Η σύντομη γνωριμία μου με την Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ
Τον Ιούνιο του 2019 βρέθηκα στην Αθήνα για
βραβεύσεις ποιημάτων και έργων μου από δυο διαφορετικούς Ομίλους Λογοτεχνών.
Ήταν εκείνος ο μήνας μια ευλογημένη συγκυρία γνωριμίας με ανθρώπους της τέχνης
καθοριστικής για την εξέλιξη και την συνέχιση του έργου μου. Ήδη από την
περασμένη χρονιά γνώρισα και σχετίστηκα με πολλούς λογοτέχνες με τους οποίους
δημιουργήσαμε μια όμορφη φιλία που συνεχίζετε κυρίως μέσω του διαδικτύου.
Εκείνες τις μέρες που είμασταν εκεί, απολαμβάναμε ότι
πολιτιστικό δρώμενο είχε η Αθήνα. Ένα από τα αξέχαστα εκείνα βράδια
βρισκόμαστε στο μουσείο Ακρόπολης και απολαμβάναμε μια υπέροχη συναυλία του
Ξαρχάκου.Μια από τις φίλες μου η Μυρτώ
άνοιξε κουβέντα για την Κατερίνα Ρούκ.
- Στάσου της λέω την γνωρίζεις
- Αμε μου λέει εκείνη. Γράψαμε μάλιστα μαζί και ένα
ποίημα στη ποιητική μου συλλογή για τον Καβάφη. Είμαι φίλη της και την
επισκέφτομαι τακτικά. Αν θέλεις μπορούμε να πάμε μαζί.
Το να πλησιάσεις και να γνωρίσεις ένα μύθο, και τόσο εύκολα
μου φάνηκε θεόσταλτο δώρο . Μόνο που δεν πήδηξα από την χαρά μου. Περίμενα πως
και πώς να μου πει η φίλη μου την μέρα και την ώρα. Γιατί έπρεπε πρώτα να
ενημερώσει την κυρία Κατερίνα κατά πόσον ήθελε να μας δεχτεί.
Πριν πάμε πήγα σε ένα ζαχαροπλαστείο και της πήρα μπισκότα
γιατί ήξερα ότι ήταν γλυκατζού.
Πήραμε ταξί και μας πήρε στην οδό Ασκληπιού. Ακολούθησα
μαζί με τον σύζυγο μου την Μυρτώ που μπήκε με την άνεση του ανθρώπου που
γνωρίζει καλά την ίδια αλλά και τους ανθρώπους που μένουν εκεί και φροντίζουν
την Κατερίνα.
Μας δέχτηκε στο δωμάτιο- γραφείο της με ένα πλατύ
γλυκό χαμόγελο. Η πρώτη της δουλειά ήταν να ανοίξει με
παιδική αφέλεια το κουτί με τα μπισκότα και να αρχίσει να τρώει με λαιμαργία.
Της άρεσαν πάρα πολύ και τα τίμησε για να μας τιμήσει για αυτό το ελάχιστο δώρο
που της πήραμε. Μας μιλούσε για την υγεία για διάφορα θέματα . Πάντα με εκείνο
το πλατύ της χαμόγελο και τα λαμπερά παμπόνηρα ματάκια της. –Γύρω της την πλαισίωναν
διάφορα κάδρα με φωτογραφίες .
- Αυτός ήταν ο άντρας μου λέει δείχνοντας μια φωτογραφία
που πόζαρε ξέγνοιστη μαζί του. Ο άντρας της ζωής μου συνέχισε, και μια σκιά
πέρασε από τα μάτια της που κράτησε μόνο μια στιγμή.
- Λοιπόν τι θέλετε από μένα, ρώτησε και με κοίταξε σοβαρά.
Η ερώτηση της με ξάφνιασε.
<<Αν ήταν δυνατό να θέλουμε κάτι σκέφτηκα. Δεν ήταν
αρκετό τάχα πως μας άνοιξε διάπλατα το σπίτι για να την γνωρίσουμε>>
Σας θαυμάζω πάρα πολύ μέσα από την ποίηση σας , της είπα με
ειλικρίνεια, και όταν άκουσα πως μπορούσα να σας γνωρίσω από κοντά το θεώρησα
μεγάλη τιμή, και σας ευχαριστώ πάρα πολύ που μας δεχτήκατε.
