Ο «ΚΕΦΑΛΟΣ - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς» έχει ξεκινήσει μία νέα δράση με τίτλο: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ» (ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ 4ο ΤΟΜΟ γίνονται δεκτές έως τις 31/12/2020 - ΥΠΟΒΟΛΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ: ΕΔΩ) και προσκαλεί όλους τους Λογοτέχνες, Ποιητές και Συγγραφείς να συμμετάσχουν σ' αυτήν. Σκοπός της εν λόγω δράσης είναι η προβολή μέσω αφιερωμάτων και συνεντεύξεων των σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών, Ποιητών και Συγγραφέων, είτε έχουν εκδώσει κάποιο βιβλίο είτε όχι και η δημιουργία του τέταρτου τόμου της «Εγκυκλοπαίδειας των Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών», η οποία έχει συσταθεί σε μία ανεξάρτητη ιστοσελίδα με τη μορφή ηλεκτρονικών τόμων και την έκδοση δωρεάν e-book.
Στη σημερινή μας παρουσίαση στα πλαίσια της δράσης: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ», θα σας παρουσιάσουμε τον λογοτέχνη, Αστέρη Ν. Μαυρουδή, ο οποίος συμμετέχει στην «Εγκυκλοπαίδεια Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών» και απάντησε στις ερωτήσεις του Δημοσιογράφου, Λογοτέχνη και Εκδότη του Περιοδικού Κέφαλος, κ. Πλούταρχου Πάστρα, για το λογοτεχνικό του έργο, τα βιβλία και τη λογοτεχνία.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΑΣΤΕΡΗ Ν. ΜΑΥΡΟΥΔΗ
1. Αν έπρεπε να δώσετε έναν ορισμό για τη λογοτεχνία, ποιος θα ήταν αυτός;
Καλό είναι να ξεχωρίσουμε την λογοτεχνία από την γραμματεία που είναι γενικότερη έννοια και περιλαμβάνει το σύνολο των γραπτών κειμένων, ενώ η λογοτεχνία περιέχει μόνο κείμενα που έχουν λογοτεχνικότητα. Βέβαια είναι μεγάλη η κουβέντα για το τι είναι η λογοτεχνικότητα και πολλά έχουν ειπωθεί. Ποια η διαφορά λοιπόν ενός λογοτεχνικού έργου από ένα μη λογοτεχνικό; Ο Κάλερ τα λέει μια χαρά και συμφωνώ. Η διαφορά είναι η διαφορά που έχει ένα βήμα για περπάτημα και ένα χορευτικό βήμα, η ματιά σε ένα τοπίο και η ματιά στο ίδιο τοπίο μέσα από ένα φίλτρο με χρώμα. Είναι κάτι σαν τα ζιζάνια μέσα σε ένα χώρο που είναι σπαρμένο με στάρι.
2. Τι μπορεί να προσφέρει η λογοτεχνία στο σύγχρονο άνθρωπο;
Όλο και λιγότεροι διαβάζουν και περισσότεροι γράφουν. Κάποτε γνώρισα κάποιον «συγγραφέα» που δεν διάβαζε άκουσον άκουσον, για να μην επηρεαστεί. Ας δεχτούμε ότι οι διαβάζοντες είναι ψιλοψαγμένοι κι αυτούς η λογοτεχνία θα τους φωτίσει. Το επόμενο παραμύθι που θα εκδώσω είναι για το φως της γνώσης που έρχεται με το διάβασμα. Οι λοιποί που θα διαβάσουν αλλά δεν θα φωτιστούν, τουλάχιστον θα έχουν την αισθητική ευχαρίστηση. Μιλάω πάντα για την λογοτεχνία και όχι για κείμενα που μάθαμε να τα λέμε ευπώλυτα. Η ποίηση δε, μπορεί περισσότερα να κάνει γιατί ενώ φωτίζει, μπορεί να γίνει εύκολα τραγούδι και το κυριότερο μπορεί να γίνει σύνθημα για αγώνες.
3. Η ποίηση στις ημέρες μας δεν έχει τη θέση που κατείχε παλαιότερα. Για ποιο λόγο πιστεύετε πως συμβαίνει αυτό και πως θεωρείτε ότι θα είναι το μέλλον της;
Οι άπειρες συλλογές που «εύκολα» επί πληρωμή βγαίνουν πλημύρισαν την αγορά και τα αμφιβόλου αξίας ποιήματα μπέρδεψαν και απογοήτευσαν τον κόσμο. Ελπίζω να είναι μεταβατικό γιατί μέσα στον ορυμαγδό πράγματι ξεχωρίζουν ουράνιες φωνές και είμαι αισιόδοξος.
