Ο «ΚΕΦΑΛΟΣ - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς» έχει ξεκινήση μία νέα δράση με τίτλο: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ» (ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ 3ο ΤΟΜΟ γίνονται δεκτές έως τις 31/12/2019 - ΥΠΟΒΟΛΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ: ΕΔΩ) και προσκαλεί όλους τους Λογοτέχνες, Ποιητές και Συγγραφείς να συμμετάσχουν σ' αυτήν. Σκοπός της εν λόγω δράσης είναι η προβολή μέσω αφιερωμάτων και συνεντεύξεων των σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών, Ποιητών και Συγγραφέων, είτε έχουν εκδώσει κάποιο βιβλίο είτε όχι και η δημιουργία του πρώτου τόμου της «Ηλεκτρονικής Εγκυκλοπαίδειας των Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών», η οποία έχει συσταθεί σε μία ανεξάρτητη ιστοσελίδα με τη μορφή ηλεκτρονικών τόμων και την έκδοση δωρεάν e-book.
Στη σημερινή μας παρουσίαση στα πλαίσια της δράσης: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ», θα σας παρουσιάσουμε τη λογοτέχνιδα, Γεωργία Γιαννιού, η οποία συμμετέχει στην «Εγκυκλοπαίδεια Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών» και απάντησε στις ερωτήσεις του Δημοσιογράφου, Λογοτέχνη και Εκδότη του Περιοδικού Κέφαλος, κ. Πλούταρχου Πάστρα, για το λογοτεχνικό του έργο, τα βιβλία και τη λογοτεχνία.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ ΓΙΑΝΝΙΟΥ
1. Αν έπρεπε να δώσετε έναν ορισμό για τη λογοτεχνία, ποιος θα ήταν αυτός;
Η τέχνη του λόγου που αποτυπώνει την τέχνη της ζωής.
2. Τι μπορεί να προσφέρει η λογοτεχνία στο σύγχρονο άνθρωπο;
H λογοτεχνία, όπως και κάθε μορφή τέχνης, σκιαγραφεί τον άνθρωπο μέσα στην εποχή του. Αυτό μπορεί να αποβεί χρήσιμο για τη συνειδητοποίηση του αναγνώστη, μέσα από έναν γόνιμο διάλογο, τόσο με τον εσωτερικό εαυτό του όσο και με έναν άλλο συνάνθρωπο που είναι ο συγγραφέας, ‘Έτσι, συγγραφέας και αναγνώστης συνυπάρχουν κατά την ανάγνωση ενός λογοτεχνικού έργου. Ο σύγχρονος άνθρωπος έχει ξεχάσει να συνυπάρχει. Η λογοτεχνία κατ’ αυτόν το τρόπο μας βοηθάει να το ξαναθυμηθούμε.
Αν και τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου φαίνονται ανυπέρβλητα και του δημιουργούν νοητικό και συναισθηματικό χάος, η λογοτεχνία, είτε είναι ποίηση είτε πεζογραφία, έχει πάντα να του προτείνει μια υπέρβαση, ή αλλιώς θα το έλεγα, μια άλλη ματιά στη ζωή. Για να είμαι πιο σαφής, θα αναφερθώ στο φλέγον θέμα της οικονομικής μας κρίσης. Θα αναρωτιέστε τι υπέρβαση μπορεί να προτείνει η λογοτεχνία σ’ αυτόν που αγωνιά μην χάσει το σπίτι του από ένα κόκκινο δάνειο. Μου έρχονται αμέσως στο νου οι στίχοι του Διονύσιου Σολωμού «χαρές και πλούτη κι αν χαθούν και τα βασίλεια κι όλα, τίποτα δεν είναι, σαν η ψυχή μένει στητή και ολόρθη». Η λύση που προτείνει ο ποιητής στον αναγνώστη, δεν είναι βέβαια να αφήσει την Τράπεζα να του πάρει το σπίτι σα να μην τρέχει τίποτα, αλλά να φροντίσει να μην χάσει την ψυχή του στον αγώνα να μην του πάρουν το σπίτι. Αυτό είναι ένα μόνο παράδειγμα στα τόσα πολλά που θα μπορούσαμε να παραθέσουμε.
