Ο «ΚΕΦΑΛΟΣ - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς» έχει ξεκινήσει μία νέα δράση με τίτλο: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ» (ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ 4ο ΤΟΜΟ γίνονται δεκτές έως τις 31/12/2020 - ΥΠΟΒΟΛΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ: ΕΔΩ) και προσκαλεί όλους τους Λογοτέχνες, Ποιητές και Συγγραφείς να συμμετάσχουν σ' αυτήν. Σκοπός της εν λόγω δράσης είναι η προβολή μέσω αφιερωμάτων και συνεντεύξεων των σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών, Ποιητών και Συγγραφέων, είτε έχουν εκδώσει κάποιο βιβλίο είτε όχι και η δημιουργία του τέταρτου τόμου της «Εγκυκλοπαίδειας των Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών», η οποία έχει συσταθεί σε μία ανεξάρτητη ιστοσελίδα με τη μορφή ηλεκτρονικών τόμων και την έκδοση δωρεάν e-book.
Στη σημερινή μας παρουσίαση στα πλαίσια της δράσης: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ», θα σας παρουσιάσουμε τη λογοτέχνιδα, Μαριάννα Νικολάου, η οποία συμμετέχει στην «Εγκυκλοπαίδεια Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών» και απάντησε στις ερωτήσεις του Δημοσιογράφου, Λογοτέχνη και Εκδότη του Περιοδικού Κέφαλος, κ. Πλούταρχου Πάστρα, για το λογοτεχνικό της έργο, τα βιβλία και τη λογοτεχνία.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗ ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
1. Αν έπρεπε να δώσετε έναν ορισμό για τη λογοτεχνία, ποιος θα ήταν αυτός;
Λογοτεχνία είναι η τέχνη του λόγου σε όλες της τις μορφές και είδη (όπως η πεζογραφία, η ποίηση και το θέατρο), η οποία αποτελεί το αποτέλεσμα της προσπάθειας των συγγραφέων να κατανοήσουν και να αποκωδικοποιήσουν τα διακυβεύματα της εποχής τους.
Μέσα από τη λογοτεχνική έκφραση ο συγγραφέας αποτυπώνει το παρόν χρησιμοποιώντας εργαλεία και τεχνικές δημιουργικής γραφής με σκοπό την προσωπική του «κάθαρση» που όμως αν καταφέρει να αγγίξει τις χορδές των αναγνωστών επιβεβαιώνει την παγκοσμιότητα του ατομικού.
Μέσα από τη λογοτεχνική έκφραση ο συγγραφέας αποτυπώνει το παρόν χρησιμοποιώντας εργαλεία και τεχνικές δημιουργικής γραφής με σκοπό την προσωπική του «κάθαρση» που όμως αν καταφέρει να αγγίξει τις χορδές των αναγνωστών επιβεβαιώνει την παγκοσμιότητα του ατομικού.
2. Τι μπορεί να προσφέρει η λογοτεχνία στο σύγχρονο άνθρωπο;
Η λογοτεχνία προσφέρει «γείωση» σε μια εποχή ανεδαφικού οπορτουνισμού και επιφανειακής βιτρίνας. Μας βοηθάει μέσα από την ενδοσκόπηση να εντοπίσουμε τα σημαντικά για τη ζωή μας, ενώ ταυτόχρονα μας προσφέρει την αίσθηση του «ανήκειν» σε μια πανανθρώπινη συλλογικότητα όπου κανείς δε νιώθει μοναξιά, απομόνωση ή απόγνωση αφού κατανοεί ότι οι δυσκολίες και οι προβληματισμοί που απασχολούν τον ίδιο, απασχολούν το σύνολο των ανθρώπων γύρω του. Γι’ αυτό και οι λέσχες ανάγνωσης πληθαίνουν σήμερα, αφού απαντούν σε μια πληθώρα ζητημάτων που αφορούν τον σύγχρονο άνθρωπο. Αλλά και η κατά μόνας ανάγνωση της λογοτεχνίας, έχει εξίσου σημαντικά οφέλη ακριβώς επειδή μας ανοίγει δρόμους προς την προσωπική μας ανάπτυξη, την ενσυναίσθηση και την αίσθηση της παντοτινής συντροφιάς.
3. Η ποίηση στις ημέρες μας δεν έχει τη θέση που κατείχε παλαιότερα. Για ποιο λόγο πιστεύετε πως συμβαίνει αυτό και πως θεωρείτε ότι θα είναι το μέλλον της;
Η εποχή μας είναι η εποχή της γρήγορης πληροφορίας, της εικόνας και της αποσπασματικότητας. Από την άλλη, η ποίηση απαιτεί χρόνο για προσεκτική ανάγνωση, αφοσίωση και φαντασία. Έτσι, ο σύγχρονος άνθρωπος ίσως θεωρεί ελιτίστικο το να ασχολείται κανείς είτε ως συγγραφέας, είτε ως αναγνώστης με την ποίηση αφού και το εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν έχει φροντίσει να τον εξοικειώσει μαζί της, αλλά και η σύγχρονη μουσική σκηνή δε δίνει πια, όπως παλιότερα, έμφαση στη μελοποίηση.
Ωστόσο, από όλα τα είδη είναι ίσως το μόνο που μπορεί να δίνει τόσες πολλές πληροφορίες και να δημιουργεί τόσες πολλές εικόνες, μέσα σε τόσες λίγες, σχεδόν αποσπασματικές, λέξεις. Αυτό, σε συνδυασμό με τις προσπάθειες πολλών σύγχρονων, ίσως όχι και τόσο γνωστών μουσικών, να μελοποιήσουν ποίηση, καθώς και η πληθώρα των νέων ανθρώπων που τελικά γράφουν ποίηση, όπως φαίνεται από τις συμμετοχές στους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και στα εργαστήρια δημιουργικής γραφής, με γεμίζει αισιοδοξία για το μέλλον της ποίησης.
Η ποίηση ούτως ή άλλως δεν μπορεί παρά να συνεχίσει να μας απασχολεί, να μας δίνει τροφή για σκέψη και να επιλύει με ομαλό τρόπο τα προσωπικά και ψυχολογικά μας προβλήματα. Όσο πιο γρήγορα το κατανοήσουμε αυτό, τόσο πιο γρήγορα θα την αξιοποιήσουμε.
4. Και τώρα μία δύσκολη ερώτηση. Τι σημαίνει για σας ποίηση;
Ωστόσο, από όλα τα είδη είναι ίσως το μόνο που μπορεί να δίνει τόσες πολλές πληροφορίες και να δημιουργεί τόσες πολλές εικόνες, μέσα σε τόσες λίγες, σχεδόν αποσπασματικές, λέξεις. Αυτό, σε συνδυασμό με τις προσπάθειες πολλών σύγχρονων, ίσως όχι και τόσο γνωστών μουσικών, να μελοποιήσουν ποίηση, καθώς και η πληθώρα των νέων ανθρώπων που τελικά γράφουν ποίηση, όπως φαίνεται από τις συμμετοχές στους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και στα εργαστήρια δημιουργικής γραφής, με γεμίζει αισιοδοξία για το μέλλον της ποίησης.
Η ποίηση ούτως ή άλλως δεν μπορεί παρά να συνεχίσει να μας απασχολεί, να μας δίνει τροφή για σκέψη και να επιλύει με ομαλό τρόπο τα προσωπικά και ψυχολογικά μας προβλήματα. Όσο πιο γρήγορα το κατανοήσουμε αυτό, τόσο πιο γρήγορα θα την αξιοποιήσουμε.
Για μένα η ποίηση είναι ο πιο ευσύνοπτος τρόπος να αραδιάσω μπροστά μου τις προκλήσεις της καθημερινής ζωής και να τις αποκωδικοποιήσω. Είναι ο ψυχαναλυτικός μηχανισμός που μου επιφέρει πνευματική διαύγεια και με αποστασιοποιεί, ώστε να μπορέσω να χειριστώ τον κόσμο γύρω μου. Κάθε δύσκολη στιγμή, κάθε δυσνόητο γεγονός ή απώλεια, αλλά και κάθε υπερβολικά ευτυχισμένη στιγμή, μέσα στην οποία κρύβεται πάντα ο φόβος της ανατροπής, γίνεται ποίημα.
5. Πότε ξεκινήσατε ν’ ασχολείστε με την τέχνη του λόγου και ποιος ήταν ο λόγος που σας παρότρυνε;
Στην εφηβεία μου, και λόγω της θεωρητικής κατεύθυνσης που ακολούθησα, ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με την ποίηση και τη λογοτεχνία και γοητεύτηκα. Άρχισα πρώτα να διαβάζω και κάποια στιγμή, το θρανίο μου άρχισε να γεμίζει με στιχάκια ποιητών. Οι εφηβικές απογοητεύσεις ήταν η αφορμή να αρχίσω να καταγράφω σκέψεις σε χαρτί που σιγά σιγά τροποποιούνταν και γίνονταν στίχοι.
6. Γιατί γράφετε;
Νομίζω ότι αυτό που με σπρώχνει να γράψω είναι σε πρώτο επίπεδο η προσπάθειά μου να κατανοήσω και να αντέξω τον κόσμο γύρω μου. Κατά βάθος, όμως, όπως σε όλες τις καλλιτεχνικές δημιουργίες, αυτό που κρύβεται είναι ο φόβος του θανάτου και η ανάγκη να αφήσουμε κάτι πίσω μας, μια κατάθεση ψυχής για την οποία μεταξύ άλλων θα μας θυμούνται όταν φύγουμε.
7. Ποια είναι η πηγή της έμπνευσής σας;
Οι άνθρωποι. Είμαι πολύ παρατηρητική και μια ασήμαντη θεωρητικά λεπτομέρεια, μια ενδιαφέρουσα πληροφορία, μια διαφορετική ιστορία, ακόμα και μια ιδιαίτερη κίνηση, ο τρόπος που ένας άνθρωπος περπατά ή μιλάει μπορεί να λειτουργήσει ως έμπνευση για μένα. Συνειρμικά οι λεπτομέρειες με τροφοδοτούν με πλοκές και μετά συνδυαστικά οδηγούν σε ιστορίες είτε αυτές εκφραστούν με ποιητικό ή πεζό λόγο.
8. Με ποιο λογοτεχνικό είδος ασχολείστε περισσότερο;
Τα τελευταία τρία χρόνια ασχολούμαι πολύ με το διήγημα. Είναι ένα είδος που με βολεύει στην παρούσα οικογενειακή φάση καθώς μπορώ να το οργανώσω και να το συγγράψω σε λίγες μέρες ή ώρες χωρίς να με απασχολεί η αποσπασματικότητα. Ταυτόχρονα, μου προσφέρει την ευχαρίστηση της ολοκλήρωσης και με προπονεί συγγραφικά για μεγαλύτερες φόρμες.
9. Μιλήστε μας για το λογοτεχνικό σας έργο.
Πρέπει να πω ότι παρόλο που ξεκίνησα να γράφω από την εφηβεία μου, αυτό που αποτέλεσε αιτία συγγραφικής επανεκκίνησης ήταν μια δυσμενής επαγγελματική μου μεταβολή, η υποχρεωτική μου μετάταξη σε διοικητική θέση το 2013, η οποία με συγκλόνισε καθώς με απομάκρυνε από τον κατεξοχήν δημιουργικό για μένα χώρο της τάξης. Στην προσπάθειά μου να καταφέρω να κρατηθώ ζωντανή δημιουργικά διοχέτευσα αρκετή ενέργεια στη συγγραφή με αποτέλεσμα τα τελευταία έξι χρόνια να έχω συγγράψει περίπου 30 λογοτεχνικά έργα διαφόρων ειδών, ποίηση, διηγήματα, χρονογραφήματα, σενάρια μικρού μήκους, παραμύθια, πολλά από τα οποία έχουν διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.
