1. Αν έπρεπε να δώσετε έναν ορισμό για τη λογοτεχνία, ποιος θα ήταν αυτός;
Κύριε Πάστρα, καταρχάς ευχαριστώ θερμά εσάς και το περιοδικό ΚΕΦΑΛΟΣ, για την ευκαιρία διαλόγου που μου προσφέρετε. Τώρα, όσον αφορά στο ερώτημά σας. Ταπεινά φρονώ πως η αλήθεια βρίσκεται πίσω από την απλή λεξικολογική ερμηνεία της λέξης λογοτεχνία και αφορά σε δύο δρόμους, σε δύο βασικές επιλογές ενάσκησής της. Ο πρώτος εξαντλείται στην επιφάνεια των πραγμάτων αναλώνοντας τη λογοτεχνία σε μια απλοϊκή εκφορά λόγου, η οποία εγκλωβίζεται στη θωπεία του ανθρώπινου συναισθηματισμού ή/και στον ηδονικό εντυπωσιασμό των οπτικών αισθήσεων του αναγνώστη. Ο δεύτερος δρόμος, τον οποίο προσπαθώ να βαδίσω στην προσωπική λογοτεχνική μου τριβή, βλέπει στη λογοτεχνία το συγκλονιστικό προνόμιο του ανθρώπου να δίνει νόημα στη ζωή του, να τακτοποιεί τον κόσμο που τον περιβάλλει καθιστώντας τον κόσμημα, να ψηλαφεί τους λόγους ύπαρξης των πάντων. Οπότε θα τολμούσα να πω ότι η λογοτεχνία -μέσω αυτής- είναι η τέχνη που βοηθάει τον άνθρωπο να περιβάλλει με νόημα τη ζωή του και ταυτόχρονα να αναχθεί στη μεθόριο που συναντιούνται το τώρα με το πάντα, ήτοι στην τέταρτη και ουσιαστικότερη διάσταση του χρόνου, αυτή της αιωνιότητας.
2. Τι μπορεί να προσφέρει η λογοτεχνία στο σύγχρονο άνθρωπο;
Αναφανδόν όσα μόλις προαναφέρθηκαν. Επιπροσθέτως, η προσεγμένη λογοτεχνία μπορεί να προσφέρει στον σύγχρονο άνθρωπο παραμυθία, καταλλαγή. Είναι φάρμακο θεραπευτικό και απαράμιλλη συντροφιά. Διευρύνει την προσωπικότητα ενώ συνάμα τη θωρακίζει. Από την άλλη πλευρά, μπορεί να προβληματίσει γόνιμα, να οξύνει την κριτική σκέψη, να άγει στην αυτοκριτική, να αφυπνίσει. Εν τέλει, να αποτελέσει έναυσμα για αναθεωρήσεις παρακινώντας σε δράση.
3. Η ποίηση στις ημέρες μας δεν έχει τη θέση που κατείχε παλαιότερα. Για ποιο λόγο πιστεύετε πως συμβαίνει αυτό και πως θεωρείτε ότι θα είναι το μέλλον της;
Με το ερώτημά σας θίγεται ένα τεράστιο ζήτημα και τι να πρωτοαναφέρω... Σίγουρες αποφάνσεις δεν είμαι σε θέση να εκφέρω, θα επιχειρήσω όμως να θέσω έναν γενικό, πολυπαραγοντικό προβληματισμό. Νομίζω ότι η βασική, η γενεσιουργός αίτια άσκησης αρνητικής επιρροής στην ποίηση, εντοπίζεται στην υποβάθμιση της Παιδείας, στη συρρίκνωση της κατά κεφαλήν καλλιέργειας και στον αλλοτριωμένο τρόπο του σύγχρονου βίου. Δυστυχώς, όπως η γλώσσα έτσι και η ποίηση ακολουθεί τη λαμπρότητα ή την ευτέλεια της κάθε εποχής. Και θαρρώ πως η εποχή μας φλερτάρει έντονα με την ευτέλεια. Από εκεί και πέρα ως παράγοντες απαξίωσης μπορούν να επισημανθούν... Το κυνήγι της δημοσιότητας και της επικαιρότητας, το οποίο καθιστά πολλά από τα ποιητικά έργα αβαθή, βιαστικά και πρόχειρα. Ο εκδοτικός οργασμός -μόνο για το 2017 εκδόθηκαν πάνω από 800 ποιητικές συλλογές!- κάνει την παρακολούθηση και μελέτη των έργων αδύνατη, με αποτέλεσμα πολλά αξιόλογα έργα να «χάνονται». Η έλλειψη σοβαρής και αντικειμενικής κριτικής. Η απουσία αυστηρών ποιοτικών κριτηρίων έκδοσης από κάποιους εκδοτικούς οίκους στο όνομα της οικονομικής τους επιβίωσης ή του ευκαιριακού κέρδους εκμεταλλευόμενοι την αγωνία έκδοσης ή την κενοδοξία των δημιουργών. Η διολίσθηση της ποίησης από κοινωνικό γεγονός σε έκφραση ιδιοτελούς αυθεντίας. Η συντεχνιακή νοοτροπία μερίδας ποιητών. Η εσωστρέφεια, επίσης.