Αν και τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου φαίνονται ανυπέρβλητα και του δημιουργούν νοητικό και συναισθηματικό χάος, η λογοτεχνία, είτε είναι ποίηση είτε πεζογραφία, έχει πάντα να του προτείνει μια υπέρβαση, ή αλλιώς θα το έλεγα, μια άλλη ματιά στη ζωή. Για να είμαι πιο σαφής, θα αναφερθώ στο φλέγον θέμα της οικονομικής μας κρίσης. Θα αναρωτιέστε τι υπέρβαση μπορεί να προτείνει η λογοτεχνία σ’ αυτόν που αγωνιά μην χάσει το σπίτι του από ένα κόκκινο δάνειο. Μου έρχονται αμέσως στο νου οι στίχοι του Διονύσιου Σολωμού «χαρές και πλούτη κι αν χαθούν και τα βασίλεια κι όλα, τίποτα δεν είναι, σαν η ψυχή μένει στητή και ολόρθη». Η λύση που προτείνει ο ποιητής στον αναγνώστη, δεν είναι βέβαια να αφήσει την Τράπεζα να του πάρει το σπίτι σα να μην τρέχει τίποτα, αλλά να φροντίσει να μην χάσει την ψυχή του στον αγώνα να μην του πάρουν το σπίτι. Αυτό είναι ένα μόνο παράδειγμα στα τόσα πολλά που θα μπορούσαμε να παραθέσουμε.
3. Η ποίηση στις ημέρες μας δεν έχει τη θέση που κατείχε παλαιότερα. Για ποιο λόγο πιστεύετε πως συμβαίνει αυτό και πως θεωρείτε ότι θα είναι το μέλλον της;
Εξαρτάται σε ποια παλαιότερη εποχή αναφέρεστε. Σίγουρα οι σημερινοί ποιητές δεν έχουν την απήχηση που είχε ο Όμηρος στους σύγχρονούς του-όσο μπορούμε να υποθέσουμε βέβαια. Ούτε μπορεί ένα σύγχρονο ποίημα να ξεσηκώσει τα πλήθη, όπως έκανε η Μασσαλιώτιδα την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης. Ίσως, η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα να έχει την ίδια ρίζα στο πρόβλημα που προανέφερα: Ότι, δηλαδή, έχουμε ξεχάσει να συνυπάρχουμε. Έτσι, η σύγχρονη ποίηση έχει πάψει, στο μεγαλύτερο μέρος της, να εκφράζει το συλλογικό συναίσθημα. Είναι ποίηση, θα έλεγα, μοναχική, προσωπική, στη χειρότερη μορφή της ομφαλοσκοπική- ας μου επιτραπεί ο χαρακτηρισμός. Πόσο μπορεί να αφορά τον κόσμο μια τέτοια ποίηση; Ίσως αυτή να είναι και η εξήγηση στο φαινόμενο που παρατηρείται στην Ελλάδα-πιθανόν και σε άλλες χώρες, δεν το γνωρίζω- ενώ πολλοί γράφουν ποίηση, το αναγνωστικό κοινό παραμένει μικρό. Τέλος, θα αναφέρω δύο στίχους από το πολύ γνωστό ποίημα του Καβάφη, Το πρώτο σκαλί: «Κι αυτό ακόμα το σκαλί το πρώτο[της ποίησης]/πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει». Είναι στη φύση αυτής της τέχνης να απέχει από τον πολύ τον κόσμο; Αναρωτιέμαι κι εγώ.