10. Πείτε μας λίγα λόγια για το τελευταίο σας βιβλίο που έχει τίτλο: «Αν δεν είμεθα τρελοί, δεν εκάναμεν επανάστασιν».
Πρόκειται για μία συλλογή διηγημάτων στην οποία με μεγάλη μου χαρά και τιμή
συμμετέχω μετά από διάκρισή μου σε κάλεσμα του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου με αφορμή τον εορτασμό το 2021 των 200 χρόνων από την έναρξη του ελληνικού αγώνα της ανεξαρτησίας. Το διήγημά μου “Λασκαρίνα” αναφέρεται φυσικά στη Μπουμπουλίνα, μια εμβληματική για μένα γυναικεία φιγούρα, πρότυπο αγωνιστικότητας και αυταπάρνησης, που οφείλει να αποτελεί φωτεινό παράδειγμα για κάθε σύγχρονη γυναίκα. Το μήνυμα και οι αξίες της επανάστασης του 1821 εν γένει είναι για μένα πιο επίκαιρο και αναγκαίο από ποτέ στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας τόσο ατομικά, όσο και συλλογικά.
συμμετέχω μετά από διάκρισή μου σε κάλεσμα του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου με αφορμή τον εορτασμό το 2021 των 200 χρόνων από την έναρξη του ελληνικού αγώνα της ανεξαρτησίας. Το διήγημά μου “Λασκαρίνα” αναφέρεται φυσικά στη Μπουμπουλίνα, μια εμβληματική για μένα γυναικεία φιγούρα, πρότυπο αγωνιστικότητας και αυταπάρνησης, που οφείλει να αποτελεί φωτεινό παράδειγμα για κάθε σύγχρονη γυναίκα. Το μήνυμα και οι αξίες της επανάστασης του 1821 εν γένει είναι για μένα πιο επίκαιρο και αναγκαίο από ποτέ στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας τόσο ατομικά, όσο και συλλογικά.
11. Ποια είναι η αγαπημένη σας ώρα μέσα στην ημέρα που κάθεστε και γράφετε;
Λατρεύω να γράφω μεταμεσονύχτιες ώρες όταν όλοι στο σπίτι κοιμούνται. Η αίσθηση θαλπωρής και ασφάλειας των αγαπημένων προσώπων που ησυχάζουν με γεμίζει δύναμη και μου επιτρέπει να βυθιστώ στον κόσμο της συγγραφής χωρίς περισπασμούς.
12. Πως είναι η ζωή ενός λογοτέχνη στα χρόνια της κρίσης;
Ανήκω στη γενιά που άρχισε να δημιουργεί επαγγελματικά και συγγραφικά μέσα στην κρίση. Επομένως, δεν μπορώ να ανακαλέσω κάποια στιγμή που κάτι ήρθε με εύκολο, αβίαστο και ομαλό τρόπο. Έχω αρχίσει να το βλέπω αυτό ως πλεονέκτημα διότι οι δυσκολίες ψήνουν πάντοτε τους δημιουργούς και απορώ πως οι γενιές, που χωρίς προσωπικούς αγώνες είχαν δεδομένα αυτά που σήμερα μας είναι ουτοπία, είχαν και κάτι ενδιαφέρον να προσφέρουν στη λογοτεχνία. Δεν είναι τυχαία και η πνευματική κρίση που συνειδητοποιήσαμε τα τελευταία χρόνια. Ο λογοτέχνης του σήμερα λοιπόν, έχει ελεύθερο χρόνο ελάχιστο αφού έχει να αντιπαλέψει τη σκληρή καθημερινότητα ώστε να επιβιώσει ο ίδιος και η οικογένειά του. Πρέπει επίσης να αντιπαλέψει την κρίση που συμπαρέσυρε τους
εκδοτικούς οίκους, οι οποίοι αδυνατούν να προβούν σε πλήρεις εκδόσεις και ζητούν τη δική του οικονομική συμμετοχή, αν φυσικά το έργο του κριθεί ικανό να προσελκύσει ικανό αριθμό αναγνωστών. Ως αντίδοτο, οφείλει ο συγγραφέας της Ελλάδας της κρίσης να τολμά να ονειρεύεται, να μην τα παρατά όσο κι αν απαγοητεύεται, να προτάσει τα στήθη του σε ότι προδίδει τις αρχές του και να προσπαθεί να βρει εναλλακτικούς τρόπους ώστε να προωθεί τη δουλειά του. Δύσκολα χρόνια, αλλά δεν πλήττουμε ποτέ.
εκδοτικούς οίκους, οι οποίοι αδυνατούν να προβούν σε πλήρεις εκδόσεις και ζητούν τη δική του οικονομική συμμετοχή, αν φυσικά το έργο του κριθεί ικανό να προσελκύσει ικανό αριθμό αναγνωστών. Ως αντίδοτο, οφείλει ο συγγραφέας της Ελλάδας της κρίσης να τολμά να ονειρεύεται, να μην τα παρατά όσο κι αν απαγοητεύεται, να προτάσει τα στήθη του σε ότι προδίδει τις αρχές του και να προσπαθεί να βρει εναλλακτικούς τρόπους ώστε να προωθεί τη δουλειά του. Δύσκολα χρόνια, αλλά δεν πλήττουμε ποτέ.
13. Πως θα χαρακτηρίζατε τη λογοτεχνική παραγωγή σήμερα;
Όπως σε κάθε εποχή πρέπει να σκάψεις για να βρεις τα διαμάντια. Τα μεγάλα βιβλιοπωλεία έχουν επικρατήσει έναντι των συνοικιακών προωθώντας μια πληθώρα βιβλίων που είναι στα πλαίσια του αμερικανικού “How to” με συμβουλές αυτοβελτίωσης κλπ, καθώς και ερωτικά μυθιστορήματα που προσελκύουν το ευρύ κοινό και αμφότερα εντάσσονται μόνο οριακά στη λογοτεχνία. Μεταφράσεις ξένων best sellers μυστηρίου επίσης βρίσκεις σε αφθονία στα βιβλιοπωλεία, αλλά από λίγη έως ελάχιστη ποιοτική πεζογραφία και να μην αναφερθούμε στην ποίηση.. Ωστόσο, οι άνθρωποι που γράφουν συντονίζονται πιστεύω με την εποχή και βρίσκουν τρόπους να προβάλλουν τη δουλειά τους στο κοινό μέσω ιστολογίων, ηλεκτρονικών περιοδικών και βιβλίων. Η καλή λογοτεχνία πάντα έβρισκε και θα βρίσκει χώρο στα ράφια, ή εν προκειμένω στους υπολογιστές, των “ψαγμένων” αναγνωστών.
Δύσκολη ερώτηση διότι διαβάζω πολλά βιβλία την ίδια χρονική περίοδο για διαφορετικούς λόγους. Τώρα τελευταία διαβάζω πολύ παιδική λογοτεχνία λόγω της γονεϊκής μου ιδιότητας και έχω ξεχωρίσει τα βιβλία της Τσορώνη-Γεωργιάδη με την προσέγγιση της ενσυναίσθησης, καθώς και ελληνικές μεταφράσεις ξένων συγγραφέων για τα συναισθήματα και τη διαχείρισή τους όπως η Debi Gliori. Λόγω της πανεπιστημιακής μου ιδιότητας διαβάζω επίσης πολύ θεωρία λογοτεχνίας και θεάτρου, με τελευταίο το βιβλίο του Θεόδωρου Γραμματά “Το θέατρο ως πολιτισμικό φαινόμενο”. Στα λογοτεχνικά, είχα την τιμή να μου εμπιστευτεί μία φίλη μου, η Χ. Κυπριώτου, το πρώτο της βιβλίο “Ήθελα να μουνα ψηλή, σ’έναν κόσμο που συνεχώς κονταίνει” από τις εκδόσεις Φιλιππότη.
19. Ποια είναι τ’ αγαπημένα σας βιβλία;
Όπως σε κάθε εποχή πρέπει να σκάψεις για να βρεις τα διαμάντια. Τα μεγάλα βιβλιοπωλεία έχουν επικρατήσει έναντι των συνοικιακών προωθώντας μια πληθώρα βιβλίων που είναι στα πλαίσια του αμερικανικού “How to” με συμβουλές αυτοβελτίωσης κλπ, καθώς και ερωτικά μυθιστορήματα που προσελκύουν το ευρύ κοινό και αμφότερα εντάσσονται μόνο οριακά στη λογοτεχνία. Μεταφράσεις ξένων best sellers μυστηρίου επίσης βρίσκεις σε αφθονία στα βιβλιοπωλεία, αλλά από λίγη έως ελάχιστη ποιοτική πεζογραφία και να μην αναφερθούμε στην ποίηση.. Ωστόσο, οι άνθρωποι που γράφουν συντονίζονται πιστεύω με την εποχή και βρίσκουν τρόπους να προβάλλουν τη δουλειά τους στο κοινό μέσω ιστολογίων, ηλεκτρονικών περιοδικών και βιβλίων. Η καλή λογοτεχνία πάντα έβρισκε και θα βρίσκει χώρο στα ράφια, ή εν προκειμένω στους υπολογιστές, των “ψαγμένων” αναγνωστών.
14. Ποιο θεωρείτε πως είναι το μυστικό της επιτυχίας ενός Best Seller;
Είμαι αρκετά ρομαντική ώστε να πιστεύω ότι για να γίνει ένα βιβλίο Best Seller βγήκε από την καρδιά του δημιουργού του και στόχευσε απευθείας στην καρδιά του κοινού του. Κάθε αυθεντικό ατομικό έργο, αγγίζει ευαίσθητες συλλογικές και παγκόσμιες χορδές. Βέβαια, στην εποχή μας δεν μπορώ να μην συνυπολογίσω το προσεγμένο marketing των εκδοτικών και τις επιτηδευμένες πολλές φορές θεματικές επιλογές των συγγραφέων ώστε να απευθυνθούν σε ένα πιο ευρύ κοινό.
15. Αν έπρεπε να επιλέξετε ανάμεσα στο έντυπο ή στο ηλεκτρονικό βιβλίο, εσείς ποιο θα επιλέγατε;
Είμαι τύπος παραδοσιακός, όσο και πρακτικός. Δεν μπορώ να παραβλέψω ότι η τεχνολογία βοηθάει πολύ ειδικά όταν έχεις να γράψεις βιβλιογραφικές έρευνες και επιστημονικά συγγράμματα. Ωστόσο, μ’ αρέσει πολύ να χάνομαι στις μυρωδιές των σελίδων και στους διαδρόμους μιας βιβλιοθήκης. Με γεμίζει συγγραφική αύρα και μου δίνει δύναμη να συνεχίζω να γράφω.
16. Ποια συμβουλή θα δίνατε σ’ ένα νέο λογοτέχνη;
Να μην υποτιμά την αξία των στιγμών. Οι έστω ελάχιστες στιγμές που κάποιος βρίσκει διαθέσιμες για να γράψει μπορεί να οδηγήσουν σε κάτι μεγάλο. Οι στιγμές επίσης είναι πολύτιμες και μοναδικές. Κανείς δε γράφει για την ίδια εμπειρία, το ίδιο κείμενο. Οφείλουμε στον εαυτό μας να του επιτρέψουμε να βρει την προσωπική φωνή για να αρθρώσει τον προσωπικό του λόγο και να μιλήσει για τις ολόδικές του στιγμές.