Το παράδοξο είναι πως η ποίηση, ενώ δεν απουσιάζει από τον δημόσιο χώρο, αισθάνομαι ότι απλά τον χρησιμοποιεί προκειμένου να παρουσιάσει την ιδιωτικότητά της κι όχι για να τοποθετηθεί, να προτείνει, να λάβει θέση επί των μειζόνων ή ελασσόνων κοινωνικών ζητημάτων. Ενώ κατακλύζει το δημόσιο χώρο ταυτόχρονα παρουσιάζεται αποστασιοποιημένη από τα προβλήματά του∙ από τις ευαισθησίες του λαού, τους συλλογικούς προβληματισμούς.
Και για να γίνω σαφέστερος θα χρησιμοποιήσω κάποια παραδείγματα. Στις πρόσφατες μαζικές λαϊκές κινητοποιήσεις στη Χιλή είδαμε στους δρόμους στου Σαντιάγο μεταξύ του αγανακτισμένου πλήθους και τον κορυφαίο χιλιανό ποιητή κι έναν από τους πλέον καταξιωμένους του κόσμου, Ραούλ Σουρίτα, να διαδηλώνει κρατώντας το εθνικό σύμβολο της Χώρας του. Είδαμε και ακούσαμε την εμβληματική σοπράνο Ayleen Jovita Romero άδοντας από το μπαλκόνι της μια άρια από το El derecho de vivir en paz του Victor Jara, να σπάει την απαγόρευση κυκλοφορίας στο νυχτερινό Σαντιάγκο, ενώ μια εντυπωσιακή χορεύτρια με κόκκινο φόρεμα διέσχισε τους δρόμους πραγματοποιώντας πιρουέτες μπροστά από τις δυνάμεις καταστολής, επίσης κραδαίνοντας τη χιλιανή σημαία. Και τίθεται το ερώτημα. Ποια στάση τήρησαν, οι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών της πατρίδα μας, κατά την τελευταία δεκαετία που η μνημονιακή πολιτική αποδόμησε (και εξακολουθεί να αποδομεί) χώρα και λαό; Ή ποια θέση έλαβαν με αφορμή την ψήφιση της κατάπτυστης και προδοτικής Συμφωνίας των Πρεσπών; Αυτά ο κόσμος τα βλέπει και τα σταθμίζει, τόσο από την ουσιαστική όσο και από την συμβολική τους πλευρά. Το παράδοξο, όμως, όσον αφορά στα παραπάνω είναι ότι η αντίδραση των χιλιανών καλλιτεχνών, προβλήθηκε από πολλά ΜΜΕ και μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ως ρηξικέλευθη και προοδευτική. Αν συνέβαινε κάτι αντίστοιχο εδώ τα ίδια ΜΜΕ θα χαρακτήριζαν την πράξη ως φασιστική και οπισθοδρομική. Η εποχή μας όπως τη βιώνουμε στην Ελλάδα, δεν φλερτάρει μόνο με την ευτέλεια, αλλά και με τον παραλογισμό.
