Ο «ΚΕΦΑΛΟΣ - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς» έχει ξεκινήση μία νέα δράση με τίτλο: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ» (ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ 3ο ΤΟΜΟ γίνονται δεκτές έως τις 31/12/2019 - ΥΠΟΒΟΛΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ: ΕΔΩ) και προσκαλεί όλους τους Λογοτέχνες, Ποιητές και Συγγραφείς να συμμετάσχουν σ' αυτήν. Σκοπός της εν λόγω δράσης είναι η προβολή μέσω αφιερωμάτων και συνεντεύξεων των σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών, Ποιητών και Συγγραφέων, είτε έχουν εκδώσει κάποιο βιβλίο είτε όχι και η δημιουργία του πρώτου τόμου της «Ηλεκτρονικής Εγκυκλοπαίδειας των Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών», η οποία έχει συσταθεί σε μία ανεξάρτητη ιστοσελίδα με τη μορφή ηλεκτρονικών τόμων και την έκδοση δωρεάν e-book.
Στη σημερινή μας παρουσίαση στα πλαίσια της δράσης: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ», θα σας παρουσιάσουμε τον Πρόεδρο της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου και λογοτέχνη, Κωνσταντίνο Μακρή, ο οποίος συμμετέχει στην «Εγκυκλοπαίδεια Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών» και απάντησε στις ερωτήσεις του Δημοσιογράφου, Λογοτέχνη και Εκδότη του Περιοδικού Κέφαλος, κ. Πλούταρχου Πάστρα, για το λογοτεχνικό του έργο, τα βιβλία και τη λογοτεχνία.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΜΑΚΡΗ
1. Αν έπρεπε να δώσετε έναν ορισμό για τη λογοτεχνία, ποιος θα ήταν αυτός;
Λογοτεχνία είναι η καλλιέργεια του λόγου, η σμίλευσή του∙ είναι και το να δημιουργείς κόσμους παράλληλους, μέσα απ’τους οποίους ο λογοτέχνης συγκινεί, προβληματίζει, διδάσκει και το κυριότερο: θέτει ερωτήματα προς απάντηση... Είναι τέλος η εσωτερική διαδρομή, η χαρτογράφηση του εσωτερικού: ψυχικού, διανοητικού και πνευματικού, του ίδιου του συγγραφέα.
2. Τι μπορεί να προσφέρει η λογοτεχνία στο σύγχρονο άνθρωπο;
Η λογοτεχνία μπορεί να αποτελέσει πλούσια πνευματική τροφή για τον σύγχρονο άνθρωπο, προσφέροντάς του τα εργαλεία εκείνα με τα οποία θα μπορέσει να μάθει να σκέφτεται κριτικά, να ενεργοποιεί τη φαντασία του, να διευρύνει τους ορίζοντές του και να εμπλουτίσει τον συναισθηματικό του κόσμο.
3. Η ποίηση στις ημέρες μας δεν έχει τη θέση που κατείχε παλαιότερα. Για ποιο λόγο πιστεύετε πως συμβαίνει αυτό και πως θεωρείτε ότι θα είναι το μέλλον της;
Η ποίηση σήμερα (εν πολλοίς) γίνεται ανάρτηση με σκοπό να εξασφαλίσει κολακευτικά σχόλια και “likes”. Δεν επενδύουμε σήμερα στο να αγοράσουμε μια ποιητική συλλογή. Έχουμε πάψει σε μεγάλο βαθμό να επενδύουμε στα έντυπα γενικότερα κι αυτό μπορεί από τη μία να μας παρέχει αμεσότητα στην ανάγνωση και στην πληροφόρηση, από την άλλη καταστρέφει το τελετουργικό της ανάγνωσης και του βιώματος της ποίησης. Δεν είμαι ιδιαίτερα αισιόδοξος για το μέλλον της, πέρα από τις φωτεινές προσπάθειες για κοινωνία των ποιητών και των ποιημάτων τους με το κοινό, μέσα από ζωντανές εκδηλώσεις, οι οποίες στόχο έχουν την μύηση στα πολύτιμα ιάματά της.
4. Και τώρα μία δύσκολη ερώτηση. Τι σημαίνει για σας ποίηση;
Για μένα ποίηση θα πει δημιουργία. Αυτή άλλωστε είναι και η ετοιμολογία της. Ποιητής είναι αυτός που δημιουργεί κόσμους. Κόσμους εσωτερικούς απ’ όπου αναβλύζουνε αρτεσιανά πηγάδια. Είναι το πάντρεμα της διάνοιας και του συναισθήματος με άμεσο αντίκτυπο την ανάδυση από τα βάθη ψυχισμού απαστραπτουσών αρχετυπικών αληθειών.
5. Πότε ξεκινήσατε ν’ ασχολείστε με την τέχνη του λόγου και ποιος ήταν ο λόγος που σας παρότρυνε;
Άρχισα στα δεκατέσσερά μου να ασχολούμαι με τον στίχο. Ο λόγος ήταν η ανάγκη για έκφραση. Η εσώτερη, σχεδόν οργανική ανάγκη που με σπρώχνει έκτοτε να αποτυπώνω στο χαρτί αυτά που θέλω να επικοινωνήσω στον αόρατο παραλήπτη μου. Είναι ένα γράμμα που στέλλεται σε άγνωστους παραλήπτες. Ή όπως λέει ο Πασκάλ Μπρικνέρ για μας τους συγγραφείς : «Γράφουμε πάντα απομονωμένοι, μα υπάρχουμε μονάχα σκόρπιοι».
6. Γιατί γράφετε;
Γράφω για να υπάρξω. Για να επικοινωνήσω, να συζητήσω με τους αναγνώστες μου, μα πρώτα απ’όλα με μένα.
7. Ποια είναι η πηγή της έμπνευσής σας;
Πηγές τις εμπνεύσεώς μου μπορούν να αποτελέσουν πάμπολλα. Ένα προσωπικό βίωμα, μια ιστορία που θ’ ακούσω, κάτι το οποίο θα διαβάσω και θα μου κάνει εντύπωση (συνήθως ιστορικού περιεχομένου) αλλά και συλλογικά γεγονότα, κοινωνικά φαινόμενα των καιρών (σύγχρονων και παλαιών).