4. Και τώρα μία δύσκολη ερώτηση. Τι σημαίνει για σας ποίηση;
4. Και τώρα μία δύσκολη ερώτηση. Τι σημαίνει για σας ποίηση;
Θεωρώ ότι είναι το δυσκολότερο λογοτεχνικό είδος, γιατί είναι είδος με τεράστια πυκνότητα κι αυτό δημιουργεί μια μεγάλη πίεση και στον ποιητή αλλά και στον αναγνώστη. Τίποτα δεν πρέπει να περισσεύει, να υπάρχει σεβασμός στον χρόνο του αναγνώστη και όλα να δομηθούν με μια θεατρική «οικονομία». Δεν είμαι αντίθετος και στην αφηγηματική ποίηση, αλλά νομίζω ότι δεν είναι της παρούσης κοινωνικής πραγματικότητας.
5. Πότε ξεκινήσατε ν’ ασχολείστε με την τέχνη του λόγου και ποιος ήταν ο λόγος που σας παρότρυνε;
Ασχολήθηκα απ’ τα 17 μου, μα συγγραφέας έγινα στα 55, γιατί τότε μόνο έκανα έκδοση. Η άποψή μου είναι ότι συγγραφέα σε κάνει η έκδοση και όχι η συγγραφή που από μόνη της είναι ιστορικό αλλά όχι λογοτεχνικό γεγονός. Ας μην ξεχνάμε την περίπτωση του Γκαίτε και της ερωμένης του, η οποία του έγραφε γράμματα φλογερά σε στίχους και ο Γκαίτε τα έκανε βιβλίο. Η ερωμένη του ουδέποτε αναγνωρίστηκε ως συγγραφέας. Δεν γνωρίζω αν τελευταία η Γερμανική λογοτεχνία την αναγνώρισε, αφού βρήκαν οι ιστορικοί τα γράμματα και κατάλαβαν ότι η συλλογή ποιημάτων ανήκει σ’ αυτήν.
6. Γιατί γράφετε;
6. Γιατί γράφετε;
Μ αρέσει και αυτός ο τρόπος έκφρασης μαζί με το θέατρο και την μουσική.
7. Ποια είναι η πηγή της έμπνευσής σας;
Κάθε φορά είναι διαφορετική μα πάντα είναι μπλεγμένη με πάθια.
8. Με ποιο λογοτεχνικό είδος ασχολείστε περισσότερο;
Λατρεύω το διήγημα και θαρρώ πως κι αυτό μ’ αγαπάει, έχουμε επιλέξει ο ένας τον άλλον. Δεν έχω ικανότητα να γράψω ποίηση, καλά τα πάω με τους στίχους.
9. Μιλήστε μας για το λογοτεχνικό σας έργο.
Ο μεγαλύτερος όγκος των κειμένων μου δεν έχει εκδοθεί άρα δεν θα αναφερθώ σ’ αυτά. Είχα την λογοτεχνική επιμέλεια σε αρκετά βιβλία αλλά θεωρώ το κυριότερο είναι «κλειδιά ελευθερίας» που έκανα ενώ ήμουν ενάμιση χρόνο εθελοντικά υπεύθυνος στο 3ο ΣΔΕ Διαβατών και αφορούσε σε έγκλειστους μαθητές γυμνασίου. Κάποιες κριτικές αλλά και μελέτες στο έργο πολλών λογοτεχνών που είναι στα σχέδια άμεσης έκδοσης. Εξέδωσα «το διήγημα» χρηστική εισαγωγή ένα δοκίμιο αφιερωμένο στο λογοτεχνικό είδος, «η κλεψιά» συλλογή διηγημάτων, «η ατυχία» συλλογή διηγημάτων και σε λίγες μέρες βγαίνει «το φως της γνώσης» ένα λαϊκότροπο παραμύθι. Έτοιμο είναι επίσης το επόμενο εκτενές διήγημα με τίτλο «το πενθήμερον» το οποίο είναι μια ανθρωπολογική μελέτη υπό μορφή λογοτεχνικού έργου, ενδεχομένως πρωτοποριακό για τα ελληνικά δεδομένα.
10. Πείτε μας λίγα λόγια για το τελευταίο σας βιβλίο με τίτλο: «Η ευτυχία».
10. Πείτε μας λίγα λόγια για το τελευταίο σας βιβλίο με τίτλο: «Η ευτυχία».
Συλλογή διηγημάτων στα οποία αναδεικνύω την διαχρονική αδύναμη θέση της γυναίκας και παίζω με τις δομές εξουσιών. Είναι μια συλλογή από 21 θηλυκά διηγήματα.