Και κάτι τελευταίο. Ο Μίκης Θεοδωράκης πολύ εύστοχα είχε αναρωτηθεί πώς άραγε ένας επισκέπτης στην Αθήνα, εφόσον γυρίσει την πλάτη του στον Παρθενώνα, θα καταλάβει ότι βρίσκεται σε ελληνική πόλη [από το χάος που επικρατεί θα ανταπαντήσει κάποιος]. Επεκτείνοντας το δίλημμα χρησιμοποιώντας την ποίηση ως παράδειγμα. Πώς, λοιπόν, ένας αναγνώστης που διαβάζει ελληνική ποίηση, είτε στην ελληνική είτε μεταφρασμένη, εφόσον κρύψει τα στοιχεία του συγγραφέα, θα καταλάβει ότι διαβάζει ποίηση έλληνα δημιουργού κι όχι κάποιου γερμανού ή ινδού ομοτέχνου. Θέλω να πω ότι η ποίηση μας έχει λησμονήσει τον πρώτο πληθυντικό, το «εμείς». Δεν έχει χαρακτήρα συλλογικό. Έχει απολέσει την ιδιοπροσωπεία της, όπως πολλά πράγματα στη χώρα, άλλωστε. Το να μιλάς για Ελλάδα θεωρείται πλέον ψόγος ή αντιμετωπίζεται με μπλαζέ, επιτηδευμένη αδιαφορία. Βέβαια, εξαιρέσεις υπάρχουν πολλές και είναι λαμπρές. Διαβάζοντας ποιήματα των Κυριάκου Χαραλαμπίδη, Μιχάλη Γκανά, Δαυίδ Μπάκα κ.α. ή κείμενα του Θεόδωρου Παντούλα ή βλέποντας ζωγραφιές των Γιάννη Γίγα ή Γιώτας Ζαπάντη ή ακούγοντας μουσική από την Εβρίτικη Ζυγιά καταλαβαίνει κανείς τι εννοώ όταν λέω ότι με γλώσσα τοπική και μέσω της Παράδοσης μπορούμε να μιλήσουμε για τα παγκόσμια και να είμαστε διαχρονικά επίκαιροι. Αυτό ήταν ανέκαθεν ο ελληνισμός: οικουμενικός. Άνοιγε δρόμους, δημιουργούσε εποχές. Πλέον, συνώνυμος του επαρχιωτισμού, τρέχει να πιθηκίσει άκριτα κάθε τι ξενόφερτο. Έχει προσδεθεί μιμητικά στο άρμα της παγκοσμιοποιημένης αοριστολογίας και του μηδενισμού αγνοώντας και αδιαφορώντας για το γεγονός ότι ακόμη και σήμερα ο μόνος συλλογικός φορέας ευτυχίας των λαών είναι ο εθνικός. Γεγονός που ήδη συνειδητοποίησαν και επανεφαρμόζουν κι οι ίδιοι οι θιασώτες της παγκοσμιοποίησης (βλ. ΗΠΑ, Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία κ.λπ.).
Βέβαια, και για να κλείσω αυτόν τον μακρόσυρτο προβληματισμό, έχω την εντύπωση ότι η ποίηση ουδέποτε είχε και τόσο ευρεία απήχηση στον κόσμο. Και αν η εποχή των σπουδαίων μελοποιήσεων έφερε την ποίηση στα χείλη των ανθρώπων, δεν ξέρω αν και κατά πόσο την έβαλε και στις καρδιές τους ή στην βιβλιοθήκη τους. Τέλος, η δικαιοσύνη μου επιβάλλει να επισημάνω ότι, δεν είναι λίγοι και οι μορφωμένοι ή καλλιεργημένοι άνθρωποι, οι οποίοι αδιαφορούν για την ποίηση. Νομίζω ότι μακρηγόρησα.
Το δε μέλλον της ελληνικής ποίησης; Όπως ανέκαθεν ο ελληνισμός πορευόταν με τις εξαιρέσεις έτσι θα πορευθεί και η ποίηση μας: με τις εξέχουσες εξαιρέσεις της.