17. Τώρα ας περάσουμε στην πλευρά του αναγνώστη. Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που διαβάσατε;Δύσκολη ερώτηση διότι διαβάζω πολλά βιβλία την ίδια χρονική περίοδο για διαφορετικούς λόγους. Τώρα τελευταία διαβάζω πολύ παιδική λογοτεχνία λόγω της γονεϊκής μου ιδιότητας και έχω ξεχωρίσει τα βιβλία της Τσορώνη-Γεωργιάδη με την προσέγγιση της ενσυναίσθησης, καθώς και ελληνικές μεταφράσεις ξένων συγγραφέων για τα συναισθήματα και τη διαχείρισή τους όπως η Debi Gliori. Λόγω της πανεπιστημιακής μου ιδιότητας διαβάζω επίσης πολύ θεωρία λογοτεχνίας και θεάτρου, με τελευταίο το βιβλίο του Θεόδωρου Γραμματά “Το θέατρο ως πολιτισμικό φαινόμενο”. Στα λογοτεχνικά, είχα την τιμή να μου εμπιστευτεί μία φίλη μου, η Χ. Κυπριώτου, το πρώτο της βιβλίο “Ήθελα να μουνα ψηλή, σ’έναν κόσμο που συνεχώς κονταίνει” από τις εκδόσεις Φιλιππότη.
18. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
Λατρεύω τη σκοτεινή, μυστηριακή ατμόσφαιρα του Poe, τη νοσταλγική διάθεση της Δέλτα, την Ελλάδα που κρύβεται μέσα στην ποίηση του Ελύτη, τις ιστορικές μνήμες που ξυπνά το έργο της Σωτηρίου και το παιχνίδι των λέξεων που παίζει η Δημουλά.
Οι “Προσανατολισμοί” και “Τα Ρω του Έρωτα” του Ελύτη και “Τα ματωμένα χώματα” της Δ. Σωτηρίου.
20. Τελευταία ερώτηση. Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια στο χώρο της λογοτεχνίας;
Έχω πάρει μέρος σε πολλούς συλλογικούς τόμους που εκδόθηκαν μετά από διακρίσεις σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Ελπίζω στο μέλλον να καταφέρω να εκδώσω ένα παραμύθι που έχει ιδιαίτερη συναισθηματική αξία για μένα, αλλά και να ολοκληρώσω ένα μυθιστόρημα που βρίσκεται στο συρτάρι εδώ και μια τριετία. Καθημερινός στόχος είναι να βρίσκω διάθεση να παρατηρώ την καθημερινότητα που τρέχει με συγγραφικό βλέμμα ώστε να εντοπίζω τις ιστορίες που με ιντριγκάρουν και έπειτα να βρίσκω χρόνο να μετατρέπω την πληροφορία σε λογοτεχνικό κείμενο. Σε αυτό με βοηθούν οι συμμετοχές μου σε διαγωνισμούς που κρατούν σε καλή συγγραφική «φόρμα» και με εξασκούν σε διάφορα είδη.
* * *
ΣΠΟΥΔΗ ΣΤΟΝ ΕΛΥΤΗ
Σπονδή στους Νεκρούς
(της Μαριάννας Νικολάου)
Θάλασσα γαλάζια
της δροσιάς και των αισθήσεων
στη μοίρα του Άρη
γίνηκες μνήμα μουχλιασμένο
του θλιμμένου Παιδιού
με τα χωμάτινα μάτια
και τις αποκρουστικές απορίες
Όχι πια “Αδερφάκι του σύννεφου”
μα Αδερφάκι του βυθού
Ήσουν η Μαρίνα στους βράχους του Οδυσσέα
και το ασημί σπινθήρισμα
του “Ηλιάτορα” στην άμμο την καυτή
την έτοιμη να υποδεχτεί τη θυσία του καλοκαιριού
στα πόδια σου τα σφριγηλά
στα μέλη των ερώτων Μας
Κι άνοιξε το μίσος το σκοτάδι
και γίνηκε ο έρωτας, θάνατος
και γίνηκε η Μαρίνα κουφάρι που σαπίζει στις ακτές
και το ιρίδισμα του Ήλιου μάρτυρας
μαυροφορεμένος κι άστεγος
θηρίο της κολάσεως
χτικιό που μεσ’ την παραφροσύνη απαριθμεί τα μέλη του Άδη
Κι είσαι η ίδια που υποδέχτηκες έναν αιώνα πριν
τις τύχες των παππούδων μας
στα καράβια της ντροπής και των λαθών της πυρκαγιάς
Σαν ψίθυρος γλυκός της Παναγιάς
στον ύπνο μας έρχεσαι
κυματισμός της μνήμης Μας
καμπάνα περισυλλογής
μιας πίστης που χάνεται στο φως της κάθε μέρας
Και μοιρολογείς από τα βάθη σου
“το αδοκίμαστο και τ’απ’αλλού φερμένο”
που δεν τ’αντέχει η γης Μας
Κι ανάβεις τα κεριά σου
να’ρθει η ώρα της καρδιάς
στον κόσμο αυτόν τον μικρό τον ελάχιστο
της φτώχειας Μας
ΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
(της Μαριάννας Νικολάου)
(της Μαριάννας Νικολάου)
Η Νέλλη έμεινε ακίνητη πάνω στην κατακόκκινη και φουντωτή φλοκάτη, κοιτώντας τις τσιγαριστές φλόγες της σόμπας, πότε χρυσαφένιες και πότε σκούρες μπλε, να φωτίζουν απαλά το σκοτεινό σπίτι. Στην άκρη του σαλονιού τα φωτάκια του δέντρου τρεμόσβηναν ρυθμικά, σχεδόν βαριεστημένα.Τα χέρια της πλεγμένα γύρω από τα γόνατα, τα μάτια καρφωμένα στη σόμπα και δίπλα το ροζ κουκλόσπιτο και το αγαπημένο της βιβλίο.
Αν και μόλις είχε αρχίσει να συνδέει τις λέξεις με τα νοήματά τους και ήταν περήφανη για τις επιδόσεις της στην πρώτη δημοτικού, αν και οι διακοπές των Χριστουγέννων είχαν μόλις ξεκινήσει και έπρεπε να πετάει από χαρά, εκείνη δεν είχε όρεξη ούτε να παίξει ούτε να διαβάσει εκείνο το χειμωνιάτικο απόγευμα. Το λούτρινο μπεζ κουταβάκι της με τις καφέ κηλίδες, ο Κούκι, την κοιτούσε με το μελαγχολικό του βλέμμα σα να της ζητούσε παιχνίδια και χαρές.
Η Νέλλη ακούμπησε το κεφάλι της στο μεγάλο τετράγωνο μαξιλάρι. Ο υγρός επαναλαμβανόμενος ήχος από το γκιούμι που έβραζε, ο υπόκωφος ήχος της φωτιάς και η γλυκόπικρη μυρωδιά που έβγαζαν οι ξεραμένες φλούδες μανταρινιών πάνω στη σόμπα, έκαναν την ατμόσφαιρα βαριά. Τα μάτια της βασίλεψαν και βυθίστηκε σε ένα βαθύ γλυκό ύπνο.
***
Ξαφνικά, το φως άναψε, το σπίτι ζωντάνεψε και τα χρώματα της φωτιάς ξεθώριασαν. Η μαμά και ο μπαμπάς άρχισαν να πηγαινοέρχονται βιαστικά μέσα στο σαλόνι μεταφέροντας πιάτα, πιρούνια, σαλάτες και πιατέλες με μοσχομυριστά φαγητά. «ΣήκωΝέλλημου! Είναιώραναετοιμαστείς. Ο κόσμος θα αρχίσει να έρχεται σιγά σιγά», είπε η μαμά. «Σήκω να ντυθείς με τα ωραία σου τα ρούχα και να δεις τι ωραία δώρα θα φέρει ο Άγιος Βασίλης!».
Η Νέλλη άνοιξε τα μάτια της, αλλά δεν είχε καμία διάθεση να κουνηθεί από τη ζεστασιά της φλοκάτης, ούτε να ντυθεί, ούτε να υποδεχτεί κανέναν καλεσμένο με τον κόκκινο σκούφο της, όπως άλλες χρονιές. Φέτος, ήταν ένα διαφορετικό Χριστουγεννιάτικο τραπέζι, ήταν διαφορετικά τα Χριστούγεννα… Η γιαγιά Φωτεινή, η αγαπημένη γιαγιά της Νέλλης είχε πεθάνει μόλις έξι μήνες πριν. Η μαμά και ο μπαμπάς της είχαν πει ότι η γιαγιά είχε πάει ένα μακρινό μακρινό ταξίδι στον ουρανό, αλλά η Νέλλη ήξερε ότι κάτι τέτοια παραμύθια λένε οι μεγάλοι στα μικρά παιδιά όταν κάποιος πεθαίνει.
Η Νέλλη ήξερε και ήταν θλιμμένη και τσαντισμένη… Δε θα υπήρχε κανείς να τη βοηθήσει να ξετυλίξει το Χριστουγεννιάτικο δώρο της, δε θα υπήρχε κανείς να παίξει μαζί της όταν οι υπόλοιποι μεγάλοι έπιναν και συζητούσαν και τραγουδούσαν.
Έτσι, δεν έβρισκε κανένα λόγο να κάτσει μαζί με τους άλλους. Γι’ αυτό και όταν πια οι καλεσμένοι άρχισαν να έρχονται, η Νέλλη μάζεψε όλη της τη δύναμη, αγκάλιασε σφιχτά τον Κούκι και χώθηκε βαριεστημένα κάτω από το μακρύ Χριστουγεννιάτικο τραπέζι και κοιτούσε τα πόδια και τα παπούτσια τους να κινούνται ρυθμικά στο ήχο των φωνών τους. Ήταν αποφασισμένη ακόμα και να αρνηθεί να φάει οτιδήποτε, όσο κι αν επέμενε η μαμά. Κι αυτό ήταν κάτι ασυνήθιστο για τη Νέλλη, γιατί λάτρευε το φαγητό και ειδικά τη γαλοπούλα!
Όμως, φέτος δεν υπήρχε κανείς να κάνει τη γαλοπούλα τόοοοσο υπερνόστιμη, όπως την έκανε η γιαγιά Φωτεινή. Φέτος, δεν ήθελε καν να της φέρει ο Άγιος Βασίλης δώρο. Κι αν στ’ αλήθεια υπήρχε κι αυτός και δεν ήταν ένα από τα πολλά ψέματα που λένε οι μεγάλοι στα μικρά παιδιά, αντί για δώρο ας της έφερνε πίσω τη γιαγιά της… Αυτό ήθελε μόνο, κανέναν άλλον. Και μακάρι όλοι να εξαφανίζονταν και να σταματούσαν να τη ζαλίζουν με τις ζωηρές συζητήσεις τους. Να σταματούσε και η μαμά να τη φωνάζει να κάτσει κοντά της…
***
Τότε η Νέλλη άκουσε ένα γδούπου και οι φωνές των μεγάλων σταμάτησαν. Κοίταξε γύρω της. Κανείς. Εξαφανίστηκαν τα παπούτσια, τα πόδια, οι καρέκλες. Βγήκε από την κρυψώνα της σφίγγοντας τον Κούκι ακόμα πιο δυνατά στην αγκαλιά της, αλλά και το υπόλοιπο σπίτι ήταν άδειο. Πάει η σόμπα με το γκιούμι, πάει το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, πάει η φλοκάτη της, πάνε τα παιχνίδια της, αλλά κυρίως πάνε οι καλεσμένοι, πάει η μαμά, πάει κι ο μπαμπάς…! «Μαμά!», φωνάξε η Νέλλη. «Μαμάαααα!», ακούστηκε η ηχώ μέσα στο άδειο σπίτι. «Μπαμπά!», φώναξε η Νέλλη. «Μπαμπάααααα!», απάντησε πάλι το σπίτι.
«Μα, τι έκανα;;» ψέλλισε τρομαγμένη, «Τους εξαφάνισα όλους; Πώς θα ζήσω τώρα μόνη μου; Τι θα κάνω;». Χώθηκε πάλι κάτω από το τραπέζι, το μόνο αντικείμενο που είχε μείνει στο σπίτι, και κουλουριάστηκε με τον Κούκι στην αγκαλιά της. Ένας λυγμός ανέβηκε στο λαιμό της. Ένα τεράστιο καυτό δάκρυ βγήκε από τα μάτια της και άρχισε να ταξιδεύει στο ροδοκόκκινο μάγουλό της.
