Ο «ΚΕΦΑΛΟΣ - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς» έχει ξεκινήση μία νέα δράση με τίτλο: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ» (ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ 4ο ΤΟΜΟ γίνονται δεκτές έως τις 31/12/2020 - ΥΠΟΒΟΛΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ: ΕΔΩ) και προσκαλεί όλους τους Λογοτέχνες, Ποιητές και Συγγραφείς να συμμετάσχουν σ' αυτήν. Σκοπός της εν λόγω δράσης είναι η προβολή μέσω αφιερωμάτων και συνεντεύξεων των σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών, Ποιητών και Συγγραφέων, είτε έχουν εκδώσει κάποιο βιβλίο είτε όχι και η δημιουργία του τέταρτου τόμου της «Εγκυκλοπαίδειας των Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών», η οποία έχει συσταθεί σε μία ανεξάρτητη ιστοσελίδα με τη μορφή ηλεκτρονικών τόμων και την έκδοση δωρεάν e-book.
Στη σημερινή μας παρουσίαση στα πλαίσια της δράσης: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ», θα σας παρουσιάσουμε τον λογοτέχνη, Κώστα Λίχνο, ο οποίος συμμετέχει στην «Εγκυκλοπαίδεια Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών» και απάντησε στις ερωτήσεις του Δημοσιογράφου, Λογοτέχνη και Εκδότη του Περιοδικού Κέφαλος, κ. Πλούταρχου Πάστρα, για το λογοτεχνικό του έργο, τα βιβλία και τη λογοτεχνία.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΛIΧΝΟ
1. Αν έπρεπε να δώσετε έναν ορισμό για τη λογοτεχνία, ποιος θα ήταν αυτός;
Προσπαθώντας να ορίσουμε την τέχνη διατρέχουμε τον κίνδυνο να οδηγηθούμε σε παραπειστικές υπεραπλουστεύσεις ή ακόμη χειρότερα σε μεταφυσικές αοριστολογίες. Γιατί η τέχνη, αν και αποτελεί εξαιρετικά πολυσύνθετη μορφή της ανθρωπινής δραστηριότητας, στην ουσία της δεν διακρίνεται ριζικά από την συνολική ανθρώπινη προσπάθεια για γνώση, χειραφέτηση και ευημερία. Ο σκοπός της είναι πρακτικός, να παρέμβει στα μυαλά των ανθρώπων και κατ' επέκταση στην κοινωνία. Nα γίνει εγχειρίδιο ζωής για όσους εγκύπτουν στο φαινόμενο της υπάρξεως. Να παρεμβαίνει στην πραγματικότητα σκοπώντας να να επηρεάσει την πορεία του κοινωνικού μετασχηματισμού. Ο έντεχνος λόγος ειδικά, ασκεί σημαντικότατη επιρροή στη συνείδηση των ανθρώπων και άρα γίνεται δύναμη ανάπλασης του ανθρώπου, της γλώσσας και του κόσμου. Γίνεται καθρέφτης για ενδοσκόπηση και μεγεθυντικός φακός για το ξεψάχνισμα της ζωής. Προσεγγίζοντας το ερώτημα αποφατικά, θα λέγαμε πως η λογοτεχνία σίγουρα δεν αποτελεί καταφύγιο, μέσο απόδρασης από την καθημερινότητα, βάλσαμο απέναντι στις αντιξοότητες της ζωής κι ούτε επιτρέπεται να εκπέσει στην κατηγορία των καταπραϋντικών. Είναι το ζωογόνο νάμα το οποίο δροσίζει τις διψαλέες αγωνίες που ταλανίζουν το νου μας, πυροδοτώντας όμως διαρκώς την δίψα μας για ολοένα και πληρέστερη κατανόηση μα και συνειδητή μεταλλαγή των συνθηκών της ζωής μας.
2. Τι μπορεί να προσφέρει η λογοτεχνία στο σύγχρονο άνθρωπο;
H λογοτεχνία προσφέρει έμμεση εμπειρία εφάμιλλη της άμεσης, συχνά μάλιστα πιο πλούσια από την στενή βιωματική εμπειρία. Πλαταίνει τους ορίζοντες του μυαλού και καλλιεργεί την κριτική σκέψη. Αποτελεί στοχασμό πάνω στην ιστορία, στις ατομικές και συλλογικές μνήμες. Η λογοτεχνία είναι ο πλακούς της γλώσσας και η γλώσσα η ραχοκοκαλιά της σκέψης. Η διαδικασία της ανάγνωσης ευνοεί την ενδοσκόπηση, την ανάλυση της κοινωνικής πραγματικότητας και την ενεργητική επανασύνδεση του ατόμου με τη συλλογικότητα που το περιβάλλει. Ταξίδι γνώσης, αυτογνωσίας και μετουσίωσης είναι η λογοτεχνία. Ο μίτος της Αριάδνης που θα μας οδηγήσει έξω από το δαιδαλώδη λαβύρινθο των παγερών ερωτημάτων, στο τόπο της μεγαλύτερης δυνατής αυτεπίγνωσης και χειραφεσίας.
3. Η ποίηση στις ημέρες μας δεν έχει τη θέση που κατείχε παλαιότερα. Για ποιο λόγο πιστεύετε πως συμβαίνει αυτό και πως θεωρείτε ότι θα είναι το μέλλον της;
Φαίνεται πως στην εποχή μας, αυτή των ξέφρενων τεχνολογικών επιτευγμάτων και των καταιγιστικών εικόνων που ζαλίζουν τον αμφιβληστροειδή και μουδιάζουν τη συνείδηση, ο άνθρωπος μένει εμβρόντητος ενώπιον ενός αντιφατικού, δυσαρμονικού και παράλογου κόσμου όπου η λογοτεχνία και ο ποιητικός λόγος παροπλίζονται - αν και θα μπορούσαν να συνεισφέρουν τα μέγιστα στην επανασύνδεση του ανθρώπου με τον εαυτό του, τους άλλους και τη ζωή γενικότερα.
Τις τελευταίες δεκαετίες πράγματι ο έμμετρος λόγος παραγκωνίστηκε ελαφρώς σε σχέση με το παρελθόν, την πρωτοκαθεδρία την πήρε πρόσκαιρα ο πεζός λόγος μα γρήγορα παρέδωσε κι αυτός τα σκήπτρα του στην εικόνα. Η ποίηση όμως εξακολουθεί και θα εξακολουθεί να έχει απήχηση. Ο τεράστιος αριθμός ιστολογιών και ηλεκτρονικών περιοδικών για την ποίηση και την πεζογραφία στο διαδίκτυο αποκαλύπτουν το ενεργό ενδιαφέρον των ανθρώπων για τη λογοτεχνία.
Η ποίηση και η λογοτεχνία γενικότερα δεν έπαψαν ποτέ να κατέχουν εξέχουσα θέση στις ζωές μας, παρόλο που σε μεγάλο βαθμό διαβρώθηκαν από την εμπορευματοποίηση τους. Υπό την όλο και αυξανόμενη κυριαρχία του εμπορευματικού ήθους όμως, οι τέχνες αντικρίζονται μέσα από το πρίσμα της βιομηχανίας του θεάματος και αξιολογούνται με αμιγώς εμπορικά κριτήρια. Οι σύγχρονοι λογοτέχνες οφείλουν να μην σταθούν απλοί παρατηρητές των εξελίξεων αλλά να αντιπαλέψουν με πείσμα την εμπορευματοποίηση του πολιτισμού ώστε η λογοτεχνία να ξαναβρεί την θέση που κατείχε παλιότερα και να ανταποκριθεί στο σύγχρονο κοινωνικό της ρόλο.
Τις τελευταίες δεκαετίες πράγματι ο έμμετρος λόγος παραγκωνίστηκε ελαφρώς σε σχέση με το παρελθόν, την πρωτοκαθεδρία την πήρε πρόσκαιρα ο πεζός λόγος μα γρήγορα παρέδωσε κι αυτός τα σκήπτρα του στην εικόνα. Η ποίηση όμως εξακολουθεί και θα εξακολουθεί να έχει απήχηση. Ο τεράστιος αριθμός ιστολογιών και ηλεκτρονικών περιοδικών για την ποίηση και την πεζογραφία στο διαδίκτυο αποκαλύπτουν το ενεργό ενδιαφέρον των ανθρώπων για τη λογοτεχνία.
Η ποίηση και η λογοτεχνία γενικότερα δεν έπαψαν ποτέ να κατέχουν εξέχουσα θέση στις ζωές μας, παρόλο που σε μεγάλο βαθμό διαβρώθηκαν από την εμπορευματοποίηση τους. Υπό την όλο και αυξανόμενη κυριαρχία του εμπορευματικού ήθους όμως, οι τέχνες αντικρίζονται μέσα από το πρίσμα της βιομηχανίας του θεάματος και αξιολογούνται με αμιγώς εμπορικά κριτήρια. Οι σύγχρονοι λογοτέχνες οφείλουν να μην σταθούν απλοί παρατηρητές των εξελίξεων αλλά να αντιπαλέψουν με πείσμα την εμπορευματοποίηση του πολιτισμού ώστε η λογοτεχνία να ξαναβρεί την θέση που κατείχε παλιότερα και να ανταποκριθεί στο σύγχρονο κοινωνικό της ρόλο.
4. Πότε ξεκινήσατε ν’ ασχολείστε με την τέχνη του λόγου και ποιος ήταν ο λόγος που σας παρότρυνε;
Αποδύθηκα στην περιπέτεια της συγγραφής από μικρή ηλικία. Διαπίστωσα πως είναι μια διαδικασία σύμφυτη με την ανάγνωση, φυσική εξέλιξη της μελέτης. Βασικός λόγος που με παρότρυνε ήταν η ανάγκη για κατανόηση του εαυτού μου και του κόσμου γύρω μου. Η πρώτη ώση προς την συγγραφή έρχεται πάντα από τα προσωπικά βιώματα, αυτά που μας σημαδεύουν και καλούμαστε διαρκώς να τα επανεξετάζουμε. Τα ερεθίσματα που οπλίζουν τις πένες μας βρίσκονται παντού, ένα ερευνητικό μυαλό μπορεί να αντλεί έμπνευση από κάθε έκφανση της καθημερινής ζωής. Ίσως όμως σήμερα να είναι λιγάκι πιο ασφυκτικές οι καταστάσεις που καλείται να αποκωδικοποιήσει ο λογοτέχνης και εξαιρετικά καθηλωτικές οι τάσεις παραίτησης και δυσελπιστίας που πρέπει να υπερκεράσει ώστε να νοηματοδοτήσει το έργο του και να βρει το θάρρος να το παρουσιάσει στη κοινωνία.
5. Γιατί γράφετε;
Γράφουμε γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά και μόνο τότε αξίζει να γράφουμε. Γράφω, γιατί είναι ο τρόπος μου να αποκωδικοποιώ την πραγματικότητά μου, να οργανώνω τη σκέψη μου και να επικοινωνώ. Γράφω για να αντιδράσω ετεροχρονισμένα, μεθοδευμένα και με σκοπιμότητα, απέναντι στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος μου και τις εσωτερικές διεργασίες που προκαλούν. Για να εμπλουτίσω την ατομική μου δράση μέσα στο κόσμο, να την συμπληρώσω και να της προσδώσω καλλιτεχνική υπόσταση.
6. Ποια είναι η πηγή της έμπνευσής σας;
Πηγή έμπνευσης είναι πάντοτε η ίδια η ζωή, στο βαθμό που αντέχει κανείς να την βιώνει. Στο βαθμό που δύναται κανείς να την κατανοήσει και να αλληλεπιδρά με τα καθημερινά περιστατικά που εξελίσσονται γύρω του σε εγγύτητα αλλά και σε απόσταση - μα κατορθώνουν να μας επηρεάζουν. Πηγή έμπνευσης είναι οι φίλοι μου, οι συγγενείς, οι σκέψεις που μου γεννά η θέαση του κόσμου, οι φευγαλέες εντυπώσεις της στιγμής.
7. Με ποιο λογοτεχνικό είδος ασχολείστε περισσότερο;
Τα τελευταία χρόνια ασχολούμαι κυρίως με το Διήγημα, το Δοκίμιο και την Νουβέλα. Ωστόσο, συχνά πειραματίζομαι και δοκιμάζομαι εκφραστικά και σε άλλα είδη – όπως π.χ. το μυθιστόρημα και το παραμύθι.
8. Μιλήστε μας για το λογοτεχνικό σας έργο.
Μέσα από τα διηγήματα μου, εστιάζω στον άνθρωπο καθώς πασχίζει να προσδιορίσει τη θέση και το ρόλο του μέσα στην κοινωνική δομή που είναι ενταγμένος. Επιδιώκω να ψυχογραφώ τους ήρωες μου οριοθετημένους μέσα στα υλικές συνθήκες που τους σμιλεύουν. Να αναδεικνύω τα προβλήματα που τους απασχολούν, προβλήματα καθολικά, απότοκα της οικονομικής δομής της σύγχρονης κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας που όμως εκδηλώνονται πολύπλευρα και αποκτούν σχετικά ιδιότυπη υπόσταση μέσα στις ξεχωριστές κοινωνικές υπάρξεις. Πέρσι και φέτος έργα μου διακρίθηκαν μέχρι στιγμής σε 6 πανελλαδικούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς στην κατηγορία του Διηγήματος και του Δοκιμίου. Το διήγημα μου “Οι πορτοκαλιές”, που απέσπασε πέρσι δυο βραβεία, εκδόθηκε πρόσφατα από τον εκδοτικό οίκο Σύγχρονη εποχή ενώ αναμένεται μέχρι το τέλος του χρόνου και η έκδοση (και δημοσίευση σε λογοτεχνικά περιοδικά) μερικών ακόμη έργων μου.
9. Ποια είναι η αγαπημένη σας ώρα μέσα στην ημέρα που κάθεστε και γράφετε;
Δεν έχω μια αυστηρά καθορισμένη ώρα γραψίματος. Συχνά η ανάγκη με επισκέπτεται αναπάντεχα, αν και παράλληλα την καλλιεργώ συστηματικά μελετώντας καθημερινά. Συνήθως όμως εξαναγκάζομαι να γράψω το μεσημέρι που βρίσκομαι σε υπερδιέγερση ώστε να αποφύγω την βραδινή νοητική συμφόρηση.
10. Πως είναι η ζωή ενός λογοτέχνη στα χρόνια της κρίσης;
Όπως σε κάθε εποχή, ο λογοτέχνης οφείλει να στοχάζεται, να αγωνιά και να καταπιάνεται με τα μείζονα ζητήματα του καιρού του. Αυτό που αποκαλούμε Οικονομική Κρίση άλλωστε, δεν αποτελεί κάποια διακριτή εποχή, ούτε κάποια αναπάντεχη δυστυχία που ενέσκηψε λόγο ατυχίας ή κακής πολιτικής διαχείρισης. Δεν είναι μια ανωμαλία, μια παρέκκλιση από την κανονικότητα την οποία καλούμαστε να υπομείνουμε έως ότου να περάσει. Η καπιταλιστική ανάπτυξη μονάχα ισορροπημένη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, αντίθετα είναι τρικυμιώδης και ασύμμετρη. Η “κρίση” είναι προϊόν την τυπικής λειτουργιάς της οικονομίας και όποιες προσδοκίες για επιστροφή σε κάποια Μπελ Επόκ είναι ανεδαφικές. Θα έπρεπε να αξιολογούμε συνολικά το σημερινό οικονομικό μοντέλο, πριν, μέσα και ύστερα από τις αλλεπάλληλες κρίσεις που το μαστίζουν.
11. Πως θα χαρακτηρίζατε τη λογοτεχνική παραγωγή σήμερα;
Παρουσιάζεται σήμερα μια σημαντική αύξηση του αριθμού των συγγραφέων, παράλληλη αύξηση των περιστασιακών αναγνωστών (αυτών που διαβάζοντας λιγότερα από δέκα βιβλία το χρόνο) και ταυτόχρονα παρατηρείται στροφή προς το ανάλαφρο ανάγνωσμα που συνδυάζεται με συρρίκνωση του αριθμού των συστηματικών αναγνωστών (η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις της Ε.Ε. στο ποσοστό του πληθυσμού της που ολοκληρώνει πάνω από δέκα βιβλία στη διάρκεια ενός έτους).
