Αγαπητοί φίλοι και ομότεχνοι,
Σας καλωσορίζω κι εγώ με τη σειρά μου σε αυτή την όμορφη εκδήλωση για την παρουσίαση της ποιητικής συλλογής του Χρήστου Δούκα, με τίτλο: «Γριμόριο». Πριν λίγες ημέρες είχαμε τη χαρά, το περιοδικό μας «Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς», να απονείμει στον Χρήστο Δούκα, στα πλαίσια των «Λογοτεχνικών Βραβείων Λογοτεχνικού Περιοδικού Κέφαλος 2019» το «Βραβείο Ποίησης ''Ελικών''» για το πλούσιο ποιητικό του έργο και την ενεργή του παρουσία στα γράμματα, στη διανόηση και στη σύγχρονη πνευματική δραστηριότητα, με κριτήρια: την ποιότητα των έργων του και την αξιολόγηση της εργογραφίας του.
Τώρα, ο τίτλος του βιβλίου μας παραπέμπει στα μαγικά μονοπάτια της ποίησης. «Γριμόριο» ονομάζεται ένα είδος βιβλίου μαγικού περιεχομένου. Ένας είδος εγχειριδίου για μαγικές ιεροτελεστίες. Έτσι και το «Γριμόριο» του Χρήστου Δούκα είναι ένα εγχειρίδιο ποίησης που αν ακολουθήσουμε κάθε στίχο του, κάθε ποίημα του, κάθε του λέξη θα μας καθοδηγήσει ανάμεσα από τις απότομες πλαγιές του σύγχρονου και άπληστου κόσμου μας, τις χαράδρες της άλογης πραγματικότητας και της πνευματικής υπνηλίας των καιρών μας, σ’ εκείνο το μονοπάτι που οδηγεί στην ψιλή κορφή του Ελικώνα. Εκεί πάνω παρέα με τις Ολυμπιάδες Μούσες και την καλλίφωνη βάρβιτο του Απόλλωνα, θα τραγουδήσουμε και θα χορέψουμε ξέφρενα, μεθυσμένοι από το κάλλος των στίχων και της ραψωδίας, σε μία ιερή μυστηλασία μπροστά στο βωμό των Ομηρικών Μυστηρίων της ποίησης του «Γριμορίου».
«Αναζητώ το φως» μας εκμυστηρεύεται ο ποιητής μας στο ποίημά του: Ονειροπόλος Αναζήτησης. «Το Φως της Ισχύος, της Σοφίας και του Κάλλους. / Κάλλους πνευματικού. / Όνειρα μιας νύχτας / χαμένα στην άβυσσο της αμαρτίας μου. / Κι όσο πιο πολύ οράς την άβυσσο / τόσο πιο πολύ με κοιτάει και αυτή». Και καταλήγει σε μία στροφή αυτογνωσίας, που μόνο ένας ποιητής μπορεί να την παραδεχτεί στον εαυτό του, δίχως η λογική να κρατάει τα λουριά της καρδιάς: «Ξέρω τι φταίει / το ότι είμαι/ Υιός της Χήρας - όχι της Αμαλίας. / Ένας ονειροπόλος αναζητητής».
Στο δρόμο προς το βωμό των Ομηρικών Μυστηρίων του «Γριμορίου», μας μυεί στα μυστήρια της ποίησης ερωτοτροπώντας νοητά με την Εκάτη: «Μέσα από το σάβανο, μέσα από το σύννεφο / μέσα από τη θύελλα / στο βουνό του πάθους / Ηφαίστειο που ξύπνησε/ με την οργή του μάγου / σε επικαλούμαι, σε επικαλούμαι»! Επικαλείται ο Χρήστος το πάθος που κοιμάται. Μας καλεί ν’ αφυπνιστούμε από το λήθαργο της ύλης. Να ξετυλίξουμε το σάβανο που μας κρατά φυλακισμένους στα έγκατα της γης. Μας καλεί να ξυπνήσουμε το ηφαίστειο της ψυχής μας και να επικαλεστούμε την οργή του μάγου, το άγριο, αλλά αμόλυντο και άσπιλο συναίσθημα του ανθρώπου.
Η μύηση συνεχίζεται στην τελευταία στροφή του εν λόγω ποιήματος: της «Ωδής στην Εκάτη» και μας δίνει την ιερή εντολή της αφύπνισης του πνευματικού εγώ, το οποίο θα αναδυθεί από το φως των αστεριών και θα λάμψει τη θνητή μας ζωή με τη λαμπρότητα τη φωνή του και το λόγο του και θα μας χαρίσει το μυστικό σπόρο της γνώσης του κόσμου. Ας ακολουθήσουμε λοιπόν στίχο προς στίχο τα στάδια προς την τελείωση του ανθρώπου: «Από τη νύχτα βγάλε ένα αστέρι - το δικό μου! / Τώρα εβδομήντα έτη φωτός πιο κοντά, όπως πιστεύω / Σταθερή η καρδιά μου / μέσα στην άγνωστη άβυσσο / Η δόξα του μοναδικού μου οδηγού, παράλληλα με την μορφή σου / Καθώς πλησιάζω αυτή την πύλη του φωτός / που οι άνθρωποι ονομάζουν θάνατο, / Η αστραφτερή λάμψη αρχίζει να πάλλεται, μια σφύζουσα σφαίρα / Η συστολή και η διαστολή του χρυσού / νέα ζωή αθάνατη / Μέχρι το μαύρο βελούδινο βράδυ να καίγεται στο πορφυρό, / Είναι η φωνή σου, ο λόγος σου, ο μυστικός σπόρος».