11. Ποια είναι η αγαπημένη σας ώρα μέσα στην ημέρα που κάθεστε και γράφετε;
Αγαπημένη ώρα είναι η ώρα που έρχεται η έμπνευση. Μετά αρχίζει η δουλειά.
12. Πως είναι η ζωή ενός λογοτέχνη στα χρόνια της κρίσης;
Είναι οι φευγάτοι που φωλιάζουν σε μια γωνιά, οι φωνακλάδες που τρέχουν από παρουσίαση σε παρουσίαση, οι δημοσιογράφοι που έχουν τον χρόνο προβολής αλλά δεν τους έχει πει κανείς, πως αν θέλει κανείς να αφήσει ένα κλασικό λογοτεχνικό έργο πρέπει να επιβιώσει(το έργο) τουλάχιστον τρείς γενιές. Τι θα κάνουν όταν θα φύγουν απ’ την ζωή; ποιος θα τους διαφημίζει; Ή θα αφήσουν τα εγγόνια τους να μας βασανίζουν; Ανήκω στην πρώτη κατηγορία.
13. Πως θα χαρακτηρίζατε τη λογοτεχνική παραγωγή σήμερα;
Επί πληρωμή.
Θα θυμώσουν πολλοί που θα μείνουν απ’ έξω, δεν απαντώ.
19. Ποια είναι τ’ αγαπημένα σας βιβλία;
Επί πληρωμή.
14. Ποιο θεωρείτε πως είναι το μυστικό της επιτυχίας ενός Best Seller;
Η προβολή, το ευκολόπεπτο, και το μέγεθος…να είναι μυθιστόρημα.
15. Αν έπρεπε να επιλέξετε ανάμεσα στο έντυπο ή στο ηλεκτρονικό βιβλίο, εσείς ποιο θα επιλέγατε;
Δύσκολη η απάντηση. Είμαι ερωτευμένος με την μυρωδιά του βιβλίου μα δεν απορρίπτω το ηλεκτρονικό που θα μπει για τα καλά στην ζωή μας.
16. Ποια συμβουλή θα δίνατε σ’ ένα νέο λογοτέχνη;
Αν πρόκειται για γραφιά θα τού ‘λεγα χαμηλά η μπάλα, μακριά από εγωπάθειες, αυταρέσκειες, πομπώδεις εκφράσεις, επαναλήψεις, προσοχή στην χρήση των επιθέτων, όχι έκδοση στα γρήγορα, διάβασμα φωναχτά του έργου του γιατί θα βρεί πολλά να κόψει, να αφαιρέσει να ξανααφαιρέσει, να βάλει μουσική και ρυθμό σε όλα τα είδη, να προσθέσει εικόνες και αισθήσεις στις περιγραφές και…
17. Τώρα ας περάσουμε στην πλευρά του αναγνώστη. Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που διαβάσατε;Θα θυμώσουν πολλοί που θα μείνουν απ’ έξω, δεν απαντώ.
18. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
Παπαδιαμάντης, Βιζυηνός, Ντοστογιέφσκι, Ελίν Πελίν.
Αγαπημένο βιβλίο τα διηγήματα του Βιζυηνού, Η φόνισσα, Έγκλημα και τιμωρία.
20. Τελευταία ερώτηση. Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια στο χώρο της λογοτεχνίας;
Να μπορέσω να εκδώσω όσο γίνεται περισσότερα κείμενα ήδη γραμμένα και γιατί όχι, κάτι νέο εκτενές διήγημα ή όχι, αλλά μετά από λίγο καιρό ξαπόσταμα.
* * *
Ο ξουρισμένος
(του Αστέρη Ν. Μαυρουδή)
(του Αστέρη Ν. Μαυρουδή)
Είχαν μαζευτεί γύρω από το σοφρά. Οι γυναίκες ετοίμασαν όλα τα καλούδια. Είχαν μαγειρέψει χουνκιάρ μπεγιαντί* και για γλυκό θα τράταραν ταούκ οκσού*. Περίμεναν την υποψήφια. Αρραβώνας γίνονταν, μα ο Κωσταντίνος δεν ένοιωθα καλά. Αυτός ήταν ο γαμπρός. Κάτι δεν του καθόταν. Ήταν από πλούσια οικογένεια ο Κωσταντίνος. Βατουσαίοι με τ’ όνομα. Είχαν εργοστάσιο ελαιοτριβείο, σαπωνοποιείο, και συσκευαστήριο σύκων. Τα σύκα τα φευγάτιζαν στην Ευρώπη. Τα τυποποιούσαν και βουρ, Γερμάνια. Είχαν εργάτες και υπηρέτες. Όλοι Τούρκοι, μα τους είχαν κοντά τους. Μια οικογένεια ήταν. Δίπλα του ο Γιακουμής και ο Αλέκος. Τα αδέλφια του. Αυτός ήταν μικρότερος και τον είχαν αδυναμία. Τον συμπαραστέκονταν και του χαμογελούσαν πονηρά. Έλα Κωσταντίνε τυχερέ, λουλούδι παίρνεις του έλεγαν. Αυτός μειδιούσε μα ένας κόμπος ήταν στο λαιμό του και σφίξιμο στο στήθος που δεν έλεγε να φύγει. Κάτι δεν πήγαινε.