Ρίχνοντας μια ματιά στα ράφια των βιβλιοπωλείων, συνειδητοποιεί κανείς ότι είναι κατάφορτα από νέες κυκλοφορίες βιβλίων στα είδη του φανταστικού, της αστυνομικής νουβέλας και του ψευδοιστορικού μυθιστορήματος. Παράλληλα οι λαογραφικές και κοινωνικές μελέτες καθώς και οι εκδόσεις της κλασικής γραμματείας μειωθήκαν αισθητά με αποτέλεσμα πλέον να διαπαιδαγωγούνται γενιές απαίδευτων αναγνωστών που μελετούν ευκαιριακά. Παρόλα αυτά, δεν έχει εκλείψει στις μέρες μας και η αξιόλογη λογοτεχνική παραγωγή. Πρωτοστατούν σε αυτό νέοι δηµιουργοί που αρχικά εµφανίζονται µέσα από λογοτεχνικά περιοδικά, τα οποία δείχνουν να παρουσιάζουν μια τάση αφύπνισης.
Παρουσιάζεται σήμερα μια σημαντική αύξηση του αριθμού των συγγραφέων, παράλληλη αύξηση των περιστασιακών αναγνωστών (αυτών που διαβάζοντας λιγότερα από δέκα βιβλία το χρόνο) και ταυτόχρονα παρατηρείται στροφή προς το ανάλαφρο ανάγνωσμα που συνδυάζεται με συρρίκνωση του αριθμού των συστηματικών αναγνωστών (η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις της Ε.Ε. στο ποσοστό του πληθυσμού της που ολοκληρώνει πάνω από δέκα βιβλία στη διάρκεια ενός έτους).
Ρίχνοντας μια ματιά στα ράφια των βιβλιοπωλείων, συνειδητοποιεί κανείς ότι είναι κατάφορτα από νέες κυκλοφορίες βιβλίων στα είδη του φανταστικού, της αστυνομικής νουβέλας και του ψευδοιστορικού μυθιστορήματος. Παράλληλα οι λαογραφικές και κοινωνικές μελέτες καθώς και οι εκδόσεις της κλασικής γραμματείας μειωθήκαν αισθητά με αποτέλεσμα πλέον να διαπαιδαγωγούνται γενιές απαίδευτων αναγνωστών που μελετούν ευκαιριακά. Παρόλα αυτά, δεν έχει εκλείψει στις μέρες μας και η αξιόλογη λογοτεχνική παραγωγή. Πρωτοστατούν σε αυτό νέοι δηµιουργοί που αρχικά εµφανίζονται µέσα από λογοτεχνικά περιοδικά, τα οποία δείχνουν να παρουσιάζουν μια τάση αφύπνισης.
12. Αν έπρεπε να επιλέξετε ανάμεσα στο έντυπο ή στο ηλεκτρονικό βιβλίο, εσείς ποιο θα επιλέγατε;
Θα επέλεγα οπωσδήποτε το έντυπο βιβλίο. Όσο κι αν αλλάζουν οι εποχές, όσο κι αν εισβάλει η τεχνολογία στις ζωές μας, το παραδοσιακό βιβλίο διατηρεί αναλλοίωτη την αίγλη του. Έχεις φυσική επαφή μαζί του, συνδέεσαι σε ένα επίπεδο διαφορετικό κι όσο κι αν ακούγεται αυτό ασήμαντο αποδεικνύεται κρίσιμο κατά την αναγνωστική διαδικασία. Φυσικά σε καμία περίπτωση δεν απορρίπτω το Ψηφιακό βιβλίο. Νομίζω ότι η ηλεκτρονική έκδοση είναι σε αρκετές περιπτώσεις ιδιαίτερα βολική, εξυπηρετική και χρήσιμη.
13. Ποια συμβουλή θα δίνατε σ’ ένα νέο λογοτέχνη;
Να μελετά και να ενημερώνεται αδιάκοπα, να επιστρέφει διαρκώς στα κείμενα του και να τα επεξεργάζεται. Η επιμέλεια τους δεν είναι αλλοίωση και αυτολογοκρισία, οδηγεί στην ωρίμανση. Να επανέρχεται τακτικά στους κλασικούς συγγραφείς μα να παρακολουθεί παράλληλα και τις νέες δημιουργίες. Να καταπιάνεται με τα φλέγοντα ζητήματα του καιρού του και να έχει το θάρρος να παίρνει θέση απέναντι τους. Να έχει υπόψιν του πως η καλλιτεχνική δημιουργία είναι μια πολιτική πράξη, ο Λόγος είναι από μόνος του δράση, μα δεν επαρκή.
14. Τώρα ας περάσουμε στην πλευρά του αναγνώστη. Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που διαβάσατε;
Τελευταία διάβασα το "Γυμνό Γεύμα" του του Γουίλιαμ Μπάροουζ το οποίο παρουσιάζεται ως ένα από τα σπουδαιότερα αμερικανικά μυθιστορήματα του 20ου αιώνα. Κατά κοινή ομολογία θεωρείται πως προκάλεσε σάλο με τη σκανδαλώδη γλώσσα του και πως εξαπέλυσε ένα δριμύ κατηγορώ ενάντια στην εκφυλιστική λατρεία του χρήματος και τη φενάκη του αμερικάνικου ονείρου. Αν και το βρήκα ενδιαφέρον και ανά σημεία τολμηρά και δεξιοτεχνικά γραμμένο δεν με συγκίνησε ιδιαίτερα.
16. Ποια είναι τ’ αγαπημένα σας βιβλία;
Τελευταία διάβασα το "Γυμνό Γεύμα" του του Γουίλιαμ Μπάροουζ το οποίο παρουσιάζεται ως ένα από τα σπουδαιότερα αμερικανικά μυθιστορήματα του 20ου αιώνα. Κατά κοινή ομολογία θεωρείται πως προκάλεσε σάλο με τη σκανδαλώδη γλώσσα του και πως εξαπέλυσε ένα δριμύ κατηγορώ ενάντια στην εκφυλιστική λατρεία του χρήματος και τη φενάκη του αμερικάνικου ονείρου. Αν και το βρήκα ενδιαφέρον και ανά σημεία τολμηρά και δεξιοτεχνικά γραμμένο δεν με συγκίνησε ιδιαίτερα.
15. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
Ως αγαπημένοι Έλληνες συγγραφείς έρχονται απευθείας στο νου μου οι Ν. Καζαντζάκης, Κων/νος Θεοτόκης, Κ. Χατζόπουλος, ο Ρίτσος, ο Βάρναλης. Απο ξένους οι Ντοστογιέφσκι, Τομας Μαν, Μ Μπρεχτ, Μαξίμ Γκορκυ, Τζον Στάινμπεκ, Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Ν. Οστρόφσκι, Ε. Ζολά.
Αν ορίσουμε ως αγαπημένα αυτά που μας σημαδεύουν σε προσωπικό επίπεδο, που πέφτουν στα χέρια μας την σωστή στιγμή και χαράσσονται ανεξίτηλα στη μνήμη μας αλλά οχι κατ' ανάγκην αυτά που θεωρούμε αρτιότερα, πιο αξιόλογα η πιο επιδραστικά. Τότε θα αναφέρω τα: “Ο γέρος και η Θάλασσα ”, “ΟΙ αδερφοί Καραμάζοφ” και το “Έγκλημα και τιμωρία” του Ντοστογιέφσκι, “Η δίκη” του Φ. Κάφκα, “Βιος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά” του Καζαντζάκη, το “Οι σκλάβοι στα δεσμά τους” του Θεοτόκη, “Τα σταφύλια της οργής” του Στάινμπεκ, “Σκλάβοι πολιορκημένοι” του Βάρναλη κ.α.
* * *
Ο ρεαλισμός του εξωπραγματικού!
(του Κώστα Λίχνου)
"Όπως η μέλισσα μαζεύει την καλύτερη ουσία από το κάθε άνθος, έτσι κι ο αναζητητής συλλέγει γνώση από το κάθε βιβλίο". Διαβάζουμε στον πρόλογο μιας σειράς εκδόσεων κάποιου επιφανούς εκδοτικού οίκου κι αυτή αποτελεί σήμερα προσχηματικά τη κυρίαρχη συλλογιστική πίσω από τις εκδόσεις αλλά και την επικρατούσα αντίληψη περί της ανάγνωσης.
Όπως γελιέται όμως, αυτός που επειδή παρακολουθεί όλες τις κινηματογραφικές παραγωγές της εποχής του πως μυείτε έτσι στην τέχνη του κινηματογράφου, δίχως να ανατρέξει στο παρελθόν (να εντρυφήσει στους κλασικούς, τους πρωτοπόρους, τους θεωρητικούς της 7ης τέχνης) το ίδιο πλανάται κι εκείνος που μελετά αδιακρίτως κάθε σύγχρονη λογοτεχνική κυκλοφορία πως έτσι εντρυφεί στην τέχνη της πεζογραφίας ή της ποιήσεως.
Σύμφωνα με στατιστικές έρευνες για το επίπεδο ανάγνωσης στις χώρες της Ε.Ε, η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις έχοντας να επιδείξει μονάχα ένα θλιβερό 7,8% ποσοστό του πληθυσμού της που κατορθώνει να ολοκληρώσει πάνω από δέκα βιβλία στη διάρκεια ενός έτους. Παράλληλα ο αριθμός των αναγνωστών γενικώς σημειώνει στην χώρα μας αύξηση. Δηλαδή το ποσοστό των Ελλήνων που ανέγνωσε 1 έως 9 βιβλία ανήλθε, στη πενταετία 1999 έως 2004, στο 35% από το 25% που βρισκόταν. Δηλαδή παρατηρείται μείωση του μέσου όρου βιβλίων ανά αναγνώστη και παράλληλα αύξηση των σποραδικών αναγνωστών, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους επιλέγουν το ευκολόπεπτο εμπορικό βιβλίο.
Η αύξηση της ζήτησης αστυνομικών, φανταστικών, αισθηματικών κ.α. “μοντέρνων” μυθιστορημάτων που είχε ως επακόλουθο αυτή η αναδιάρθρωση του αναγνωστικού κοινού ήταν λογικό πως με κάποιο τρόπο θα έπρεπε να καλυφθεί. Στην διάρκεια του 20ού αιώνα η εθνική βιβλιοθήκη παρέλαβε γύρω στα 240.000 βιβλία, στην πρώτη μόνο δεκαπενταετία του 21ου αιώνα όμως παρέλαβε 140.000. Aυτό αποτελεί πρωτοφανή συγγραφική άνθηση και σε ένα βαθμό οφείλεται στον εκδοτικό παροξυσμό που προκάλεσε η σύγχρονη επιλογή της αυτοέκδοσης. Παρόλα αυτά, προϊούσης της οικονομικής κρίσης το βιβλίο σταδιακά καθίσταται προϊόν πολυτελείας και παρατηρούμε πτωτική τάση στον αριθμό των εκδιδόμενων τίτλων (Από τους περίπου 10.000 τίτλους του 2008 σήμερα εκδίδονται κάτι λίγο παραπάνω από 5.000). Η σημαντική αύξηση των εκδιδόμενων τίτλων σε σχέση με το προηγούμενο αιώνα και η σταδιακή μείωση τους με το πέρασμα των χρόνων με την παράλληλη εστίαση που παρατηρείται στο ευκολόπεπτο ανάγνωσμα έχει σημαντικότατες επιπτώσεις.
Οδηγούμαστε στην αύξηση του αριθμού των συγγραφέων, που μάλιστα επιδεικνύουν και αυξημένη παραγωγικότητα σε σχέση με το παρελθόν, στην παράλληλη αύξηση των περιστασιακών αναγνωστών και ταυτόχρονα παρατηρείται στροφή προς το
ανάλαφρο ανάγνωσμα, μείωση της λογοτεχνικής αξίας των εκδιδόμενων έργων που συνδυάζεται με συρρίκνωση του αριθμού των συστηματικών αναγνωστών, που μειώνεται σε τέτοιο βαθμό ώστε να μετράμε σήμερα περισσότερους συγγραφείς από επιμελείς αναγνώστες.
Η συγγραφή βιβλίων κατέστη πλέον ένα επάγγελμα ανοιχτό, δεν πραγματοποιείται πια από πεζογράφους και απευθύνεται σε ένα εξίσου λογοτεχνικά απαίδευτο αναγνωστικό κοινό. Διαγράφοντας πορεία αντίστοιχη με αυτή που ακολουθήθηκε στο χώρο του κινηματογράφου λόγου χάρη. Παλαιότερα οι σκηνοθέτες μια χώρας ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα και ήταν άνθρωποι που με τα έργα τους εντρυφούσαν στη ζωή, στοχάζονταν και εξέφραζαν τους προβληματισμούς τους αναφορικά με τα μείζονα ζητήματα του καιρού τους (χωρίς φυσικά να λείπουν από κάθε εποχή παραγωγές υποδεέστερης καλλιτεχνικής αξίας). Σταδιακά όμως και σε ένα βαθμό λόγο της έλευσης της τηλεόρασης, του βίντεο και τελικά του διαδικτύου η παράγωγη ταινιών απλώθηκε σημαντικά. Σκηνοθέτης γίνεται σήμερα ο οποιοσδήποτε μπορεί να εξασφαλίσει την απαιτούμενη χρηματοδότηση ώστε να ηγηθεί μιας ομάδας τεχνικών που θα υλοποιήσουν το όραμα του, δημιουργώντας συνήθως ένα ψηφιακό κατασκεύασμα παντελώς αποκομμένο από την πραγματικότητα και αλλότριο ολοκληρωτικά στον ζώντα άνθρωπο.
Ρίχνοντας σήμερα μια ματιά στα ράφια των βιβλιοπωλείων, συνειδητοποιεί κανείς ότι είναι κατάφορτα από νέες κυκλοφορίες βιβλίων στα είδη του φανταστικού, της αστυνομικής νουβέλας και του ιστορικού μυθιστορήματος. Παράλληλα οι λαογραφικές και κοινωνικές μελέτες μειωθήκαν κατά 41% και οι εκδόσεις της κλασικής γραμματείας κατά 30% (στοιχειά της εθνικής βιβλιοθήκης). Η προϊούσα παρακμή των λογοτεχνικών περιοδικών, της δοκιμιογραφίας και της λογοτεχνικής κριτικής συνέβαλε τα μέγιστα στην λογοτεχνική ένδεια των σύγχρονων εκδόσεων και πλέον διαπαιδαγωγούνται γενιές αναγνωστών πολιτιστικά υποσιτισμένων και πνευματικά ατροφικών που μελετούν μονάχα ευκαιριακά και αναζητούν την συντρόφια οποιουδήποτε βιβλίου, ακόμη και του πιο λογοτεχνικά ευτελούς.
Ο Αρθούρος Σοπενάουερ έλεγε στο περί ανάγνωσης: “Όσο περισσότερο διαβάζουμε, τόσα λιγότερα ίχνη αφήνει στο πνεύμα μας το ανάγνωσμα... στερώντας του τη δυνατότητα να αναστοχαστεί”. Για αυτό η επιλογή του βιβλίου είναι ένα μείζον ηθικό ζήτημα και κάθε μέλισσα θα έπρεπε να επιλέγει με προσοχή τον ανθό από τον οποίο θα τραφεί. Ο Σοπενάουερ συνεχίζει λέγοντας: “Το αναρίθμητο πλήθος των κακών βιβλίων, αυτό το θρασεμένο ζιζάνιο της λογοτεχνίας, απομυζά το σιτάρι από τις θρεπτικές ουσίες και το πνιγεί. Τα εννέα δέκατα της σύγχρονης λογοτεχνίας είναι τέτοια βιβλία και συγγραφείς, έκδοτες και βιβλιοκριτικοί συνωμοτούν για να τα προωθούν”. Η ύπαρξη του κακού βιβλίου λοιπόν ήταν σε κάθε εποχή αδιαμφισβήτητη αλλά σήμερα το πρόβλημα δείχνει να έχει γιγαντωθεί.