4. Και τώρα μία δύσκολη ερώτηση. Τι σημαίνει για σας ποίηση;
Σας ευχαριστώ για την ερώτηση. Θα προσπαθήσω να τοποθετηθώ συνδυάζοντας τόσο τον αποφατικό όσο τον καταφατικό τρόπο εκφοράς γνώμης. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη δική μου αντίληψη, η ποίηση δεν είναι μέσω καταξίωσης. Δεν είναι ευκαιρία προβολής και δημοσιότητας. Ούτε επιπλέον εφόδιο για το βιογραφικό. Δεν είναι κατάχρηση της αίγλης του ποιητή. Δεν είναι υπεκφυγή μήτε φυγή από την πραγματικότητα, αλλά κατάδυση εντός της προκειμένου να αρθούν στην επιφάνεια οι αλήθειες της. Δεν είναι συνώνυμη μιας παθολογικής και επιτηδευμένης μιζέριας, μελαγχολίας ή κατάθλιψης, ούτε απαραιτήτως προϋποθέτει τέτοιες ψυχικές διαθέσεις. Χαρμολύπη ναι, αλλά όχι κάτι από όσα μόλις προανέφερα. Δεν είναι κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Επίσης, η ποίηση δε χρειάζεται ερημιές για να γραφτεί, αλλά ήσυχη συνείδηση. Και ειλικρίνεια, πολλή ειλικρίνεια. Ας το δούμε τώρα από την καταφατική σκοπιά. Ποίηση για μένα, όπως έχω γράψει και σε κάποιο ποίημα μου, είναι ο αχός από το πεδίο των μαχών το ενδότερο. Είναι ένα μέσο για να γνωρίσει και να τακτοποιήσει ο άνθρωπος την ολότητά του. Είναι ένας τρόπος ανοίγματος προς τον κάθε άλλον. Μετάβαση από το εγώ στο εμείς. Είναι όχημα που εν δυνάμει οδηγεί στην απόλυτη Αλήθεια (ή στο σκοτάδι). Είναι αντικατοπτρισμός της καταστάσεως του ποιητή και της κοινωνίας. Τούτα και άλλα πολλά σημαίνουν ή δεν σημαίνουν ποίηση για μένα.
5. Πότε ξεκινήσατε ν’ ασχολείστε με την τέχνη του λόγου και ποιος ήταν ο λόγος που σας παρότρυνε;
Στην ποίηση ως γραφιάς, μιας και ως αναγνώστης την είχα από πολύ νωρίς στη διάθεσή μου χάριν της οικογενειακής βιβλιοθήκης, απευθύνθηκα μεγάλος. Το πρώτο μου ποίημα με τίτλο «άνοιξη», το σκάρωσα το φθινόπωρο του 2001 σε ηλικία 21 ετών. Αυτό που με ώθησε στη γραφή ήταν η ανάγκη μου να εμβολίσω δημιουργικά μια παρατεταμένη και ενοχλητικά άγονη περίοδο εσωστρέφειας. Κι έκτοτε σε με αφήνει σε ησυχία!.. Το πώς όμως και γιατί επέλεξα την ποίηση κι όχι κάποια άλλη μορφή γραπτού λόγου ή τέχνης –το αρχικό εφαλτήριο- παραμένει μυστήριο ανεξιχνίαστο που γυρεύει τη λύση του.
6. Γιατί γράφετε;
Για να είμαι ειλικρινής βασική μου επιδίωξη είναι να σιωπώ. Μου αρέσει να σιωπώ, να διαλέγομαι ησύχως με τους λόγους των όντων, να διεισδύω στο βάθος των περιστάσεων, να προσεύχομαι. Θαρρώ είμαι και καλός ακροατής. Αν όμως οφείλω να μιλήσω, είτε προφορικά είτε γραπτά, προσπαθώ να το πράξω με τρόπο προκλητικό κι αθώο, ήτοι δια της ευθείας οδού και της άκακης. Γι’ αυτό γράφω… Προκειμένου με τις πενιχρές μου δυνάμεις να καταθέσω την προσωπική μου μαρτυρία για το κοινωνικό ζήτημα εν γένει, για το υπέρτατο Νόημα συντασσόμενος με το δίκαιο, τη συνανθρωπιά, την απόλυτη Αλήθεια. Και το σημαντικότερο: Γράφω καθώς θεωρώ ανεπίτρεπτο και αδιανόητο το όποιο μου συγγραφικό τάλαντο να το αφήνω ακαλλιέργητο και να μην το επιστρέφω ανταποδοτικά και με ευγνωμοσύνη τόσο στον ταλεντοδότη Θεό όσο και στον κάθε συνάνθρωπο.
