Τα δώρα των παιδιών
Σε ένα δάσος μια φορά, πολύ ψηλά στο Βόρειο πόλο, ζούσε ο Άγιος Βασίλης, μαζί με τους συντρόφους του τα ξωτικά. Στο δάσος αυτό όλο το χρόνο χιόνιζε τόσο πολύ, που τα πάντα ήταν κατάλευκα, όπως τα δέντρα, το σπίτι του Άγιου Βασίλη, τα σπιτάκια των ξωτικών και οι φωλιές των ζώων. Κανένας άνθρωπος δεν μπορούσε να φθάσει ποτέ σε αυτό το μυστηριώδες, παγωμένο, λευκό δάσος, αλλά κι αν ακόμη τα κατάφερνε, γινόταν από το πολύ χιόνι χιονάνθρωπος και δεν μπορούσε ποτέ να βρει το δρόμο του γυρισμού. Έτσι λοιπόν, έμενε για πάντα στο δάσος αυτό, που όλοι το αποκαλούσαν, ως το μαγεμένο δάσος.
Μέσα λοιπόν στο μαγεμένο δάσος, ο Άγιος Βασίλης εργαζόταν πολύ σκληρά όλο το χρόνο, κατασκευάζοντας με τη βοήθεια των ξωτικών του, πανέμορφα παιχνίδια για τα παιδιά όλου του κόσμου. Σηκωνόταν κάθε μέρα πολύ πρωί, πριν ακόμη ανέβει ο ήλιος ψηλά στον ουρανό και κοιμόταν τελευταίος, αφού είχε κοιμηθεί και το τελευταίο ξωτικό και είχε ανέβει το φεγγάρι πολύ ψηλά στον ουρανό.
Κάθε μέρα λοιπόν, το ξωτικό ταχυδρόμος, που ερχόταν από χώρες μακρινές, από όλα τα σημεία του κόσμου, από την Ανατολή και τη Δύση, από το βορά και το Νότο, επισκεπτόταν τον Άγιο Βασίλη, παραδίδοντας σε αυτόν γράμματα παιδιών.
-Καλημέρα Άγιε Βασίλη, έχεις γράμματα πολλά, έλεγε συνήθως το ξωτικό ταχυδρόμος.
-Καλημέρα ταχυδρόμε, από πού μας έρχεσαι σήμερα; Απαντούσε συνήθως ο Άγιος Βασίλης.
-Σήμερα, έρχομαι από χώρες μακρινές, που έχουν ζέστη πολλή και οι άνθρωποι όλη μέρα στη θάλασσα κολυμπούν, λίγο να δροσιστούν! Απαντούσε συνήθως ο ταχυδρόμος.
-Σε ευχαριστώ πολύ ταχυδρόμε! Ανυπομονώ να ανοίξω τα γράμματα των παιδιών. Τι άραγε θα μου ζητούν τα παιδιά που ζούνε στη θάλασσα; Υποβρύχια και πλοία, ψάρια και δελφίνια; Αναρωτιόταν πάντα ο Άγιος Βασίλης, πριν ανοίξει τα γράμματα του.
Έτσι, κυλούσαν τα χρόνια και ο Άγιος Βασίλης έκανε χαρούμενα όλα τα παιδιά του κόσμου, κατασκευάζοντας γι αυτά τα πιο εντυπωσιακά και όμορφα παιχνίδια.
Τον τελευταίο καιρό όμως συνέβαινε κάτι πολύ περίεργο. Ο Άγιος Βασίλης δεν είχε λάβει ούτε ένα γράμμα από τα παιδιά. Σηκωνόταν παρ όλα αυτά πολύ πρωί, όπως πάντα συνήθιζε, καθόταν δίπλα στο τζάκι του και περίμενε υπομονετικά τον ταχυδρόμο. Μάταια όμως. Ο ταχυδρόμος ερχόταν, αλλά με άδειο το σάκο του.
-Καλημέρα Άγιε Βασίλη! Τί νέα είσαι καλά; Έλεγε λίγο δειλά ο ταχυδρόμος.
-Εγώ καλά είμαι. Εσύ μήπως έχεις κάποιο γράμμα για εμένα; Ρωτούσε όλο ανυπομονησία ο Άγιος Βασίλης.
-Δυστυχώς κανένα, απαντούσε τότε ο ταχυδρόμος.
-Είσαι σίγουρος; Πήγες παντού; Στη θάλασσα και το βουνό, σε πεδιάδες και χωράφια, σε πόλεις και χωριά; ρωτούσε και πάλι ο Άγιος Βασίλης.
-Λυπάμαι πολύ, αλλά δεν έχω και σήμερα κάποιο γράμμα για εσένα, ίσως να έχω αύριο, απαντούσε ο ταχυδρόμος κι έφευγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, για να μην στεναχωρήσει άλλο τον Άγιο Βασίλη.