8. Με ποιο λογοτεχνικό είδος ασχολείστε περισσότερο;
Άρχισα με την ποίηση, συνέχισα με την νουβέλα, περπάτησα στους δρόμους της μικρής φόρμας και συνεχίζω την περιδιάβασή μου συνθέτοντας φαντασιακά τις οδούς. Έτσι, καταλήγω σ’αυτό το οποίο ονομάζω: ποιητική πρόζα.
9. Μιλήστε μας για το λογοτεχνικό σας έργο.
Το λογοτεχνικό μου έργο είναι ποικίλο, όπως φαίνεται και από τα πιο πάνω. Με ενδιαφέρει πολύ η καλλιέργεια του λόγου, η συμπύκνωσή του και η θερμότητα, η λάβα την οποία μπορούν να σταλάξουν οι λέξεις, οι εκφράσεις, οι προτάσεις. Η ροή κι ο εσωτερικός παλμός. Με ενδιαφέρει να φτάσω στην κορυφή εκείνη όπου η διάνοια και ο συναισθηματικός κόσμος συναντώνται επί ίσοις όροις και γίνονται αποτυπώματα – σφραγίδες. Καλό είναι εδώ να αναφέρω πως το 2017 τιμήθηκα με το Α’ Βραβείο Ποίησης στον Διεθνή Διαγωνισμό της Unesco, Τεχνών Λόγου και Επιστημών Ελλάδος και το 2018 με το βραβείο διηγηματογράφου από την Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου, της οποίας από τον Ιούνιο του 2019 είμαι εκλεγμένος Πρόεδρος.
10. Πείτε μας λίγα λόγια για το τελευταίο σας βιβλίο που έχει τίτλο: «ΑΤΕΡΜΟΝΗ ΣΧΑΣΗ».
Στην κοινωνία των Δικτύων, ο άνθρωπος, ζει πλέον υπό το καθεστώς της Παγκόσμιας Κυβέρνησης. Η εξέλιξη της τεχνολογίας και των επικοινωνιακών μέσων, κατέστησαν εφικτή τόσο την κοινή διακυβέρνηση όλων των κρατών, μα προ παντός την εμφυτευμένη γνώση, η οποία είναι το μεγαλούργημα αιχμής της εποχής. Ο άνθρωπος, ζει μέσα από οθόνες. Οι μνήμες του είναι επίπλαστες. Ο έρωτάς του, οι συγκινήσεις του, περνάνε μέσα από ηλεκτρονικά φίλτρα. Τα βιβλία δεν έχουν θέση σ’ αυτό τον κόσμο. Η ηλεκτρονική τους μορφή, χρησιμοποιείται μεταμορφωμένη σε χημικά στοιχεία, τα οποία διοχετεύονται στον ανθρώπινο εγκέφαλο, ανάλογα με την ποσότητα που μπορεί να δεχτεί. Ο Αλέξανδρος, αφηγείται τη ζωή του, σε μια ρομαντική προσπάθεια να διασώσει, ό,τι ανθρώπινο διασώζεται και να αφυπνίσει συνειδήσεις, παρόλο που ξέρει πως η προσπάθεια του είναι μάταιη. Κι αυτό ίσως να είναι και το μοναδικό του μεγαλείο…
«Το βιβλίο έχει την έκταση και τη μορφή της νουβέλας».
Στην κοινωνία των Δικτύων, ο άνθρωπος, ζει πλέον υπό το καθεστώς της Παγκόσμιας Κυβέρνησης. Η εξέλιξη της τεχνολογίας και των επικοινωνιακών μέσων, κατέστησαν εφικτή τόσο την κοινή διακυβέρνηση όλων των κρατών, μα προ παντός την εμφυτευμένη γνώση, η οποία είναι το μεγαλούργημα αιχμής της εποχής. Ο άνθρωπος, ζει μέσα από οθόνες. Οι μνήμες του είναι επίπλαστες. Ο έρωτάς του, οι συγκινήσεις του, περνάνε μέσα από ηλεκτρονικά φίλτρα. Τα βιβλία δεν έχουν θέση σ’ αυτό τον κόσμο. Η ηλεκτρονική τους μορφή, χρησιμοποιείται μεταμορφωμένη σε χημικά στοιχεία, τα οποία διοχετεύονται στον ανθρώπινο εγκέφαλο, ανάλογα με την ποσότητα που μπορεί να δεχτεί. Ο Αλέξανδρος, αφηγείται τη ζωή του, σε μια ρομαντική προσπάθεια να διασώσει, ό,τι ανθρώπινο διασώζεται και να αφυπνίσει συνειδήσεις, παρόλο που ξέρει πως η προσπάθεια του είναι μάταιη. Κι αυτό ίσως να είναι και το μοναδικό του μεγαλείο…
«Το βιβλίο έχει την έκταση και τη μορφή της νουβέλας».
11. Ποια είναι η αγαπημένη σας ώρα μέσα στην ημέρα που κάθεστε και γράφετε;
Δεν έχω συγκεκριμένη ώρα μέσα στη μέρα που κάθομαι και γράφω. Η γέννα έρχεται πρώτα στο μυαλό μου. Όταν θα καθίσω να γράψω, είναι τόσο έντονο και έτοιμο πια το υλικό, ώστε δεν έχω παρά να το αποτυπώσω. Η εσώτερή μου ανάγκη δηλαδή καθορίζει το πότε και τι θα γράψω. Δεν λειτουργώ προγραμματισμένα στην γραφή μου.
12. Πως είναι η ζωή ενός λογοτέχνη στα χρόνια της κρίσης;
Δύσκολη! Όπως έγραψε κι ο Νίκος ο Εγγονόπουλος: «Η τέχνη και η ποίηση δεν μας βοηθάνε να ζήσουμε/ Η τέχνη και η ποίηση μας βοηθάνε να πεθάνουμε». Αναφερόμενος βέβαια στην αισχρή και άνανδρη δολοφονία του Λόρκα. Η αλήθεια είναι πως για έναν μικρό σχετικά με άλλα μεγέθη λαό, όπως είναι ο ελληνικός, ο λογοτέχνης δεν είναι ή σπάνια είναι επάγγελμα. Γράφουμε διότι θέλουμε να γράφουμε, διότι αυτή είναι η ανάγκη και η αγάπη μας, η νοηματοδότηση (εν μέρει) της ζωής μας.