Ο ποιητικός λόγος του Χρήστου Δούκα, εκείνος ο μυστικός σπόρος του ανθρώπινου όντος, μας καλεί στο ιερό καθήκον του πνεύματος, για το οποίο όμως βρίσκεται σε άγνοια: «Ιερό καθήκον / το πνεύμα φυσικώς να προσεγγίσει / την Υπερφύση που του ανήκει / όμως δεν γνωρίζει - δεν αντιλαμβάνεται.» Μας προτρέπει να κατανοήσουμε τη θέση του: «το σχέδιο, στο Όλον», και μας κάνει ν’ αναρωτιόμαστε μαζί του το μέγα ερώτημα που ούτε οι φιλόσοφοι δεν βρέθηκαν ποτέ σε θέση ν’ απαντήσουν κατηγορηματικά, παρά μονάχα τις παρυφές του ακουμπούσαν με τη διάνοια της έμπνευσης, της σοφίας που τους μετέδιδε η Θεά Αθηνά, αλλά δεν ήταν σε θέση να μεταλάβουν το νέκταρ της γνώσης της: «ποια η σχέση Θεού, ανθρώπου και Σύμπαντος»; Και ποιος είναι άραγε ο σκοπός της ζωής, σύμφωνα με τους στίχους του Χρήστου: «Ιδιαίτερη θέση - αρχέγονη κατάσταση / η επανάκτηση αυτής - ο μόνος στόχος».
Πέρα όμως από την πνευματική οδοιπορία που μας οδηγεί ο Χρήστος με τους στίχους του, προσεγγίζει παράλληλα και την κοινωνική πραγματικότητα, ενός κόσμου ψεύτικου και απατηλού, που η προσήλωση στο φαίνεσθε παραγκώνισε το στοχασμό του είναι. Μέσα από την τετραλογία του απαισιόδοξου στοχάζεται και εκφράζει τα συναισθήματα της καρδιάς του ανθρώπου των πόλεων, που μόνο οι στίχοι ενός σύγχρονου ραψωδού μπορούν να μετουσιώσουν και ν΄ αφυπνίσουν τη συνείδηση και την καρδιά μας. Στο πρώτο μέρος του απαισιόδοξου η τέφρα της σκέψης ουρλιάζει με πόνο: «Μύρια στάδια η θλίψης μου / Ακέραιος βίος κατακρημνισμένος / Εφιάλτης τώρα / Η νυκτερίς θανάτου / Πτώμα παρά κλεψύδρας / Δρέπανο συνοδευόμενο από έκρηξη». Κι αυτή η έκρηξη γεμίζει το νου με σφαίρες πυρός, γεμάτες από μπαρούτι πόνου και μας εκμυστηρεύεται το: «Άυλο Μυστικό / Τοπίο γυμνό, αληθές και θολό παραλλήλως με υγρασία / και σκόρπιο. / Εν το μέσω, το Φορτίον / ο Θνήσας».
Στο δεύτερο μέρος ο χειμώνας είναι παντοτινά γύρω μας. Το «εγώ» μας μάς καλεί ο Χρήστος να βυθίσουμε: « εις λίμνην μιας ανάμνησης / μιας και η μοίρα όρισε για μας / Δασκάλους κακούς». Ανώδυνο θεωρεί το μειδίαμα της Αβροφροσύνης, την ψεύτικη ευγένεια στη συμπεριφορά και στην ομιλία, αυτή τη λεπτότητα, που λεπταίνει παρά μεγεθύνει τα αισθήματα. Χαρακτηρίζει αφελές αυτό το αίσθημα, γιατί η φωνή χάνει το νόημα και: «θάπτεται εν τω χώματι των πνιγόντων». Και η λήξη αυτού του δράματος αργεί μας εκμυστηρεύεται: «Το τέλος τρέφεται από τη διάρκεια. / Το τέλος έρχεται με την αρχή».