Παρ’ όλα αυτά, δεν πιστεύω ότι η ποίηση κινδυνεύει να χαθεί. Αντίθετα, μάλιστα, θα έλεγα ότι η ποίηση, λόγω της μικρής φόρμας [μικρού κειμένου] στην οποία γράφεται, θα μπορούσε να προτιμάται από τον σύγχρονο άνθρωπο έναντι της πεζογραφίας. Πόσο χρόνο χρειάζεται, αλήθεια, για να διαβάσει κανείς ένα ποίημα και πόσο, στον αντίποδα, ένα μυθιστόρημα; Ο πολυάσχολος σύγχρονος άνθρωπος μπορεί να αντλήσει πολλά από την ποίηση σε πολύ λιγότερο χρόνο ανάγνωσης απ’ ότι από την πολυσέλιδη λογοτεχνία. Άλλωστε, η μοντέρνα ποίηση χρησιμοποιεί κατ’ εξοχήν την εικόνα, ως εκφραστικό μέσο κι αυτό είναι απόλυτα σύμφωνο με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται ο σύγχρονος άνθρωπος τον κόσμο, δηλαδή μέσω της εικόνας. Δεν βρίσκω λοιπόν κανέναν λόγο, γιατί οι σύγχρονοι αναγνώστες της λογοτεχνίας, δεν διαβάζουν αρκετά σύγχρονη ποίηση. Θα περίμενα, μάλιστα, να την προτιμούν σαν λογοτεχνικό είδος. Μήπως και αυτό είναι θέμα μάρκετινγκ;
Παρ’ όλα αυτά, δεν πιστεύω ότι η ποίηση κινδυνεύει να χαθεί. Αντίθετα, μάλιστα, θα έλεγα ότι η ποίηση, λόγω της μικρής φόρμας [μικρού κειμένου] στην οποία γράφεται, θα μπορούσε να προτιμάται από τον σύγχρονο άνθρωπο έναντι της πεζογραφίας. Πόσο χρόνο χρειάζεται, αλήθεια, για να διαβάσει κανείς ένα ποίημα και πόσο, στον αντίποδα, ένα μυθιστόρημα; Ο πολυάσχολος σύγχρονος άνθρωπος μπορεί να αντλήσει πολλά από την ποίηση σε πολύ λιγότερο χρόνο ανάγνωσης απ’ ότι από την πολυσέλιδη λογοτεχνία. Άλλωστε, η μοντέρνα ποίηση χρησιμοποιεί κατ’ εξοχήν την εικόνα, ως εκφραστικό μέσο κι αυτό είναι απόλυτα σύμφωνο με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται ο σύγχρονος άνθρωπος τον κόσμο, δηλαδή μέσω της εικόνας. Δεν βρίσκω λοιπόν κανέναν λόγο, γιατί οι σύγχρονοι αναγνώστες της λογοτεχνίας, δεν διαβάζουν αρκετά σύγχρονη ποίηση. Θα περίμενα, μάλιστα, να την προτιμούν σαν λογοτεχνικό είδος. Μήπως και αυτό είναι θέμα μάρκετινγκ;
4. Και τώρα μία δύσκολη ερώτηση. Τι σημαίνει για σας ποίηση;
Μόνο μεταφορικά θα μπορούσα να εκφράσω τι σημαίνει για μένα ποίηση. Είναι μια βουτιά στα βάθη της ψυχής. Το άναμμα ενός καντηλιού στο έρεβος του κόσμου. Κάτι σαν κραυγή σ’ έρημο δάσος ή ψίθυρος σ’ οχλοβοή.
5. Γιατί γράφετε;
Αυτή είναι η πιο δύσκολη ερώτηση που μου κάνετε. Θα την κάνατε ακόμα πιο δύσκολη, αν με ρωτούσατε γιατί εκδίδω αυτά που γράφω. Πιστεύω ότι γράφω, γιατί κάτι αρχέγονο με κινεί να το κάνω. Φαντάζομαι ότι και οι πρωτόγονοι άνθρωποι, όταν προσπαθούσαν να σκαλίσουν κάτι στο βράχο της σπηλιάς τους, δεν ήξεραν ακριβώς γιατί το έκαναν.
6. Ποια είναι η πηγή της έμπνευσής σας;
Εμπνέομαι από τη φύση, την καθημερινότητα, τις ανθρώπινες σχέσεις, τα κοινωνικά ζητήματα, τον έρωτα, τον θάνατο, όλα, δηλαδή, τα υπαρξιακά ζητήματα του ανθρώπου.
7. Με ποιο λογοτεχνικό είδος ασχολείστε περισσότερο;
Τελευταία έχω αφήσει- προσωρινά, ελπίζω- την ποίηση και ασχολούμαι με το μικρό διήγημα. Διαβάζω και γράφω μικρά διηγήματα. Πάντως, μέχρι στιγμής, μπορώ να πω ότι έχω ασχοληθεί συγγραφικά περισσότερο με την ποίηση.
8. Μιλήστε μας για το λογοτεχνικό σας έργο.
Το πρώτο μου βιβλίο ήταν η ποιητική συλλογή «Κρύπτη φωτός». Εκδόθηκε το 2014 από τις εκδόσεις «Οδός Πανός». Ήταν ένα βιβλίο με τριμερή δομή, όπου το πρώτο μέρος ήταν ποιήματα για τα θεμελιώδη υπαρξιακά ζητήματα, το δεύτερο για τον κατακερματισμό του γυναικείου ιδεώδους και το τρίτο, ένα θεατρικό ποίημα. Ακολούθησε η συμμετοχή μου σε μια ανθολογία αφηγημάτων με τίτλο «Ιστορίες της Θάλασσας» την οποία επιμελήθηκε η δημοσιογράφος και λογοτέχνης Καρίνα Βέρδη και εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Κύμα» το 2018. Την ίδια χρονιά εξέδωσα την δεύτερη ποιητική μου συλλογή με τίτλο «Βόλτα με ποδήλατο», από τις εκδόσεις «Λεξίτυπον». Το 2019 συμμετείχα πάλι με δύο μικρά διηγήματα σε μια ανθολόγηση της Καρίνας Βέρδη, με τίτλο «Ιστορίες του δρόμου», από τις εκδόσεις «Κύμα».