13. Πως θα χαρακτηρίζατε τη λογοτεχνική παραγωγή σήμερα;
Την σημερινή λογοτεχνική παραγωγή θα την χαρακτήριζα πλούσια. Παράδοξο, βέβαια. Παράδοξο κι ελπιδοφόρο, διότι ο συγγραφέας έχει ανάγκη τον αναγνώστη. Χωρίς αυτόν δεν μπορεί να υπάρξει. Και μάλλον, υπάρχουν ακόμα αναγνώστες. Ευχής έργον θα είναι η καλλιέργεια του αισθητηρίου των.
14. Ποιο θεωρείτε πως είναι το μυστικό της επιτυχίας ενός Best Seller;
Δεν κρίνω, ούτε ποτέ έκρινα την λογοτεχνική αξία ενός έργου με τον όρο «ευπώλητο» και Best Seller.
Την σημερινή λογοτεχνική παραγωγή θα την χαρακτήριζα πλούσια. Παράδοξο, βέβαια. Παράδοξο κι ελπιδοφόρο, διότι ο συγγραφέας έχει ανάγκη τον αναγνώστη. Χωρίς αυτόν δεν μπορεί να υπάρξει. Και μάλλον, υπάρχουν ακόμα αναγνώστες. Ευχής έργον θα είναι η καλλιέργεια του αισθητηρίου των.
Δεν κρίνω, ούτε ποτέ έκρινα την λογοτεχνική αξία ενός έργου με τον όρο «ευπώλητο» και Best Seller.
15. Αν έπρεπε να επιλέξετε ανάμεσα στο έντυπο ή στο ηλεκτρονικό βιβλίο, εσείς ποιο θα επιλέγατε;
Ασυζητητί το έντυπο. Η αίσθηση της αφής και της όσφρησης ενός βιβλίου είναι εξίσου σημαντική με την ανάγνωσή του. Ακόμα και το τελετουργικό, η διαδικασία του να πάρεις ένα βιβλίο στα χέρια και να το διαβάσεις έχει την αξία του στις μέρες μας ─ μακριά από ηλεκτρονικές συσκευές που διασπούν την προσοχή και αμβλύνουν την ονειροπόληση.
16. Ποια συμβουλή θα δίνατε σ’ ένα νέο λογοτέχνη;
Να διαβάζει με το ίδιο πάθος που απολαμβάνει μια προσωπική στιγμή. Να καλλιεργεί τη γλώσσα του και να την νοιάζεται, να αναστοχάζεται πάνω και μέσα απ’αυτήν. Να μην γράφει, χωρίς να φτάσει η γραφή απ’ την καρδιά και τον εγκέφαλο, στα ακροδάχτυλά του.
17. Τώρα ας περάσουμε στην πλευρά του αναγνώστη. Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που διαβάσατε;
Το τελευταίο βιβλίο που έχω διαβάσει είναι η «Γκρατσιέλλα» του Αλφόνσου Λαμαρτίνου, σε έκδοση του 1963, με σκληρό εξώφυλλο. Είμαι λάτρης του βιβλίου ως αντικείμενο, γι’ αυτό μ’αρέσουν οι προσεγμένες παλιές εκδόσεις. Κουβαλούν τις δικές τους ιστορίες τα παλιά βιβλία. Μεστώνουν μες στο χρόνο.
19. Ποια είναι τ’ αγαπημένα σας βιβλία;
Σίγουρα, το «Ανεμοδαρμένα Ύψη» για το ασίγαστό του πάθος και την έκφραση της σκοτεινής πλευράς της ανθρώπινης υπόστασης. Ο Μέγας Ανατολικός για το αξεπέραστο ουτοπικό του όραμα. Τέλος, ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, για τη γείωση των θείων και την εξανθρωπισμό του Θεανθρώπου.
Το τελευταίο βιβλίο που έχω διαβάσει είναι η «Γκρατσιέλλα» του Αλφόνσου Λαμαρτίνου, σε έκδοση του 1963, με σκληρό εξώφυλλο. Είμαι λάτρης του βιβλίου ως αντικείμενο, γι’ αυτό μ’αρέσουν οι προσεγμένες παλιές εκδόσεις. Κουβαλούν τις δικές τους ιστορίες τα παλιά βιβλία. Μεστώνουν μες στο χρόνο.
18. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
Έχω μια μεγάλη αγάπη για τους Ρώσους κλασσικούς: Τολστόι, Ντοστογιέφσκι, Γκόγκολ. Απ’τους Αμερικανούς τον ανυπέρβλητο Χέρμαν Μέλβιλ, τον πατέρα των μπίτνικ Τζακ Κέρουακ και τον ιδιόμορφο Φώκνερ. Τόμας Μαν, Χένρι Μίλλερ, Ίταλο Καλβίνο, Αλμπέρτο Μοράβια, Γκυ Ντε Μοπασάν και δεν έχει τέλος... Απ’τους Έλληνες, εκτιμώ πολύ τον Λασκαράτο, τον Βιζυηνό , τον Παπαδιαμάντη και τους πιο μεταγενέστερους, Τσίρκα, Ν. Νικολαΐδη, Καζαντζάκη και Εμπειρίκο.
Σίγουρα, το «Ανεμοδαρμένα Ύψη» για το ασίγαστό του πάθος και την έκφραση της σκοτεινής πλευράς της ανθρώπινης υπόστασης. Ο Μέγας Ανατολικός για το αξεπέραστο ουτοπικό του όραμα. Τέλος, ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, για τη γείωση των θείων και την εξανθρωπισμό του Θεανθρώπου.
20. Τελευταία ερώτηση. Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια στο χώρο της λογοτεχνίας;
Τα μελλοντικά μου σχέδια είναι να εκδώσω ένα μεγαλόπνοο έργο το οποίο έχω χρόνια τώρα γράψει και βρίσκεται στα συρτάρια μου και τέλος, η συλλογή από μικρο-διηγήματα, την οποία ευελπιστώ σε κάποια φάση να ολοκληρώσω.
* * *
Το μοναστήρι του Σατανά
(του Κωνσταντίνου Μακρή)
Μεταμεσονύχτιέ μου φίλε. Απόψε θα σου πω μια ιστορία. Μια ιστορία από τη ζωή που δεν θυμάσαι. Εκείνο το βράδυ που χάθηκες στα σκότη. Περπάταγες με τον δαυλό στο χέρι. Δεκέμβρης. Το χιόνι στοιβαζόταν απ’ το πρωί. Δεν θα σου πω χρονολογία, μήτε κι εγώ την ξέρω. Κουκουλωμένος καλά μες στις προβιές. Κεραυνοί φώτιζαν τον ανήφορο. Προσκυνητής εσύ. Απ’ την αυγή γύρναγες από Μονή σε Μονή για να βρεις λίγη πίστη∙ κρασί, ψωμί και ψάρι.