Λέγοντας κακά βιβλία αναφέρομαι σε αυτά που υπόσχονται φτηνές συγκινήσεις, που πλασάρουν την αίσθηση της περιπέτειας, που προσπαθούν με χονδροειδέστατα επινοήματα να εξάψουν την περιέργεια και να γεννήσουν μυστήριο συνήθως μέσα σε
ένα περίβλημα σχηματικά ρεαλιστικό, σε ένα περιβάλλον οικοδομημένο με την επίφαση αληθοφάνειας δηλαδή, που δεν έχει όμως ουδεμιά σχέση με την πραγματικότητα. Και εφόσον αυτό το βιβλίο ευημερεί καταλήξαμε να πολιορκούμαστε πραγματικά από αποκυήματα ανέμπνευστης φαντασίας, ιστορικά αναμασήματα φορτωμένα με λιπώδεις και υπεραπλουστευμένες περιγραφές γεγονότων, ανούσιες διηγήσεις και ανεκδιήγητες ανατροπές της πλοκής, συχνά ποικιλμένες με ανερμάτιστες ηθικολογίες. Παράγωγη, εν ολίγης, λογοτεχνίας από μη λογοτέχνες, απευθυνόμενη σε όσους δεν μυηθήκαν ποτέ στην τέχνη του λόγου και δεν αποδύθηκαν ποτέ στην περιπέτεια του στοχασμού. Έργα απότοκα διανοητικού μαρασμού που κοσμούν τα ράφια των βιβλιοπωλείων και ρυπαίνουν τα μυαλά των αναγνωστών, ενώ προωθούνται ανενδοίαστα και στέφονται με δάφνες σε μεγαλοπρεπείς βιβλιοπαρουσιάσεις που εξειδικεύονται στο πλασάρισμα κάθε λογής ψευδοτέχνης.
Κι ενώ η πραγματικότητα βρυχάται γύρω μας και τα σύγχρονα προβλήματα (οικολογικά, πολιτικά, οικονομικά) ωθούν τον άνθρωπο στα πρόθυρα της απόγνωσης βρίσκουμε καταφύγιο σε μια λογοτεχνία παραπλανητική. Μια λογοτεχνία που μας φέρνει σε επαφή με επίπλαστους ήρωες, περιβάλλοντα και καταστάσεις μέσα στα οποία δεν ανασαίνει διόλου ο σύγχρονος άνθρωπος. Θα συμπέρανε κανείς πως τα μεγάλα φιλοσοφικά ζητήματα με τα οποία καταπιάστηκε η κλασική λογοτεχνία έχουν πλέον λυθεί και εμείς οι άνθρωποι ως υπάρξεις πλέον στώμεν καλώς, δίχως κλυδωνισμούς και αγωνίες. Όσο όμως η καθημερινότητα των ανθρώπων διαμορφώνεται όλο και πιο αφόρητη, τόσο ο νους θα ενδίδει στο αναρίγημα της φαντασίας και θα επιζητεί την απόδραση.
Αυτή, η παρατηρούμενη σήμερα αποχαλίνωση της φαντασίας μπορεί να φαντάζει συχνά ως δημιουργική απελευθέρωση αλλά σε τελική ανάλυση δεν αποκαλύπτει τίποτα περισσότερο από την στοχαστική μικρόνοια και μυωπία των σύγχρονων λογοτεχνών. Κι αν είναι μείζον ηθικό ζήτημα, για την κάθε μέλισσα, η επιλογή του ανθού από τον οποίο θα τραφεί, κατανοούμε όλοι μας πόση ευθύνη φέρουν οι ανθοκόμοι για τους ανθούς που θα σπείρουν, για την γύρη που αυτά θα προσφέρουν στις μέλισσες. Το φανταστικό επινόημα, όταν δεν εμβολίζει την πραγματικότητα για να την αποκαλύψει, καταλήγει μια τροφή δίχως θρεπτικά συστατικά που οδηγεί σε διανοητικό υποσιτισμό. Ο Νικολαει Τσερνισεφσκι στο βιβλίο του Τέχνη και πραγματικότητα αναφέρει: “Η φαντασία παίρνει τα πάνω της, οταν η πραγματικότητα γίνεται εξαιρετικά μίζερη. Η φτώχεια στην πραγματική ζωή ειναι αυτή που δίνει ζωή στην φαντασία. Το ονειροπόλημα κεντρίζει την επιθυμία σε πυρετικό βαθμό, μονάχα οταν μας λείπει ολότελα κι αυτή ακόμα η πιο απλή τροφή”.
Ο Γ.Σεφέρης είχε αναφέρει πως: “Την τέχνη δεν την αποφεύγει κανείς, διότι κι αν ακόμη δεν πάει στην καλή τέχνη, θα πάει αναγκαστικά στην κακή”. Κι έχει τόσους τρόπους να μας προσεγγίζει σήμερα η κακή τέχνη που αποδεικνύεται αδύνατο να περιφρουρήσουμε τις διάνοιες μας από αυτήν. Ειδικά στην εποχή της Τεχνικής αναπαραγωγιμότητας του έργου τέχνης, όπως την χαρακτήριζε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, που το έργο τέχνης έχει αποκοπεί πλήρως από το φυσικό του ενδιαίτημα
(Την κινηματογραφική αίθουσα, το μουσείο, την πινακοθήκη, το μουσικό μέγαρο, την βιβλιοθήκη κλπ), είναι κατασκευασμένο για να εκτίθεται μαζικά σε οποιοδήποτε περιβάλλον κι αυτή η ασίγαστη ώση για εκθεσιμότητα οδηγεί στην απώλεια της «Αίγλης» του.
Σήμερα, ένα ποίημα, ένα διήγημα, ακόμη και ολόκληρα χωρία από μυθιστορήματα μπορούν να αναπαραχθούν με τεράστια ευκολία και να εκτεθούν αποσπασματικά για μαζική κατανάλωση (χωρίς να εξασφαλίζεται η απαιτούμενη αυτοσυγκέντρωση του αποδέκτη τους). Αυτή η αποσπασματική υπερδιάδοση των λογοτεχνικών έργων, μέσα σε ένα καθεστώς πλήρους κυριαρχίας του εμπορευματικού ήθους, οδηγεί στην αποϊέρωση του έργου τέχνης και προάγει τον άκριτο μιμητισμό μεταξύ των καλλιτεχνών. Τα έργα τέχνης μπορούν πλέον να παρουσιαστούν μαζικά στο κοινό μέσω του διαδικτύου, να φωτογραφηθούν και να εκτεθούν οπουδήποτε, να αναρτηθούν σε πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης πλάι σε συνταγές μαγειρικής και καταλόγους εμπορικών καταστημάτων. Τελικά μπορούν να γίνουν τα ίδια διαφημιστικά εργαλεία του εαυτού τους, καθώς και τα χρησιμοθηρικά συστατικά γενικότερων διαφημιστών εκστρατειών για την πολιτιστική χειραγώγηση της κοινής γνώμης.
Ο Domenico Porzio αναφέρει στο δοκίμιο του “Η πορεία του μυθιστορήματος” πως ο λόγος που το αναγνωστικό κοινό φαίνεται να κινείται σε μαζική σύνταξη προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις λέγεται: “Κομφορμισμός στο γούστο. Όταν το μυθιστόρημα απευθύνεται σε μια επιθυμία γνωστή και κατασκευασμένη (μόδα) γνωριζει πως θα σημειώσει επιτυχία”. Στις μέρες μας ευημερεί (αφού αυτό εκπαιδεύεται ο σημερινός αναγνώστης να αναζητεί) το φανταστικό μυθιστόρημα και στον αντίποδα του εκείνο που κινείται εντός των ορίων της πραγματικότητας αλλά κατορθώνει να διαφεύγουν από την εποπτεία του όλα τα μείζονα ζητήματα του καιρού μας, εισάγοντας μια “ρεαλιστική” γραφή που δεν έχει να εκφράσει τίποτα το αληθινό.
Ακόμη κι όταν επιχειρείται να ειπωθεί κάτι το ουσιαστικό, κάτι το ακραιφνώς πολιτικό, παρατηρούμε απλώς μια χυδαία παρείσφρυση της πολιτικής φρασεολογίας στην λογοτεχνική γλώσσα, ένα απροκάλυπτο λαϊκίζον κανονάρχημα. Κι αν αυτό είθισται σήμερα να γίνεται ανεκτό στον καθημερινό λόγο, όπου το κύριο ζητούμενο είναι η επικοινωνία και για αυτό χρησιμοποιούμε αφειδώς εκφράσεις ελλειπτικές, ευφημισμούς και υπαινιγμούς που μας διευκολύνουν να γινόμαστε κατανοητοί· δεν επιτρέπεται να συμβαίνει το ίδιο και στον γραπτό λόγο όπου οι συγγραφείς έχουν στην διάθεση τους άλλα, περισσότερο αποτελεσματικά και λεπτοφυή μέσα, για να διεισδύσουν στην ουσία των πραγμάτων και να την αποκαλύπτουν. Για αυτό το λόγο άλλωστε καταφεύγουν στην ειρωνεία, τη μεταφορά, την αλληγορία ή τη σχηματοποίηση, για να αφαιρέσουν χαρακτηριστικά ώστε να αναδείξουν καθαρότερα αυτό που περιγραφούν ή για να συγκεκριμενοποιήσουν και να αποδώσουν πληρέστερα αυτό που επιθυμούν, περνώντας από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο.
Σκοπός του λόγου είναι πάντοτε η μετάδοση κάποιου νοήματος ακόμη κι όταν γίνεται με τρόπο καλλιτεχνικό. Ο καλλιτέχνης, όπως και κάθε στοχαστής, καλείται να εμβαθύνει στα φαινόμενα της κοινωνικής ζωής για να εκφράσει δυσδιάκριτες αλήθειες με τρόπο εύληπτο και κατανοητό, οφείλει συνεπώς να εκλαϊκεύσει και να απλοποιήσει το λόγο του. Η λογοτεχνία όμως είναι ο πλακούς της γλώσσας και η γλώσσα η ραχοκοκαλιά της σκέψης. Μια λογοτεχνία με γλώσσα κοινότυπη και τετριμμένη οδηγεί σε μια σκέψη συνηθισμένη και αδιέξοδη, που κάνει μονάχα νοητικούς κύκλους επιστρέφοντας διαρκώς σε όσα εξαρχής θεωρούσε πως γνώριζε.
Μια λογοτεχνία από την οποία διαφεύγει το ουσιώδες, αγνοεί πως κάθε φορά που αποτυγχάνει να διεισδύσει στα πράγματα δεν τα παραβλέπει απλώς αλλά συνδράμει στον συστηματικό συσκοτισμό τους. Διεισδύω στα πράγματα δεν σημαίνει τα φωτογραφίζω στατικά. Δεν μπορεί να υπάρξει ρεαλισμός όταν ένα κείμενο συνδέεται μονάχα επιδερμικά και παροδικά με μια στιγμή της ρέουσας πραγματικότητας (ασχέτως της τεχνοτροπίας και της μορφής του που μπορεί να είναι ρεαλιστική η ποιητική) αλλά δεν συνδέεται παράλληλα με τις εσωτερικές τάσεις του αναγνώστη συνυπολογίζοντας το ιδεολογικό πλαίσιο της εποχής, το σύστημα αντιλήψεων, τα αισθητικά κριτήρια. Κι αυτό είναι ένα έργο εξαιρετικά απαιτητικό που οι ερασιτέχνες συγγραφείς της εποχής μας αδυνατούν να φέρουν εις πέρας. Είναι επομένως λογικό το ότι αποφεύγουν να καταπιαστούν με τα μείζονα ζητήματα του καιρού τους και αποστρέφουν το βλέμμα από την ζωντανή, κοχλάζουσα πραγματικότητα.
Ενδίδουν λοιπόν στην ευκολία και καταφεύγουν στην σφαίρα του φανταστικού (φανταστικό όχι με την έννοια της μυθοπλασίας αλλά της δημιουργίας, που αν και συχνά αποτυπωμένη ρεαλιστικά, είναι φυγόκοσμη και δεν συνδέεται νοηματικά με την πραγματικότητα που τη γέννησε), στην ιστορική αναπαράσταση άλλων εποχών, χωρις φυσικά να πραγματοποιούν αναφορές στο σήμερα. Οικοδομούν έναν ρεαλισμό εξωπραγματικό, μια αληθοφανής αποτύπωση απόκοσμων καταστάσεων. Έναν ρεαλισμό άνευ ουσίας, έτη φωτός απόμακρο από τον ευσυνείδητο ρεαλισμό ενός Μπαλζάκ ή Κ. Θεοτόκη. Το φανταστικό τελικά επιβάλλεται ως υπαρκτό και το πραγματικό αποχυμώνεται, αποστεώνεται και απο-πραγματοποιείται. Οχι για να ενισχυθούν χαρακτηριστικά του, τα οποία ο συγγραφέας επιθυμεί νοηματικά να αναδείξει αλλά για να απελευθερωθεί η φαντασία ενός δημιουργού που δεν μπορεί να οιστρηλατηθεί από την πεζή πραγματικότητα γιατί δεν την κατανοεί, μια φαντασία που συνήθως δεν λογοδοτεί πουθενά.
Οι ερασιτέχνες συγγραφείς και ο εκδοτικός συρφετός που τους υποστηρίζει προωθούν μια λογοτεχνία που εντείνει την υπνηλία του αναγνώστη της και τον οδηγεί ολοκληρωτικά στον λήθαργο. Παράγουν μια τέχνη φυγόκοσμη, που λειτουργεί ως μέσο απόδρασης από την καθημερινότητα, ένα βάλσαμο για την σκληρότητα της ζωής που τελικά κάνει τη ζωή απείρως σκληρότερη. “Ευτυχώς έχουμε την τέχνη για να αντέχουμε την πραγματικότητα” έλεγε ο Φ. Νίτσε αλλά αμφιβάλλω πως αντέχω την πραγματικότητα σημαίνει εθελοτυφλώ και την αποφεύγω. Αυτό που είναι απολύτως σίγουρο όμως είναι πως οι ήρωες της σύγχρονης λογοτεχνίας δεν θα άντεχαν στην πραγματικότητα μας ούτε λεπτό. Καθώς
πρόκειται για χαρακτήρες που μονάχα καρικατούρες των πραγματικών ανθρώπων μπορούν να χαρακτηριστούν αφού αιωρούνται πάνω στις υλικές συνθήκες και ταυτόχρονα απουσιάζει η ιδεολογική τους σύνδεση με αυτές.
Εκεί οδήγησε η μεταμοντέρνα αντίληψη που αξίωσε να αφανίσει το χάσμα μεταξύ της ανώτερης τέχνης και της λαϊκής. Η υψηλή τέχνη κατέστη φορμαλισμός και το κακόγουστο αναδείχθηκε σε κομψοτέχνημα. Ενώ η επέλαση του άκρατου ρελατιβισμού, πείθοντας μας πως δεν υπάρχει αντικειμενική άποψη, ευνούχισε την καλλιτεχνική δημιουργία και την περιόρισε στην έκφραση υποκειμενικών παραληρημάτων. Η σύγχρονη τέχνη δεν αξιώνει να δώσει μια σπαρακτική μαρτυρία του καιρού της, να εκφράσει την εποχή της και για αυτό αντανακλά την σύγχυση που επικρατεί σήμερα τόσο εύγλωττα. Δεν αξιώνει να στηλιτεύσει ή να υποστηρίξει τίποτα γιατί τα πάντα επιτρέπονται και πρέπει να εκλαμβάνονται μονάχα ύστερα από την διήθηση τους στο υποκειμενικό φίλτρο του καθενός. Τελικά αποποιείται την ευθηνή για κοινωνική παρέμβαση και χειραφέτηση των ανθρώπων. Οδηγείται στην πολυπόθητη αποϊδεολογικοποίηση της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Εξαίρει την απροσδιοριστία, την πολυσημία και την αμφισημία που καταλήγει στην παντελή ελλείψει νοήματος.