Ήρθε η νύφη. Ομορφιά απλώθηκε. Καλώς τους, καλώς τους είπε η μάνα του. Μπούϊρουμ μπούϊρουμ, καλώς ήλθατε, καθίστε, συμπλήρωσαν οι άλλοι. Εσύ συμπέθερε κάτσε εδώ δίπλα στον συμπέθερο, είπε η μάνα του Κώστα. Εσύ νύφη απέναντι από το γαμπρό.
Την είχε ξαναδεί. ‘Ηταν η ομορφότερη μέσα στο Αϊδίνη. Είχε ακούσει πως τάχατες ήταν γιαμπουκλού* κάποιου που την γέλασε κι έφυγε με πλοίο από τη Σμύρνη και δεν ξαναφάνηκε. Ψέματα θάταν. Να μη δουν όμορφη κοπέλα τη σούρνουν διάφορα. Μα αυτή ερχόταν εδώ με θέληση κι ήταν αγνή. Έτσι έλεγε. Τον Κώστα ήθελε για άνδρα και μόνον αυτόν. Έτσι ο Κώστας έκλεισε τ’ αυτιά του στα κουτσομπολιά και αποφάσισε. Θα την έκαμνε γυναίκα του. Και τώρα η ομορφιά καθόταν μπροστά του, αδύναμη, απροστάτευτη έτοιμη να γίνει δικιά του.
Πέρασε δίπλα του μοσχομύρισε. Είχε άσπρη επιδερμίδα. Αρχόντισσα. Τα χέρια της τρυφερά σα μωρουδίστικο κωλαράκι. Ο Κώστας αναστατώθηκε. Τα βλέμματα διασταυρώθηκαν κι η νύφη τα χαμήλωσε. Πονηρούλα, σκέφτηκε ο γαμπρός. Κάθισαν στο τραπέζι και ο πάτερ φαμίλιας έκανε μια ευχή. Καλορίζικοι, να ζήσετε σα τα ψηλά βουνά και να καρπίσετε σα τους κάμπους. Ο πατέρας του ήταν ο Βατούσης. Βατούσης με τ’ όνομα, εργοστασιάρχης τρανός. Να μας ζήσουν, να μας ζήσουν συμπέθερε, είπαν οι γονιοί της νύφης. Το τραγούδι, το τραγούδι. Ναι ναι το τραγούδι φώναξε ο Γιακουμής και ο Αλέκος.
Ήταν συνήθιο σε κάθε αρραβώνα η νύφη να λέει ένα τραγούδι. Σήκωσαν τα ποτήρια και είπαν. Ν’ ακούσουμε τη νύφη. Ν’ ακούσουμε τη νύφη. Η νύφη κοίταξε τον Κώστα. Πες είπε ο Κώστας. Θα πω είπε η νύφη.
«Η πρώτη αγάπη δεν ξεχνιέται
Κι αν ξεχαστεί δε λησμονιέται»
Και ξανά και ξανά. «Η πρώτη αγάπη δεν ξεχνιέται…».
Ο Κώστας σφίχτηκε. Θυμήθηκε το πάθημά της. Με τον νέο που την παράτησε. Τ’ αυτιά του άρχισαν να βουίζουν. Δεν άκουγε τίποτα. Έβλεπε φιγούρες και σκιές μπροστά του. Η νύφη τραγουδάει το πόνο της σκέφτηκε. Ήταν θολά τριγύρω. Έβλεπε μόνο ανθρώπους να κινούνται. Κινήσεις μόνο, σκιές και βουητό, σα βωβή ταινία. Σηκώθηκε απότομα. Βγήκε με μια δρασκελιά στο κατώι, άρπαξε το ποδήλατο και εξαφανίστηκε. Ήταν ο μόνος στη γειτονιά που είχε ποδήλατο.