Στο τρίτο μέρος μάς οδηγεί στην αύρα της θάλασσας και στο φως, που τη σκεπάζει το φύκι της απαισιοδοξίας και η ελπίδα είναι χαμένη. Τότε ανοίγει τα παράθυρα και μας βάζει μέσα στον κόσμο του ποιητή. Ο ποιητής ζει μέσα στην πραγματικότητα. Τυραννιέται από τον εγωισμό, τα πάθη, τη φτώχεια του πνεύματος και της έλλειψης ελπίδας. Μονάχα όταν γράφει ταξιδεύει στον κόσμο των ονείρων και σπάει τις αλυσίδες που τον κρατούν κλεισμένο στη χώρα των αφρόνων. Η καρδιά του στο κόσμο αυτόν εδώ, τον απατηλό και ξένο είναι μια: «Συντετριμμένη καρδιά / καύχημα ποιητού». Συντετριμμένη όμως είναι: «για τις/ γλυκές, Φωτεινές, / μεθυστικές ώρες». Και αποχαιρετά τον κόσμο των ονείρων: «μ’ ένα γλυκό άσμα / αποχαιρετώ την Ηώ / και θανατώνω τη Δύσην». Αυτός ο θάνατος της δύσης παραπέμπει στη δύση του ανθρώπινου εγώ, το οποίο πρέπει να οδηγηθεί στις αέναες φλόγες του θανάτου, για να αναγεννηθεί ύστερα από την τέφρα του, ως ένας άλλος Φοίνιξ που θα λαμπρύνει το φως του τον κόσμο μας.
Και στο έσχατο μέρος του «απαισιόδοξου», μας καλεί να τον ακολουθήσουμε στην τελετουργία του θανάτου του ανθρώπινου «εγώ». Μας μεταφέρει την αίσθηση της σύγχυσης και της αγωνίας καθώς η καρδιά του οδεύει στα «έγκατα του κόσμου». Η ανταμοιβή όμως που θα λάβει γι’ αυτή τη θυσία είναι η μεγαλύτερη πνευματική έκσταση: «Κάλλος θεσπέσιον / Φωτεινή υπερηφάνεια, / Αρετή και Πίστις / Σοφία και Γαλήνη». Και το κύκνειο του άσμα αντηχεί μέσα στις καρδιές μας και η ψυχή μας σκιρτά καθώς τ’ ακούει: «Πικρός χορός - βηματισμός» / κλειστοί οφθαλμοί / οδός αδιαφορίας / και τελευταία ελπίς συνάμα / Κλειστό Όναρ / Έρημοι Οδοί και / Πλατείες αδειανές / Στοχασμοί».
Τώρα πριν κλείσω την ομιλία μου για το βιβλίο του Χρήστου, θα ήθελα να αναφερθώ με την ιδιότητα του Φιλολόγου, στο ύφος και τη γλώσσα αυτού του εξαίρετου ποιητή της Θράκης. Το ύφος των ποιημάτων του είναι γλαφυρό. Ο Χρήστος περιγράφει με πολλά διακοσμητικά λεκτικά στοιχεία τις σκέψεις του και τις μετουσιώνει πάνω στο χαρτί με τη γραφίδα του, χωρίς όμως να χαθεί η σαφήνεια και η καλαισθησία που τον χαρακτηρίζει, τις οποίες μάλιστα υπηρετεί με τη γραφίδα του και τις ανυψώνει. Ο λόγος του είναι παραστατικός. Διεγείρει και συγκρατεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ενώ παράλληλα δίνει χρώμα και ομορφιά σε έννοιες που μπορεί να μας φαίνονται απόμακρες, αλλά εκείνος τις χρωματίζει με τους στίχους του και μας κάνει και μας κοινωνούς αυτών των εννοιών. Το λεξιλόγιο του είναι πλούσιο και «προδίδει» σε εισαγωγικά έναν άνθρωπο ο οποίος κατέχει πλήρως το γλωσσικό αίσθημα. Το ύφος του αποτελείται από σαφήνεια, μας επιτρέπει έτσι να δούμε καθαρά τις ιδέες που κρύβονται κάτω από κάθε λέξη και κάθε πρόταση. Άλλο χαρακτηριστικό του είναι η ορθότητα και η καθαρότητα του λεξιλογίου του, διότι μεταχειρίζεται λέξεις, οι οποίες ταιριάζουν στη γλώσσα και στο πνεύμα της γραφίδας του. Επίσης, ένα ακόμη χαρακτηριστικό είναι η φυσικότητα, η αβίαστη, ειλικρινής και χωρίς προπαρασκευή έκφρασή στη διατύπωση των σκέψεων του και των ιδεών του.
Τέλος, θα ήθελα να χαρακτηρίσω την ποίηση του Χρήστου Δούκα με τον ορισμό του αμερικανού ποιητή Ρόμπερτ Φρόστ, για την ποίηση, ο οποίος είναι: «Ποίηση είναι όταν ένα συναίσθημα έχει βρει τη σκέψη του και η σκέψη έχει βρει τις λέξεις». Έτσι και η ποίηση του Χρήστου είναι η μέθεξη του συναισθήματος και της σκέψης του, η οποία μετουσιώνεται με το λόγο του.
Πλούταρχος Πάστρας
Εκδότης Λογοτεχνικού Περιοδικού «Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς»
& Εφημερίδας «Λογοτεχνικό Βήμα»,
Φιλόλογος, Δημοσιογράφος, Λογοτέχνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!