***
Και τότε κάτι μαγικό συνέβη! Το διάφανο δάκρυ της λαμπίρισε και άρχισε να φουσκώνει και να φουσκώνει μέχρι που έγινε ένα μικρό αστραφτερό διάφανο μπαλόνι. Και ξαφνικά, μια εκτυφλωτική λάμψη άστραψε σαν μικροσκοπικό Χριστουγεννιάτικο αστέρι, το διάφανο μπαλόνι έσκασε και εμφανίστηκε μια μικροσκοπική παχουλή, γαλανομάτα και ξανθιά γριούλα με δυο πουπουλένια φτερά και ένα μακρύ χρυσαφένιο φόρεμα. Τα μάτια της Νέλλης άνοιξαν απέραντα.
«Οοοοοπ! ΤσίκιΤσιΤσομ! Χαχαχαχα! Πω πω ταξίδι γλυκιά μου Νέλλη!», είπε η μικροσκοπική γριούλα τεντώνοντας το φτερωτό της σωματάκι. «Είμαι η Ντίνη! Η γιαγιά με έστειλε η Φωτεινή να ικανοποιήσω τις ευχές σου και να σου δώσω ένα ζεστό ζεστό φιλί», και πλησιάζει με τα μικροσκοπικά φτερά της τα μάγουλα της Νέλλης αφήνοντας ένα γλυκό φιλί που θύμιζε γιαγιά.
«Γιατί να κλαις, λοιπόν, αφού η ευχή σου έγινε πραγματικότητα και όλοι είναι παρελθόν;». «Μα, εγώ δεν ήθελα να τους χάσω όλους. Ήθελα μόνο να είχα και τη γιαγιά μου», εξήγησε η Νέλλη. «Ξέρεις ότι η γιαγιά δε γυρίζει πίσω αφού είναι πάντα δίπλα σου και μέσα στην καρδιά σου. Όσο για τους υπόλοιπους… θα δω αν μπορώ να τους επανεμφανίσω», κι έκλεισε τη μύτη της, φούσκωσε τα μάγουλά της κι εξαφανίστηκε αφήνοντας πίσω της φυσαλίδες γεμάτες χρυσόσκονη.
***
Πριν, όμως, η Νέλλη να προλάβει να πλήξει στη μοναξιά της, εμφανίστηκαν μπροστά της τρία ταψάκια το ένα μέσα στο άλλο και πάνω τους είχαν μια λεκανίτσα αλεύρι, τριμμένη κολοκύθα, ένα μπολ ζάχαρη, νερό, λάδι, γάλα, τρία αυγά, ένα κουτάλι με κανέλα, αλάτι, καρύδια κι έναν πλάστη. Η Νέλλη έκλεισε τα μάτια της και γέμισε τη μύτη της με τις γνώριμες μυρωδιές. Άρπαξε ένα καρύδι και το μασουλούσε όταν μπροστά της φάνηκε πάλι η Ντίνη.
«Οοοοοπ! Τσίκι Τσι Τσομ! Έχω τη λύση κοριτσάκι γλυκό! Γλυκό θα φτιάξεις νόστιμο με κολοκύθα και καρύδια και όταν το μοιράσεις στα σπίτια που θα σου πω, τότε όλα θα γίνουν όπως πριν ίδια και πίσω θα γυρίσουν η μαμά και ο μπαμπάς και όλοι όσοι εξαφάνισες, αλλά αγαπάς! Εμπρός, λοιπόν, δουλειά! Θυμήσου τη γιαγιά και την πίτα τη γλυκιά και στην πρώτη αναποδιά θα τα πούμε εμείς ξανά!».
***
Η Νέλλη έμεινε μόνη με τον Κούκι αγκαλιά. Βγήκε κάτω από το τραπέζι και τράβηξε τα ταψάκια με τα υλικά έξω χωρίς να τον αφήσει στιγμή. Κοντοστάθηκε για λίγο, αλλά αμέσως συνειδητοποίησε ότι ήξερε πολύ καλά τι έπρεπε να κάνει. Είχε παρακολουθήσει άπειρες φορές τη γιαγιά της να φτιάχνει κολοκυθόπιτα γλυκιά. Ακούμπησε τον Κούκι στο τραπέζι να την κοιτάει και πήρε πρώτα το μπολ με τη ζάχαρη έριξε το κουτάλι της κανέλας κι έσπασε μέσα τα τρία αυγά, το γάλα, τα καρύδια και την κολοκύθα, και τα ανακάτεψε γερά. Άφησε το μπολ στην άκρη. Τώρα ξεκινούσε το δύσκολο, είχε έρθει η ώρα του φύλλου.
Θυμόταν τα επιδέξια χέρια της γιαγιάς και σιγουρευόταν για κάθε κίνηση. Πήρε τη λεκανίτσα με το αλεύρι, άνοιξε μια τρυπίτσα στη μέση κι έριξε μέσα το αλάτι και το νερό. Ανακάτεψε κι άρχισε να ζυμώνει με τα παιδικά χεράκια της συμπληρώνοντας λίγο λίγο το λάδι. Τα χεράκια της πονούσαν από την προσπάθεια, αλλά συνέχιζε με πείσμα μέχρι που έφτιαξε μια ζύμη λεία κι απαλή. Έπειτα, έπλασε μπαλάκια, τα αλεύρωσε και με τη ματσόβεργα, όπως έλεγε η γιαγιά τον πλάστη, άνοιξε ένα ένα τα φύλλα ανάλαφρα και με απαλές και γρήγορες κινήσεις, όπως είχε μάθει, τα έβαλε στα ταψάκια και τα πασπάλιζε με λάδι. Μοίρασε και το γεμίδι στα τρία ταψάκια, καπάκωσε με τα υπόλοιπα φύλλα και έτοιμες οι πίτες της για ψήσιμο.
Σταμάτησε κουρασμένη κι αλευρωμένη από την κορφή ως τα νύχια. Έτρεξε στην κουζίνα, αδειανή. Και πως θα έψηνε τώρα; Κάθισε αποκαμωμένη κι απελπισμένη στο πάτωμα. «Λες να δοκιμάσω;», μονολόγησε, «Ντίνη! Ντίνη!» φώναξε δειλά δειλά.
***
«Οοοοοπς!! Τσίκι Τσι Τσομ Νέλλη μου! Τέλειωσες με μιας τις πίτες σα μαγείρισσα δινή κι από δω και πέρα αναλαμβάνει η Ντίνη!», και φουρφούρισε το χρυσό της φόρεμα γρήγορα γρήγορα στριφογυρνώντας ζωηρά και οπ! Οι πίτες έτοιμες ψημένες μπροστά στα μάτια της Νέλλης. «Και τώρα γλυκό μου θα πας το πρώτο το ταψάκι στο πρώτο το σπιτάκι. Μαζί σου όμως δεν μπορώ να ‘ρθώ, γι’ αυτό θα σου δώσω ένα βοηθό».
Και τότε η Ντίνη έκανε το πιο θαυμαστό από όλα τα κόλπα της. Πλησίασε τον Κούκι και του έδωσε ένα ρουφηχτό φιλί. Το λούτρινο κουταβάκι με το τρίχωμα στο χρώμα της μόκας και τις καφέ βούλες άρχισε να τρέμει. Τα μεγάλα μελαγχολικά μάτια του ανοιγόκλεισαν και γέμισαν ζωή. Τα κοντά του ποδαράκια απέκτησαν νεύρο κι έβγαλε ένα φιλικό «Γουφ!» κουνώντας την ουρά του. «Με θέλεις για παρέα σου γλυκιά μου Νέλλη; Θα είμαι ο καλύτερος βοηθός. Γουφ! Γουφ!». Η Νέλλη έγνεψε έκπληκτη καταφατικά. «Γουφ! Πηγαίνουμε στο σπίτι του Μπίλυ του ξαδέρφου σου», είπε θλιμμένα.
***
Η πόρτα άνοιξε και δύο γνώριμα θολά μάτια κοίταξαν τη Νέλλη μέσα από τις κόγχες τους σα να καλύπτονταν από λευκές κουρτίνες. Ήταν η θεία της με δέρμα σκληρό και σκουριασμένο και αραιωμένα μαλλιά. «Πως και μας θυμήθηκες;», είπε και το ανοιχτό της στόμα φανέρωσε δυο τρία δόντια κι αυτά κατάμαυρα και μια ξινή μυρωδιά κρασιού. «Ήρθα να σας φέρω πίτα για τον Μπίλυ», μπόρεσε να πει η Νέλλη και η θεία απομακρύνθηκε αδιάφορα μέσα στο σκοτεινό και σκονισμένο σπίτι σέρνοντας τα βαριά υπνωτισμένα πόδια της.
Τίποτα δε θύμιζε Χριστούγεννα. Παντού πεταμένα, άδεια μπουκάλια, αποτσίγαρα, βρώμικα ρούχα και πακέτα από πίτσες. Η Νέλλη και ο Κούκι προχώρησαν προς το δωμάτιο του Μπίλυ. «Δεν είναι εδώ», γαύγισε σχεδόν η θεία από τον καναπέ. «Πήγε στον άχρηστο τον πατέρα του στη φυλακή να του πάει τσιγάρα για τα Χριστούγεννα. Μπαρούφες! Χριστούγεννα και κουραφέξαλα… Άσ’ την πίτα εκεί. Κανένα κρασάκι ούτε που θυμήθηκες να φέρεις, έτσι;». η Νέλλη ακούμπησε το ταψάκι στο ακατάστατο τραπέζι και βγήκε σιωπηλή. Ο Κούκι την ακολούθησε με σκυμμένο κεφάλι, «Γουφ! Επόμενη στάση: Ορφανοτροφείο», ανακοίνωσε.
***
Τη μεγαλη πράσινη πύλη άνοιξε μια μεσόκοπη κυρία με μακριά φούστα και κότσο. «Τι θα θέλατε δεσποινίς;», ρώτησε τη Νέλλη. «Έχω φέρει μια γλυκιά πίτα για τα παιδάκια», είπε σταθερά η μικρή. Η κυρία την οδήγησε νωχελικά στην κρύα ψηλοτάβανη σάλα με τα λιγοστά έπιπλα κι ένα ξερακιανό Χριστουγεννιάτικο δέντρο σε μιαν άκρη. Ο αέρας μύριζε μούχλα, σκοροφαγωμένο ξύλο και απλυσιά. «Περιμένετε εδώ», είπε ξερά η κυρία και πήγε στο διπλανό δωμάτιο. Μια κοκκαλιάρα πιτσιρίκα με καστανά λιγδιασμένα μαλλιά λίγο πιο μικρή από τη Νέλλη, έτρεξε προς το μέρος τους. «Τι μας έφερες;», είπε παιχνιδιάρικα και βιαστικά. «Μια γλυκιά πίτα για τα Χριστούγεννα». «Δως την σε μένα!». «Μα θα τη δώσω στην κυρία με τον κότσο να τη μοιράσει σε όλες σας!». «Ναι καλά…! Οι κυρίες θα την φάνε πάλι με τον καφέ τους. Δως την σε μένα σου λέω και θα τη μοιραστώ με τις υπόλοιπες. Στο υπόσχομαι. Κι αν δεν πιστεύεις, κοίτα!». Η Νέλλη κοίταξε προς το διάδρομο στα δεξιά της. Μια σειρά από έξι ζευγάρια μάτια το ένα πάνω από το άλλο και το ένα πιο πεινασμένο από το άλλο για γλυκό και αγάπη την κοιτούσαν παρακλητικά. Η Νέλλη γύρισε προς τον Κούκι. «Γουφ! Τι περιμένεις; Άστο και πάμε!». Άφησε το ταψί στα χέρια της νέα της φίλης. «Ευτυχισμένα Χριστούγεννα! Ελπίζω να σας αρέσει!», είπε τρέχοντας με τον Κούκι προς την έξοδο πριν επιστρέψει η κυρία με τον κότσο.«Σειρά έχει το νοσοκομείο, Γουφ!», είπε λαχανιασμένος ο Κούκι μόλις συνήλθαν από το τρέξιμο.