7. Ποια είναι η πηγή της έμπνευσής σας;
Πηγή της εμπνεύσεώς μου, αλλά και απώτερος προορισμός των έργων μου –και της ζωής μου ολόκληρης- είναι ο Τριαδικός και μόνος αληθινός Θεός. Ο συσχετισμός μαζί Του και η αναλογική γνώση Του. Σε τούτο τον κύκλο απαρέγκλιτα παρόντες είναι ο κάθε συνάνθρωπος, των ανθρώπων οι κοινότητες, αλλά και σύμπασα η κτίση.
8. Με ποιο λογοτεχνικό είδος ασχολείστε περισσότερο;
Με την ποίηση. Η ποίηση μου ασκεί μια ατέρμονη γοητεία στην οποία ενδίδω συνειδητά και συντριπτικά. Ταπεινά φρονώ ότι αρμόζει, πιότερο από τα λοιπά είδη λογοτεχνικής έκφρασης, στην ιδιοσυγκρασία μου. Επίσης, εκείνο που με συναρπάζει στην ποίηση είναι η λακωνικότητα και ο αποφατισμός της. Η δυνατότητα που σου προσφέρει με λίγα να πεις πολλά, με το ελάχιστο να προσεγγίσεις το μέγιστο κι όλα αυτά χωρίς να εξαντλήσεις τις έννοιες αφήνοντας πεδίο δράσης στην ελεύθερη κριτική σκέψη. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός που και η Παράδοσή μας (η υμνολογία μας) επέλεξε τον ποιητικό αποφατικό λόγο για να εκφράσει τα θεία νοήματα.
9. Μιλήστε μας για το λογοτεχνικό σας έργο.
Στη λογοτεχνική μου δράση, είναι κυρίαρχη η έννοια μου κάθε δημιουργία ν' αποτελεί κι ένα μικρό διάλογο. Διάλογο με το γεγονός των λόγων και του Λόγου τους, με το κοινωνικό ζήτημα, με το συνάνθρωπο, με το βαθύτερο εαυτό∙ προσωπικό και συλλογικό. Όμως, εκείνο που χαρακτηρίζει συνολικά το έργο μου, είναι η διαλεκτική μα κυρίως πρακτική αναζήτηση του Υπέρτατου Νοήματος. Η αποκαλυπτική συσχέτιση μαζί του, αναλογικά της δεκτικότητάς μου. Αυτή η αλληλουχία, τούτη η κλιμάκωση, εδράζεται πάνω στην Παράδοσή μας η οποία πολύ ορθά αποφάνθηκε ότι η σχέση με το Υπέρτατο, προϋποθέτει το νοιάξιμο για τον κάθε άλλον. Για τον πλησίον. Περνάει μέσω αυτού, καθολικά και απαρέγκλιτα. Κάπως έτσι λοιπόν, υποψιάζομαι, πως η λογοτεχνία γεννιέται κοινωνική κι ανθρώπινη. Κάπως έτσι η ποίηση, η πεζογραφία ή/και η αρθρογραφία ακόμη, σπάζοντας τα στενά όρια του περίκλειστου εαυτού, γίνεται κοινωνικά ανταποδοτική, συμβάλλοντας στον "εξωραϊσμό" ατόμου και κοινωνίας.
10. Πείτε μας λίγα λόγια για το τελευταίο σας βιβλίο που έχει τίτλο: «Ανοικτό Συρτάρι».