Κλείνοντας, φαίνεται να παρουσιάζονται δυο τινά. Ή ότι η πραγματικότητα έχει κατά κάποιο περίεργο τρόπο συρρικνωθεί (δεν αποτελεί επαρκής πηγή εμπνεύσεως) και ρευστοποιηθεί (δεν μπορεί να μελετηθεί αντικειμενικά) ή ότι οι σύγχρονοι λογοτέχνες δεν εστιάζουν σε αυτήν (επιπλέουν μονάχα επάνω της). Οι εμπειρίες που μεταφέρονται διά μέσω της συγκαιρινής πεζογραφίας είναι αναρίθμητες και η εξιστόρηση τους συχνά γλαφυρή, μα το πρόβλημα έγκειται στην ερμηνεία της εμπειρίας. Στην σύνδεση του ειδικού με το γενικό, του υποκειμενικού με το αντικειμενικό. Αυτό δεν αποτελεί ένα πρόβλημα αμιγώς λογοτεχνικό γιατί σήμερα συνεχίζει να κρίνεται, από κάθε άποψη, αναγκαία η παρουσία μιας λογοτεχνίας που θα συμβάλει στο τσάκισμα των προλήψεων, στο εκτόπισμα των ετοιμοπαράδοτων παρανοήσεων και στην απεμπόληση των ψευδαισθήσεων ώστε να εξοικονομηθεί στη συνείδηση του αναγνώστη το απαραίτητο εκείνο έδαφος πάνω στο οποίο θα μπορέσει να γεννηθεί και να ριζοβολήσει ο προβληματισμός εκείνος που μονάχα τα αληθινά λογοτεχνικά έργα μπορούν να εμπνεύσουν.
(του Κώστα Λίχνου)
Όπως γελιέται όμως, αυτός που επειδή παρακολουθεί όλες τις κινηματογραφικές παραγωγές της εποχής του πως μυείτε έτσι στην τέχνη του κινηματογράφου, δίχως να ανατρέξει στο παρελθόν (να εντρυφήσει στους κλασικούς, τους πρωτοπόρους, τους θεωρητικούς της 7ης τέχνης) το ίδιο πλανάται κι εκείνος που μελετά αδιακρίτως κάθε σύγχρονη λογοτεχνική κυκλοφορία πως έτσι εντρυφεί στην τέχνη της πεζογραφίας ή της ποιήσεως.
Σύμφωνα με στατιστικές έρευνες για το επίπεδο ανάγνωσης στις χώρες της Ε.Ε, η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις έχοντας να επιδείξει μονάχα ένα θλιβερό 7,8% ποσοστό του πληθυσμού της που κατορθώνει να ολοκληρώσει πάνω από δέκα βιβλία στη διάρκεια ενός έτους. Παράλληλα ο αριθμός των αναγνωστών γενικώς σημειώνει στην χώρα μας αύξηση. Δηλαδή το ποσοστό των Ελλήνων που ανέγνωσε 1 έως 9 βιβλία ανήλθε, στη πενταετία 1999 έως 2004, στο 35% από το 25% που βρισκόταν. Δηλαδή παρατηρείται μείωση του μέσου όρου βιβλίων ανά αναγνώστη και παράλληλα αύξηση των σποραδικών αναγνωστών, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους επιλέγουν το ευκολόπεπτο εμπορικό βιβλίο.
Η αύξηση της ζήτησης αστυνομικών, φανταστικών, αισθηματικών κ.α. “μοντέρνων” μυθιστορημάτων που είχε ως επακόλουθο αυτή η αναδιάρθρωση του αναγνωστικού κοινού ήταν λογικό πως με κάποιο τρόπο θα έπρεπε να καλυφθεί. Στην διάρκεια του 20ού αιώνα η εθνική βιβλιοθήκη παρέλαβε γύρω στα 240.000 βιβλία, στην πρώτη μόνο δεκαπενταετία του 21ου αιώνα όμως παρέλαβε 140.000. Aυτό αποτελεί πρωτοφανή συγγραφική άνθηση και σε ένα βαθμό οφείλεται στον εκδοτικό παροξυσμό που προκάλεσε η σύγχρονη επιλογή της αυτοέκδοσης. Παρόλα αυτά, προϊούσης της οικονομικής κρίσης το βιβλίο σταδιακά καθίσταται προϊόν πολυτελείας και παρατηρούμε πτωτική τάση στον αριθμό των εκδιδόμενων τίτλων (Από τους περίπου 10.000 τίτλους του 2008 σήμερα εκδίδονται κάτι λίγο παραπάνω από 5.000). Η σημαντική αύξηση των εκδιδόμενων τίτλων σε σχέση με το προηγούμενο αιώνα και η σταδιακή μείωση τους με το πέρασμα των χρόνων με την παράλληλη εστίαση που παρατηρείται στο ευκολόπεπτο ανάγνωσμα έχει σημαντικότατες επιπτώσεις.
Οδηγούμαστε στην αύξηση του αριθμού των συγγραφέων, που μάλιστα επιδεικνύουν και αυξημένη παραγωγικότητα σε σχέση με το παρελθόν, στην παράλληλη αύξηση των περιστασιακών αναγνωστών και ταυτόχρονα παρατηρείται στροφή προς το
ανάλαφρο ανάγνωσμα, μείωση της λογοτεχνικής αξίας των εκδιδόμενων έργων που συνδυάζεται με συρρίκνωση του αριθμού των συστηματικών αναγνωστών, που μειώνεται σε τέτοιο βαθμό ώστε να μετράμε σήμερα περισσότερους συγγραφείς από επιμελείς αναγνώστες.
Η συγγραφή βιβλίων κατέστη πλέον ένα επάγγελμα ανοιχτό, δεν πραγματοποιείται πια από πεζογράφους και απευθύνεται σε ένα εξίσου λογοτεχνικά απαίδευτο αναγνωστικό κοινό. Διαγράφοντας πορεία αντίστοιχη με αυτή που ακολουθήθηκε στο χώρο του κινηματογράφου λόγου χάρη. Παλαιότερα οι σκηνοθέτες μια χώρας ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα και ήταν άνθρωποι που με τα έργα τους εντρυφούσαν στη ζωή, στοχάζονταν και εξέφραζαν τους προβληματισμούς τους αναφορικά με τα μείζονα ζητήματα του καιρού τους (χωρίς φυσικά να λείπουν από κάθε εποχή παραγωγές υποδεέστερης καλλιτεχνικής αξίας). Σταδιακά όμως και σε ένα βαθμό λόγο της έλευσης της τηλεόρασης, του βίντεο και τελικά του διαδικτύου η παράγωγη ταινιών απλώθηκε σημαντικά. Σκηνοθέτης γίνεται σήμερα ο οποιοσδήποτε μπορεί να εξασφαλίσει την απαιτούμενη χρηματοδότηση ώστε να ηγηθεί μιας ομάδας τεχνικών που θα υλοποιήσουν το όραμα του, δημιουργώντας συνήθως ένα ψηφιακό κατασκεύασμα παντελώς αποκομμένο από την πραγματικότητα και αλλότριο ολοκληρωτικά στον ζώντα άνθρωπο.
Ρίχνοντας σήμερα μια ματιά στα ράφια των βιβλιοπωλείων, συνειδητοποιεί κανείς ότι είναι κατάφορτα από νέες κυκλοφορίες βιβλίων στα είδη του φανταστικού, της αστυνομικής νουβέλας και του ιστορικού μυθιστορήματος. Παράλληλα οι λαογραφικές και κοινωνικές μελέτες μειωθήκαν κατά 41% και οι εκδόσεις της κλασικής γραμματείας κατά 30% (στοιχειά της εθνικής βιβλιοθήκης). Η προϊούσα παρακμή των λογοτεχνικών περιοδικών, της δοκιμιογραφίας και της λογοτεχνικής κριτικής συνέβαλε τα μέγιστα στην λογοτεχνική ένδεια των σύγχρονων εκδόσεων και πλέον διαπαιδαγωγούνται γενιές αναγνωστών πολιτιστικά υποσιτισμένων και πνευματικά ατροφικών που μελετούν μονάχα ευκαιριακά και αναζητούν την συντρόφια οποιουδήποτε βιβλίου, ακόμη και του πιο λογοτεχνικά ευτελούς.
Ο Αρθούρος Σοπενάουερ έλεγε στο περί ανάγνωσης: “Όσο περισσότερο διαβάζουμε, τόσα λιγότερα ίχνη αφήνει στο πνεύμα μας το ανάγνωσμα... στερώντας του τη δυνατότητα να αναστοχαστεί”. Για αυτό η επιλογή του βιβλίου είναι ένα μείζον ηθικό ζήτημα και κάθε μέλισσα θα έπρεπε να επιλέγει με προσοχή τον ανθό από τον οποίο θα τραφεί. Ο Σοπενάουερ συνεχίζει λέγοντας: “Το αναρίθμητο πλήθος των κακών βιβλίων, αυτό το θρασεμένο ζιζάνιο της λογοτεχνίας, απομυζά το σιτάρι από τις θρεπτικές ουσίες και το πνιγεί. Τα εννέα δέκατα της σύγχρονης λογοτεχνίας είναι τέτοια βιβλία και συγγραφείς, έκδοτες και βιβλιοκριτικοί συνωμοτούν για να τα προωθούν”. Η ύπαρξη του κακού βιβλίου λοιπόν ήταν σε κάθε εποχή αδιαμφισβήτητη αλλά σήμερα το πρόβλημα δείχνει να έχει γιγαντωθεί.
Λέγοντας κακά βιβλία αναφέρομαι σε αυτά που υπόσχονται φτηνές συγκινήσεις, που πλασάρουν την αίσθηση της περιπέτειας, που προσπαθούν με χονδροειδέστατα επινοήματα να εξάψουν την περιέργεια και να γεννήσουν μυστήριο συνήθως μέσα σε
ένα περίβλημα σχηματικά ρεαλιστικό, σε ένα περιβάλλον οικοδομημένο με την επίφαση αληθοφάνειας δηλαδή, που δεν έχει όμως ουδεμιά σχέση με την πραγματικότητα. Και εφόσον αυτό το βιβλίο ευημερεί καταλήξαμε να πολιορκούμαστε πραγματικά από αποκυήματα ανέμπνευστης φαντασίας, ιστορικά αναμασήματα φορτωμένα με λιπώδεις και υπεραπλουστευμένες περιγραφές γεγονότων, ανούσιες διηγήσεις και ανεκδιήγητες ανατροπές της πλοκής, συχνά ποικιλμένες με ανερμάτιστες ηθικολογίες. Παράγωγη, εν ολίγης, λογοτεχνίας από μη λογοτέχνες, απευθυνόμενη σε όσους δεν μυηθήκαν ποτέ στην τέχνη του λόγου και δεν αποδύθηκαν ποτέ στην περιπέτεια του στοχασμού. Έργα απότοκα διανοητικού μαρασμού που κοσμούν τα ράφια των βιβλιοπωλείων και ρυπαίνουν τα μυαλά των αναγνωστών, ενώ προωθούνται ανενδοίαστα και στέφονται με δάφνες σε μεγαλοπρεπείς βιβλιοπαρουσιάσεις που εξειδικεύονται στο πλασάρισμα κάθε λογής ψευδοτέχνης.
Κι ενώ η πραγματικότητα βρυχάται γύρω μας και τα σύγχρονα προβλήματα (οικολογικά, πολιτικά, οικονομικά) ωθούν τον άνθρωπο στα πρόθυρα της απόγνωσης βρίσκουμε καταφύγιο σε μια λογοτεχνία παραπλανητική. Μια λογοτεχνία που μας φέρνει σε επαφή με επίπλαστους ήρωες, περιβάλλοντα και καταστάσεις μέσα στα οποία δεν ανασαίνει διόλου ο σύγχρονος άνθρωπος. Θα συμπέρανε κανείς πως τα μεγάλα φιλοσοφικά ζητήματα με τα οποία καταπιάστηκε η κλασική λογοτεχνία έχουν πλέον λυθεί και εμείς οι άνθρωποι ως υπάρξεις πλέον στώμεν καλώς, δίχως κλυδωνισμούς και αγωνίες. Όσο όμως η καθημερινότητα των ανθρώπων διαμορφώνεται όλο και πιο αφόρητη, τόσο ο νους θα ενδίδει στο αναρίγημα της φαντασίας και θα επιζητεί την απόδραση.
Αυτή, η παρατηρούμενη σήμερα αποχαλίνωση της φαντασίας μπορεί να φαντάζει συχνά ως δημιουργική απελευθέρωση αλλά σε τελική ανάλυση δεν αποκαλύπτει τίποτα περισσότερο από την στοχαστική μικρόνοια και μυωπία των σύγχρονων λογοτεχνών. Κι αν είναι μείζον ηθικό ζήτημα, για την κάθε μέλισσα, η επιλογή του ανθού από τον οποίο θα τραφεί, κατανοούμε όλοι μας πόση ευθύνη φέρουν οι ανθοκόμοι για τους ανθούς που θα σπείρουν, για την γύρη που αυτά θα προσφέρουν στις μέλισσες. Το φανταστικό επινόημα, όταν δεν εμβολίζει την πραγματικότητα για να την αποκαλύψει, καταλήγει μια τροφή δίχως θρεπτικά συστατικά που οδηγεί σε διανοητικό υποσιτισμό. Ο Νικολαει Τσερνισεφσκι στο βιβλίο του Τέχνη και πραγματικότητα αναφέρει: “Η φαντασία παίρνει τα πάνω της, οταν η πραγματικότητα γίνεται εξαιρετικά μίζερη. Η φτώχεια στην πραγματική ζωή ειναι αυτή που δίνει ζωή στην φαντασία. Το ονειροπόλημα κεντρίζει την επιθυμία σε πυρετικό βαθμό, μονάχα οταν μας λείπει ολότελα κι αυτή ακόμα η πιο απλή τροφή”.
Ο Γ.Σεφέρης είχε αναφέρει πως: “Την τέχνη δεν την αποφεύγει κανείς, διότι κι αν ακόμη δεν πάει στην καλή τέχνη, θα πάει αναγκαστικά στην κακή”. Κι έχει τόσους τρόπους να μας προσεγγίζει σήμερα η κακή τέχνη που αποδεικνύεται αδύνατο να περιφρουρήσουμε τις διάνοιες μας από αυτήν. Ειδικά στην εποχή της Τεχνικής αναπαραγωγιμότητας του έργου τέχνης, όπως την χαρακτήριζε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, που το έργο τέχνης έχει αποκοπεί πλήρως από το φυσικό του ενδιαίτημα
(Την κινηματογραφική αίθουσα, το μουσείο, την πινακοθήκη, το μουσικό μέγαρο, την βιβλιοθήκη κλπ), είναι κατασκευασμένο για να εκτίθεται μαζικά σε οποιοδήποτε περιβάλλον κι αυτή η ασίγαστη ώση για εκθεσιμότητα οδηγεί στην απώλεια της «Αίγλης» του.
Σήμερα, ένα ποίημα, ένα διήγημα, ακόμη και ολόκληρα χωρία από μυθιστορήματα μπορούν να αναπαραχθούν με τεράστια ευκολία και να εκτεθούν αποσπασματικά για μαζική κατανάλωση (χωρίς να εξασφαλίζεται η απαιτούμενη αυτοσυγκέντρωση του αποδέκτη τους). Αυτή η αποσπασματική υπερδιάδοση των λογοτεχνικών έργων, μέσα σε ένα καθεστώς πλήρους κυριαρχίας του εμπορευματικού ήθους, οδηγεί στην αποϊέρωση του έργου τέχνης και προάγει τον άκριτο μιμητισμό μεταξύ των καλλιτεχνών. Τα έργα τέχνης μπορούν πλέον να παρουσιαστούν μαζικά στο κοινό μέσω του διαδικτύου, να φωτογραφηθούν και να εκτεθούν οπουδήποτε, να αναρτηθούν σε πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης πλάι σε συνταγές μαγειρικής και καταλόγους εμπορικών καταστημάτων. Τελικά μπορούν να γίνουν τα ίδια διαφημιστικά εργαλεία του εαυτού τους, καθώς και τα χρησιμοθηρικά συστατικά γενικότερων διαφημιστών εκστρατειών για την πολιτιστική χειραγώγηση της κοινής γνώμης.
