Χριστούγεννα του έτους 1969
Όταν ο γιός μας Γιάννης ήταν τριών ετών και άρχισε να καταλαβαίνει πολλά πράγματα, αποφασίσαμε με τον αείμνηστο σύζυγό μου να κάνουμε Χριστούγεννα στον Γέρακα.
Εκεί είχαμε ένα μικρό αλλά πολύ συμπαθητικό εξοχικό, που το κτίσαμε με τα ίδια μας τα χέρια, εγώ κουβαλώντας υλικά και φτιάχνοντας λάσπη με τσιμέντο, χαλίκι και ασβέστη, ακόμη έχω τους κάλους στα χέρια μου, ο άνδρας μου το έκτιζε με πολύ μεράκι και κέφι, γιατί έπιαναν τα χέρια του για τέτοια πράγματα, για να πηγαίνουμε τα Σαββατοκύριακα να ξεκουραζόμαστε, αλλά που ξεκούραση; Κυρίως όμως θέλαμε να παίζει σε καθαρό περιβάλλον ο Γιάννης. Παιδευτήκαμε πάρα πολύ να το διαμορφώσουμε έτσι ώστε να είναι κατοικίσιμο και λειτουργικό.
Από πολλές ημέρες πριν είχαμε αρχίσει τις Χριστουγεννιάτικες προετοιμασίες. Όταν πήγαμε να αγοράσουμε τα ξύλα για το τζάκι, ο άνδρας μου κοίταξε να βρει το μεγαλύτερο και καλύτερο κούτσουρο για την παραμονή των Χριστου-γέννων. Αυτό το έθιμο το είχαν στο χωριό του, την Νεμέα και ήθελε να το μεταδώσει με όλη την μεγαλοπρέπεια της ημέρας εκείνης και στο δικό μας σπιτικό. Αυτό το κούτσουρο το τοποθετούσε στο τζάκι περίπου μία ώρα πριν τις 12.00 μ.μ., ώστε η γέννηση του Χριστού να βρει ζεστασιά, που θα έκαιγε όλη τη νύχτα, για να μην κρυώσει ο Χριστός και η Παναγιά. Αργότερα, όταν μεγάλωσε ο γιός μας ήθελε όλη η οικογένεια να είναι παρούσα και ενεργούσα στην τοποθέτηση αυτού του κούτσουρου στο τζάκι. Το πιάναμε όλοι μαζί και το βάζαμε στο τζάκι. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θεωρούσε, περισσότερο ο πάτερ- φαμίλιας, ότι όλοι συμμετείχαμε στην προσμονή της γέννησης του Χριστού μας.
Στην συνέχεια πήραμε κι ένα πολύ μεγάλο δέντρο, το στολίσαμε όλοι μαζί, με τον Γιάννη να σπάει τις περισσότερες μπάλες, γιατί του έπεφταν από τα χεράκια του και όλοι μας ήμασταν μες στην τρελή χαρά.
Είχαμε καλέσει τους γονείς μου, τις αδελφές μου και τις οικογένειές τους, δυο –τρεις κουμπάρους και μερικούς φίλους μας, αλλά εκεί που θα σταθώ περισσό-τερο, είχαμε προσκαλέσει για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι μας και όλους τους μοναχικούς ανθρώπους που ξέραμε, ανεξαρτήτως φύλου, κοινωνικής και οικο-νομικής καταστάσεως, να τους προσφέρουμε λίγη από την ζεστασιά και την χαρά μας.
Πράγματι, αυτά τα Χριστούγεννα ήταν ένα πραγματικό πανηγύρι. Παρ’ όλη την κούραση, την αγωνία της προετοιμασίας, το πρωινό μας εκκλησίασμα στην Ιερά Μονή του Παντοκράτορος Νταού Πεντέλης, που γυρνώντας έριχνε ψιλό – ψιλό χιονάκι, δεν καταλάβαινα τίποτα.
Γυρίσαμε στο σπίτι μας, έβαλα τον γιό μου να κοιμηθεί, ήπιαμε τον καφέ μας πλάι στο τζάκι, που ακόμη ήταν αναμμένο από το κούτσουρο της παραμονής, σε μια μοναδική μαγεία και αρχίσαμε το μαγείρεμα.
Μετά τις 12 το μεσημέρι άρχισε ο κόσμος και μαζευότανε. Για όλους χαιρόμουνα που ήρθανε, αλλά περισσότερο όταν έφθασε ο άνδρας μου, που είχα πάει να φέρει κάποιους μοναχικούς ανθρώπους. Ήταν για μένα μία μεγάλη τιμή. Έτσι το ένιωσα και έτσι το νιώθω ακόμη, γιατί μπόρεσα να προ-σφέρω σ’ αυτούς τους ανθρώπους την ζεστασιά μας, την συντροφιά μας και να χαρούμε όλοι μαζί την Γέννηση του Χριστού μας.
Περιττό είναι να σας πω ότι, από τότε και μετά, σ’ όλες τις μεγάλες γιορτές, είτε θρησκευτικές είτε ακόμη και εθνικές, αυτό το καθιερώσαμε, διότι αισθανθή-καμε μεγάλη ηθική ικανοποίηση και χαρά. Έτσι έβγαλα το συμπέρασμα:
«Όταν παίρνει κανείς
γεμίζουν τα χέρια του,
όταν όμως δίνει,
γεμίζει η καρδιά του.»
Αξίζει τον κόπο να νιώθεις την καρδιά σου πλημμυρισμένη από τα χαμόγελα και τα ευχάριστα συναισθήματα των συνανθρώπων σου.
Ζαννέτα Καλύβα-Παπαϊωάννου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!