Ευχαρίστως! Η συλλογή ποιημάτων «Ανοικτό συρτάρι», εκδόθηκε την άνοιξη του 2019 και ανατυπώθηκε στις αρχές του τρέχοντος έτους, με βελτιώσεις όπως στο εξώφυλλο που πλέον κοσμεί φωτογραφία του εξαιρετικού φωτογράφου Γιώργου Πραμαγγιούλη. Συναθροίζει έργα δημιουργημένα κατά τη δεκαετία 2008 – 2018, τα οποία γράφτηκαν στο περιθώριο της ποιητικής μου σύνθεσης «Άσμα της Πατρίδος Αναστάσιμο» η οποία με απασχόλησε από τον Φεβρουάριο του 2009 μέχρι τα μέσα του 2016. Από τα 37 ποιήματα της συλλογής, τα 24 «βγήκαν» από το συρτάρι προκειμένου να δημοσιευθούν σε ομαδικές ποιητικές συλλογές, ανθολογίες, λογοτεχνικές και ιστορικές διαδικτυακές σελίδες κ.λπ. Τα υπόλοιπα 13 είναι πρωτοεμφανιζόμενα.
11. Ποια είναι η αγαπημένη σας ώρα μέσα στην ημέρα που κάθεστε και γράφετε;
Η Ποίηση είναι γεγονός αποκαλυπτικό και καθολικό. Δηλαδή, εν δυνάμει φανερώνεται παντού και πάντα. Η ακρίβεια του πότε και του που παραμένει, τουλάχιστον σε μένα, κάτι αδιευκρίνιστο και αδύνατο να προκαθοριστεί. Προσωπικά αρέσκομαι στο να μην παρεμβαίνω στην υπόψη μυστική διαδικασία. Δεν εκβιάζω τη μεταποίηση της ολούθε Ποίησης σε ποίημα. Τον μόνο που εκβιάζω -υπό την έννοια την προτροπής- είναι τον εαυτό μου ώστε να βρίσκεται σε μια διαρκή δημιουργική εγρήγορση.
Κάποιον ιδιαίτερο χώρο ή γραφείο δε διαθέτω προκειμένου να απομονώνομαι ή να προστρέχω όταν συντρέξει λόγος πρακτικής άσκησης της τέχνης μου. Αλλά μήτε ο χρόνος μου είναι άπλετος. Είμαι στρατιωτικός. Υπηρετώ στον Έβρο όπου οι απαιτήσεις είναι αυξημένες. Επίσης, έχω και υποχρεώσεις οικογενειακής φύσεως. Τόσο οι επαγγελματικές όσο κυρίως οι οικογενειακές μου υποχρεώσεις έχουν συνειδητά προτεραιότητα έναντι της ποιητικής μου ιδιότητας. Όταν προκύπτουν ποιητικές ιδέες, συνήθως τις επεξεργάζομαι δίνοντάς τες ένα αρχικό σχήμα μέσα στο μυαλό μου, ενώ με την πρώτη ευκαιρία τις αποτυπώνω πρόχειρα σε μικρά χαρτάκια σημειώσεων. Κατόπιν, κι όταν οι συνθήκες το ευνοούν, από τούτα τα σπαράγματα συνθέτω τα ποιητικά μου έργα. Κυριολεκτικά, βιώνω ένα θαύμα! Ενώ η καθημερινότητα μου φαντάζει τόσο «στενάχωρη», τελικά όλα βρίσκουν το χώρο και το χρόνο τους με τρόπο εξόχως... ποιητικό! Τελικά, πιστεύω ακράδαντα πως ποίηση δίχως μια ευλογημένη καθημερινότητα είναι αδύνατον να υπάρξει και να ευδοκιμήσει.
12. Πως θα χαρακτηρίζατε τη λογοτεχνική παραγωγή σήμερα;
Ιλιγγιώδη και ογκωδέστατη. Κατ’ επέκταση αδύνατον να παρακολουθηθεί, να διαβαστεί, να κριθεί καταλλήλως, να αξιολογηθεί αξιοκρατικώς.
13. Ποιο θεωρείτε πως είναι το μυστικό της επιτυχίας ενός Best Seller;
Σίγουρα η συγγραφική δεινότητα και ειλικρίνεια του δημιουργού, αλλά όχι απαραιτήτως μόνον αυτές. Ίσως ένας αξιόπιστος εκδοτικός οίκος. Ή η συγκυρία… Ενισχυμένη βέβαια με ισχυρές δόσεις marketing, διαφήμισης, δημοσίων σχέσεων, διαπλοκής.