Ο Domenico Porzio αναφέρει στο δοκίμιο του “Η πορεία του μυθιστορήματος” πως ο λόγος που το αναγνωστικό κοινό φαίνεται να κινείται σε μαζική σύνταξη προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις λέγεται: “Κομφορμισμός στο γούστο. Όταν το μυθιστόρημα απευθύνεται σε μια επιθυμία γνωστή και κατασκευασμένη (μόδα) γνωριζει πως θα σημειώσει επιτυχία”. Στις μέρες μας ευημερεί (αφού αυτό εκπαιδεύεται ο σημερινός αναγνώστης να αναζητεί) το φανταστικό μυθιστόρημα και στον αντίποδα του εκείνο που κινείται εντός των ορίων της πραγματικότητας αλλά κατορθώνει να διαφεύγουν από την εποπτεία του όλα τα μείζονα ζητήματα του καιρού μας, εισάγοντας μια “ρεαλιστική” γραφή που δεν έχει να εκφράσει τίποτα το αληθινό.
Ακόμη κι όταν επιχειρείται να ειπωθεί κάτι το ουσιαστικό, κάτι το ακραιφνώς πολιτικό, παρατηρούμε απλώς μια χυδαία παρείσφρυση της πολιτικής φρασεολογίας στην λογοτεχνική γλώσσα, ένα απροκάλυπτο λαϊκίζον κανονάρχημα. Κι αν αυτό είθισται σήμερα να γίνεται ανεκτό στον καθημερινό λόγο, όπου το κύριο ζητούμενο είναι η επικοινωνία και για αυτό χρησιμοποιούμε αφειδώς εκφράσεις ελλειπτικές, ευφημισμούς και υπαινιγμούς που μας διευκολύνουν να γινόμαστε κατανοητοί· δεν επιτρέπεται να συμβαίνει το ίδιο και στον γραπτό λόγο όπου οι συγγραφείς έχουν στην διάθεση τους άλλα, περισσότερο αποτελεσματικά και λεπτοφυή μέσα, για να διεισδύσουν στην ουσία των πραγμάτων και να την αποκαλύπτουν. Για αυτό το λόγο άλλωστε καταφεύγουν στην ειρωνεία, τη μεταφορά, την αλληγορία ή τη σχηματοποίηση, για να αφαιρέσουν χαρακτηριστικά ώστε να αναδείξουν καθαρότερα αυτό που περιγραφούν ή για να συγκεκριμενοποιήσουν και να αποδώσουν πληρέστερα αυτό που επιθυμούν, περνώντας από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο.
Σκοπός του λόγου είναι πάντοτε η μετάδοση κάποιου νοήματος ακόμη κι όταν γίνεται με τρόπο καλλιτεχνικό. Ο καλλιτέχνης, όπως και κάθε στοχαστής, καλείται να εμβαθύνει στα φαινόμενα της κοινωνικής ζωής για να εκφράσει δυσδιάκριτες αλήθειες με τρόπο εύληπτο και κατανοητό, οφείλει συνεπώς να εκλαϊκεύσει και να απλοποιήσει το λόγο του. Η λογοτεχνία όμως είναι ο πλακούς της γλώσσας και η γλώσσα η ραχοκοκαλιά της σκέψης. Μια λογοτεχνία με γλώσσα κοινότυπη και τετριμμένη οδηγεί σε μια σκέψη συνηθισμένη και αδιέξοδη, που κάνει μονάχα νοητικούς κύκλους επιστρέφοντας διαρκώς σε όσα εξαρχής θεωρούσε πως γνώριζε.
Μια λογοτεχνία από την οποία διαφεύγει το ουσιώδες, αγνοεί πως κάθε φορά που αποτυγχάνει να διεισδύσει στα πράγματα δεν τα παραβλέπει απλώς αλλά συνδράμει στον συστηματικό συσκοτισμό τους. Διεισδύω στα πράγματα δεν σημαίνει τα φωτογραφίζω στατικά. Δεν μπορεί να υπάρξει ρεαλισμός όταν ένα κείμενο συνδέεται μονάχα επιδερμικά και παροδικά με μια στιγμή της ρέουσας πραγματικότητας (ασχέτως της τεχνοτροπίας και της μορφής του που μπορεί να είναι ρεαλιστική η ποιητική) αλλά δεν συνδέεται παράλληλα με τις εσωτερικές τάσεις του αναγνώστη συνυπολογίζοντας το ιδεολογικό πλαίσιο της εποχής, το σύστημα αντιλήψεων, τα αισθητικά κριτήρια. Κι αυτό είναι ένα έργο εξαιρετικά απαιτητικό που οι ερασιτέχνες συγγραφείς της εποχής μας αδυνατούν να φέρουν εις πέρας. Είναι επομένως λογικό το ότι αποφεύγουν να καταπιαστούν με τα μείζονα ζητήματα του καιρού τους και αποστρέφουν το βλέμμα από την ζωντανή, κοχλάζουσα πραγματικότητα.
Ενδίδουν λοιπόν στην ευκολία και καταφεύγουν στην σφαίρα του φανταστικού (φανταστικό όχι με την έννοια της μυθοπλασίας αλλά της δημιουργίας, που αν και συχνά αποτυπωμένη ρεαλιστικά, είναι φυγόκοσμη και δεν συνδέεται νοηματικά με την πραγματικότητα που τη γέννησε), στην ιστορική αναπαράσταση άλλων εποχών, χωρις φυσικά να πραγματοποιούν αναφορές στο σήμερα. Οικοδομούν έναν ρεαλισμό εξωπραγματικό, μια αληθοφανής αποτύπωση απόκοσμων καταστάσεων. Έναν ρεαλισμό άνευ ουσίας, έτη φωτός απόμακρο από τον ευσυνείδητο ρεαλισμό ενός Μπαλζάκ ή Κ. Θεοτόκη. Το φανταστικό τελικά επιβάλλεται ως υπαρκτό και το πραγματικό αποχυμώνεται, αποστεώνεται και απο-πραγματοποιείται. Οχι για να ενισχυθούν χαρακτηριστικά του, τα οποία ο συγγραφέας επιθυμεί νοηματικά να αναδείξει αλλά για να απελευθερωθεί η φαντασία ενός δημιουργού που δεν μπορεί να οιστρηλατηθεί από την πεζή πραγματικότητα γιατί δεν την κατανοεί, μια φαντασία που συνήθως δεν λογοδοτεί πουθενά.
Οι ερασιτέχνες συγγραφείς και ο εκδοτικός συρφετός που τους υποστηρίζει προωθούν μια λογοτεχνία που εντείνει την υπνηλία του αναγνώστη της και τον οδηγεί ολοκληρωτικά στον λήθαργο. Παράγουν μια τέχνη φυγόκοσμη, που λειτουργεί ως μέσο απόδρασης από την καθημερινότητα, ένα βάλσαμο για την σκληρότητα της ζωής που τελικά κάνει τη ζωή απείρως σκληρότερη. “Ευτυχώς έχουμε την τέχνη για να αντέχουμε την πραγματικότητα” έλεγε ο Φ. Νίτσε αλλά αμφιβάλλω πως αντέχω την πραγματικότητα σημαίνει εθελοτυφλώ και την αποφεύγω. Αυτό που είναι απολύτως σίγουρο όμως είναι πως οι ήρωες της σύγχρονης λογοτεχνίας δεν θα άντεχαν στην πραγματικότητα μας ούτε λεπτό. Καθώς
πρόκειται για χαρακτήρες που μονάχα καρικατούρες των πραγματικών ανθρώπων μπορούν να χαρακτηριστούν αφού αιωρούνται πάνω στις υλικές συνθήκες και ταυτόχρονα απουσιάζει η ιδεολογική τους σύνδεση με αυτές.
Εκεί οδήγησε η μεταμοντέρνα αντίληψη που αξίωσε να αφανίσει το χάσμα μεταξύ της ανώτερης τέχνης και της λαϊκής. Η υψηλή τέχνη κατέστη φορμαλισμός και το κακόγουστο αναδείχθηκε σε κομψοτέχνημα. Ενώ η επέλαση του άκρατου ρελατιβισμού, πείθοντας μας πως δεν υπάρχει αντικειμενική άποψη, ευνούχισε την καλλιτεχνική δημιουργία και την περιόρισε στην έκφραση υποκειμενικών παραληρημάτων. Η σύγχρονη τέχνη δεν αξιώνει να δώσει μια σπαρακτική μαρτυρία του καιρού της, να εκφράσει την εποχή της και για αυτό αντανακλά την σύγχυση που επικρατεί σήμερα τόσο εύγλωττα. Δεν αξιώνει να στηλιτεύσει ή να υποστηρίξει τίποτα γιατί τα πάντα επιτρέπονται και πρέπει να εκλαμβάνονται μονάχα ύστερα από την διήθηση τους στο υποκειμενικό φίλτρο του καθενός. Τελικά αποποιείται την ευθηνή για κοινωνική παρέμβαση και χειραφέτηση των ανθρώπων. Οδηγείται στην πολυπόθητη αποϊδεολογικοποίηση της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Εξαίρει την απροσδιοριστία, την πολυσημία και την αμφισημία που καταλήγει στην παντελή ελλείψει νοήματος.
Κλείνοντας, φαίνεται να παρουσιάζονται δυο τινά. Ή ότι η πραγματικότητα έχει κατά κάποιο περίεργο τρόπο συρρικνωθεί (δεν αποτελεί επαρκής πηγή εμπνεύσεως) και ρευστοποιηθεί (δεν μπορεί να μελετηθεί αντικειμενικά) ή ότι οι σύγχρονοι λογοτέχνες δεν εστιάζουν σε αυτήν (επιπλέουν μονάχα επάνω της). Οι εμπειρίες που μεταφέρονται διά μέσω της συγκαιρινής πεζογραφίας είναι αναρίθμητες και η εξιστόρηση τους συχνά γλαφυρή, μα το πρόβλημα έγκειται στην ερμηνεία της εμπειρίας. Στην σύνδεση του ειδικού με το γενικό, του υποκειμενικού με το αντικειμενικό. Αυτό δεν αποτελεί ένα πρόβλημα αμιγώς λογοτεχνικό γιατί σήμερα συνεχίζει να κρίνεται, από κάθε άποψη, αναγκαία η παρουσία μιας λογοτεχνίας που θα συμβάλει στο τσάκισμα των προλήψεων, στο εκτόπισμα των ετοιμοπαράδοτων παρανοήσεων και στην απεμπόληση των ψευδαισθήσεων ώστε να εξοικονομηθεί στη συνείδηση του αναγνώστη το απαραίτητο εκείνο έδαφος πάνω στο οποίο θα μπορέσει να γεννηθεί και να ριζοβολήσει ο προβληματισμός εκείνος που μονάχα τα αληθινά λογοτεχνικά έργα μπορούν να εμπνεύσουν.
ΝΟΣΤΟΣ
(του Κώστα Λίχνου)
Χάρμα οφθαλμών η θέα! Μια απέραντη κυματιστή κουβέρτα ομίχλης καλύπτει ολάκερο το κάμπο ενώ μακριά, στην γραμμή του ορίζοντα, αναδύεται θριαμβικά ο πύρινος δίσκος του ήλιου για να διαλύσει τη πάχνη και να θερμάνει τη πλάση. Φουσκώνουν τα στήθη σου από το τσουχτερό βουνίσιο αγέρα και τα ρουθούνια ανοίγουν διάπλατα για να υποδεχτούν τις οσμές της νοτισμένης γης. Και καθώς καθαρίζει η ατμόσφαιρα λαγαρίζει κι ο νους, ξεφορτώνεται τις συνηθισμένες του έγνοιες, τα τετριμμένα άγχη της καθημερινότητας και αποξεχνά για λίγο τη σκληρότητα της ζωής· κι αν τα καταφέρει να ξεστρατίσει ολότελα, περιπλανιέται αχαλίνωτος στης φύσης τα σεπτά μονοπάτια.
Χρόνια νοσταλγούσα τούτο το βουνό και δεν έκλεισα μάτι όλο το βράδυ από την ανυπομονησία. Δεν είναι δα και πράμα μικρό να επιστέψεις, ύστερα από τόσα χρόνια, στο πατρικό σου το σπίτι. Από το χάραμα στο πόδι έκανα ετοιμασίες, συντροφιά με μια γλυκόπικρη μελαγχολία που πράυνε λίγο την λαχτάρα μου και των αναμνήσεων το ορμητικό θρασομάνημα. Κι όταν τελικά το πήρε απόφαση να σηκωθεί και η Έλλη ξεκινήσαμε το οδοιπορικό μας. Με τις συγκοινωνίες φτάσαμε μέχρι το χωριό και ύστερα ανηφορίσαμε κατά το βουνό, ακολουθώντας το μονοπάτι.
Σαν ιερή ανάβαση αισθάνομαι αυτή την πορεία κι εξερευνώ κάθε πτυχή του εδάφους μήπως κι αναθυμηθώ κάτι που θα με επανασύνδεση με τούτο το αρχέγονο μέρος. Αμέτρητα χρόνια, από παιδί, έχω να επισκεφτώ του παππού μου το σπίτι. Σαράντα χρόνια σχεδόν έχω να πατήσω πόδι στο χωριό μου γενικώς. Εκτοπίστηκα άθελα μου από παιδί κι ύστερα το εγκατέλειψα ηθελημένα. Δέσμιος της βιοπάλης ο πατέρας μου, έφυγε από το χωριό αναζητώντας δουλειά. Υποδουλωμένος στο μεροκάματο κι εγώ τράβηξα αντίστοιχο δρόμο από παιδί, και τώρα πια γέρασα. Το φέρε η μοίρα να νοικιάζω τα χέρια μου στα γερμανικά εργοστάσια, όσες περισσότερες ώρες μπορούσα. Για να προσφέρω στα παιδιά μου κάτι περισσότερο από ότι μπόρεσε να προσφέρει σε μένα ο πατέρας μου.
Ξεκινάς στη ζωή όλο όνειρα και σταδιακά η βιοπάλη απομυζά την φαιά ουσία του εγκεφάλου και στραγγίζει τους χυμούς του κορμιού. Μέχρι να μην έχεις διάθεση παρά μόνο για δουλειά και την απαιτούμενη ξεκούραση
για να συνεχίσεις να δουλεύεις. Μέχρι να πάψει να ρέει η σκέψη και να γιομίσει κόμπους, άλυτους και λιγδιασμένους, ώστε να μην πηγαίνει ποτέ παραπέρα από εκεί που ορίζουν αυτοί που μας περάσαν το χαλινάρι. Απόλυτη προσαρμογή στις συνθήκες, πλήρης υποταγή στην ανάγκη της μισθωτής σκλαβιάς που τόσο ανυπόφορη γίνεται ώστε αναγκάζεσαι να την παραβλέπεις. Προϋπόθεση επιβίωσης οι ψευδαισθήσεις λοιπόν, αυστηρώς απαραίτητο το αφιόνισμα του μυαλού. Αβάσταχτη καταλήγει η ζωή χωρίς αυταπάτες που θα εξωραΐζουν την επιβίωση σε ζωή, τη δουλεία σε εργασία, το ματωμένο υστέρημα σε κομπόδεμα. Δεν βαριέσαι, όμως, είχαμε πάντοτε το προνόμιο να αποβλέπουμε στο αύριο. Οικονομία και αποταμίευση, έτσι πορευτήκαμε. Ελπίζοντας πως αν δεν αρρωστήσουμε ή αν δεν μας τύχει καμιά αβαρία το κομπόδεμα θα συνεχίζει να αβγατίζει για να εξαργυρωθεί σε μελλοντική ευτυχία. Όχι για μας, εμείς την ξέραμε την μοίρα μας από παιδιά, αλλά για τα παιδιά μας. Για τις σπουδές τους και την οικονομική τους εξασφάλιση.