Έχεις πάρει τον ανήφορο και λαχανιάζεις. Τα κουρασμένα σου πόδια κουβαλάνε πλάτες που χρονολογούνται και μια κοιλιά που γουργουρίζει ─ έναν δεύτερο πεινασμένο εγκέφαλο.
Ο φόβος σταλάζει στο πετσί σου λίγο σιγότερα απ’ τους καταρράχτες τ’ ουρανού. Κάνουν τα γένια σου κρήνες. Λαχανιάζεις. Η καρδιά σου ανεβάζει θερμοκρασία, χτυπάει κόκκινα. Τελειώνει το λάδι στο καντήλι ─ έτσι θαρρείς.
Ξάφνου ονειρεύεσαι. Η πύλη ανοίγει και μια καλόγρια με ράσο – μπουρνούζι σε καλωσορίζει.
— Πέρασε δέσποτα. Σε περιμέναμε.
Στο δρόμο σου κόκκινο χαλί ξετυλίγεται καθώς ανεβαίνεις κι άλλες σκάλες κι οι καλόγριες παραταγμένες σε σειρά, με ανοιχτά μπουρνούζια. Οι γλώσσες τους απλώνονται σαν παιχνιδιάρικα φίδια∙ διχαλωτές κι αγλείφουνε το σαρκωμένο σου κορμί.
Μπαίνεις ξάφνου στη μεγάλη τράπεζα. Η ηγουμένη με τεράστια στήθη και μυτερές ρόγες, σε υποδέχεται. Μες απ’ το βλέμμα της πετάγονται φλόγες. Ευνούχοι συναρμολογούνε μηχανές. Το νέο είδος ετοιμάζεται.
— Καλώς μας ήρθατε, Πορφυρογέννητε.
Δε σαλεύεις βλέφαρο. Τσιμπάς το χέρι, μα δεν ξυπνάς. Παίρνεις το ιερατικό σου ύφος. Μέσα σου ξυπνάει ο Νικηφόρος ο Φωκάς. Βγάζεις τα λασπωμένα σου υποδήματα και περπατάς με γυμνό πέλμα στο κρύο, υγρό πλακόστρωτο.
Δυο αετοί πετάγονται μέσα από πολύχρωμα μανιτάρια. Ενώνονται σε σώμα ένα. Παραληρείς. Αρχίζεις να μάχεσαι με τα δαιμόνια. Η λιτανεία έχει αρχίσει. Τοιχογραφίες του Εωσφόρου σε τριγυρίζουν. Απαγγέλεις ξόρκια μεγαλοφώνως. Εις μάτην. Η λογική σου αδυνατίζει όπως κορμί σε θερμοφόρο σάκο. Το μόνο που ζητάς είναι φαγί και ύπνο.
Η ηγουμένη σου ασκεί πεολειχία. Καταλαμβάνεσαι εξ απήνης ─ Σεληνιάζεσαι. Το αίμα τρέχει επάνω στην Τράπεζα απ’ τα σφαχτάρια. Η τσίκνα γεμίζει τα ρουθούνια σου ηλεκτρίζοντάς σου το μεδούλι.
— Είναι σαρακοστή, γαμώ το Χριστό σας! Ακούς τον εαυτό σου εμβρόντητος να λέει.
Τα μάγια λύνονται. Κλαίς δυστυχισμένος μπρος στ’ αγέλαστα πρόσωπα των εσφιγμένων που τρώνε αραχνιασμένα παξιμάδια γύρω από κάρες παλαιών μοναχών: Είσαι ο Πάπας. Άπιστος κι αυστηρός.
Ο αχταρμάς δεν ήτανε ποτέ τ’ αγαπημένο σου φαγί. Γι’ άλλη μια φορά, ο εμετός σε σώζει.
(του Κωνσταντίνου Μακρή)
Κουκά
3/3/2019
Μεταμεσονύχτιέ μου φίλε. Απόψε θα σου πω μια ιστορία. Μια ιστορία από τη ζωή που δεν θυμάσαι. Εκείνο το βράδυ που χάθηκες στα σκότη. Περπάταγες με τον δαυλό στο χέρι. Δεκέμβρης. Το χιόνι στοιβαζόταν απ’ το πρωί. Δεν θα σου πω χρονολογία, μήτε κι εγώ την ξέρω. Κουκουλωμένος καλά μες στις προβιές. Κεραυνοί φώτιζαν τον ανήφορο. Προσκυνητής εσύ. Απ’ την αυγή γύρναγες από Μονή σε Μονή για να βρεις λίγη πίστη∙ κρασί, ψωμί και ψάρι.
Έχεις πάρει τον ανήφορο και λαχανιάζεις. Τα κουρασμένα σου πόδια κουβαλάνε πλάτες που χρονολογούνται και μια κοιλιά που γουργουρίζει ─ έναν δεύτερο πεινασμένο εγκέφαλο.
Ο φόβος σταλάζει στο πετσί σου λίγο σιγότερα απ’ τους καταρράχτες τ’ ουρανού. Κάνουν τα γένια σου κρήνες. Λαχανιάζεις. Η καρδιά σου ανεβάζει θερμοκρασία, χτυπάει κόκκινα. Τελειώνει το λάδι στο καντήλι ─ έτσι θαρρείς.
Ξάφνου ονειρεύεσαι. Η πύλη ανοίγει και μια καλόγρια με ράσο – μπουρνούζι σε καλωσορίζει.
— Πέρασε δέσποτα. Σε περιμέναμε.
Στο δρόμο σου κόκκινο χαλί ξετυλίγεται καθώς ανεβαίνεις κι άλλες σκάλες κι οι καλόγριες παραταγμένες σε σειρά, με ανοιχτά μπουρνούζια. Οι γλώσσες τους απλώνονται σαν παιχνιδιάρικα φίδια∙ διχαλωτές κι αγλείφουνε το σαρκωμένο σου κορμί.
Μπαίνεις ξάφνου στη μεγάλη τράπεζα. Η ηγουμένη με τεράστια στήθη και μυτερές ρόγες, σε υποδέχεται. Μες απ’ το βλέμμα της πετάγονται φλόγες. Ευνούχοι συναρμολογούνε μηχανές. Το νέο είδος ετοιμάζεται.