Τον ψάχναν για ώρες, μα ο αρραβώνας διαλύθηκε. Από τότε του φέρναν νύφες, μα καμιά δε τη δέχτηκε για γυναίκα του. Όλες ίδιες είναι έλεγε όλες ίδιες. Έτσι έμεινε απάντρευτος.
Από το Αιδίνι έφυγε διωγμένος το εικοσιδυό απ τους Τούρκους και στέριωσε στη Σουρωτή. Μαζί του κουβάλησε τρία μπαούλα με λογιστικά βιβλία και σφραγίδες. Όλα από τα εργοστάσια που άφησε στο Αϊδίνι. Θα γυρίσουμε και θα μας χρειαστούν έλεγε. Στη Σουρωτή αμπέλια έκανε. Σαράντα στρέμματα χωράφια με εργάτες. Μη πατάτε τη ρόγα έλεγε στους εργάτες απ’ αυτήν θα πάρουμε μια σταγόνα τσίπουρο. Φορούσε κοστούμι, χειμώνα καλοκαίρι. Και ένα καβουράκι. Είχε κάνει και δήμαρχος στ Αϊδίνι.
Είχε φωνή ο Κωσταντίνος. Όταν μερακλώνονταν φώναζε τον μπάρμπα Αστέρη τον ουτιέρη για να τραγουδήσουν μαζί. Αυτός ήταν από Μακεδονία μα μεγάλωσε με ούτια. Έλα τσαλκιτζή να με παίξεις Τσακιτζή έλεγε και γελούσε καλόκαρδα. Τσαλκιτζή έλεγαν τον οργανοπαίχτη στο Αϊδίνι.
Ούτε στη Σουρωτή παντρεύτηκε. Όλες ίδιες, όλες ίδιες, έλεγε και ξανάλεγε. Έμενε μόνος στο σπίτι. Συνήθεια είχε να ξουρίζεται κάθε μέρα. Μα τότε ήταν συνήθεια να έχουν όλοι μουστάκι ή γένια. Αυτός, καθημερινά ξουρίζονταν και φαίνονταν τανυσμένο το πετσί του. Έτσι τον βγάλαν παρατσούκλι «ο ξουρισμένος».
Ο ξουρισμένος ήταν κιόλας ογδόντα χρονών. Τάκατα τούκατα τάκατα τούκατα, έσερνε τα βήματα του στο ξύλινο πάτωμα. Τάκατα τούκατα τάκατα τούκατα και κάτι έλεγε, μα δεν ξεχώριζα. Άνοιξα τη ξύλινη πόρτα. Ήταν όρθιος πάνω από το μαγκάλι*. Είχε αναμμένο το τζάκι. Πήρε με τη τσιμπίδα κάρβουνα και τά ‘βαλε στο μαγκάλι. Τα ανακάτευε με τη τσιμπίδα. Γυρνούσε γύρω γύρω από το μαγκάλι και μπερδεμένα λόγια ακούγονταν. Θέλω να παντρευτώ, θέλω να παντρευτώ, θέλω να παντρευτώ, τώρα θα παντρευτώ, τώρα θα παντρευτώ, τώρα θα παντρευτώ, θα παντρευτώ, θα παντρευτώ, θα παντρευτώ. Και όλο γυρνούσε γύρω από το μαγκάλι. Τώρα στα ογδόντα σκατά θα παντρευτείς του είπα.
Ο ξουρισμένος έπαιρνε τις τελευταίες ανάσες του. Το πρωί τον βρήκαν τεντωμένο και απάντρευτο.
* χουνκιάρ μπεγιαντί: μοσχάρι κοκκινιστό με πουρέ μελιτζάνας
*ταούκ οκσού: καζάν ντεπί (γλυκό), αλλά με ίνες λειωμένου κοτόπουλου
*γιαμπουκλού: φιλενάδα
* μαγκάλι: σκεύος στο οποίο τοποθετούσαν κάρβουνα για να ζεσταθεί καλύτερα το δωμάτιο. Ευθύνεται για θανάτους λόγω αναθυμιάσεων.
Άζυμη* καλαμποκίσια πίττα
(του Αστέρη Ν. Μαυρουδή)
Άλλο προστάτη δεν είχαμε στην οικογένεια. Ήμουν ο μεγαλύτερος, σχεδόν δεκαπέντε. Ο πατέρας μου ο Στέλιος στο βουνό αντάρτης. Δεν άντεχε την Ιταλική μπότα. «Θα τους στείλω σπίτι τους» έλεγε και βγήκε στο βουνό.