Απερίγραπτη δουλοφροσύνη θα μπορούσε να αποκαλέσει κάποιος την στάση μας. Καθολική υποταγή στα κελεύσματα του ενστίκτου της επιβίωσης που οδηγεί σε μια ατέρμονη αλυσίδα επιβεβλημένης και εθελούσιας σκλαβιάς, καθηλώνοντας μας να ατενίζουμε τη ζωή εκ μακρόθεν, προσδοκώντας μελλοντικές απολαβές. Ίσως έτσι να είναι και για αυτό να πορευτήκαμε στην ζωή μας ντροπιασμένοι. Εξοστρακισμένοι στα εργατικά γκέτο του Μονάχου, να συναναστρεφόμαστε αποκλειστικά με άλλους γκασταρμπάιτερς (φιλοξενούμενος εργάτης στη Γερμανία) που, εξουθενωμένοι όπως και εμείς, σπανίως είχαν το κουράγιο να ανταλλάξουν πάνω από δυο κουβέντες μεταξύ τους. Κάθε βάρδια στο εργοστάσιο ένα αλόγιστο ξόδεμα της αλκής του κορμιού και μια σταδιακή αποχύμωση της σκέψης. Αυτή ήταν η ζωή η δική μου και της Έλλης, δέσμιοι κι οι δυο στο ζυγό της αυτοεξορίας και του πικρού ψωμιού από παιδιά, ώστε δεν γνωρίσαμε ποτέ άλλη κατάσταση για τον άνθρωπο.
Τέλος κάλο, όλα καλά όμως. Αντέξαμε, επιζήσαμε και σταθήκαμε τυχεροί. Ούτε αρρώστιες, ούτε ατυχίες μεγάλες μας βρήκανε. Και να που ήρθε επιτέλους η ώρα της λευτεριάς από τα δεσμά της εργασίας. Να μπορέσουμε να δούμε τον εαυτό μας σαν κάτι περισσότερο από ένα ενοικιαζόμενο εργαλείο, να δούμε πως ζούνε οι άνθρωποι ανάμεσα στους ανθρώπους. Να κάνει και η Έλλη την επέμβαση που χρειάζεται στα πόδια της γιατί πλέον μετά βιας στέκεται όρθια. Να πάμε επιτέλους και διακοπές στο νησί της που έχει μαραθεί να το ξαναδεί. Μα το κυριότερο να εγκατασταθούμε μόνιμα
στην πατρίδα, να βγαίνουμε έξω στο δρόμο, να ακούμε “καλημέρα” και να μας φαίνεται σαν όνειρο.
Η σύνταξη μας είναι καλή και το κομπόδεμα αρκετό, ανταμοιβή για τη σαραντάχρονη συντριβή μας στις μυλόπετρες της εκμετάλλευσης. Εξηντάρηδες πλέον αλλά παρά τις κακουχίες και τις στερήσεις στεκόμαστε καλά. Γερές κράσεις αποδειχθήκαμε και οι δυο μας, διαφορετικά δεν θα αντέχαμε. Σπουδάσαμε τα παιδιά μας, αγοράσαμε και δυο διαμερισματάκια να έχουμε ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μας, να έχουν κι εκείνα. Και τώρα απαλλαγμένοι από τις βιοποριστικές έγνοιες θα αγωνιούμε μονάχα για την ζωή των παιδιών μας. Θα αγωνιούμε νομίζω περισσότερο από εκείνα γιατί εμείς γνωρίζουμε από πρώτο χέρι τι είδους ζωή τα περιμένει. Αυτά τουλάχιστον θα πουλούν την εργατική τους δύναμη με καλύτερους όρους, αυτό το δώρο τους το κάναμε εμείς με τη δουλιά μας. Μερικές φορές όμως μου φαίνονται τόσο απονήρευτα για το τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο κόσμος που σαστίζω και δεν βρίσκω λόγια να τα νουθετήσω. Τα αφήνω να συντηρούν την δική τους εικόνα για τη ζωή λοιπόν, μέχρι να τη θρυμματίσει αλύπητα η ίδια η πραγματικότητα. Αβάσταχτη η ζωή χωρίς αυταπάτες.
•
Τα βήματα μου είναι αργά και σταθερά μα μέσα μου τρέμω σύγκορμος. Δεκαετίες ολόκληρες με έτρωγε η νοσταλγία σαν αφορμισμένη πληγή και να που σήμερα θα ξανά αντικρίσω το σπίτι του παππού μου, εδώ στους πρόποδες αυτού του βουνού, λιγάκι έξω από το χωριό που γεννήθηκα. Η Έλλη αισθάνεται τη συγκίνηση μου, σε όλη την διαδρομή δεν είπε κουβέντα· με κρατάει από το μπράτσο μονάχα και σφίγγει τα δόντια για να ολοκληρώσει μαζί μου αυτό το ταξίδι. Πριν από κάθε σοβαρό εγχείρημα απαιτείται μια κάποια προετοιμασία και όσο πιο φορτισμένο είναι το ζήτημα τόσο πιο ανάλαφρη πρέπει να είναι η προπαρασκευή. Τι πιο κατάλληλο για αυτή την περίσταση λοιπόν από τη σιωπή; Ποιος θα μπορούσε άλλωστε να συνοδεύσει με λέξεις αυτή την επιστροφή, αυτή την διαδρομή προς την επανασύνδεση με το παρελθόν; Ακόμη κι ο Ορέστης το κατάλαβε αυτό, ο πρώτος μου ξάδερφος που ήρθε να μας προϋπαντήσει και να μας οδηγήσει στο παλιό μας πατρικό, το οποίο πιθανότατα να μην το έβρισκα καν μοναχός μου. Ούτε πέντε δεν ήμουν όταν έφυγε ο πατέρας μου από το χωριό και πήγε στη πόλη. Από τότε ζήτημα αν ξανά είδα τον Ορέστη
δυο φορές μέχρι να φύγω για τη Γερμανία. Ούτε αυτόν αναγνωρίζω, ούτε το βουνό, ούτε τα καφενεία στο χωριό μας. Ξένος πορεύτηκα στο Μόναχο, ξένος κι εδώ και τα παιδιά μου ξένα ολούθε. Κι αυτά τα χώματα σαν ξένος τα πατώ τώρα παρόλο που από παντού αναδύεται η ξεγνοιασιά των παιδικών μου των χρόνων.
Περπατούμε και σε κάθε μας βήμα μας καλωσορίζει η φύση. Οι πλάγιες είναι κατάφυτες κι από παντού ακούς τα κουδούνια των ζωντανών και των πουλιών το απόκοσμο κελάηδισμα. Οπού θες στέκεσαι και γεύεσαι άγρια σύκα κυκλωμένος από τις οσμές της βλάστησης. Οπού πατάς ραγίζουν καρύδια κάτω από το πέλμα σου κι ανοίγουν ακόπιαστα να σου προσφέρουν το καρπό τους σαν δώρο. Μακάρι μονάχα να ήταν τέτοια αγία κι ανθρώπινη και η δουλιά μας στις φάμπρικες. Μακάρι να μας είχε υποδεχτεί τόσο φιλόξενα και η ξενιτιά.
– Μεγάλη ήταν τελικά η διαδρομή Ορέστη. – Γεράσαμε Ξενοφών. Όταν παρατρέχαμε σαν παιδιά απο την πλατεία του χωριού μεχρι την καλύβα του παππού σου ουτε τρία λεπτά δεν κάναμε. Είπε και γέλασε με το χαρακτηριστικό αργόσυρτο γέλιο του ενώ εξερευνούσε το χώρο και κάθε τόσο εστίαζε πάνω μου με μυωπική προσήλωση προσπαθώντας να σιγουρευτεί πως όντως με γνώριζε.
Γεράσαμε όντως είν' η αλήθεια, μα εγώ αναριγώ τώρα μέσα μου σαν αμούστακο παιδί καθώς αναρωτιέμαι τι περιμένω άραγες να αντικρίσω σαν φτάσουμε. Η ξεθωριασμένη παιδική ανάμνηση αυτού του βουνού ήταν που συνδαύλιζε το μυαλό μου και με γέμιζε θαλπωρή καθώς περιπλανιόμουν σε ξένες λεωφόρους περιζωσμένος από μια ακατάληπτη γλώσσα και καχύποπτα βλέμματα. Εκεί που επέλεξα να ανταλλάξω απομόνωση και εξάντληση για ένα καλύτερο μέλλον. Πως θα μπορούσε ποτέ η πραγματικότητα να αναμετρηθεί με αυτή την παιδική εικόνα που κρατώ ερμητικά φυλαγμένη μες το κεφάλι μου; Πως θα μπορούσα να βρω αναλλοίωτο αυτό που εγκατέλειψα πίσω μου από όταν ήμουν παιδί;
– Καλά κάνατε και φύγατε Ξενοφών. Εδώ ήμασταν όλοι αγρότες τότε και δεν είχαμε μέλλον. Αγρότης θα γινόσουν και εσύ κι άρα χαμένος θα πήγαινες. – Καλά, κακά ποιος ξέρει στα αλήθεια; – Καλά, άκου με που σου λέω. Εδω δεχτημαμε την κηδεμονία της ΕΟΚ και υπογράψαμε την καταδίκη μας με αντίτιμο πακέτα Ντελόρ. Από εκεί και ύστερα γινόταν μόνο ότι πρoστάζαν τα Μάαστριχτ και οι Βρυξέλλες. Είπε
παθιασμένα ο Ορέστης και σώπασε για μια στιγμή. – Για τους Ευρωπαίους η Ελλάδα παραμένει ακόμη το καλύτερο οικόπεδο. Αποκρίθηκα εγώ, μα ήταν τόσο αδιάφορο το ύφος μου που φάνηκε σαν να μην έχω γνώμη πάνω στο θέμα κι αυτό με έκαμε να φανώ γελοίος στον εαυτό μου. – Μας διέλυσαν Ξενοφών. Καλύτερα που έφυγες να μη τα δεις. Τα φρούτα πήγαιναν χαράμι στις χωματερές. Ξεριζώθηκε η καλλιέργεια της σταφίδας, των σιτηρών, του καπνού. Παρήκμασε η καλλιέργεια των αμπελιών και παρέλυσε η ελαιουργία. Να μην μπορούμε να παράγουμε τίποτα και να μπορούν αυτοί να προωθούν τα δικά τους προϊόντα. Να έρθουν ύστερα οι πολυεθνικές και να σαρώσουν δεινοσαυρικά όλα τα μικρά επαγγέλματα. – Κι εμείς στη ξενιτιά νομίζεις καλύτερα περάσαμε; Ένα πράμα μάθαμε για ζωή, σκληρή δουλιά και αποταμίευση. Να στέλνουμε συνάλλαγμα πίσω, να συγκεντρώνουμε χρήματα για να ανοίξουμε μια επιχείρηση και να γλιτώσουμε από τη μοίρα του εργάτη. Για να μη πεθάνουμε σε ξένο χώμα σαν γκασταρμπάιτερς. – Βγάλατε τα παιδιά σας όμως, τα σπουδάσατε να έχουν καλύτερο μέλλον. – Και τώρα γυρνάμε στη πατρίδα που δεν γνώρισαν για να τους κουνήσουμε το μαντίλι καθώς θα φεύγουν. – Τι να έρθουν να κάνουν εδώ; Εδώ δεν βρίσκεις πια μεροκάματο, γιομίσαμε ξένους δουλευταράδες. – Τα ίδια λέγανε και για μας όταν πήγαμε στη Γερμανία Ορέστη. Ότι ρίξαμε τα μεροκάματα και στερήσαμε το ψωμί από τους ντόπιους εργάτες. – Κι άδικο είχανε; Μακάρι να καθότανε ο καθένας στο τόπο του αλλά φαίνεται πως δεν γίνεται. – Το αν γίνεται ή δεν γίνεται δεν ξέρω να στο απαντήσω. Αυτό που με πονάει όμως είναι πως τα παιδιά μας ούτε να ακούσουν δεν θέλουν για επιστροφή στην Ελλάδα. Ήρθαν μαζί μας σε αυτό το ταξίδι αλλά έμειναν στο διαμέρισμα που αγοράσαμε στην Αθήνα. Καμία όρεξη δεν είχαν να κουβαληθούν εδώ να ξεψαχνίσουν τις ρίζες τους. Ποιες ρίζες θα μου πεις; Ούτε ιδέα δεν έχουν για τη ζωή των παππούδων τους. Επιχείρησα κάμποσες φορές να τους μιλήσω αλλά δεν έδειξαν το παραμικρό ενδιαφέρον. Δεν τα αδικώ, μεγαλώσαν αλλού και βλέπουν αλλιώς τη ζωή που ξανοίγεται μπροστά τους. Τα ίδια με μας θα τραβήξουνε όμως, εξειδικευμένα αλλά πάλι ενοικιαζόμενα χέρια σε ξένο τόπο θα είναι.
•
Είχαμε σχεδόν φτάσει και οι αναμνήσεις πλέον με επισκέπτονταν ορμητικά και ασύνταχτα. Θυμήθηκα τον παππού μου που είχε παραμορφωθεί από τη πολλή δουλειά, καμπουριασμένο σαν ανθρώπινο αγκίστρι. Θυμήθηκα πως συχνά προκαλούσε γέλιο η στάση του, αν το βαστούσε φυσικά η καρδία σου να γελάσεις με τέτοιο θέαμα. Τη γιαγιά μου δεν πρόλαβα να την γνωρίσω. Διπλά δουλεμένη σα γυναίκα αυτή, ξεχαρβάλωσε πριν την ώρα της. Θυμήθηκα και τη στιγμή που ξεφούρνισα στο πατέρα μου πως θα φύγω στο εξωτερικό για δουλειά και τον πιάσαν τα κλάματα. Ακόμη και σήμερα δεν ξέρω αν δάκρυσε από χαρά ή από στεναχώρια, από ελπίδα ή απόγνωση. Τους έστελνα γράμματα τακτικά και πάντα πως είμαι κάλα έγραφα. Πάντα καλά τους έβρισκα κι αυτούς μου απαντούσαν, μέχρι που πέθαναν. Εμείς όμως θα έχουμε πιότερη άνεση, θα μπορούμε να ταξιδεύουμε και να επισκεπτόμαστε τα παιδιά μας όποτε θέλουμε. Θα μπορούν να έρχονται κι αυτά για διακοπές να μας βλέπουν και κάθε φορά που θα φεύγουν θα δακρύζω σαν το πάτερα μου, από χαρά και στεναχώρια συνάμα. Να δω μονάχα τι θα σκέφτομαι όταν θα μου γράφουν πως είναι καλά. Να μου γράφουν λέω; Τώρα θα μιλάμε τηλεφωνικώς όποτε θέλουμε, πιο δύσκολο σήμερα να κρύψεις το πόνο σου. Αδύνατο να μην πικράνεις τους γονείς σου όσο κι αν πασχίζεις να το αποφύγεις.
Βέβαια, τόσα και τόσα παιδιά φεύγουν στο εξωτερικό σήμερα, δεν είναι δα και το τέλος του κόσμου. Ατελείωτα πηγαινοέρχονται τα καραβάνια των ανθρώπων. Το άσχημο δεν είναι όμως το να κατοικείς σε άγνωρα μέρη με συνήθειες παράξενες, το άσχημο είναι να καταλήγεις ξένος στους δικούς σου ανθρώπους. Δεν υπάρχει κάτι πιο ανησυχητικά αλλότριο, από το οικείο που με το χρόνο καθίσταται αγνώριστο. Παλιά φανταζόμουν τους συγγενείς μου στην Ελλάδα να με μελετάνε αραιά και που και να λένε: “Ο Ξενοφών είναι στη Γερμανία. Ποιος να ξέρει πως τα περνάει εκεί”. Και καθώς θα με μελετάνε, χρόνο με το χρόνο θα ξεχνάνε όλο και περισσότερο τα μούτρα μου και τη χροιά της φωνής μου. Κι αν τύγχανε μια μέρα να εμφανιστώ δίπλα τους στο καφενείο ούτε που θα με αναγνώριζαν.