— Καλώς μας ήρθατε, Πορφυρογέννητε.
Δε σαλεύεις βλέφαρο. Τσιμπάς το χέρι, μα δεν ξυπνάς. Παίρνεις το ιερατικό σου ύφος. Μέσα σου ξυπνάει ο Νικηφόρος ο Φωκάς. Βγάζεις τα λασπωμένα σου υποδήματα και περπατάς με γυμνό πέλμα στο κρύο, υγρό πλακόστρωτο.
Δυο αετοί πετάγονται μέσα από πολύχρωμα μανιτάρια. Ενώνονται σε σώμα ένα. Παραληρείς. Αρχίζεις να μάχεσαι με τα δαιμόνια. Η λιτανεία έχει αρχίσει. Τοιχογραφίες του Εωσφόρου σε τριγυρίζουν. Απαγγέλεις ξόρκια μεγαλοφώνως. Εις μάτην. Η λογική σου αδυνατίζει όπως κορμί σε θερμοφόρο σάκο. Το μόνο που ζητάς είναι φαγί και ύπνο.
Η ηγουμένη σου ασκεί πεολειχία. Καταλαμβάνεσαι εξ απήνης ─ Σεληνιάζεσαι. Το αίμα τρέχει επάνω στην Τράπεζα απ’ τα σφαχτάρια. Η τσίκνα γεμίζει τα ρουθούνια σου ηλεκτρίζοντάς σου το μεδούλι.
— Είναι σαρακοστή, γαμώ το Χριστό σας! Ακούς τον εαυτό σου εμβρόντητος να λέει.
Τα μάγια λύνονται. Κλαίς δυστυχισμένος μπρος στ’ αγέλαστα πρόσωπα των εσφιγμένων που τρώνε αραχνιασμένα παξιμάδια γύρω από κάρες παλαιών μοναχών: Είσαι ο Πάπας. Άπιστος κι αυστηρός.
Ο αχταρμάς δεν ήτανε ποτέ τ’ αγαπημένο σου φαγί. Γι’ άλλη μια φορά, ο εμετός σε σώζει.
Τα δάνεια των πεθαμένων
(του Κωνσταντίνου Μακρή)
(του Κωνσταντίνου Μακρή)
Παιδιά των τάφων, σηκωθείτε. Σας μιλάει ο ανώτερος τραπεζικός λειτουργός. Η κοινωνία σάς χρειάζεται. Τα απλήρωτα δάνειά σας, είναι πληγή για τον τόπο. Μην επαναπαύεστε στο κρύο σας μνήμα. Εσύ, μπάρμπα Γιώργο. Ζήτησες δάνειο για να καλλωπίσεις τον τάφο σου. Ιδού. Μαρμάρινα αγάλματα, άγγελοι, μικροί ερωτιδείς! Δεν ντρέπεσαι λέω εγώ, γέρος, πεθαμένος άνθρωπος να είσαι και παγανιστής! Στην κόλαση να καείς. Κι εσύ, κυρά Λένη. Πήρες ενυπόθηκο δάνειο για να παντρέψεις την κόρη σου. Μέχρι και ολόγραμμά σου παρήγγειλες για να σταθεί να χαιρετάει το πλήθος στην τελετή. Ο κόσμος θαμπώθηκε, το άκουσα στις ειδήσεις. Μα, ξέρεις πόσο στοίχισε στην τράπεζα για να κάνεις εσύ το κομμάτι σου; Πολλά, πολλά λεφτά. Τα πήρατε μαζί σας αφιλότιμοι! Μα δεν θα τ’ αφήσω να περάσει έτσι. Παίδες, ετοιμαστείτε. Πιάστε δουλειά τώρα αμέσως!
Και λέγοντας αυτά, ο ανώτερος τραπεζικός υπάλληλος εν τω μέσω του κοιμητηρίου, τέσσαρες άνδρες με τα μαύρα, με αξίνες και φτυάρια, άρχισαν το έργο. Ανάμεσα σε ανακατεμένα μαλλιά, κόκαλα γυμνά και οστά με κρέας, οι ευσυνείδητοι σκαπανείς θριάμβευαν. Ανάσταση νεκρών. Στο παραέξω καμαράκι της αίθουσας τελετών, δυο γιατροί κι ένας ταριχευτής σταμάτησαν το διάλλειμα κι έβαλαν τα κεφάλια μέσα. Δουλειές με φούντες.
Οι συντάξεις επανήλθαν κανονικά. Τα πιστοποιητικά θανάτου ανεκλήθησαν μέχρι νεοτέρας. Οι συγγενείς κουβάλαγαν πάνω στα καροτσάκια τους νεκροζώντανους για να υπογράψουν και να καταθέσουνε τα χρέη τους. Μια αίσθηση πτωμαΐνης κατακλύζει κάθε τόσο τις πόλεις μας. Οι οδοκαθαριστές βλέπουν εφιάλτες. Τα ρουθούνια τους έχουνε λιώσει. Μάσκες οξυγόνου κολλώνται μονίμως στα πρόσωπά τους. Όσο για μας, περπατάμε σα ζόμπι πηγαίνοντας- σχολνώντας απ’ τη δουλειά. Είναι τα χρεολύσια βλέπεις, χωρίς αυτά δεν υπάρχει προκοπή.
Ο ανώτερος τραπεζικός λειτουργός παίρνει σύνταξη. Στα όνειρά του κάνει παρέα με τους πεθαμένους. Γεμίζουνε το φέρετρό του αξιόγραφα, μετοχές, αποδείξεις πληρωμών και αναλήψεων. Την στιγμή που τον κατεβάζουνε στο μνήμα, ξεσπάει κρίση αξιών. Το χρηματιστήριο καταρρέει. Ξυπνάει λουσμένος στον ιδρώτα. Βλέπει ανακουφισμένος στις ειδήσεις να λένε πως το σύστημα τα κατάφερε. Οι οδυρμοί των πειναλέων έξω στο δρόμο, διόλου δεν εμποδίζουνε τη νιρβάνα του. Κλείνει τα μάτια και κοιμάται μακάρια, ως εν τω τάφω.