Η επιχείρηση «Μαρίτα»* είχε τελειώσει. Ο κατοχικός στρατός δεν άφησε τίποτα
στα σπίτια μας. Μπήκαν στην Ελλάδα και τη μοίρασαν. Εμείς είχαμε Ιταλούς στο κεφάλι μας. Άλλοι καλοί, άλλοι χειρότεροι. Αργότερα έμαθα πως ένας λοχαγός απ’ αυτούς κάποιος Παμπολίνι* είχε πάει με τους εαμίτες. Τι τα θες. «Να σε κάψω Γιάννη μ’, να σ’ αλείψω λάδι».
Οκτώβρης 43. Άγριες εποχές. Δεν ήξερες από ποιον να φυλαχτείς. Όλοι κυνηγούσαν όλους.
Η μάνα μου η κυρά Αγγελική γύρω στα σαράντα. Τη βοηθούσα όσο μπορούσα.
Σχολείο πήγα μέχρι την τρίτη δημοτικού.
Είχαμε ένα κομματάκι ελιές, κοτέτσι, ένα μικρό μπαχτσέ με λίγες καλαμποκιές μια
κατσίκα και τον γαϊδαράκo τον Εδμόνδο. Είχα και αδελφό Εδμόνδο. Αυτός τον φώναζε έτσι.
Να δείτε τo σάστισμά του όταν είδε την κοιλιά του Εδμόνδου να φουσκώνει για να γεννήσει. Γιατί ο Εδμόνδος ήταν γαϊδουρίτσα.
Περνούσαμε δύσκολα. Επτά αδέλφια, επτά στόματα. Η λόρδα έπεφτε σύννεφο. Το φαί στο τραπέζι ήταν βάσανο. Πιο πολύ για τη μάνα μας και λιγότερο για μένα. Είχαμε μαζέψει τα καλαμπόκια, τα δέσαμε ξευγάρια και τα κρεμάσαμε να στεγνώσουν. Τα ξεσπυριάσαμε και πήγαμε με τον Εδμόνδο τη σοδειά στο νερόμυλο, δυο ώρες από το σπίτι μας. Το χωριό μας, πενήντα νοματαίοι όλοι κι όλοι, είχε νερόμυλο. Ο μπαρμπα Γρηγόρης ο Πιπεράς με χαιρέτισε. «Αμ πού θα το βάλουμε αυτό βρε παιδάκι μου, αυτό θα το φάει η πέτρα». Όλο κι όλο ήτανε μια οκά και διακόσια δράμια. Το έβαλε και οι μυλόπετρες ντάπα ντούπου, ντάπα ντούπου το άλεσαν. Σήκωσε την πάνω μυλόπετρα και σκούπισε το αλεύρι που είχε κατακάτσει. Το βράδυ θα τρώγαμε καλαμποκίσια πίττα. Δεν είχαμε ούτε μαγιά να κάνουμε μπομπότα. Θα το τρώγαμε άζυμο. Όμως θα είχαμε να φάμε.
Μαζευτήκαμε γύρω από το τραπέζι, Ήταν ενθύμιο του παππού, μαραγκός ήταν.
Πάτωμα το χώμα και αταβάνωτος ένας χώρος. Στην άκρη ανάβαμε φωτιά. Τζάκια και τέτοια δεν είχαμε. Ο καπνός έφευγε από τις τρύπες στο ταβάνι. Διασκεδάζαμε με την κάπνα.
Μάζεψα ξερόκλαδα και άναψα τη φωτιά. Έφερα και φύλλα κουτσουπιάς, έτσι την έλεγε ο παππούς, δένδρο του Ιούδα ο μπαμπάς. Για μας ήταν ένα δένδρο με μεγάλα φύλλα.
Παίρναμε τα φύλλα για να ψήνουμε πάνω τους ψωμί ή πίττες, όταν είχαμε. Η μάνα μου ανακάτεψε το αλεύρι με νερό. Άπλωσε τα φύλλα πάνω στα κάρβουνα και πάνω έβαλε τη πίττα. Σε λίγο θα τρώγαμε. Επτά στόματα και η μάνα μας οκτώ. Ο μπαμπάς μας στο βουνό αλλά πού καιρός για τέτοιες σκέψεις. Η πίττα άρχισε να ροδίζει. Άρχισε το σπρωξίδι στο τραπέζι. Έπρεπε να πάρουμε την καλύτερη μεριά. Η μάνα μας το σκούπισε, έπιασε με ένα παλιό ύφασμα τη πίττα και την έριξε πάνω.