***
Όταν έφτασαν, ήταν ώρα επισκεπτηρίου κι ο κόσμος πηγαινοερχόταν βιαστικά. Έτσι, κανείς δεν πρόσεξε τον Κούκι να μπαίνει στα κλεφτά. Ο χώρος ήταν κρύος και γεμάτος οινόπνευμα και μυρωδιές πρόχειρου και κακοφτιαγμένου φαγητού. Στους τοίχους υπήρχαν παιδικές ζωγραφιές και Χριστουγεννιάτικα στολίδια. Μαμάδες και μπαμπάδες με τσιτωμένα και παγωμένα από την αγωνία πρόσωπα τριγυρνούσαν ανήσυχοι πότε μόνοι και πότε κρατώντας στην αγκαλιά ή από το χέρι τα παιδιά τους.
«Κούκι, γιατί τα παιδάκια δεν έχουν μαλλιά και φρύδια;», ρώτησε η Νέλλη. «Γουφ… Γιατί έχουν μια άσχημη αρρώστια και το φάρμακο που παίρνουν είναι πολύ δυνατό και τα μαλλιά τους πέφτουν…», απάντησε ο Κούκι με κατεβάζοντας τα αυτιά του. «Πονάνε δηλαδή;», ξαναρώτησε η μικρή. «Κάποια ναι και κάποια όχι. Γουουφ…». Η Νέλλη κοίταξε τα μάτια των παιδιών, αλλά ενώ η ίδια λυπόταν, δεν έβλεπε λύπη, έβλεπε ελπίδα.
Ο Κούκι την οδήγησε σε ένα δωμάτιο που το παιδάκι ήταν ξαπλωμένο κι ακίνητο με μάτια κλειστά. Μόλις πλησίασε η Νέλλη, άνοιξε τα μάτια του και χαμογέλασε όσο μπορούσε. Δίπλα του στεκόταν η μαμά του κερωμένη. Η Νέλλη κατάλαβε ότι αυτό το παιδάκι ήταν από αυτά που πονούσαν και στα μάτια της ανέβηκαν πολλοί πολλοί λιγμοί. «Καλά Χριστούγεννα», μπόρεσε μόνο να πει, έδωσε το ταψάκι στη μαμά του μικρού και βγήκε γρήγορα από το δωμάτιο.
Ο Κούκι την περίμενε έξω. «Για για για τί Κούκι; Γιατί να να να πονάνε τοτοτόσο τα παιδάκια;» ψέλλισε μέσα στα δάκρυά της.
***
«Νέλλη! Νέλλη μου! Νελλάκο! Ξύπνα πουλάκι μου όμορφο! Έλα δεν είναι τίποτα. Ένα κακό όνειρο μόνο», είπε γλυκά η μαμά σκύβοντας πάνω από τη φλοκάτη που κοιμόταν η μικρή.
Η Νέλλη άνοιξε τα κλαμμένα μάτια της κι αντίκρισε με ανακούφιση τη μαμά της. Το σπίτι μοσχοβολούσε λιχουδιές και ξεροψημένες φλούδες μανταρίνι. Οι χρυσοπράσινες φλόγες της σόμπας είχαν για τα καλά φουντώσει και έβγαζαν μια γλυκιά ζεστασιά. Τα φωτάκια του δέντρου της φάνηκαν τώρα πιο λαμπερά και ρυθμικά από ποτέ.Το ροζ κουκλόσπιτο και το αγαπημένο της βιβλίο ήταν ακόμα δίπλα της και τώρα ανυπομονόυσε να τα χαρεί. Άνοιξε τα χέρια και αγκάλιασε τη μαμά της σφιχτά σφιχτά.
«Έλα σήκω και ήρθε ο Άγιος Βασίλης! Και να δεις τι σου έφερε! Σίγουρα θα σου περάσει η ακεφιά!», της είπε εκείνη παραμερίζοντας. Πίσω της στεκόταν ένα κουταβάκι ολοζώντανο και ολόιδιο με τον λούτρινο Κούκι. Η Νέλλη σηκώθηκε ζωηρά και τον αγκάλιασε. «Μαμά! Μαμά! Κούκι θα τον βγάλω!!», αποφάσισε δίχως δεύτερη σκέψη.
Ο σκύλος κούνησε την ουρά του παιχνιδιάρικα και την ακολούθησε ενώ εκείνη έψαχνε τον κόκκινο αγιοβασιλιάτικο σκούφο της για να προϋπαντήσει τους καλεσμένους. Φόρεσε το σκουφάκι λιγάκι στραβά και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη σαν σωστή οικοδέσποινα. «Το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι είναι έτοιμο, μαμά; Πεινάω σα λύκος!» είπε και τα μάγουλά της έκαναν δυο μικρά χαριτωμένα λακάκια.
Από τον ουρανό η γιαγιά της την κοιτούσε χαμογελώντας παρέα με την Ντίνη.
Η ΒΕΡΑ
(της Μαριάννας Νικολάου)
(της Μαριάννας Νικολάου)
Η Μελίντα ακούμπησε την πιατέλα με τη σαλάτα στη μέση του τραπεζιού, χάιδεψε το κεφάλι του δεκαπεντάχρονου γιού της και κάθισε χαμογελαστή δίπλα στον Σάββα. Ήταν καθημερινή οικογενειακή τους συνήθεια να τρώνε όλοι μαζί κι εκείνος έκλεινε το οδοντιατρείο στις δύο ακριβώς μέχρι τις πέντε.
“Καλή μας όρεξη”, είπε ο άντρας της και σα να έδωσε σήμα εκκίνησης ξεκίνησε το σερβίρισμα και η ανακεφαλαίωση των νέων της ημέρας. Η Μελίντα δεν είχε και πολλά να πει αφού δεν εργαζόταν και η μέρα της κυλούσε με τη φροντίδα του σπιτιού. Έτσι, περιοριζόταν στο να τους ακούει να διηγούνται περιστατικά και να κάνει που και που κανένα σχόλιο. Αν και στην πατρίδα της, τη Σερβία, εργαζόταν ως μακιγιέζ και ήταν πολύ καλή, από τότε που γνώρισε τον Σάββα και είχε έρθει στην Ελλάδα, πριν δεκαεφτά χρόνια, δεν είχε εργαστεί αφού εκείνος, ως παραδοσιακό αρσενικό, επέμενε να παρέχει όσα χρειάζονταν και την ήθελε αφοσιωμένη στο σπίτι και το παιδί τους.
Όλες οι γνωστές την ζήλευαν για την σπάνια τύχη της όχι μόνο να βγει από τη φτώχεια και να γίνει σύζυγος γιατρού, αλλά και να έχει έναν άντρα νέο κι ευγενικό. Η Μελίντα δεν είχε κανένα παράπονο. Ο Σάββας δεν την είχε κάνει να αισθανθεί ποτέ εξαρτημένη οικονομικά και ήταν πολύ πιο ωραίος από τους συζύγους που άλλες φίλες της είχαν αναγκαστεί να πάρουν. Πολλές φορές ούτε η ίδια δεν πίστευε πως εκείνος ο ψηλόλιγνος μελαχρινός άντρας την είχε παντρευτεί.
“Μόνο τόσο θα φας μαμά;”, ρώτησε ο Αλέξανδρος γνωρίζοντας την αδυναμία της μαμάς του στο φαγητό.
“Προσέχω αγάπη μου”, απάντησε η Μελίντα παίζοντας αφηρημένα με τη βέρα της, “Στον μπαμπά αρέσουν οι λεπτές”.
Αν και η Μελίντα είχε μιλήσει με σοβαρότητα, ο Αλέξανδρος δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα γελάκι αφού η μαμά του μόνο λεπτή δεν ήταν και ο ίδιος ήξερε πολύ καλά πόσο έτρωγε όταν ο μπαμπάς έφευγε το απόγευμα για το ιατρείο. Η Μελίντα δεν παρεξηγήθηκε. Άλλωστε, με την αδυναμία που του είχε, μπορούσε να του συγχωρέσει τα πάντα. Όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν το είχε καν προσέξει. Η σκέψη και το βλέμμα της είχαν απορροφηθεί από τις φωτογραφίες που ήταν τοποθετημένες η μία δίπλα στην άλλη στον απέναντι μπουφέ μέσα στις καλογυαλισμένες ασημένιες κορνίζες τους σε χρονολογική σειρά εξιστορώντας την οικογενειακή τους πορεία από τη γνωριμία τους, το γάμο, τη γέννηση του Αλέξανδρου, μέχρι τις διακοπές του περασμένου καλοκαιριού.
Καθώς η Μελίντα στριφογύριζε τη βέρα της, παρατήρησε ότι όσο κι αν περνούσαν τα χρόνια, αυτό που έμενε αναλλοίωτο ήταν το αφράτο στρογγυλό πρόσωπό της με το χαμόγελο να επιβεβαιώνει αυτό που ήταν σε όλους γνωστό, μια ήρεμη κι ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή.
******
“Μελίντα το χάπι σου”, ακούστηκε περιποιητικά η φωνή του Σάββα για να τη βγάλει από την ονειροπόληση. Ταράχτηκε τόσο που ο αριστερός της δείκτης και ο αντίχειρας παράτησαν άγαρμπα τη βέρα που μέχρι τότε στριφογύριζαν ρυθμικά. Ένα κόκκινο σημάδι δημιουργήθηκε περιμετρικά του δαχτυλιδιού προδίδοντας την ταλαιπωρημένη επιδερμίδα μιας νοικοκυράς πλήρους ωραρίου.
“Πήρες το χάπι σου;”, ρώτησε εκείνος που πάντα τη φρόντιζε και δεν ξεχνούσε ποτέ όσα έπρεπε, ούτε ήταν αφηρημένος όπως εκείνη. Αντιθέτως, ήταν πάντα προσεκτικός, σοβαρός και παρατηρητικός.
Η Μελίντα δεν ήξερε ποια παράξενη δύναμη την έσπρωξε εκείνο το μεσημέρι της Πέμπτης να προφέρει ένα τόσο πειστικό “Ναι”, ενώ στην πραγματικότητα δεν είχε πιει το χάπι της και το θυμόταν μια χαρά. Ίσως να ήθελε μια φορά στο τόσο να ξαναβρίσκει τη συνείδησή της, της τόσο περίτεχνα κρυμμένης πίσω από το μόνιμο χαμόγελο που κάρφωναν στο πρόσωπό της οι ουσίες του χαπιού εκείνου.
******
Στο σπίτι επικρατούσε σιωπή και ημίφως. Οι κορνίζες στον μπουφέ του σαλονιού αχνοφαίνονταν και τα πρόσωπα στις φωτογραφίες ήταν δυσδιάκριτα. Το φωτάκι του απορροφητήρα ήταν ο μοναδικός φωτισμός και κρατούσε σκέψεις και μορφές στην εχεμύθεια των σκιών.
Ο Σάββας δε θα επέστρεφε πριν τις εννιά και ο Αλέξανδρος ήταν φροντιστήριο και αφού ήταν Παρασκευή θα πήγαινε σινεμά και μετά θα κοιμόταν σε ένα φίλο του. Θα γύριζε το Σάββατο κατευθείαν για το μεσημεριανό, όπως ήταν ο όρος του πατέρα του για να του επιτραπεί η διανυκτέρευση.
Η Μελίντα ξαπλωμένη στην κρεβατοκάμαρά της κοιτούσε το ταβάνι παίζοντας με το χρυσό δαχτυλίδι του δεξιού χεριού της. Έκανε να το βγάλει, αλλά ο πόνος την σταμάτησε. Μια βαθιά πληγή ακολουθούσε πλέον το περίγραμμα του κοσμήματος και είχε αρχίσει να φλεγμαίνει.