Έγκλημα στην παλιά πόλη
(του Κωνσταντίνου Μακρή)
(του Κωνσταντίνου Μακρή)
Ήτανε νωρίς, πρωινό Κυριακής. Το προηγούμενο βράδυ είχε ξενυχτήσει πίνοντας και διασκεδάζοντας, μα έπρεπε να ξυπνήσει. Είναι η μεγάλη του μέρα. Είναι ο Βασιλιάς. Αυτή τη μέρα την ονειρεύεται ολόχρονα. Ο χάρτινος, μασκαρεμένος βασιλιάς, με την κιθάρα του πάνω στο άρμα, όλο το χρόνο κρύβεται μέσα στο ντουλάπι της ιστορίας. Όλο αυτό το διάστημα όμως, κυκλοφοράει μασκαρεμένος στις πλατείες και στα στενά της πόλης μας, γύρω απ’ το κάστρο και πιο κάτω, πίσω απ’ τον μιναρέ και το τούρκικο νεκροταφείο. Γύρω του ξεδιπλώνονται σερπαντίνες, ξεσπάει χαρτοπόλεμος, αφροί απελευθερώνονται στον αέρα, ο κόσμος ζητωκραυγάζει μασκαρεμένος, κι η ζωή παίρνει το ευτράπελό της χρώμα στον καμβά της κοινωνικής ανισότητας.
Έχει την πολυτέλεια να είναι στην αφάνεια, σαν φιλήσυχος πολίτης και καλός επιχειρηματίας. Μα η γιορτή των καρναβαλιών, τον φέρνει σταθερά στο προσκήνιο, μέχρι να περάσουν τα σκουπιδιάρικα του Δήμου και να μαζέψουν τις ακαθαρσίες των δρόμων μετά τη μεγάλη παρέλαση. Δημοκρατία των εορτών. Ισότητα στην ιλαρότητα που διαφημίζεται εντόνως από τα κανάλια, ενώ οι ανάπηροι κι οι γριές συντονίζονται στους τηλεοπτικούς δέκτες για να οσφρανθούν με τα μάτια την γιορτή των καρναβαλιών. Εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ δαπανούνται ανά έτος για τις ετοιμασίες των αρμάτων και των ομάδων που παρελαύνουν, πάνω στους ίδιους κακοφτιαγμένους δρόμους, ανάμεσα στα ίδια κακοδιατηρημένα κτίρια, μα πάνω από όλα, ανάμεσα στους τόσους δυστυχισμένους και αναξιοπαθούντες οι οποίοι πληθαίνουν με γραμμική ακρίβεια.
Τρελαινόμαστε για τα καρναβάλια. Είναι οι γιορτές που κάνουν τον κόσμο να ξεχνά. Είναι το χρήμα που δαπανάται αφειδώς για το θεαθήναι, ακόμα κι αν ο λαός μένει χωρίς δουλειά, ακόμα κι αν οι άνθρωποι είναι δυστυχισμένοι χωρίς τα βασικά για την επιβίωση.
Όπως είπα και πιο πριν, ήταν η Μέρα του. Ζούσε για αυτές τις εορταστικές μέρες. Δυο βδομάδες περίπου πριν την μεγάλη Κυριακάτικη παρέλαση, τα πάρτι και οι καρναβαλίστικες εκδηλώσεις –τα προεόρτια δηλαδή- έδιναν κι έπερναν. Κάθε βράδυ, μασκαρευόταν κατά τα ειωθώτα και έκλεβε την παράσταση με το σκέρτσο και τη χάρη του. Η έντονη, λαρυγγική του άρθρωση καθώς τραγουδούσε, σε συνδιασμό με την μεγάλη ένταση της φωνής του, τον έκαναν ακαταμάχητο. Στις τηλεοπτικές εκπομπές που τον καλούσαν, τον έβλεπες πάντα να μιλάει με καμάρι για την πόλη μας και να εξηγεί τόσο γλαφυρά τη σημασία και την ιστορία του καρναβαλιού. Τώρα τελευταία, βέβαια, λόγω της επέκτασης των επιχειρήσεών του, άρχισε να ετοιμάζει σεμινάρια για αλλόγλωσσους. Εξηγούμαι. Βασικά, ένεκα της αθρόας προσέλευσης στην πόλη μας, Ρώσων εκατομμυριούχων, ο καπάτσος Βασιλιάς, θεώρησε προσωπικό του χρέος την μετάδοση του Λεμεσιανού γλεντζέδικου πνεύματος σε αυτούς. Έτσι, και σε συνεργασία με διερμηνείς και φιλολόγους, οργάνωσε έναν κύκλο σεμιναριών που τα ονόμασε: «Γίνε Λεμεσιανός, απόλαυσε την ζωή». Βέβαια, εύλογο και πετυχημένο. Γιατί, μπορεί οι εκατομυρριούχοι - πρώιν σύντροφοι και νυν μεγαλοκαπιταλίστες- να είχαν λεφτά και μάλιστα με τη σέσουλα, αλλά δεν τα αξιοποιούσαν καθώς έπρεπε, για να διασκεδάσουν με την πραγματική, λεμεσιανή έννοια της διασκέδασης. Ανέλαβε λοιπόν προσωπικά, σε συνεργασία με τουριστικούς πράκτορες και εταιρείες, να διαπαιδαγωγήσει τους προσφυλείς μας κατά τα άλλα «φιλοκύπριους».
Οργάνωνε λοιπόν – με το αζημίωτο πάντα-, ολόχρονα γλέντια σε ταβέρνες, εκδρομές στα κρασοχώρια μας, εκπαιδευτικά σεμινάρια για τον σωστό τρόπο που πίνουν την ζιβανία και τρων τα συνοδευτικά της, την σωστή προσφώνηση του «Εβίβα», καθώς και την αξιοσημείωτη γευστική λιχουδιά του συνδυασμού του καρπουζιού και του χαλλουμιού. Πέρα απ’ αυτά όμως, οι εκπαιδευτικές εκδρομές στα λαογραφικά μουσεία, οι φωτογραφίσεις με τον Βρακά στη γιορτή του Κρασιού και η ατελεύτητη πόση του κυπριακού καφέ και του φραπέ, δεν έλειπαν σε καμία περίπτωση από το άκρως πατριωτικό του έργο.
Σαν παραφούσκωναν λοιπόν οι κοιλιές των μαικήνων, από την αφείδωλη βρόση της κυπριακότατής μας σούβλας, άρχιζε η μουσική πανδαισία των φολκλορικών ασμάτων, για να βοηθήσει στη διαδικασία της χώνευσης, ενώ τα τραπέζια ετοιμάζονταν να υποδεχθούν το επιδόρπιο της ανάλατης αναρής με το γευστικότατο χαρουπόμελο.
