το κουτί με τα χάπια της υπέρτασης, φόρεσε τα γυαλιά του και το περιεργάστηκε. «Σκότωμα θέλει ο φαρμακοποιός…ληγμένα χάπια σου έδωσε…» Κοίταξε την πίεσή της πάλι, έπιασε το σφυγμό της. Οι ρυτίδες στο μέτωπό του χαλάρωσαν. «Σε λίγο θα είσαι εντάξει…μπορείς να φύγεις…να ευχαριστείς τον κύριο που σε έφερε αμέσως εδώ!»
Η Αθηνά δεν πολυκατάλαβε. Ένας κύριος; Ποιος κύριος; «Κάποιος από τους περαστικούς…» έπεισε τον εαυτό της κι έκανε να ανασηκωθεί. Η νοσοκόμα που έμπαινε εκείνη τη στιγμή στο δωμάτιο έτρεξε δίπλα της. «Με το μαλακό…ένα λεπτό να φωνάξω τον άντρα σας…» κι έκανε να βγει μα σταμάτησε στη μέση του δωματίου. «Πάντως είστε τυχερή…τι κύριος! Τι αδυναμία που σας έχει! Σαν τρελός έκανε ώσπου να πει ο γιατρός πως δεν είναι κάτι σοβαρό…» Η Αθηνά τα ‘χασε τώρα εντελώς, η λογική της όμως έσπευσε να της εξηγήσει. «Με μπερδεύει με άλλη…» κι έκατσε στο κρεβάτι.
Κοίταξε πάλι το τριαντάφυλλο. Ίδιο με κείνο που έβρισκε στο γραμματοκιβώτιο. Πως γίνεται; Αλλά και πάλι όλα τα τριαντάφυλλα είναι ίδια…
Να φύγει ήθελε. Να γυρίσει στο σπίτι της. Δεν ήταν τίποτα σοβαρό. Ένιωθε μια χαρά. Θα ξεκουραζόταν καλύτερα στο κρεβάτι της. Αυτή τη μυρωδιά του νοσοκομείου δεν την άντεχε…
Η πόρτα άνοιξε τρίζοντας δειλά και ντροπαλά. Ένα αντρικό, γκρίζο κεφάλι φάνηκε και δυο ανήσυχα μάτια να την κοιτάζουν με αγωνία. «Κύριε Σωτήρη! Εσείς;» ίσα που κατάφερε να μουρμουρίσει. «Εγώ Αθηνά…και είπαμε σταμάτα αυτόν τον πληθυντικό! Σε έφερα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Πως νιώθεις;»
Εκείνη κοκκίνισε. Έμοιαζε τώρα σαν το κόκκινο τριαντάφυλλο στο βάζο. «Καλά…δηλαδή μια χαρά…ευχαριστώ. Σας… σε ταλαιπώρησα!» Δεν την άφησε να συνεχίσει. Ο Σωτήρης είχε αναλάβει τη συνέχεια. Την πήγε με το αυτοκίνητο σπίτι της. Την τακτοποίησε στον καναπέ, της έφτιαξε ένα τσάι, έφερε και το τελευταίο μυθιστόρημα από το βιβλιοπωλείο. «Θέλω να ξεκουραστείς» της είπε. «Το μεσημέρι θα φέρω κάτι να φάμε μαζί…αν δε σε πειράζει…» πρόσθεσε σιγανά. Η Αθηνά υποχώρησε. Δε θυμόταν πότε είχε νοιαστεί κάποιος γι’ αυτήν τόσο πολύ…αλήθεια πότε;
Έφαγαν μαζί το μεσημέρι, γελάσανε, ακούσαν μουσική, θυμήθηκαν παλιές ταινίες, είδαν φωτογραφίες των παιδιών της. «Είσαι όμορφη» της είπε, «…κι όταν γελάς λάμπεις!»
Η νύχτα είχε πέσει πάνω στην πόλη γλυκά κι αθόρυβα όταν έφυγε ο Σωτήρης. «Σ΄ ευχαριστώ που σπατάλησες το χρόνο σου μαζί μου… μου υποσχέθηκες κάποτε έναν καφέ…» Η Αθηνά θυμόταν. «Θα τον πιούμε αύριο το πρωί…» του είπε με σιγουριά.
Εκείνος γέλασε. Κατέβηκε δυο σκαλιά και χωρίς να γυρίσει να τη δει της φώναξε φεύγοντας, «αύριο μη σηκωθείς νωρίς για το γραμματοκιβώτιο…το τριαντάφυλλο θα στο φέρω εγώ ο ίδιος όταν έρθω για τον καφέ…» και την άφησε άφωνη στην πόρτα να τον κοιτάζει με το κοκαλωμένο χαμόγελο της έκπληξης στα χείλη.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΙΡΗΝΗΣ ΠΑΠΠΑ
Η Ειρήνη Παππά γεννήθηκε στην Καρδίτσα το 1971 από πατέρα Καρδιτσιώτη και μητέρα από τον Έβρο. Σπούδασε Θεολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου και διπλώματος Ελληνικής Παλαιογραφίας. Από τα παιδικά της χρόνια τη μάγευε το διάβασμα λογοτεχνίας και ο κόσμος της συγγραφής και στα μαθητικά της χρόνια ξεκίνησε να γράφει ποιήματα. Ασχολείται με τη συγγραφή μυθιστορημάτων τα τελευταία δέκα χρόνια.
Το 2014 κυκλοφόρησε σε αυτοέκδοση η συλλογή διηγημάτων «το πράσινο λεωφορείο». Το 2015 κυκλοφόρησε το πρώτο μυθιστόρημά της «Η νεράιδα στο ποτάμι» από τις εκδόσεις Πάργα και το 2017 το μυθιστόρημα «Το χρονικό ενός παράνομου έρωτα» από τις εκδόσεις Τελεία. Το 2019 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα «Ζωές στα κύματα» από τις εκδόσεις Τελεία.
Η Ειρήνη Παππά ασχολείται επίσης με τη συγγραφή θεατρικών έργων. Διετέλεσε μέλος του Θεατρικού ομίλου Πάφου για 11 χρόνια και Πρόεδρος του ομίλου τα τελευταία 3 χρόνια. Θεατρικά της έργα είναι τα: Θα σε κάνω βασίλισσα, Ο αριστούχος, Κλειδωμένα όνειρα, Το μυστικό, Μην περιμένεις ποτέ το τελευταίο λεωφορείο, Το κλειδί και έχουν ανέβει από τον Θεατρικό όμιλο Πάφου αλλά και σε σχολικές παραστάσεις.
Το θεατρικό της «Μην περιμένεις ποτέ το τελευταίο λεωφορείο» βραβεύτηκε από τον Θεατρικό οργανισμό Κύπρου το 2019 με το βραβείο Συγγραφής θεατρικού έργου.
Ζει και εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην Κύπρο και είναι μητέρα 3 παιδιών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!