Περνούσαν λοιπόν οι μέρες και ο Άγιος Βασίλης γινόταν ακόμη πιο περίλυπος. Δεν είχε όρεξη να κάνει τίποτα. Καθόταν όλη μέρα στην πολυθρόνα του, κοιτάζοντας μόνο στο παράθυρο του, μήπως έρθει κάποιο νέο από τον ταχυδρόμο του. Μάταια όμως, κανένα νέο, κανένα γράμμα για τον Άγιο Βασίλη.
Κάποια μέρα μάλιστα λίγο πριν τα Χριστούγεννα, συνέβη κάτι πολύ περίεργο. Εξαφανίσθηκαν οι τάρανδοι του Άγιου Βασίλη.
-Μα είναι αδύνατον να μου συμβαίνει αυτό, να με εγκαταλείψουν ακόμη και οι πιστοί μου τάρανδοι, που μαζί τους είχα ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, με ζέστη και με κρύο, με χιόνι και με βροχή, έλεγε και ξανάλεγε ο Άγιος Βασίλης.
-Φέτος θα είναι τα πιο λυπημένα Χριστούγεννα, που έχω ποτέ ζήσει. Ούτε γράμματα παιδιών, ούτε παιχνίδια και οι φίλοι όλοι εξαφανισμένοι, μονολογούσε περίλυπος ο Άγιος Βασίλης, καθώς κατευθυνόταν σκυφτός, μέσα στο κρύο και το χιόνι για το σπίτι του.
Καθώς όμως ο Άγιος Βασίλης πλησίαζε στο σκοτεινό και παγωμένο από το κρύο σπίτι του, μια έκπληξη τον περίμενε εκεί. Το τζάκι του σπιτιού του αναμμένο.! Μπαίνει τότε μέσα και τί να δει; Ένα τραπέζι στρωμένο με τα πιο όμορφα στολίδια, γλυκά και φαγητά
-Μα τι συμβαίνει επιτέλους; Αναφώνησε όλο απορία ο Άγιος Βασίλης.
Ξάφνου γλυκιές παιδικές φωνούλες αντήχησαν από το βάθος του καθιστικού.
-Δεν μπορώ να το πιστέψω, είπε τότε με δυσκολία από τη μεγάλη συγκίνηση ο Άγιος Βασίλης και δάκρυα χαράς κυλούσαν στα μάγουλά του.
-Να το πιστέψεις, να το πιστέψεις, φώναζαν δυνατά τα παιδιά, που είχαν ταξιδέψει από όλα τα σημεία του κόσμου, από Ανατολή και Δύση, από Βορά και Νότο, προκειμένου να επισκεφθούν τον Άγιο Βασίλη
-Μα πώς ήρθατε μέχρι εδώ; Είπε πάλι με απορία ο Άγιος Βασίλης.
-Μα φυσικά με τη βοήθεια των πιστών σου οδηγών, των ταράνδων σου, που γνωρίζουν όλα τα μονοπάτια του κόσμου και ξέρουν να ξεφεύγουν από τους κινδύνους. Αυτοί μας έφεραν στο σπίτι σου, είπαν όλο χαρά τα παιδιά.
-Μα γιατί ήρθατε εσείς στο σπίτι μου, αντί να έρθω εγώ στο δικό σας, όπως έρχομαι κάθε Χριστούγεννα, φορτωμένος δώρα για εσάς, αναφώνησε και πάλι έκπληκτος ο Άγιος Βασίλης.
-Μα γιατί θέλαμε κι εμείς να σε επισκεφθούμε κάποια στιγμή στο σπίτι σου Άγιε Βασίλη και να σου προσφέρουμε τα δώρα, που ετοιμάζαμε για εσένα όλο το χρόνο, είπαν όλο χαρά τα παιδιά, προσφέροντας το καθένα το δικό του δώρο.
Ο Άγιος Βασίλης ήταν τόσο συγκινημένος, που δάκρυα χαράς κυλούσαν τώρα στα μάγουλα του. Δεν μπορούσε να το πιστέψει πως οι μικροί του φίλοι ταξίδεψαν από πολύ μακριά, για να τον επισκεφθούν.
Τα γέλια των παιδιών ήταν τόσο δυνατά, που ξύπνησαν όλα τα ζώα του μαγεμένου δάσους από το χειμερινό τους ύπνο κι άρχισαν κι αυτά με τη σειρά τους να γελούν. Από τα γέλια αυτά ξύπνησε κι ο ήλιος από το βαθύ του ύπνο κι αφού τεντώθηκε, σηκώθηκε τόσο ψηλά και διά μιας φωτίσθηκε ο ουρανός, το χιόνι έλιωσε και το μαγεμένο δάσος από κατάλευκο έγινε ένα πολύχρωμο δάσος, που όλοι κάτοικοι του γελούσαν δυνατά, μα πιο δυνατά γελούσαν τα παιδιά μες του Άγιου Βασίλη την αγκαλιά!
Λιάνα Μιχελάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!