Ο Ορέστης θεωρεί πως πράξαμε καλά που φύγαμε κι αποξενωθήκαμε. Κατηγόρησε μάλιστα τους ξένους για όσα συνέβησαν στην Ελλάδα. Κι
αναρωτιέμαι τώρα ποιοι είναι αυτοί οι ξένοι, οι συλητές του ανθρώπινου ίδρου; Ξένος είσαι εσύ Ορέστη για μένα, ξένος γίνηκα εγώ απέναντι στον εαυτό μου τον ίδιο. Τίποτα δεν έμεινε πάνω μου που να θυμίζει το άβγαλτο χωριατόπουλο που έφυγε κάποτε για τη Γερμανία. Ξένη είσαι και εσύ Έλλη μου, αγνώριστη έγινες εντελώς και δεν μπορώ να βρω στη ματιά σου διόλου το πρόσχαρο κορίτσι που παντρεύτηκα. Οι λυμεώνες του ανθρώπινου μόχθου όμως είναι πέρα για πέρα γνωστοί και επώνυμοι, είναι αυτοί που λεηλατώντας απαλλάχθηκαν από τα δεσμά του μεροκάματου και υποδούλωσαν άλλους να δουλεύουν για λογαριασμό τους. Τι τα σκέφτομαι τώρα όλα αυτά; Tι θα μπορούσα να είχα πράξει διαφορετικά άραγες; Ίσως τίποτα. Θα μπορούσα όμως να λέω τουλάχιστον τα πράγματα με το όνομα τους. Το ταξίδι στην Γερμανία ξερίζωμα, το εργοστάσιο κάτεργο, τον εαυτό μου γκασταρμπάιτερ. Τα βαφτίσαμε όλα με ονόματα παράταιρα και χάσαν πια οι λέξεις το νόημα τους. Και τώρα τρέμω την ώρα που θα πρέπει να ευχηθώ στα παιδιά μου βιο ανέφελο και ακύμαντο στη ξενιτιά, φοβάμαι πως δε θα καταφέρω να το πράξω χωρίς να δαγκώσω τη γλώσσα μου από υποκρισία. θα το κάνω όμως, γιατί ξέρω πως είναι αβάσταχτη η ζωή χωρίς εξωραϊσμούς.
Ακόμη κι αυτό το ταξίδι απόρροια μακροχρόνιων εξιδανικεύσεων είναι και για αυτό νιώθω ρευστός να περιπλανιέμαι σαν ίσκιος στα μέρη που μεγάλωσα. Μέχρι να φτάσω στο προορισμό μου κι αυτός τάχα να νοηματοδοτήσει τα πάντα. Και τώρα που τελικά στέκομαι στο πατρικό μου απέξω μένω κενός και μουδιασμένος να το κοιτώ, με την γυναικά μου και τον Ορέστη να περιμένουν αμίλητοι δυο βήματα πίσω μου. Μου μεταδίδει αβάσταχτη θλίψη η θέα της ετοιμόρροπης και εγκαταλελειμμένης ετούτης παράγκας που πρέπει οπωσδήποτε να αποστρέψω το βλέμμα. Να κοιτάξω πέρα, κατά το βουνό και ύστερα να χαθώ στα θολά μάτια της Έλλης καθώς αυτή αρχίζει να σφίγγει με νεύρο το χέρι μου νιώθοντας το να τρέμει.
– Να πάρουμε τηλέφωνο τα παιδιά Ξενοφών. Την αγγελική πάρε, ο Λεωνίδας θα κοιμάται ακόμη. Πες τους πως περνάμε καλά να μην έχουν την έγνοια μας. – Ναι θα τα πάρω τώρα, στο κατηφόρισμα.
Θα τους πω πως περνάμε καλά και το ίδιο θα μου αποκριθούνε κι εκείνα. Μα αναρωτιέμαι συχνά, θα γινόταν αλήθεια τόσο αφόρητη η ζωή αν είχαμε το σθένος να τη κοιτούμε κατάματα και να μιλούμε σταράτα;
Οι πορτοκαλιές
(του Κώστα Λίχνου)
Φτάσαμε αισίως στην περίοδο των θερινών διακοπών. Στο σπίτι μας κυριαρχεί ευδιαθεσία, ίσως μέχρι και ενθουσιασμός για αυτό το εκπληκτικό γεγονός που δεν παύει βέβαια να επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο. Δεν θέλω να ακουστώ ως αγνώμων, γνωρίζω καλά πως για πολλές οικογένειες οι διακοπές μοιάζουν πλέον άπιαστο όνειρο. Είναι όμως λιγάκι δύσκολο να απολαύσεις το οποιοδήποτε ταξιδάκι αναψυχής όταν όλο το προηγούμενο έτος ήσουνα άνεργος. Όταν η καθημερινότητα σου μαστίζεται από ρουτίνα και απραξία, μια απραξία διόλου χαλαρωτική μα πλήρως διαβρωτική και ψυχοφθόρα που μετατρέπεται σε ακένωτη πηγή νευρικότητας και άγχους.
Το σόι μας θα συγκεντρωθεί σύσσωμο στο πατρικό μας εξοχικό στην Π. και εμείς οι νεότεροι θα αποτελέσουμε αναμφίβολα το κύριο θέμα συζήτησης των μεγαλυτέρων. Οι οποίοι θα αδράξουν κάθε ευκαιρία για να εκφράσουν με θελκτική ευφράδεια τις ανησυχίες τους για το μέλλον μας, αλλά πολύ φοβάμαι και την δυσανασχέτηση τους για την τωρινή μου κατάσταση. Κι εγώ εκτεθειμένος σε αυτή την υπερβολική επίδειξη καλοπροαίρετης κριτικής και αλλεπάλληλων νουθεσιών θα πρέπει να αποδείξω το βάσιμο των αντιξοοτήτων που αντιμετώπισα στα πρώτα μου βήματα στην αγορά εργασίας, δικαιολογώντας έτσι κάπως τον εαυτό μου. Βέβαια, δεν θα είναι αρκετό να αναδείξω απλώς τα αντικειμενικά αίτια της ανεπιτυχίας μου, θα πρέπει να επιδείξω ταυτόχρονα αδρότητα σκέψης και σφρίγος γιατί διαφορετικά θα κατηγορηθώ αναπόφευκτα για διανοητική αμβλύνοια και ραθυμία.
Μην σας περάσει από το μυαλό πως είμαι αιθεροβάμων η επιλεκτικός. Γνωρίζω καλά τις σημερινές δυσκολίες και συνεπώς, το προηγούμενο διάστημα, έριξα παντελώς τις προσδοκίες μου και αναζητούσα κάθε λογής εργασία. Ο γείτονας μου ο Κυριάκος, εξασφάλισε πρόσφατα κάποια μεροκάματα ως διανομέας διαφημιστικών φυλλαδίων. Οι γονείς μου όμως ούτε να ακούσουν δεν ήθελαν για τέτοιου είδους απασχόληση που δεν συνάδει με την καλή μου ανατροφή και μόρφωση. Δεν είχα λοιπόν να αναλογιστώ μονάχα την δική μου εικόνα όταν ζύγιζα τις επιλογές μου, αναγκαστικά έπρεπε να προστατεύσω συνάμα και την υπόληψη ολόκληρης της οικογένειάς μου. Γεγονός που σαφέστατα με καταπίεσε και είχε αρνητική επίδραση στην αυτοεικόνα μου.
Πλησιάζοντας την δεκαετία των τριάντα αυτό που μένει ως επίγευση από την πρότερη νιότη είναι ένα εκκωφαντικό αίσθημα περατότητας. “Τέλος τα
αστεία, έπρεπε να έχεις σοβαρευτεί προ πολλού Μενέλαε”, επαναλαμβάνει τακτικά ο πατέρας μου. Λες και για την κατάσταση μου ευθύνεται η απρονοησία και η φαιδρότητα μου. Το ξέρω καλά πως στα μάτια του φαντάζω ληθαργικός, αυτός θα με ήθελε άοκνο και πολυπράγμονα. Άλλωστε όλα στη ζωή μου τα βρήκα στρωμένα και είναι αδιανόητο για αυτόν το γεγονός πως αρκούμαι σε αυτά και δεν πασχίζω να δημιουργήσω κάτι με την προσωπική μου προσπάθεια. Το φανερώνει αυτό καθημερινά, κάθε φορά που εκδηλώνει τις απαιτήσεις που έχει από μένα. “Πήγαινε να βάψεις τα κάγκελα της άυλης τα έχει καταφάει ο ήλιος, φρόντισε λιγάκι το κήπο, κλάδεψε τις πορτοκαλιές στο κτήμα γιατί θα μας σχολιάζουν οι γείτονες. Κάνε κάτι επιτέλους...”.
Το βρίσκω όμως δύσκολο να καταπιαστώ με κάτι από αυτά, τη στιγμή που δεν διαβλέπω στη ζωή μου προοπτική καμία και δεν βρίσκω νόημα σε τίποτα. Ίσως να ενσαρκώνω όλα τα χαρακτηριστικά του αχρείου όπως λέει αυστηρά ο παππούς μου από τον οποίο δεν κληρονόμησα τίποτα παρά μονάχα το όνομα μου, που κι αυτό μάλιστα θα το διασύρω στο βούρκο της αθλιότητας όπως δείχνουν τα πράγματα. Πως όμως να αποτολμήσω τέτοια μεγαλειώδη αυθάδεια και να αρνηθώ να ικανοποιήσω τις επιθυμίες του πατέρα μου; Κάτι από όσα ζητά θα πρέπει να προσπαθήσω να πράξω κι ας γνωρίζω εκ προοίμιου πως όποιο καθήκον κι αν αναλάβω θα το διεκπεραιώσω ελλιπέστατα, φανερώνοντας περίτρανα την ανεπάρκεια μου. Αφού όμως μια ολόκληρη οικογένεια έχει επενδύσει εμμανώς στην λαμπρή μου σταδιοδρομία, πρέπει με κάποιο τρόπο κι εγω να αποδείξω την αξία μου, διαφορετικά θα καταστήσω φρούδους τους πολυετείς κόπους του πατέρα μου. Θα μου πείτε, τόσο απαιτητικά είναι αυτά που ζητούν από μένα; Όχι, για απλές καθημερινές εργασίες πρόκειται αλλά όλως παραδόξως αισθάνομαι πως το πτυχίο, το μεταπτυχιακό, οι τρεις ξένες γλώσσες και όλα τα εφόδια μου μετατρέπονται σε βαρίδια κι εγώ υπό το βάρος τους διολισθαίνω στην απραξία.
Παραδομένος στην απραξία νιώθω ανολοκλήρωτος, σαν να μην έχω εκδηλωθεί ακόμη αλλά απλώς να σοβώ. Λες και προετοιμάζομαι μες το κουκούλι μου, σαν την κάμπια που αναπόδραστα θα μετουσιωθεί σε πεταλούδα. Το δικό μου μέλλον όμως δεν φαντάζει και τόσο ευοίωνο. Μέσα στην σήψη και τη συναισθηματική καταστολή νιώθω περισσότερο σαν μια προς αφανισμό ύπαρξη παρά σαν μια μελλοντική πεταλούδα. Το κουκούλι αρχίζει να ζαρώνει και να τυλίγεται γύρω μου σαν σάβανο. Κι εγώ αποσυντίθεμαι μέσα του διατηρώντας μια διαρκώς αναβαλλόμενη να εκπληρωθεί προσδοκία αυτοβελτίωσης. Είμαι πλέον αναντίρρητα ένα υποκείμενο οριστικά και αμετάκλητα καταδικαστέο. Ένας δυστυχής πλάνητας που ακολούθησε απαρέγκλιτα το μονοπάτι που άλλοι χάραξαν
για αυτόν, επειδή είχε πειστεί ότι έτσι το μέλλον του θα είναι στρωμένο με ροδοπέταλα. Κι όταν τελικά η υπόσχεση αυτή διαψεύστηκε καταλόγισε στον εαυτό του την ευθύνη και έκτοτε επιδίδεται σε ανηλεή αυτοβασανισμό για να εξιλεωθεί.
Υπάρχει πάντα βέβαια και η δοκιμασμένη επιλογή του να αδιαφορήσει κανείς απέναντι στους εσωτερικούς του κλυδωνισμούς. Αλλά τελευταία νιώθω το χρέος να συνευρίσκομαι όποτε μπορώ με τον εαυτό μου και όχι να τον αποδιώχνω με τις αμέτρητες τεχνικές που μέχρι σήμερα έχω αναπτύξει. Προς αυτήν την κατεύθυνση, της ανακαλύψεως του εαυτού μου δηλαδή, κινούνταν και η απόφαση που κόντεψα να πάρω πριν μερικούς μήνες, να φύγω στο εξωτερικό. Ούτε ο πρώτος θα ήμουν άλλωστε, ούτε ο τελευταίος. Ο τόπος αυτός είναι πλέον διαποτισμένος από ανεξίτηλη θλίψη και ίσως πρέπει να αποδημήσουμε όλοι μας για να λυτρωθούμε ή για να διαδώσουμε χαιρέκακα την ενδημική μας κατάθλιψη. Όταν ανακοίνωσα όμως στην οικογένεια μου ότι σκοπεύω να μεταναστεύσω για να αναζητήσω την τύχη μου, απάντησαν εν χορό με ένα κατηγορηματικό όχι και έσπευσαν σύσσωμοι να με αποτρέψουν. Εγώ, φυσικά, συμμορφώθηκα με τις επιθυμίες τους αλλά ακόμη κι αυτό κατέληξαν να μου το καταλογίσουν ως ατολμία και διαρκώς να μου υπενθυμίζουν πόσο εξαιρετικά τα κατάφερε ο θειος Τρύφωνας που έφυγε στην Αυστραλία και μεγαλούργησε.
“Όποιος δείξει επινοητικότητα, ευρεσιτεχνία και τόλμη μπορεί να τα καταφέρει και εδώ”, υποστηρίζει ο πατέρας μου. Ο οποίος διατείνεται πως όποιος έχει όρεξη για δουλειά θα προκόψει αδιαμφισβήτητα. Βέβαια, αυτός είναι μεγαλοδικηγόρος που κατόρθωσε τις προηγούμενες δεκαετίες να συσσωρεύσει μια διόλου ευκαταφρόνητη περιουσία. Ας πάει όμως να ρωτήσει και τον γείτονα μας τον Τιμολέων, τον πατέρα του Κυριάκου, που δουλεύει στην οικοδομή σαράντα χρόνια και φέτος κινδύνευε να μην έχει ρεύμα στο σπίτι του. Μάλλον αυτός δεν δούλεψε αρκετά στη ζωή του με βάση τα λεγόμενα του πατέρα μου. Όσο για μένα, δεν λέω πως μου ζητάει κανείς να δουλέψω ως οικοδόμος αλλά θα μπορούσα τουλάχιστον να κλαδέψω αυτές τις ρημάδες τις πορτοκαλιές για να μην δίνω δικαιώματα στους γείτονες να μας σχολιάζουν. Οι πορτοκαλιές όμως φαίνεται να έχουν αποκτήσει στο μυαλό μου μια σχεδόν απόκοσμη υπόσταση και κάτι πάνω τους με αποτρέπει από το να τις πλησιάσω. Ίσως να βλέπω στη περιποίηση τους κάτι το κοινό με τη πρόνοια και τη φροντίδα που απαιτεί η ζωή για να καρποφορήσει στο μέλλον. Ίσως μου δίνουν την εντύπωση πως συγκροτούν μια απροσδιόριστη συλλογική οντότητα από την οποία εγώ νιώθω ξεκομμένος και σε αυτή την αίσθηση της απομόνωσης έγκειται νομίζω και η ειδοποιός διάφορα που έχω σε συνειδησιακό επίπεδο με το
Κυριάκο. Αυτός δε φαίνεται να καταλογίζει στον εαυτό του ευθύνες για τις αντιξοότητες που αντιμετωπίζει με αποτέλεσμα να αναζητά στο συνδικαλισμό και τη πολιτική τη διέξοδο από τα προβλήματα του, ενώ εγώ γυρεύω χιμαιρικά κάποιου είδους εσωτερική λύτρωση. Αυτό τον καθιστά ικανό να συνδεθεί με αμέτρητους άλλους και να βρει χιλιάδες φωνές για να κραυγάσει το δίκιο του. Εγώ αντίθετα μετατρέπομαι σε μοναστική ύπαρξη και σταδιακά αφανίζομαι. Αυτός δεν έχει παρά να στραφεί ενάντια στην κοινωνία στοχεύοντας την πιο θεμελιώδη αποτυχία της, αλλά εγώ στοχοποιώ τις αδυναμίες μου και στρέφομαι ενάντια στον εαυτό μου βεβαρημένος από το αίσθημα μιας εσωτερικής ανικανότητας.