Ευχαριστήθηκε. Τώρα έγλυφε και ένα από τα παγωτίνια που της
πήρε η φίλη μου , να την ευχαριστήσει και αυτήν. Και όπως ήταν
πασαλειμμένο το πρόσωπο της από το παγωτό που ήταν και μισολιωμένο από την ζέστη και αυτή ξέγνοιαστη
το απολάμβανε, μου φάνηκε σαν μια παιδούλα που έκανε μια αταξία.
Μπροστά μου δεν ήταν η μεγάλη Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ.
Μπροστά μου είχα μια ακομπλεξάριστη γυναίκα φυλακισμένη σε ένα παραμορφωμένο
σώμα που συχεχώς αυτοσαρκαζόταν
για την εμφάνιση της με εκείνα τα
εκφραστικά μάτια να στράφτουν από εξυπνάδα και ζωντάνια.
Μας μίλησε λίγο για τα παιδικά της χρόνια, ότι ήταν
βαφτιστικιά του Καζαντζάκη, και άλλα . Με συμβούλεψε να διαβάζω και να γράφω
και να συνεχίσω να κάνω αυτό που αγαπώ. Γιατί αν δεν το αγαπάς , δεν αξίζει να
συνεχίσεις , μου είπε κοιτάζοντας με βαθιά στα μάτια , λες και ήθελε να
κοιτάξει βαθιά μες την ψυχή μου.
Ύστερα μας διάβασε λίγο από το ποίημα που έγραφε εκείνη την
ώρα. Ακολούθως πήρε ΄μια λευκή κόλλα χαρτί αντέγραψε το ποίημα και στη διπλανή
σελίδα μας αφιέρωσε λίγα λόγια . Έγραφε αργά με καλλιτεχνικά γράμματα .
Εγώ διάβαζα όσα έγραφε και με συγκινούσε αφάνταστα το μεγάλο της ενδιαφέρον
παρ’ όλο που δυσκολευόταν με το χέρι της να ασχοληθεί με δυό αγνώστους Κύπριους
.
Τους αγαπώ τους κύπριους μας δήλωσε στο τέλος.
- Δεν ήρθατε ποτέ στη Κύπρο την ρώτησα
- Όχι δεν έτυχε, μου είπε, δεν με κάλεσε
κανένας.Εκείνη την ώρα ένοιωσα ντροπή, που κανένας διανοούμενος στη Κύπρο δεν
σκέφτηκε να καλέσει και να τιμήσει αυτή την μεγάλη προσωπικότητα.
Ερχόμενη στην Κύπρο της τηλεφώνησα μερικές φορές και πάντα
έδειχνε την χαρά της. Την προτελευταία φορά την πήρα στη γιορτή της 25
Νοεμβρίου και κατασυγκινήθηκε λέγοντας μου συνεχώς<< Σ’ ευχαριστώ που με
θυμήθηκες>>
Λίγες μέρες μετά την Πρωτοχρονιά την ξαναπήρα να της ευχηθώ
για την νέα χρονιά. Μου παραπονέθηκε για την κατάσταση της υγείας της πιο πολύ
σαν δήλωση συνηθείας μάλλον παρά σαν παράπονο. Νομίζω ότι ήταν συμφιλιωμένη με
την κατάσταση της και αντιμετώπιζε την ιδέα του θανάτου σαν μια φυσιολογική
κατάληξη.
Το βράδυ πριν τον θάνατο της , ήθελα να την πάρω τηλέφωνο
να την ρωτήσω αν μπορούσε να μου προλογίσει την πρώτη μου ποιητική
συλλογή που ετοιμάζω. Ήμουν σίγουρη πως θα το έκανε με χαρά. Γιατί ένοιωσε την
αγάπη μου για εκείνη , όπως εγώ ένοιωσα την δική της για μένα.
Η Είδηση του θανάτου της με στενοχώρησε αφάνταστα. Ήξερα
πως είχε πολλά να δώσει ακόμη. Όμως έδωσε τόσα πολλά στη ποίηση και δίκαια θα
περάσει στο πάνθεο των μεγάλων ποιητών. Έστω και αυτό το ελάχιστο που την
γνώρισα, για μένα ήταν μια μεγάλη εμπειρία.
Δεν πεθαίνουν οι ποιητές .Ο ποιητής ζει μέσα από το έργο
του και το έργο αυτής της σπουδαίας ποιήτριας είναι ανεκτίμητης πνευματικής
αξίας
Παραθέτω την αφιέρωση της μεγάλης αυτής Λογοτέχνιδας καθώς
και το ποίημα που αντέγραψε για μας εκείνη την ευλογημένη μέρα που την
πρωτογνώρισα στις 20 Ιουνίου 2019!
ΑΔΕΛΑΪΔΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!