Τα προσφάτως δημιουργηθέντα αποχευτευτικά συστήματα τα οποία με τόση αυταπάρνηση πλήρωσε ο κύπριος φορολογούμενος, μόλις και μετά βίας κατάφερναν να εξυπηρετήσουν τις φυσικές ανάγκες αφόδευσης των εκλεκτών μας αφεντάδων. Βουερά καζανάκια στέναζαν ανάμεσα στους ορόφους των υπερτραφών ουρανοξιστών που χτίστηκαν ειδικά για τους κυπραιοποιημένους μας ζάμπλουτους φίλους. Την ίδια στιγμή, οι ρωσσίδες καλλονές –σύζυγοι των κροίσων κοιλαράδων-, έκαναν ηλιοθεραπεία με την ταυτόχρονη απόλαυση των εκλεκτών κοκτέιλ από τα παραθαλάσια κέντρα τα οποία βρίσκοταν σε πολύ κοντινή απόσταση από τα έκπαγλα εκτρώματα των ουρανοξυστών στα οποία διέμεναν. Οι καημένες, πάσχιζαν μέσα στην κάψα του ήλιου για να πετύχουνε μια καλή σέλφι. Τέλοσπάντων.
Αναμφίβολα, ο Βασιλιάς του Καρναβαλιού υπήρξε για μας ένας σωτήρας του έθνους. Δεν φύδονταν κόπο και χρόνο για να μορφώσει τους απέδευτους χοντρομπαλάδες εκατομμυριούχους. Όλοι τον αγαπούσαν. Όλοι τον καλούσαν με χαρά να χορέψει με την συνοδεία μπαλαλάικας, τους τοπικούς τους χορούς, τους οποίους συνδίαζε υπέροχα με τους δικούς μας παραδοσιακούς. Άλλοτε ντυμένος βρακάς κι άλλοτε κοζάκος, ανάλογα με το τι απαιτούσε η περίσταση.
Το ξενοδοχείο του “Mother Russia”, βρισκόταν ήδη στα σκαριά. Αναμενόταν να λειτουργήσει την ερχόμενη καλοκαιρινή σεζόν, φέροντας όλες του τις επιγραφές στα ρωσικά. Όλοι οι υπάλληλοι, ή θα ήτανε Ρώσοι στην καταγωγή, ή που θα μιλούσαν απταίστως τη ρωσική. Μεγάλες πέτρινες μπάμπουσκες, θα κοσμούσαν την είσοδο, ενώ, το υπηρετικό προσωπικό, ντυμένο ως χωρικοί/ες του 18ου αιώνα, θα αναβίωναν τις χρυσές εποχές της Τσαρικής Ρωσίας, εκεί όπου ο πλούσιος είχε πραγματική υπόσταση. Όταν ο γαιοκτήμονας, ο μεγαλοτσιφλικάς, είχε ακόμα ψυχές στην κατοχή του ή αγορασμένους σκλάβους κατά το χυδαιότερον.
Μέρα και νύχτα το ονειρευόταν ο Βασιλιάς. Είχε ήδη κλείσει συμφωνίες με μουσικοχορευτικά συγκροτήματα παραδοσιακών χορών Κύπρου και Ρωσίας και στα εγκαίνια του Ξενοδοχείου, μια πραγματική πανδαισία χρωμάτων, ασμάτων και γεύσεων θα γινόταν πραγματικότητα. Εκεί που το σουβλάκι θα ερχόταν σε πλήρη αρμονία με την μπορς και η ρώσικη σαλάτα δεν θα είχε τίποτα να ζηλέψει από την δική μας χωριάτικη. Τα εγκαίνια, λοιπόν, θα γίνονταν στις 5 Μαΐου, του επόμενου χρόνου, τρεις μόνο μήνες μετά την Καρναβαλίστικη Παρέλαση.
Δουλειές με φούντες για τον εκλεκτό μας φίλο. Εκείνο το κυριακάτικο πρωινό λοιπόν, με βαρύ το κεφάλι απ’ τη μέθη της προηγούμενης νύχτας σε μια ταβέρνα χωριτικότητας 350 ατόμων, μετά από ένα έντονο Λεμεσιανό ξεφάντωμα, παρουσία 320 Ρώσων, μπήκε στο μπάνιο. Το νερό έπεφτε ζεστό πάνω στο δασύτριχό του στήθος και το μαύρο έντονα βαμμένο του σγουρό μαλλί, φάνταζε στιλπνό κάτω απ’ το ευεργετικό ύδωρ που τον έλουζε. Το άρμα με τους κανταδόρους τον περίμενε στον Εναέριο για την εκκίνηση. Η μαύρη καλογιαλλισμένη του λιμουζίνα αναπαυόταν στο σκοτεινό εσωτερικό γκαράζ. Η γυναίκα του, μασκαρεμένη από το βράδυ, έπλενε στο χέρι, γυμνή μέσα στην πλαδαρότητά της, το καρναβαλίστικό της φόρεμα, το οποίο λέκιασε ένας απεχθής εμετός. Το ‘χε παρακάνει λιγάκι με τους μεζέδες χθες βράδυ.
Φέτος, μια λαμπρή έκπληξη περίμενε το φιλοθεάμων μας κοινό. Το άρμα των κανταδόρων, θα το έσερνε η άσπρη υπερπολυτελής λιμουζίνα της ρώσικης πρεσβείας, η οποία είχε μήκος 15 μέτρα και πλάτος 3. Η σημαία με τον δικέφαλο αετό σε φόντο λευκό, γαλάζιο και κόκκινο, θα ανέμιζε πανίσχυρη πάνω απ’ το πλήθος, στέλνωντας τα δικά της μηνύματα, την ώρα που οι εκλεκτοί μας κανταδόροι, θα τραγουδούσαν τα τραγούδια του Καυκάσου, σε καρναβαλίστικη διασκευή. Τι πιο όμορφο; Τι πιο γλαφυρό στεφάνωμα ανάμεσα στις δύο κουλτούρες, απ’ αυτό;
Το πλήθος φώναζε ενθουσιασμένο, στημένο από το χάραμα στις καφετέριες του Εναερίου. Άλλοι έπαιζαν τάβλι για να περάσει η ώρα μέχρι να αρχίσει η παρέλλαση, άλλοι έπιναν τις πρωινές τους μπύρες, παιδάκια έβγαζαν στριγγλιές κυνηγώντας το ένα το άλλο και γεμίζοντας με αφρούς τα τραπέζια και τα πεζοδρόμια, κι άλλοι σουλάτσαραν πάνω στην αποβάθρα, χαζεύοντας τους πρωινούς, καρναβαλιστές- ψαράδες. Επιτέλους, η ώρα πέρασε.