Έπειτα ησυχία. Κάποιος χτυπούσε τη πόρτα. Ήταν σιγανό το χτύπημα. Σκεφτήκαμε ότι δεν ήταν Γερμανοί. Μα γιατί όμως δεν έμπαιναν μέσα; Όλοι στο χωριό ήξεραν ότι όλες οι πόρτες ήταν ανοιχτές χωρίς ασφάλεια. Πάγωμα και σαστιμάρα στην ανοιχτή εξώπορτα. Η λάμπα πετρελαίου δεν έδινε αρκετό φως. Η σκιά ενός στρατιώτη σχηματίστηκε. “Un po’ di pane”* είπε σιγανά. Μείναμε ακίνητοι. Έσκυψε το κεφάλι. Η πόρτα έκλεισε. Ακούσαμε τα βήματά του στο καλντερίμι.
Κανένας δεν άπλωσε το χέρι στην πίττα. «Δεν μου κατεβαίνει μπουκιά» είπε η μάνα μου, «τρέξτε να τον προλάβετε». Βγήκα και έψαξα παντού. Είχε εξαφανιστεί. Σαν να τον κατάπιε η γης.
Η άζυμη πίττα έμεινε για λίγο, μετά τα παιδιά όρμησαν.
* Άζυμη: χωρίς προζύμι
* «Μαρίτα»: επιχείρηση με την οποία οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Ελλάδα
* Παμπολίνι: ο λοχαγός Κορέλι, ο γνωστός με το μαντολίνο
* “Un po’ di pane”: λίγο ψωμί
Η επιστροφή
(του Αστέρη Ν. Μαυρουδή)
Περίμενα να πάει πέντε. Τότε θα την επισκεπτόμουν. Τα ωράρια βλέπεις. Καιρό τώρα το είχα στο μυαλό μου. Και χτες την είδα στον ύπνο μου. Με γιρλάντες λουλούδια στα μαλλιά. Ζωγραφιά η θλίψη στο πρόσωπο.
Έλα , έλα Γιώργο σε χρειάζομαι.
Όλη αυτή τη φιλολογία ότι από μένα κατάντησε εκεί, δεν την πίστευα.
Ήμουν στην Ελλάδα για το Πάσχα. Ήταν ευκαιρία να την δω. Το φρενοκομείο ήταν έξω από την πόλη. Ξύπνησα με σφίξιμο στο στήθος μα και τώρα δεν ήμουν καλά. Να σηκωθώ να φύγω; Με κρατάει η θλίψη της δεμένο. Την είχα δει στην φωτογραφία που μου έστειλε.
Δεν έπρεπε να ‘ρθω. Τότε τι με οδήγησε εδώ ; Δυνάμεις μέσα μας; Το δίχτυ; η μοίρα; Ti σχέση έχω εγώ μ’ αυτά; Να φύγω; Ανήμπορος στέκομαι στην πόρτα.
Έχετε κάτι κύριε; Με ρώτησε η νοσοκόμα.
Ποιος ξέρει πόση ώρα στεκόμουν εκεί. Ούτε μπρος, ούτε πίσω. Αποφάσισα. Δεν ήμουν καλά μα προχώρησα.
Ήταν εκεί. Κοιτούσε στο κενό.
Ήρθες; Ψιθύρισε.
Ναι είπα;
Άρχισε να τραγουδά.
«Εσείς βουνά μου πράσινα, βουνά μου χιονισμένα
Μην είδατε τον αρνητή, τον ψεύτη της αγάπης
Που με φιλούσε κι έλεγε ποτέ δε μ’ απαρνιέται»
Δεν γύρισε να με δει.
Ποιος είσαι; μου είπε.
Ο Γιώργος κι ήρθα να σε δω της είπα.
Θεέ μου γιατί ήρθα. Κρακ έκανε η καρδιά μου.
Άργησες μου είπε. Άργησες.
Ναι ναι άργησα. Μα ήρθα.
Γύρισε. Με κοίταξε από τα πόδια ως το κεφάλι.
Δεν είσαι εσύ. Τι κρίμα; Εγώ περίμενα το Γιωργή μου.
Θά ‘ρθει κι ο Γιωργής, της είπα. Έχει δουλειά. Την βρήκα τη δικαιολογία.
Εσύ πως τα πας;
Γράφω μου είπε. Γράφω ποίηση.
Κάθε φορά που υπάρχει Ιθάκη, μετρώ τους χαμένους συντρόφους μου.
Ιθάκη σε μισώ.
Αχ ξεχασμένο μου πουλί λαλήστατο αηδόνι
βαριά μου σκίζεις τη καρδιά και πίνω το αφιόνι.