Αναστέναξε και δεν ήξερε αν ήταν από πόνο, ανακούφιση ή απόγνωση. Με τον Αλέξανδρο εκτός σπιτιού έχανε τον μοναδικό λόγο της ύπαρξής της, αλλά τουλάχιστον γλίτωνε από τον κόπο να αναστηλωθεί για να μην καταλάβει τίποτα.
Είχε μια βδομάδα να πάρει τα χάπια της και τα αποτελέσματα είχαν αρχίσει να μην κρύβονται. Αν και φρόντιζε να μακιγιάρεται και να χτενίζεται ως συνήθως λίγο πριν γυρίσει ο γιος της, ήταν έξυπνο παιδί και είχε φυσικά αρχίσει να παρατηρεί αλλαγές στη μαμά του που επέμενε να τον διαβεβαιώνει: “Όλα καλά. Είμαι λίγο γριπωμένη αυτό είν’ όλο. Όλα καλά”. Έτσι, περνούσε το τρίωρο που βρίσκονταν όλοι στο σπίτι χωρίς να κινηθούν και οι υποψίες του Σάββα για την ένοχη πρωτοβουλία της γυναίκας του να απέχει από τα χαπάκια της.
******
Η Μελίντα δεν είχε συναίσθηση πόσες ώρες βρισκόταν στην ίδια θέση με μοναδικό σημείο του σώματός της να έχει κουνηθεί να είναι τα δύο της δάχτυλα που πλέον τραβούσαν νευρικά τη βέρα της μέχρι που βγήκε ματώνοντας την πληγή και γεμίζοντας το νυχτικό της κηλίδες αίμα. Χωρίς επίγνωση της αιμορραγίας, ένιωσε μόνο έναν συνηθισμένο πόνο καθώς η βέρα της κυλούσε κάτω από το κρεβάτι.
Με τα μάτια γουρλωμένα και γεμάτα δάκρυα ούτε καν κατάλαβε ότι ο Σάββας πέρασε από την κουζίνα κρύβοντας στιγμιαία το φωτάκι του απορροφητήρα. Τα αυτιά της βούιζαν μια παραποιημένη στριγκλιά του “Όλα καλά”, της τελευταίας φράσης που είχε πει στον Αλέξανδρο, κι έτσι δεν άκουσε τον Σάββα να μπαίνει στο δωμάτιο. Εκείνος, επιβλητικός, στάθηκε μπροστά της και η σκιά του σκέπασε το κρεβάτι, ανέβηκε στο προσκέφαλο και σκαρφάλωσε στο ταβάνι. Μόνο τότε η Μελίντα τραντάχτηκε.
“Τί κάνεις;”, ρώτησε ο Σάββας αργά, χωρίς να πάρει απάντηση από τη γυναίκα του που είχε αγκαλιάσει τα πόδια της με τα ματωμένα της χέρια λερώνοντας το υπόλοιπο σώμα της και τα σκεπάσματα του κρεβατιού.
“Κατάλαβα”, συνέχισε χωρίς να ανάψει το φως, “Άρχισες πάλι τις γνωστές απερισκεψίες. Ξέρεις με θυμώνει τρομερά να υποτιμάς τη νοημοσύνη μου”. Η Μελίντα έγνεψε αρνητικά χωρίς να προφέρει κάποια εξήγηση. “Νομίζω ότι είχαμε κάνει μια συμφωνία και είχες υποσχεθεί να την τηρείς”. Ο τόνος της φωνής του ήταν ήρεμος και αργός τόσο που της προκαλούσε ρίγος. “Τότε γιατί μου δημιουργείς πρόβλημα με τις ανοησίες σου; Γιατί δεν παίρνεις ωραία και καλά τα χαπάκια σου; Ή μήπως νομίζεις ότι έχαψα πως ήσουν κρυωμένη;”. Και σκύβοντας της ψιθύρισε στο αυτί: “Ναι, όλα τα καταλαβαίνω και τα γνωρίζω, όπως γνωρίζω καλά και τί πρέπει να κάνω για να συνετιστείς”.
Έπειτα, προχώρησε προς το παντζούρι, το έκλεισε ιεροτελεστικά και έβγαλε τη ζώνη του. Ήταν η στιγμή που περίμενε μέρες, να λείπει το παιδί για να μπορέσει να ξεσπάσει την οργή του. Αντί να πετάει στα ουράνια για την τύχη της, του έκανε και νερά. Ακούς εκεί να μην παίρνει πάλι τα χάπια της… Να τη δει και κανένας γνωστός ή συγγενής και να αρχίσουν τις ερωτήσεις για καταθλίψεις και τέτοια. Λες και δεν είχε καταλάβει τίποτα από την προηγούμενη φορά που πήγε να κάνει την επανάστασή της και κόντεψε να τον ξεφτιλίσει. Δεν μπορούσε να της το επιτρέψει αυτό και η ζώνη του με μια βουρδουλιά πάνω στα γυμνά της πόδια το επιβεβαίωσε.
Εκείνη, έβγαλε μόνο μια πνιχτή ρουθουνιά και του παραδόθηκε για τα επόμενα λεπτά ώσπου να ξεσπάσει τον θυμό του. Σχεδόν τον κατανοούσε. Ως ένα σημείο είχε και δίκιο… Όσο κι αν την πλήγωνε που επέλεγε η μόνη τους σωματική επαφή τα τελευταία δεκατρία χρόνια να είναι τα βίαια χτυπήματά του στο παχουλό της κορμί. Είχε δίκιο. Όταν την παντρεύτηκε δεν ήταν κανένα μοντέλο, όμως το ότι ήταν ξένη του είχε ασκήσει μια γοητεία αφού είχε αδυναμία στις αλλοδαπές.
Με τα χρόνια η γοητεία χάθηκε και τα κιλά της εγκυμοσύνης και της λαιμαργίας της είχαν καταντήσει το κορμί της ανάξιο για το άγγιγμά του. Τώρα, πλατάγιζε και συσπόταν πλαδαρό στα δυνατά χέρια του καθώς τη χτυπούσε υπενθυμίζοντάς της το λόγο που προτιμούσε να βρίσκεται με άλλες γυναίκες παρά με την ίδια. Αυτό δεν μπορούσε να το ξεχάσει όσα χάπια κι αν της έδινε χωρίς συνταγή γιατρού αφού η ιδιότητά του το επέτρεπε. Δεν την πείραζαν τόσο τα χάπια, ούτε καν το ξύλο, όσο η εξωσυζυγική του δραστηριότητα που στοίχειωνε το μυαλό της αν και τα χείλη της ήταν μονίμως σε σχήμα χαμόγελου.
Εκείνος, όταν χόρτασε να τη χτυπά, με μάτια τεντωμένα, έσφυζε από πόθο. Η εξουσία που της ασκούσε, τον ερέθιζε. Έπρεπε κάπου να διοχετεύσει αυτήν την ενέργεια, όπως κάθε Παρασκευή βράδυ. Ανασκουμπώθηκε, φόρεσε τη ζώνη του και κούμπωσε το πρώτο κουμπί του πουκαμίσου του, εκείνο που τον έκανε αξιοσέβαστο σε όλη τη γειτονιά και σε όλη την πόλη που τον εκτιμούσε.
“Θα βγω”, είπε, “Καληνύχτα αγάπη μου”.
Η Μελίντα διέκρινε μια μικρή δόση ειλικρίνειας στις τελευταίες του λέξεις. Δεν μπορεί, μέσα του σίγουρα την αγαπούσε έστω και λίγο, έστω και για το είδος της εκτόνωσης που του προσέφερε…
“Καληνύχτα”, πρόλαβε να ψελλίσει πριν εκείνος βγει από το σπίτι χωρίς να την ακούσει. Έπειτα, αγκάλιασε τα πληγιασμένα πόδια της και βυθίστηκε σε ένα βουβό θρήνο.
******
Όταν άνοιξε τα μάτια της ήταν ήδη οκτώ, αλλά το κλειστό παντζούρι την είχε μπερδέψει κρατώντας μακριά όχι μόνο τα αδιάκριτα βλέμματα των γειτόνων, αλλά και τις ακτίνες του ήλιου. Έκανε μια κίνηση να πεταχτεί από το κρεβάτι, αλλά οι πόνοι την κοκάλωσαν. Σηκώθηκε όσο πιο ανώδυνα μπορούσε και περπάτησε κουτσαίνοντας προς το παράθυρο, άνοιξε το παντζούρι και κοίταξε το δωμάτιο γύρω της. Το κρεβάτι έμοιαζε με πεδίο μάχης. Τα αίματα από το δάχτυλο της βέρας της και τις καινούριες της πληγές είχαν λερώσει τα σκεπάσματα και το προσκέφαλο.
Μάζεψε όσο πιο σβέλτα μπορούσε τα σεντόνια και καθάρισε με επιμέλεια ό,τι μπορούσε να προδώσει το χθεσινοβραδινό συμβάν. Έσκυψε με δυσκολία και ευτυχώς εντόπισε και ανέσυρε εύκολα το δαχτυλίδι της, το καθάρισε κι αυτό και το έχωσε στην τσάντα της. Μόνο όταν είχε πια στρώσει το κρεβάτι με καθαρά, μοσχομυριστά σεντόνια, κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Αυτή τη φορά δεν ήταν σίγουρη ότι θα μπορούσε να κρυφτεί παρά την επιδεξιότητά της ως επαγγελματίας μακιγιέζ.
Αφού μάσησε βιαστικά ένα παυσίπονο και το κατάπιε χωρίς νερό, άρχισε να εξετάζει το κορμί της: γδαρσίματα, μελανιές, επιφανειακές και βαθύτερες πληγές, ευτυχώς μόνο στα πόδια, τίποτα που να μην μπορεί να διαχειριστεί. Έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης και κατευθύνθηκε στο μπάνιο. Άνοιξε το ντουζ και δάγκωσε τα χείλη της καθώς το νερό έπεφτε χλιαρό. Το πάτωμα της ντουζιέρας γέμισε αίματα και η Μελίντα κρατούσε την αναπνοή της όσο το σιφόνι κατάπινε τα κόκκινα νερά. Έπειτα, περιποιήθηκε τις πληγές της με ιώδιο και κάλυψε προσεκτικά την πληγή που βρισκόταν τώρα στη θέση της βέρας της με ένα αυτοκόλλητο επίθεμα. Αφού φόρεσε το μπουρνούζι της αργά για να μην πονέσει, πήρε το επαγγελματικό της βαλιτσάκι κι άρχισε να καλύπτει τα σημάδια ώσπου σχημάτισε στα χείλη της το περίγραμμα με ένα μολύβι και δοκίμασε να χαμογελάσει στον καθρέφτη με το ροζ κραγιόν της. Μετά, φόρεσε ένα όμορφο λουλουδάτο πανάκριβο φόρεμα που της είχε χαρίσει ο Σάββας και την κολάκευε παρά τα περιττά της κιλά. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και χαμογέλασε αυτή τη φορά σχεδόν αληθινά. Τα είχε καταφέρει.
Κοίταξε το ρολόι: έντεκα και τέταρτο. Έπρεπε να βιαστεί. Είχε τόσα να κάνει… να ψωνίσει και να μαγειρέψει. Διάλεξε ένα ζευγάρι παπούτσια με χαμηλό τακούνι που να μην προδίδει το διάστρεμμα που της είχε προκαλέσει μια χθεσινοβραδινή σπρωξιά του Σάββα, και ένα σκούρο καλσόν για να κρύψει τα σημάδια.
Βγαίνοντας κοντοστάθηκε μπροστά στο έπιπλο της εισόδου, πήρε το κουτί με τα χάπια της από το συρτάρι, έβγαλε δύο και τα κατάπιε με τη μία. Μόλις κλείδωσε την πόρτα του σπιτιού, άνοιξε την τσάντα της και βρήκε τη βέρα της. Την πίεσε τόσο που τα μάτια της δάκρυσαν, αλλά τελικά κατάφερε να την φορέσει.