Πάνω στο άρμα, οι κανταδόροι παίρνουν τις θέσεις τους. Οι μαύρες τους στολές έρχονται σε ωραία αντίθεση με την κάτασπρη λιμουζίνα της πρεσβείας που τους οδηγεί. Μπροστά τους ένα άρμα με ανθρώπους- διαβατήρια φωνασκεί πανηγυρικά ανάμεσα σε πανύψηλα χάρτινα κτίρια. Η λιμουζίνα προχωρά πάνοπλη. Έξω και γύρω κάμποσοι μπράβοι την προστατεύουν. Ο Βασιλιάς μεσουρανεί καθώς άδει με την συνοδεία των ομότεχνων. Τα τραγούδια του Καυκάσου ηχούν παράξενα στ’ αυτιά των ακροατών που τορπιλίζονται απ’ τις φωνές των μεταμφιεσμένων καρναβαλιστών που παρελαύνουν. Οι κανταδόροι τραγουδούν. Μετά από 2 ώρες ακατάπαυστου τραγουδιού, ήρθε η ώρα να ξεκουραστούν.
Η λιμουζίνα, ξάφνου παρεκκλίνει. Ο μεθυσμένος οδηγός παίρνει άλλη πορεία. Αντί να συνεχίσει την πορεία του επί της λεωφόρου Μακαρίου, κατευθύνεται προς την παλιά πόλη. Του είχε κάτσει βαριά η ζιβανία και παρά το δροσερότατο κλιματιστικό, ένιωθε φοβερές εξάψεις. Το κορμί του το έλουζε κρύος ιδρώτας. Ο πονοκέφαλος ήταν αφόρητος. Οι σαστισμένοι μπράβοι τον ακολουθούσαν τροχάδιν. Οι κανταδόροι κρατιούνταν γερά πάνω στο άρμα, οι μικρές ρόδες του οποίου έβγαζαν φωτιές απ’ τη ξέφρενη ταχύτητα. Τα στομάχια των κανταδόρων θύμιζαν πληντύρια στο μάξιμουμ της απόδοσής τους. Ο Βασιλιάς ορίονταν έξαλλος. «Μα τι κάνει ο τρελός; Θα μας σκοτώσει όλους!».
Πράγματι. Κανείς δεν γλύτωσε. Όταν η λιμουζίνα έκανε το λάθος να στρίψει στα στενά της Αγίου Ανδρέου με ιλιγγιώδη ταχύτητα, το άρμα των κανταδόρων αναποδογυρίστηκε με πάταγο. Οι τροβαδούροι εκσφενδονίστηκαν πάνω στην τζαμαρία του εγκαλαταλελλημένου καταστήματος. Θρύψαλλα γέμισε ο δρόμος. Τα ματωμένα τους κορμιά κοίτωνταν στραπατσαρισμένα πάνω στο τσιμεντένιο πάτωμα του αδειανού κτιρίου. Θύμιζαν κοράκια στοιβαγμένα φύρδιν μύγδην, σκοτωμένα από έναν κακεντρεχή κυνηγό. Ο Βασιλιάς μας, ξεψύχυσε βγάζοντας την τελευταία του υπέροχη νότα. Όσοι είχαν την τύχη να τον ακούσουν, συγγκλονίστηκαν απ’ την σπαραξικάρδιά του ερμηνεία.
Η παρέλαση συνεχίζεται κανονικά. Περισσότερες πληροφορίες θα μάθουμε απόψε, στο δελτίο των 20:30. Προσώρας, έχουμε την παρέλαση. Τρέχω να προλάβω. Δεν χαράμισα €50 για το τίποτα σε στολή και κομφετί! Ελπίζω μόνο να μην έχει τελειώσει το μαλλί της γριάς. Πάνε πολλά χρόνια που έχω να φάω και το πεθύμησα!
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΑΚΡΗ
Γεννήθηκα στην Λεμεσό της Κύπρου στις 27 του Οκτώβρη του 1982. Μεγάλωσα κι ανδρώθηκα στην ίδια πόλη. Με τη συγγραφή ήρθα πρώτη φορά σ' επαφή στα 14 μου, μέσω της ποίησης. Πρώτα μου ερεθίσματα τα ποιήματα της Λένας Παππά, κι αργότερα του Ανδρέα Εμπειρίκου, όπως αυτά μου δόθηκαν απ' τις υπέροχες μελοποιήσεις των Αδερφών Κατσιμίχα, κι έπειτα μέσα από την ανάγνωση των ίδιων των ποιητικών τους συλλογών. Στα 18, εξέδωσα την πρώτη μου συλλογή με τίτλο "Εφηβικοί Προσανατολισμοί" και στα 23, τον "Κήπο με τα ματωμένα άνθη" όντας φοιτητής στη Θεσσαλονίκη. Η τελευταία μου ποιητική συλλογή, «To Στέαρ Των Βερμούδων, εκδόθηκε το 2014, κι αποτελεί απάνθισμα ποιημάτων μιας δεκαετίας. Πρώτη μου κατάθεση, στον χώρο της πεζογραφίας, η νουβέλα «Εκχυλίσματα Πάθους, το 2011. Το 2017 βραβεύτηκα με το Πρώτο Βραβείο Ποίησης, στον Διεθνή Διαγωνισμό της Unesco, Τεχνών Λόγου και Επιστημών Ελλάδος και το 2018 με το βραβείο διηγηματογράφου της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου. Ποιήματα και διηγήματά μου, έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς σε διάφορα ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά λογοτεχνίας. To 2019, εκδίδεται η νουβέλα «Δικτύων Δυνάστευση». Είμαι ψυχολόγος – συνθετικός ψυχοθεραπευτής, με σπουδές στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και επαγγελματική μετεκπαίδευση στο Κυπριακό Ινστιτούτο Ψυχοθεραπείας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!