Αμφιταλαντεύομαι, κινούμαι στο μεταίχμιο ανάμεσα στην ωμή αναγνώριση της θλιβερής μου κατάστασης και στην απόλυτη άρνηση. Αυτή η διφορούμενη στάση δημιουργεί μια αίσθηση διανοητικού διχασμού και συνειδησιακής ακροβασίας. Ίσως να με συμπαρασύρει και έμενα η περιρρέουσα αίσθηση απογοήτευσης που έχει καταπλακώσει τους πάντες. Μια απογοήτευση που ανδρώνεται μέσα στις σημερινές αντιξοότητες αλλά αντλεί αγόγγυστα και πυρομαχικά από τα απωθημένα της παιδικής ηλικίας που αναβιώνουν διαρκώς στις καθημερινές μας αποτυχίες. Προσμένω λοιπόν, μην έχοντας κάτι άλλο να κάνω και προσδοκώ να ανακάμψει η οικονομία. Μέχρι τότε σταθερά θα αναχαιτίζω την πηγαία μου ανάγκη για μια καλύτερη ζωή. Θα αναμένω να εκπληρωθούν οι προϋποθέσεις, ώστε να δικαιωθούν οι θυσίες των δικών μου κι εγώ να αναδειχθώ σε αυτόν που έμελε να γίνω. Μέχρι τότε όμως αυτό το αναθεματισμένο αίσθημα της ανεπάρκειας με αναγκάζει διαρκώς να επανεφευρίσκω τον εαυτό μου και μάλιστα να το διατρανώνω αυτό στους πάντες.
Σε όποια πτυχή του εαυτού μου όμως κι αν εστιάζω, η αλήθεια είναι πως διαπιστώνω ότι δεν τρέφω και ιδιαίτερη εκτίμηση προς το άτομο μου. Και δυστυχώς, μόλις κάποιος σχηματίσει μια συγκεκριμένη εικόνα για τον εαυτό του είναι ευκολότερο να μετακινήσει βουνά παρά να κλονίσει τα θεμέλια αυτής της εικόνας. Δεν βαυκαλίζομαι, το γνωρίζω καλά πως αυτά τα συναισθήματα δεν συνάδουν με την ηλικία μου. Ίσως μάλιστα εκεί να βρίσκεται και η ουσία του προβλήματος, στην συνειδησιακή ανωριμότητα δηλαδή. Όποτε όμως προσπαθώ να εντοπίσω τις αιτίες της ανωριμότητας μου καταλήγω να αισθάνομαι πως ολάκερος ο κόσμος είναι φτιαγμένος με τέτοιο τρόπο που να μην μου επιτρέπει να ολοκληρωθώ.
Στις σημερινές συνθήκες, ακόμη κι αν καταφέρω να βρω εργασία, ο μισθός δεν θα επαρκεί για να ανεξαρτητοποιηθώ πλήρως. Θα παραμένω λοιπόν δέσμιος και θα συντηρούμε παρασιτικά από το οικογενειακό εισόδημα, επιφορτισμένος ακόμη με το καθήκον να φροντίζω τις
αναθεματισμένες πορτοκαλιές. Θα μου πείτε τόσο αφόρητα δυσμενής θα είναι η θέση μου αυτή ή μήπως θα είμαι ο μόνος νέος που θα αδυνατεί να στηριχθεί στα πόδια του; Όχι, σε καμία περίπτωση δεν θα αποτελώ κάποια αξιολύπητη εξαίρεση αλλά νομίζω πως δεν προέρχεται από εκεί η δυσανασχέτηση μου. Αισθάνομαι πως αυτό που υπονομεύει την αυτοπεποίθηση μου είναι μια διαφορετικού είδους εξάρτηση. Ίσως να προέρχεται από την μαλθακότητα μου κι από την ευκολία με την οποία επιτρέπω στις συνθήκες να με σμιλεύουν. Ακόμη και στην πιο φευγαλέα σκέψη αντίστασης απέναντι στα πράγματα όμως διαπιστώνω απευθείας μια ήπια καταβολή των δυνάμεων μου και μια κάμψη της ενεργητικότητας μου. Επανέρχομαι με ανακούφιση στη θέση μου λοιπόν και ξεχνώ αμέσως την παρ' ολίγον αποδρομή μου.
Αν τύχει βέβαια και πραγματοποιήσω κάποια εκτενή πολιτική συζήτηση με τον πατέρας μου, η αλήθεια είναι πως θα σπεύσει να μου αναγνωρίσει αρκετά ελαφρυντικά. Θα εξαπολύσει μύδρους εναντίον των διεφθαρμένων πολιτικών και του υπερδιογκωμένου δημοσίου. Θα στηλιτεύσει την τεμπελιά και τη φαυλότητα των Νεοελλήνων και θα διαμαρτυρηθεί για τις ανεξέλεγκτες εισροές των μεταναστών στη χώρα μας. Για όλα αυτά τα ζητήματα δεν ευθύνομαι εγώ σε καμία περίπτωση, μοιάζουν να αποτελούν όμως παράγοντες ελάσσονος σημασίας. Πάντα από την ανάλυση του θα ξεγλιστρούν οι βαθύτεροι λόγοι, πάντοτε θα του διαφεύγει η αποχρώσα αιτία. Τα συμπτώματα της φτωχοποίησης του λαού μας πρόδηλα και αντιληπτά αλλά οι αιτίες ασύλληπτες. Σπανιότατα, και μάλιστα με την εντύπωση ότι μπήγει το μαχαίρι μέχρι το κόκαλο, ο πατέρας μου θα υποστηρίξει πως η δήμευση του λαϊκού εισοδήματος μέσω της επαχθούς φορολογίας και στη συνέχεια η ολική εκποίηση της δημοσίας περιουσίας σε ιδιώτες ήταν οι λόγοι που οδήγησαν στη χρεοκοπία μας. Δηλαδή θα επισημάνει την εις διπλούν καταλήστευση της λαϊκής περιουσίας από τις τράπεζες και τους κεφαλαιοκράτες με την αγαστή πάντα συνεργασία του κράτους. Ακόμη κι αυτό όμως δεν ηχεί στα αυτιά παρά ως σύμπτωμα και δυστυχώς η άγνοια των πραγματικών αιτιών είναι που κυρίως μας καθιστά θύματα της ακατανόμαστης δυστυχίας και της αδάμαστης θλίψης που μας κατακλύζει.
Βασικότατο αποτέλεσμα αυτής της άγνοιας είναι μια ανυπόφορη αίσθηση πολιτικής αδυναμίας. Αυτή η απώλεια δυνάμεων στερεί από τους πάντες την ικανότητα να αξιολογήσουν κριτικά τα γεγονότα και επιτείνει τον πανικό μας. Έναν πανικό που στη διασπορά του μοιάζουν να συνεπικουρούν τα πάντα, από τα δελτία ειδήσεων μέχρι και τα καιρικά φαινόμενα. Ελάχιστοι παραμένουν απρόσβλητοι από το διαδιδόμενο αυτό πανικό και δεν γνωρίζω αν επαρκούν για να ταρακουνήσουν εμάς που
παραμένουμε ανήμποροι να καρτερούμε την επικείμενη καταστροφή. Τρέφοντας συνάμα μέσα μας μια αμυδρή αθέμιτη ελπίδα πως ίσως και η καταιγίδα μας προσπεράσει, πως ίσως και η μοίρα μας λυπηθεί. Με φρούδες ελπίδες όμως και στείρα αφοριστική κριτική δεν δύναται μέσα στη σημερινή ατμόσφαιρα της αποπνικτικής καταχνιάς να ανθοφορήσουν ποτέ οι πορτοκαλιές.
Θα περιμένω να καλυτερέψουν τα πράγματα λοιπόν, αυτό επιτάσσει η σωφροσύνη άλλωστε. Θα το κάνω επειδή έχω την ευχέρεια και την πολυτέλεια να περιμένω, ευελπιστώντας σε ένα καλύτερο μέλλον ακόμη κι όταν αυτό δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα. Ο Κυριάκος, ο γιος του Τιμολέων, είναι αντίθετα αναγκασμένος να κάνει δυο και τρεις χαμαλοδουλειές αλλά και να βοηθά τον πατέρα του στην οικοδομή όταν αυτός βρίσκει μεροκάματο. Ανάγκα και οι θεοί πείθονται υποθέτω. Ο Κυριάκος μοιάζει να είναι ταξικά καταδικασμένος να προβεί σε αυτές τις ενέργειες ενώ εγώ βρίσκομαι αδιαμφισβήτητα σε πλεονεκτικότερη θέση. Παρόλα αυτά όμως, όταν τον αντικρίζω με κατακλύζουν συναισθήματα αναξιότητας και μειονεξίας. Μερικές φορές μάλιστα ομολογώ πως τον ζηλεύω, ιδιαίτερα όταν τον βλέπω ικανό να συναναστρέφεται φιλικά με το πατέρα του. Εγώ το μόνο που μπορώ να κατορθώσω είναι περιοδικά να εξευμενίζω τον δικό μου, επιτελώντας ενίοτε κάποια από τα άχαρα καθήκοντα μου. Φοβάμαι όμως πως η φροντίδα των πορτοκαλιών με τους ρυτιδιασμένους κορμούς και τα χρυσοπράσινα φύλλα δεν είναι μια αποστολή που μπορώ να φέρω εις πέρας. Αυτά τα δέντρα μολονότι αναφύονται μέσα απ' το χώμα, ύστερα ρηγματώνονται από αυτό και στέκουν αυθύπαρκτα. Παρά τους τίτλους ιδιοκτησίας που με συνδέουν με αυτά, δεν δύναται να ευδοκιμήσουν κάτω από τη δική μου φροντίδα.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΚΩΣΤΑ ΛIΧΝΟΥ
Ονοματεπώνυμο: Λίχνος Κωνσταντίνος
Όνομα πατρός: Βησσαρίων
Ημερ. Γέννησης: 7 Δεκεμβρίου 1981
Ηλ. διευθυνση: lixnosss@hotmail.com
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Δευτεροβάθμια εκπαίδευση
Λύκειο: Γενικό Λύκειο Αστακού
Έτος απόλυσης: Ιούνιος 1999
Τριτοβάθμια εκπαίδευση
Σχολή : Τμήμα Πληροφορικής και Επικοινωνιών στο ΑΤΕΙ Σερρών.
Αποφοίτηση από το: Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Σερρών
Με τίτλο : Πτυχιούχος Τμήματος Μηχανικών Πληροφορικής & Επικοινωνιών
Γεννηθείς στη Πατρα, με καταγωγή απο τον Αστακο Αιτωλοακαρνανίας. Με τη λογοτεχνία ασχολήθηκα απο μικρη ηλικια. Τα 2 τελευταια χρονια εχω διακριθει σε 7 εως τωρα λογοτεχνικους διαγωνισμους στην κατηγορια του Δοκιμιου και του Διηγηματος (2 απο τα βραβευμενα μου διηγηματα αναμενεται συντομα να εκδοθουν σε συλλογικους τομους. το διηγημα μου Οι πορτοκαλιές εκδοθηκε την προηγουμενη εβδομαδα απο τον εκδοτικο οικο Συγχρονη Εποχη ). Θα παραθεσω τα στοιχεια των διακρισεων μου (και συνδέσμους με τις τελετες απονομης).
1 ) Γ βραβειο διηγηματος εκ του Πανελλήνιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού που διεξήγαγε η Πνευματική Συντροφιά Λεμεσού
https://agriniobestof.gr/index.php/component/k2/item/32784-kerdise-to-trito-vraveio-diigimatos-o-kostas-lyxnos-apo-ton-astako-ston-7o-panellinio-logotexniko-diagonismo-lemesoy
Κέρδισε το τρίτο βραβείο διηγήματος ο Κώστας Λύχνος από τον Αστακό, στον 7ο Πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμό Λεμεσού
Μια μεγάλη διάκριση κατάφερε ο συμπατριώτης μας Αστακιώτης Κώστας Λύχνος, κατακτώντας το τρίτο βραβείο διηγήματος, με το έργο του...
agriniobestof.gr
2) Γ βραβειο διηγηματος στο Διαγωνισμό Λογοτεχνικού Έργου που προκήρυξε η ΚΕ του ΚΚΕ, με αφορμή τα 100 χρόνια του ΚΚΕ
http://www.newsnowgr.com/article/1205015/kerdise-to-trito-vraveio-diigimatos-o-kostas-lyxnos-apo-ton-astako-sto-diagonismo-logotexnikou-ergou-pou-prokiryxe-i-ke-tou-kke-me-aformi-ta-100-xronia-tou-kke.html
Κέρδισε το Τρίτο Βραβείο Διηγήματος ο ΚΩΣΤΑΣ ΛΥΧΝΟΣ από τον Αστακό, στο Διαγωνισμό Λογοτεχνικού Έργου που προκήρυξε η ΚΕ του ΚΚΕ, με αφορμή τα 100 χρόνια του ΚΚΕ | NewsNowgr.com
Κέρδισε το Τρίτο Βραβείο Διηγήματος ο ΚΩΣΤΑΣ ΛΥΧΝΟΣ από τον Αστακό, στο Διαγωνισμό Λογοτεχνικού Έργου που προκήρυξε η ΚΕ του ΚΚΕ, με αφορμή τα 100 χρόνια του ΚΚΕ Ο Κώστας Λύχνος παραλαμβάνει το βραβείο του, με το έργο ...
www.newsnowgr.com
3) Α βραβειο στον παγκοσμιο λογοτεχνικο διαγωνισμο του ΕΠΟΚ 2019
https://www.epok.gr/2019/05/9-2018_7.html
Ελληνικός Πολιτιστικός Όμιλος Κυπρίων Ελλάδος (Ε.Π.Ο.Κ.): Αποτελέσματα ΔΟΚΙΜΙΟΥ 9ου Παγκόσμιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού Ε.Π.Ο.Κ. 2018 - epok.gr
www.epok.gr
4) ΕΠΑΙΝΟς ΔΙΗΓΗΜΑΤΟς στον 9ο Παγκόσμιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού Ε.Π.Ο.Κ. 2018
https://www.epok.gr/2019/05/a-9-2018.html
Ελληνικός Πολιτιστικός Όμιλος Κυπρίων Ελλάδος (Ε.Π.Ο.Κ.): Aποτελέσματα ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ 9ου Παγκόσμιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού Ε.Π.Ο.Κ. 2018 - epok.gr
5) Επαινος Δοκιμιου απο τον Φιλολογικο Συλλογο Παρνασος (Η τελετη απονομης θα γινει την 1η οκτωβρη 2019)
Το Δοκίμιο μου απέσπασε ενα ακόμη πρωτο βραβείο στον 19ο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Εταιρείας Τεχνών Επιστήμης και Πολιτισμού Κερατσινίου (Ε.Τ.Ε.Π.Κ.) .
https://drive.google.com/file/d/1sGw1REGipJw5F0K0b_4D56IwMOvlOjmO/view?fbclid=IwAR0HQ5RjGp6ZLZUt5WzpZ-N8gBwQn_kHwhll_jLwAa4fczm-papklxHgqr8
Διαφορες φωτογραφιες και βιντεο απο τις βραβευσεις ¨:
https://www.youtube.com/watch?v=6olxtzxbcW0&feature=youtu.be https://www.youtube.com/watch?v=eBMgDY2H8I8&feature=youtu.be https://www.youtube.com/watch?v=1epk2Fpdbhc&feature=youtu.be&t=872
https://www.youtube.com/watch?v=6olxtzxbcW0&feature=youtu.be https://www.youtube.com/watch?v=eBMgDY2H8I8&feature=youtu.be https://www.youtube.com/watch?v=1epk2Fpdbhc&feature=youtu.be&t=872
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!