“Όλα καλά, όλα καλά”, είπε στον εαυτό της.
“Καλή μας όρεξη”, είπε ο άντρας της και σα να έδωσε σήμα εκκίνησης ξεκίνησε το σερβίρισμα και η ανακεφαλαίωση των νέων της ημέρας. Η Μελίντα δεν είχε και πολλά να πει αφού δεν εργαζόταν και η μέρα της κυλούσε με τη φροντίδα του σπιτιού. Έτσι, περιοριζόταν στο να τους ακούει να διηγούνται περιστατικά και να κάνει που και που κανένα σχόλιο. Αν και στην πατρίδα της, τη Σερβία, εργαζόταν ως μακιγιέζ και ήταν πολύ καλή, από τότε που γνώρισε τον Σάββα και είχε έρθει στην Ελλάδα, πριν δεκαεφτά χρόνια, δεν είχε εργαστεί αφού εκείνος, ως παραδοσιακό αρσενικό, επέμενε να παρέχει όσα χρειάζονταν και την ήθελε αφοσιωμένη στο σπίτι και το παιδί τους.
Όλες οι γνωστές την ζήλευαν για την σπάνια τύχη της όχι μόνο να βγει από τη φτώχεια και να γίνει σύζυγος γιατρού, αλλά και να έχει έναν άντρα νέο κι ευγενικό. Η Μελίντα δεν είχε κανένα παράπονο. Ο Σάββας δεν την είχε κάνει να αισθανθεί ποτέ εξαρτημένη οικονομικά και ήταν πολύ πιο ωραίος από τους συζύγους που άλλες φίλες της είχαν αναγκαστεί να πάρουν. Πολλές φορές ούτε η ίδια δεν πίστευε πως εκείνος ο ψηλόλιγνος μελαχρινός άντρας την είχε παντρευτεί.
“Μόνο τόσο θα φας μαμά;”, ρώτησε ο Αλέξανδρος γνωρίζοντας την αδυναμία της μαμάς του στο φαγητό.
“Προσέχω αγάπη μου”, απάντησε η Μελίντα παίζοντας αφηρημένα με τη βέρα της, “Στον μπαμπά αρέσουν οι λεπτές”.
Αν και η Μελίντα είχε μιλήσει με σοβαρότητα, ο Αλέξανδρος δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα γελάκι αφού η μαμά του μόνο λεπτή δεν ήταν και ο ίδιος ήξερε πολύ καλά πόσο έτρωγε όταν ο μπαμπάς έφευγε το απόγευμα για το ιατρείο. Η Μελίντα δεν παρεξηγήθηκε. Άλλωστε, με την αδυναμία που του είχε, μπορούσε να του συγχωρέσει τα πάντα. Όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν το είχε καν προσέξει. Η σκέψη και το βλέμμα της είχαν απορροφηθεί από τις φωτογραφίες που ήταν τοποθετημένες η μία δίπλα στην άλλη στον απέναντι μπουφέ μέσα στις καλογυαλισμένες ασημένιες κορνίζες τους σε χρονολογική σειρά εξιστορώντας την οικογενειακή τους πορεία από τη γνωριμία τους, το γάμο, τη γέννηση του Αλέξανδρου, μέχρι τις διακοπές του περασμένου καλοκαιριού.
Καθώς η Μελίντα στριφογύριζε τη βέρα της, παρατήρησε ότι όσο κι αν περνούσαν τα χρόνια, αυτό που έμενε αναλλοίωτο ήταν το αφράτο στρογγυλό πρόσωπό της με το χαμόγελο να επιβεβαιώνει αυτό που ήταν σε όλους γνωστό, μια ήρεμη κι ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή.
******
“Μελίντα το χάπι σου”, ακούστηκε περιποιητικά η φωνή του Σάββα για να τη βγάλει από την ονειροπόληση. Ταράχτηκε τόσο που ο αριστερός της δείκτης και ο αντίχειρας παράτησαν άγαρμπα τη βέρα που μέχρι τότε στριφογύριζαν ρυθμικά. Ένα κόκκινο σημάδι δημιουργήθηκε περιμετρικά του δαχτυλιδιού προδίδοντας την ταλαιπωρημένη επιδερμίδα μιας νοικοκυράς πλήρους ωραρίου.
“Πήρες το χάπι σου;”, ρώτησε εκείνος που πάντα τη φρόντιζε και δεν ξεχνούσε ποτέ όσα έπρεπε, ούτε ήταν αφηρημένος όπως εκείνη. Αντιθέτως, ήταν πάντα προσεκτικός, σοβαρός και παρατηρητικός.
Η Μελίντα δεν ήξερε ποια παράξενη δύναμη την έσπρωξε εκείνο το μεσημέρι της Πέμπτης να προφέρει ένα τόσο πειστικό “Ναι”, ενώ στην πραγματικότητα δεν είχε πιει το χάπι της και το θυμόταν μια χαρά. Ίσως να ήθελε μια φορά στο τόσο να ξαναβρίσκει τη συνείδησή της, της τόσο περίτεχνα κρυμμένης πίσω από το μόνιμο χαμόγελο που κάρφωναν στο πρόσωπό της οι ουσίες του χαπιού εκείνου.
******
Στο σπίτι επικρατούσε σιωπή και ημίφως. Οι κορνίζες στον μπουφέ του σαλονιού αχνοφαίνονταν και τα πρόσωπα στις φωτογραφίες ήταν δυσδιάκριτα. Το φωτάκι του απορροφητήρα ήταν ο μοναδικός φωτισμός και κρατούσε σκέψεις και μορφές στην εχεμύθεια των σκιών.
Ο Σάββας δε θα επέστρεφε πριν τις εννιά και ο Αλέξανδρος ήταν φροντιστήριο και αφού ήταν Παρασκευή θα πήγαινε σινεμά και μετά θα κοιμόταν σε ένα φίλο του. Θα γύριζε το Σάββατο κατευθείαν για το μεσημεριανό, όπως ήταν ο όρος του πατέρα του για να του επιτραπεί η διανυκτέρευση.
Η Μελίντα ξαπλωμένη στην κρεβατοκάμαρά της κοιτούσε το ταβάνι παίζοντας με το χρυσό δαχτυλίδι του δεξιού χεριού της. Έκανε να το βγάλει, αλλά ο πόνος την σταμάτησε. Μια βαθιά πληγή ακολουθούσε πλέον το περίγραμμα του κοσμήματος και είχε αρχίσει να φλεγμαίνει.
Αναστέναξε και δεν ήξερε αν ήταν από πόνο, ανακούφιση ή απόγνωση. Με τον Αλέξανδρο εκτός σπιτιού έχανε τον μοναδικό λόγο της ύπαρξής της, αλλά τουλάχιστον γλίτωνε από τον κόπο να αναστηλωθεί για να μην καταλάβει τίποτα.
Είχε μια βδομάδα να πάρει τα χάπια της και τα αποτελέσματα είχαν αρχίσει να μην κρύβονται. Αν και φρόντιζε να μακιγιάρεται και να χτενίζεται ως συνήθως λίγο πριν γυρίσει ο γιος της, ήταν έξυπνο παιδί και είχε φυσικά αρχίσει να παρατηρεί αλλαγές στη μαμά του που επέμενε να τον διαβεβαιώνει: “Όλα καλά. Είμαι λίγο γριπωμένη αυτό είν’ όλο. Όλα καλά”. Έτσι, περνούσε το τρίωρο που βρίσκονταν όλοι στο σπίτι χωρίς να κινηθούν και οι υποψίες του Σάββα για την ένοχη πρωτοβουλία της γυναίκας του να απέχει από τα χαπάκια της.
******
Η Μελίντα δεν είχε συναίσθηση πόσες ώρες βρισκόταν στην ίδια θέση με μοναδικό σημείο του σώματός της να έχει κουνηθεί να είναι τα δύο της δάχτυλα που πλέον τραβούσαν νευρικά τη βέρα της μέχρι που βγήκε ματώνοντας την πληγή και γεμίζοντας το νυχτικό της κηλίδες αίμα. Χωρίς επίγνωση της αιμορραγίας, ένιωσε μόνο έναν συνηθισμένο πόνο καθώς η βέρα της κυλούσε κάτω από το κρεβάτι.
Με τα μάτια γουρλωμένα και γεμάτα δάκρυα ούτε καν κατάλαβε ότι ο Σάββας πέρασε από την κουζίνα κρύβοντας στιγμιαία το φωτάκι του απορροφητήρα. Τα αυτιά της βούιζαν μια παραποιημένη στριγκλιά του “Όλα καλά”, της τελευταίας φράσης που είχε πει στον Αλέξανδρο, κι έτσι δεν άκουσε τον Σάββα να μπαίνει στο δωμάτιο. Εκείνος, επιβλητικός, στάθηκε μπροστά της και η σκιά του σκέπασε το κρεβάτι, ανέβηκε στο προσκέφαλο και σκαρφάλωσε στο ταβάνι. Μόνο τότε η Μελίντα τραντάχτηκε.
“Τί κάνεις;”, ρώτησε ο Σάββας αργά, χωρίς να πάρει απάντηση από τη γυναίκα του που είχε αγκαλιάσει τα πόδια της με τα ματωμένα της χέρια λερώνοντας το υπόλοιπο σώμα της και τα σκεπάσματα του κρεβατιού.
“Κατάλαβα”, συνέχισε χωρίς να ανάψει το φως, “Άρχισες πάλι τις γνωστές απερισκεψίες. Ξέρεις με θυμώνει τρομερά να υποτιμάς τη νοημοσύνη μου”. Η Μελίντα έγνεψε αρνητικά χωρίς να προφέρει κάποια εξήγηση. “Νομίζω ότι είχαμε κάνει μια συμφωνία και είχες υποσχεθεί να την τηρείς”. Ο τόνος της φωνής του ήταν ήρεμος και αργός τόσο που της προκαλούσε ρίγος. “Τότε γιατί μου δημιουργείς πρόβλημα με τις ανοησίες σου; Γιατί δεν παίρνεις ωραία και καλά τα χαπάκια σου; Ή μήπως νομίζεις ότι έχαψα πως ήσουν κρυωμένη;”. Και σκύβοντας της ψιθύρισε στο αυτί: “Ναι, όλα τα καταλαβαίνω και τα γνωρίζω, όπως γνωρίζω καλά και τί πρέπει να κάνω για να συνετιστείς”.
Έπειτα, προχώρησε προς το παντζούρι, το έκλεισε ιεροτελεστικά και έβγαλε τη ζώνη του. Ήταν η στιγμή που περίμενε μέρες, να λείπει το παιδί για να μπορέσει να ξεσπάσει την οργή του. Αντί να πετάει στα ουράνια για την τύχη της, του έκανε και νερά. Ακούς εκεί να μην παίρνει πάλι τα χάπια της… Να τη δει και κανένας γνωστός ή συγγενής και να αρχίσουν τις ερωτήσεις για καταθλίψεις και τέτοια. Λες και δεν είχε καταλάβει τίποτα από την προηγούμενη φορά που πήγε να κάνει την επανάστασή της και κόντεψε να τον ξεφτιλίσει. Δεν μπορούσε να της το επιτρέψει αυτό και η ζώνη του με μια βουρδουλιά πάνω στα γυμνά της πόδια το επιβεβαίωσε.
Εκείνη, έβγαλε μόνο μια πνιχτή ρουθουνιά και του παραδόθηκε για τα επόμενα λεπτά ώσπου να ξεσπάσει τον θυμό του. Σχεδόν τον κατανοούσε. Ως ένα σημείο είχε και δίκιο… Όσο κι αν την πλήγωνε που επέλεγε η μόνη τους σωματική επαφή τα τελευταία δεκατρία χρόνια να είναι τα βίαια χτυπήματά του στο παχουλό της κορμί. Είχε δίκιο. Όταν την παντρεύτηκε δεν ήταν κανένα μοντέλο, όμως το ότι ήταν ξένη του είχε ασκήσει μια γοητεία αφού είχε αδυναμία στις αλλοδαπές.