14. Αν έπρεπε να επιλέξετε ανάμεσα στο έντυπο ή στο ηλεκτρονικό βιβλίο, εσείς ποιο θα επιλέγατε;
Αναφανδόν το έντυπο. Για πολλούς και ευνόητους λόγους. Το βιβλίο δεν ικανοποιεί μόνο την αίσθηση της όρασης, αλλά και της αφής ή και της όσφρησης ακόμη. Επίσης, δίδει τη δυνατότητα υπογράμμισης καίριων σημείων ή σημείωσης στο περιθώριο κρίσεων, εντυπώσεων, συσχετισμών. Πολλά βιβλία, λόγω των έργων τέχνης που φιλοξενούν, αλλά και του τρόπου βιβλιοδεσίας τους, αποτελούν αληθινό κόσμημα. Το έντυπο βιβλίο παρέχει μιαν άλλου είδους αμεσότητα. Μπορεί να δωρισθεί, να αφιερωθεί. Στην τελική, προτιμώ να γεμίζω βιβλιοθήκες παρά σκληρούς δίσκους.
15. Ποια συμβουλή θα δίνατε σ’ ένα νέο λογοτέχνη;
Αν και έρευσαν 19 έτη από το πρώτο μου ποίημα ούτε βρίσκομαι σε θέση να συμβουλέψω έναν νεότερο ομότεχνο ούτε επιδιώκω ρόλο συμβουλάτορα. Απεναντίας, είμαι ένθερμος υποστηρικτής της δια του παραδείγματος διδαχής. Κινούμενος στο υπόψη πλαίσιο ομολογώ πως αυτά που με βοήθησαν στη δημιουργία του όποιου προσωπικού ποιητικού ίχνους είναι η μελέτη των ομοτέχνων –προπατόρων και συγχρόνων-∙ τα ατελείωτα ποιητικά γυμνάσματα και οι πειραματισμοί∙ η διαρκής εμβάθυνση στη γλώσσα μας∙ το άνοιγμα στην κριτική ανθρώπων που ξέρουν να αγαπούν και να σέβονται∙ η ωρίμανση στη ματιά και στη γραφή που επιφέρει η απόσταση του χρόνου, άρα η υπομονή και επιμονή μέχρι το τελικό αποτέλεσμα∙ η ταπεινοφροσύνη και η ειλικρίνεια τόσο με τον πραγματικό, λησμονημένο εαυτό όσο και με τον συνάνθρωπο.
16. Τώρα ας περάσουμε στην πλευρά του αναγνώστη. Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που διαβάσατε;
Μόλις ολοκλήρωσα τη μελέτη ενός συναρπαστικού συγγράμματος με τίτλο «Μια κοσμική εποχή» του καναδού καθηγητή Charles Taylor. Το βιβλίο παραθέτει με τρόπο εξονυχιστικό, αντικειμενικό και εντυπωσιακά διαυγή την πορεία της δυτικής κοινωνίας από την πίστη στο Θεό προς την εκκοσμίκευση. Νομίζω ότι ο Taylor παρέδωσε στην ανθρωπότητα ένα μνημειώδες έργο, την απόκτηση και μελέτη του οποίου συνιστώ ανεπιφύλακτα.
17. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
Ο αριθμός των συγγραφέων των οποίων το έργο είναι άξιο θαυμασμό είναι τεράστιος. Και η διαπίστωση πέραν από κοινή προφανώς δεν αφορά αποκλειστικά στους λογοτέχνες, αλλά και σε εκείνους που έχουν να επιδείξουν επιστημονικό, ιστορικό ή θρησκευτικό συγγραφικό έργο. Παρ’ όλα αυτά όσον αφορά στη λογοτεχνία, σύμφωνα πάντα με τα προσωπικά αξιολογικά κριτήρια, θεωρώ πρώτους μεταξύ ίσων τους Ντοστογιέβσκη και Παπαδιαμάντη. Στη δε ποίηση, τους Ελύτη και Βρεττάκο∙ τον πρώτο λόγω της ικανότητάς του να συλλαμβάνει και να μετουσιώνει το έξωθεν κτιστό ή άκτιστο φως σε ποίηση κι ο δεύτερος γιατί όντας ο ίδιος άνθρωπος φωτεινός εξωτερίκευε αφειδώς αυτή του τη φωτεινότητα μέσω της ποίησής του. Επίσης, ιδιαιτέρως τιμώ και υπολήπτομαι την προσφάτως εκλιπούσα μα όχι απούσα Κική Δημουλά, για τον απαράμιλλο τρόπο που μίλησε για τα υπαρξιακά μας αδιέξοδα. Από την ξένη ποίηση τελευταία πολύ αρέσκομαι στου Γκέοργκ Τρακλ. Από τους σύγχρονους ομότεχνούς μου, παλαιότερους και νεώτερους, ξεχωριστά εγγράφεται εντός μου το έργο των Χαραλαμπίδη, Μπάκα, Συφιλτζόγλου κ.α.
18. Ποια είναι τ’ αγαπημένα σας βιβλία;
Βάσει της προηγούμενης απάντησης νομίζω δεν είναι δύσκολο να υποψιαστείτε και τα αγαπημένα μου βιβλία. Σίγουρα το σύνολο έργο του Ντοστογιέβσκη με πρώτο και καλύτερο τον «Μέγα Ιεροεξεταστή» -ο οποίος ως γνωστών περιλαμβάνεται στους «Αδερφούς Καραμαζόφ»-, λόγω του αξεπέραστου τρόπο με τον οποίο περιγράφεται η ιστορία της ανθρωπότητας. Οι «Χαλασοχώρηδες» του Παπαδιαμάντη με την έξοχη περιγραφή της διαχρονικής ελληνικής παθογένειας όπως και τα «Απομνημονεύματα» του Στρατηγού Μακρυγιάννη για παρεμφερείς λόγους. Το «Οψόμεθα τον Θεό καθώς εστί» του αγίου Σοφρωνίου του Έσσεξ, αλλά και άπαντα τα έργα του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού. Ή ακόμη «Τα ελεγεία της Οξώπετρας» στα οποία η ποίηση του Ελύτη θαρρώ εκτοξεύεται σε μια διάσταση εξωπραγματική. Επειδή, όμως, ήδη αδικώ πολλά άλλα αγαπημένα βιβλία, σεβόμενος παράλληλα την χωροταξία της συνέντευξης, θα αρκεστώ σε αυτά. Πάντως το μόνο βιβλίο το οποίο θεωρώ αξεπέραστο και δε αποχωρίζομαι ποτέ είναι η Καινή Διαθήκη.
19. Τελευταία ερώτηση. Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια στο χώρο της λογοτεχνίας;
Η τήρηση, η εκλέπτυνση και γιατί όχι η ποιοτική αναθεώρηση των όσων προανέφερα. Αποτελεί βαθιά μου πεποίθηση ότι στα καθημερινά κερδίζονται τόσο η Ποίηση όσο και τα ιδανικά της ζωής. Κι ένα ελπιδοφόρο, μαχητικό παρόν είναι εκείνο που δίνει αρχικό περίγραμμα στο μέλλον. Στα αμιγώς ποιητικά, το προσεχές διάστημα, πρόκειται να οδηγηθεί στο τυπογραφείο η νέα ποιητική μου εργασία η οποία φέρει τον τίτλο «το Πρωτόγραμμα του Έρωτα», λεπτομέρειες επί της οποίας θα αναφερθούν εν ευθέτω χρόνο. Επίσης, με αφορμή τη συμπλήρωση 200 ετών από τον μεγάλο ξεσηκωμό του Γένους κατά του τουρκοθωμανικού ζυγού και δεσποτισμού, ετοιμάζω κάτι επετειακό ωσάν αντίδωρο σε όσους θυσιάστηκαν για να στοχαζόμαστε και να αναπνέουμε ελεύθερα. Σας ευχαριστώ για το βήμα και σας εύχομαι ευτυχή ευόδωση καρπών στην όμορφη φιλολογοτεχνική σας πρωτοβουλία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!