Δεν μπορώ χωρίς ποίηση, θα τρελαθώ. Χωρίς ποίηση αλλάζουν όλα. Κι ο ρυθμός της ζωής μου.
Ναι ναι όλα άλλαξαν. Κι ο ρυθμός της ζωής μας.
Γιατί δεν ήρθε να με δει; Που είναι ο Γιωργής μου; τον περιμένω από χτες.
Οι λέξεις με τρυπούσαν την καρδιά. Ναι ναι από χτες.
Το χτες ήταν κιόλας σαράντα πέντε χρόνια. Ήταν δεν ήταν δεκαεπτά κι εγώ εικοσιδυό. Τέλειωνα τη φιλοσοφική κι αυτή το εξατάξιο γυμνάσιο. Κόβαμε βόλτες στην πλατεία του χωριού. Είχα πάει γιατί ήταν πανηγύρι της Παναγιάς. Εκεί την είδα. Κάρφωσα το βλέμμα μου. Κι αυτή ταράχτηκε. Τη ρώτησα πως σε λένε; Αννούλα μου είπε και χαμήλωσε το βλέμμα. Άγγιξα τη καρδιά της και το βράδυ τα χείλη της και το σώμα της.
Έφυγα για μάστερ στο Μονπελιέ. Με κράτησαν εκεί και έγινα καθηγητής. Με την Αννούλα μείναμε στα γράμματα και στις υποσχέσεις. Μού ‘γραψε ότι ήταν έγκυος, ότι έκανε το γιο μας και τον έβγαλε Γιωργή. Τι κάνει μια γυναίκα για να κερδίσει έναν άνδρα σκέφτηκα. Κοίταξα το μέλλον μου και δεν γύρισα. Μα το παρελθόν με είχε δεμένο κι ήρθα να την δω.
Και τώρα, στεκόμουν μπροστά στην Αννούλα που ποτέ δεν γνώρισα.
Θάρθει κι ο Γιωργής μούπε.
Ναι ναι θάρθει της είπα.
Που να καταλάβει ότι το Γιωργή που αγάπησε τον είχε μπροστά της;
Περάστε γιατρέ είπε η νοσοκόμα.
Ένας νέος γιατρός μπήκε στο θάλαμο.
Γιωργή μου ήρθες; είπε η Αννούλα.
Μάνα μου μανούλα ήρθα, είπε ο γιατρός, ο κύριος, ποιος είναι;
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΣΤΕΡΗ Ν. ΜΑΥΡΟΥΔΗ
Ο Μαυρουδής N. Αστέρης γεννήθηκε το 1954 στη Θεσσαλονίκη, μεγάλωσε στο Αδάμ και μένει στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης. Έκανε σπουδές στη δραματική σχολή θεάτρου στο Μακεδονικό ωδείο Θεσσαλονίκης, στο τμήμα του «Ελληνικού πολιτισμού» του ΕΑΠ, στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα του Παιδαγωγικού πανεπιστημίου της Φλώρινας «δημιουργική γραφή» και στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα «ιστορία, ανθρωπολογία και πολιτισμός στην Α. και ΝΑ Ευρώπη», στο πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Διετέλεσε υπεύθυνος σε εθελοντική δράση διδασκαλίας, στο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας, στις φυλακές Διαβατών και έκανε την λογοτεχνική επιμέλεια στο βιβλίο «κλειδιά ελευθερίας», που εκδόθηκε από τον «Ενδυμίον» με έργα των εγκλείστων. Έκανε δυο συνδημοσιεύσεις σε διεθνή συνέδρια με θέμα «η αναγνωστική πρακτική, στην δημιουργική γραφή» και «εγκλεισμός και γραφή». Ασχολείται με την παραδοσιακή μουσική, παίζει ούτι και τραγουδάει παραδοσιακά. Έχει δημοσιεύσει στα περιοδικά «Πόρφυρας», Θεύθ», «άποψη», «επαξικά», «Θράκα», «παρέμβαση» και έχει εκδώσει τα βιβλία: «Η κλεψιά», (εκδόσεις Θερμαϊκός, 2014), «η κλεψιά» (Εκδόσεις κεντρί, 2016)«το διήγημα, χρηστική εισαγωγή» (εκδόσεις Ενδυμίων, 2014) και την «ατυχία» (εκδόσεις Κέδρος2017). Έχει επίσης μια συμμετοχή σε συλλογικό έργο (2018) πόνημα εκ του Πανελλήνιου λογοτεχνικού διαγωνισμού ποίησης και διηγήματος "Δημήτριος Βικέλας: Πρώτες γραφές, Δήμος Βέροιας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!