Με τα χρόνια η γοητεία χάθηκε και τα κιλά της εγκυμοσύνης και της λαιμαργίας της είχαν καταντήσει το κορμί της ανάξιο για το άγγιγμά του. Τώρα, πλατάγιζε και συσπόταν πλαδαρό στα δυνατά χέρια του καθώς τη χτυπούσε υπενθυμίζοντάς της το λόγο που προτιμούσε να βρίσκεται με άλλες γυναίκες παρά με την ίδια. Αυτό δεν μπορούσε να το ξεχάσει όσα χάπια κι αν της έδινε χωρίς συνταγή γιατρού αφού η ιδιότητά του το επέτρεπε. Δεν την πείραζαν τόσο τα χάπια, ούτε καν το ξύλο, όσο η εξωσυζυγική του δραστηριότητα που στοίχειωνε το μυαλό της αν και τα χείλη της ήταν μονίμως σε σχήμα χαμόγελου.
Εκείνος, όταν χόρτασε να τη χτυπά, με μάτια τεντωμένα, έσφυζε από πόθο. Η εξουσία που της ασκούσε, τον ερέθιζε. Έπρεπε κάπου να διοχετεύσει αυτήν την ενέργεια, όπως κάθε Παρασκευή βράδυ. Ανασκουμπώθηκε, φόρεσε τη ζώνη του και κούμπωσε το πρώτο κουμπί του πουκαμίσου του, εκείνο που τον έκανε αξιοσέβαστο σε όλη τη γειτονιά και σε όλη την πόλη που τον εκτιμούσε.
“Θα βγω”, είπε, “Καληνύχτα αγάπη μου”.
Η Μελίντα διέκρινε μια μικρή δόση ειλικρίνειας στις τελευταίες του λέξεις. Δεν μπορεί, μέσα του σίγουρα την αγαπούσε έστω και λίγο, έστω και για το είδος της εκτόνωσης που του προσέφερε…
“Καληνύχτα”, πρόλαβε να ψελλίσει πριν εκείνος βγει από το σπίτι χωρίς να την ακούσει. Έπειτα, αγκάλιασε τα πληγιασμένα πόδια της και βυθίστηκε σε ένα βουβό θρήνο.
******
Όταν άνοιξε τα μάτια της ήταν ήδη οκτώ, αλλά το κλειστό παντζούρι την είχε μπερδέψει κρατώντας μακριά όχι μόνο τα αδιάκριτα βλέμματα των γειτόνων, αλλά και τις ακτίνες του ήλιου. Έκανε μια κίνηση να πεταχτεί από το κρεβάτι, αλλά οι πόνοι την κοκάλωσαν. Σηκώθηκε όσο πιο ανώδυνα μπορούσε και περπάτησε κουτσαίνοντας προς το παράθυρο, άνοιξε το παντζούρι και κοίταξε το δωμάτιο γύρω της. Το κρεβάτι έμοιαζε με πεδίο μάχης. Τα αίματα από το δάχτυλο της βέρας της και τις καινούριες της πληγές είχαν λερώσει τα σκεπάσματα και το προσκέφαλο.
Μάζεψε όσο πιο σβέλτα μπορούσε τα σεντόνια και καθάρισε με επιμέλεια ό,τι μπορούσε να προδώσει το χθεσινοβραδινό συμβάν. Έσκυψε με δυσκολία και ευτυχώς εντόπισε και ανέσυρε εύκολα το δαχτυλίδι της, το καθάρισε κι αυτό και το έχωσε στην τσάντα της. Μόνο όταν είχε πια στρώσει το κρεβάτι με καθαρά, μοσχομυριστά σεντόνια, κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Αυτή τη φορά δεν ήταν σίγουρη ότι θα μπορούσε να κρυφτεί παρά την επιδεξιότητά της ως επαγγελματίας μακιγιέζ.
Αφού μάσησε βιαστικά ένα παυσίπονο και το κατάπιε χωρίς νερό, άρχισε να εξετάζει το κορμί της: γδαρσίματα, μελανιές, επιφανειακές και βαθύτερες πληγές, ευτυχώς μόνο στα πόδια, τίποτα που να μην μπορεί να διαχειριστεί. Έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης και κατευθύνθηκε στο μπάνιο. Άνοιξε το ντουζ και δάγκωσε τα χείλη της καθώς το νερό έπεφτε χλιαρό. Το πάτωμα της ντουζιέρας γέμισε αίματα και η Μελίντα κρατούσε την αναπνοή της όσο το σιφόνι κατάπινε τα κόκκινα νερά. Έπειτα, περιποιήθηκε τις πληγές της με ιώδιο και κάλυψε προσεκτικά την πληγή που βρισκόταν τώρα στη θέση της βέρας της με ένα αυτοκόλλητο επίθεμα. Αφού φόρεσε το μπουρνούζι της αργά για να μην πονέσει, πήρε το επαγγελματικό της βαλιτσάκι κι άρχισε να καλύπτει τα σημάδια ώσπου σχημάτισε στα χείλη της το περίγραμμα με ένα μολύβι και δοκίμασε να χαμογελάσει στον καθρέφτη με το ροζ κραγιόν της. Μετά, φόρεσε ένα όμορφο λουλουδάτο πανάκριβο φόρεμα που της είχε χαρίσει ο Σάββας και την κολάκευε παρά τα περιττά της κιλά. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και χαμογέλασε αυτή τη φορά σχεδόν αληθινά. Τα είχε καταφέρει.
Κοίταξε το ρολόι: έντεκα και τέταρτο. Έπρεπε να βιαστεί. Είχε τόσα να κάνει… να ψωνίσει και να μαγειρέψει. Διάλεξε ένα ζευγάρι παπούτσια με χαμηλό τακούνι που να μην προδίδει το διάστρεμμα που της είχε προκαλέσει μια χθεσινοβραδινή σπρωξιά του Σάββα, και ένα σκούρο καλσόν για να κρύψει τα σημάδια.
Βγαίνοντας κοντοστάθηκε μπροστά στο έπιπλο της εισόδου, πήρε το κουτί με τα χάπια της από το συρτάρι, έβγαλε δύο και τα κατάπιε με τη μία. Μόλις κλείδωσε την πόρτα του σπιτιού, άνοιξε την τσάντα της και βρήκε τη βέρα της. Την πίεσε τόσο που τα μάτια της δάκρυσαν, αλλά τελικά κατάφερε να την φορέσει.
“Όλα καλά, όλα καλά”, είπε στον εαυτό της.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΑΡΙΑΝΝΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
H Μαριάννα Νικολάου είναι γεννημένη το 1983 στη Θεσσαλονίκη, αλλά μένει στη Ρόδο από το 2008. Είναι Υποψήφια Διδάκτωρ στο τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου με θέμα τη λειτουργία της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας ως εργαλείο διαπαιδαγώγησης. Είναι απόφοιτος του τμήματος Αγγλικής Γλώσσας & Φιλολογίας, καθώς και του τμήματος Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ του ΑΠΘ με μεταπτυχιακό Συγκριτικής Γραμματολογίας στην Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία & τον Πολιτισμό (ΑΠΘ). Υπήρξε υπότροφος Erasmus στη Σχολή Θεάτρου του Πανεπιστημίου του Έξετερ της Μεγάλης Βρετανίας, υπότροφος John McGrath για το θερινό σχολείο Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου και μέλος του θεατρικού εργαστηρίου Bald Theatre του τμήματος Αγγλικής Γλώσσας & Φιλολογίας. Από το 2008 έως το 2013 εργάστηκε ως εκπαιδευτικός στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Δημόσια Εκπαίδευση όπου εφάρμοσε τεχνικές δημιουργικής γραφής στην τάξη. Το 2013 μετατάχθηκε στη Διοίκηση της εκπαίδευσης. Είναι απόφοιτος της Σχολής Σύγχρονου Τραγουδιού στο Ελληνικό Ωδείο, μέλος της Μικτής Χορωδίας Δήμου Ροδίων και μέλος του Δικτύου για το Θέατρο στην Εκπαίδευση. Από την εφηβική της ηλικία γράφει ποίηση, αλλά έχει πειραματιστεί με πολλά είδη όπως το διήγημα, το χρονογράφημα, το θεατρικό σενάριο, το σενάριο ταινίας μικρού μήκους, το δοκίμιο, το παραμύθι και το μυθιστόρημα. Έχει παρακολουθήσει πληθώρα σεμιναρίων δημιουργικής γραφής τόσο δια ζώσης (ενδεικτικά αναφέρουμε το μηνιαίο θερινό σχολείο δημιουργικής γραφής του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου), όσο και διαδικτυακά (όπως το 5 εβδομάδων σεμινάριο δημιουργικής γραφής για μικρούς αναγνώστες- Writing for young readers του Commonwealth Education Trust). Έχει λάβει Ά Βραβείο Αστυνομικού Διηγήματος Ενηλίκων στον 1ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Πεζογραφίας του Λογοτεχνικού περιοδικού «Κέφαλος», Ά Διάκριση στον 1ο Διαγωνισμό Πρεσπαπιέ του Καλλιτεχνείου Αχαρνών για το ποίημά της “Σπουδή στον Ελύτη-Σπονδή στους νεκρούς” και Ά Βραβείο για το παραμύθι της “Ένα Χριστουγεννιάτικο Τραπέζι” στο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό “Λόγο-Τεχνία” των εκδόσεων Ανώνυμο. Έχει επίσης λάβει Ά Έπαινο για το διήγημά της “Η Πρόταση” στον Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Πνευματικής Συντροφιάς Λεμεσού και το διήγημά της «Η Βέρα» έλαβε Γ Βραβείο από το Σύνδεσμο Φιλολόγων και το ΚΕΠΑ Ν. Ημαθίας. Το διήγημά της “Λασκαρίνα” διακρίθηκε στον λογοτεχνικό διαγωνισμό “1 φράση και 821 λέξεις για το 1821” του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου και εκδόθηκε σε συλλεκτικό συλλογικό τόμο, το ποίημα της “Στα Δύο” εκδόθηκε σε συλλογικό τόμο από τις εκδόσεις Momentum μετά από διάκρισή του στον 5ο Πανελλήνιο Ποιητικό Διαγωνισμό Ελικών και το διήγημα «Η Μπαμπού Πολυθρόνα» εκδόθηκε σε συλλογικό τόμο μετά από διαγωνισμό των εκδόσεων IWrite όπου πήρε Γ Βραβείο. Επίσης, τα διηγήματα της “Μια παράξενη μέρα” και «Πάσχα στο χωριό» εκδόθηκαν μετά από διάκριση στους Διαγωνισμούς Σύντομου Διηγήματος των εκδόσεων Παράξενες Μέρες. Το διήγημά της Γέρε χρόνε φύγε τώρα”, διακρίθηκε στον 6ο Ηλεκτρονικό Διαγωνισμό Διηγήματος της Εθελοντικής Ομάδας Δράσης Ν. Πιερίας και εκδόθηκε σε συλλεκτικό συλλογικό τόμο της ομάδας. Έχει επίσης συμμετάσχει με διηγήματα της σε συλλογικούς τόμους των εκδόσεων Βερέττας το 2014 και 2015. Άρθρα της έχουν φιλοξενηθεί στο Περιοδικό «Λωτός» για την τέχνη, τον πολιτισμό και τη Ρόδο και έχει υπάρξει ραδιοφωνικός παραγωγός στο Ραδιόφωνο Λυχνάρι της Ρόδου. Μιλά Αγγλικά, Γαλλικά, Ιταλικά. Είναι σύζυγος του Βασίλη Σιδηρόπουλου, φιλόλογου- ιστορικού, και μαζί μεγαλώνουν το πρώτο τους παιδί, τον Παναγιώτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!