9. Πείτε μας λίγα λόγια για το τελευταίο σας βιβλίο που έχει τίτλο: «Βόλτα με ποδήλατο».
Η «Βόλτα με ποδήλατο» είναι μια ποιητική συλλογή είκοσι τεσσάρων ποιημάτων με ευρεία θεματική: Τον πόλεμο, την οικονομική κρίση, την μετανάστευση, την Εκκλησία, τη φύση, τον θάνατο, την αυτοχειρία κ.ά. Ο τίτλος της συλλογής παραπέμπει, βέβαια, στον στίχο του Εμπειρίκου: H ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου.
Η «Βόλτα με ποδήλατο» είναι μια ποιητική συλλογή είκοσι τεσσάρων ποιημάτων με ευρεία θεματική: Τον πόλεμο, την οικονομική κρίση, την μετανάστευση, την Εκκλησία, τη φύση, τον θάνατο, την αυτοχειρία κ.ά. Ο τίτλος της συλλογής παραπέμπει, βέβαια, στον στίχο του Εμπειρίκου: H ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου.
10. Ποια είναι η αγαπημένη σας ώρα μέσα στην ημέρα που κάθεστε και γράφετε;
Δεν υπάρχει συγκεκριμένη ώρα που κάθομαι και γράφω. Έχει τύχει να συνθέσω ένα ποίημα στίχο – στίχο ενώ περπατούσα στο βουνό – αγαπημένο μου χόμπι – και να καθίσω να το γράψω στην χαρτοπετσέτα του εστιατορίου, για να μην το ξεχάσω, όταν κατεβήκαμε με την παρέα μου να φάμε μετά από μια πολύωρη πεζοπορία. Άλλες φορές έχω γράψει ενώ καθόμουν μόνη σ’ ένα καφέ. Δεν τα γράφω όλα βέβαια έτσι, αλλά τυχαίνει κάποιες φορές. Παντού και πάντα σε βρίσκει η ποίηση ή την βρίσκεις εσύ.
11. Πως είναι η ζωή ενός λογοτέχνη στα χρόνια της κρίσης;
Θα έλεγα ότι είναι πλούσια σε λογοτεχνικά ερεθίσματα. Οι «χαλεποί καιροί» ευνοούν τη λογοτεχνική συγγραφή. Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από γρήγορες και χαοτικές εξελίξεις. Σε μια τέτοια κρίση δεν ξέρει κανείς πού οδηγείται. Ο λογοτέχνης καλείται να αποτυπώσει αυτό το χάος και να του δώσει λόγο. Είναι εξαιρετικά δύσκολο, αλλά και ενδιαφέρον.
12. Πως θα χαρακτηρίζατε τη λογοτεχνική παραγωγή σήμερα;
Θα έλεγα ότι και η λογοτεχνία χαρακτηρίζεται σήμερα από υπερκαταναλωτισμό: Παράγουμε περισσότερα απ’ όσα χρειαζόμαστε. Απ’ αυτό δεν κερδίζουν ούτε οι αναγνώστες ούτε οι συγγραφείς. Απλά επιβιώνουν οι εκδοτικοί οίκοι. Δεν είναι κακό αυτό, αλλά δεν είναι και το ζητούμενο.
13. Αν έπρεπε να επιλέξετε ανάμεσα στο έντυπο ή στο ηλεκτρονικό βιβλίο, εσείς ποιο θα επιλέγατε;
Θα έλεγα ότι και η λογοτεχνία χαρακτηρίζεται σήμερα από υπερκαταναλωτισμό: Παράγουμε περισσότερα απ’ όσα χρειαζόμαστε. Απ’ αυτό δεν κερδίζουν ούτε οι αναγνώστες ούτε οι συγγραφείς. Απλά επιβιώνουν οι εκδοτικοί οίκοι. Δεν είναι κακό αυτό, αλλά δεν είναι και το ζητούμενο.
13. Αν έπρεπε να επιλέξετε ανάμεσα στο έντυπο ή στο ηλεκτρονικό βιβλίο, εσείς ποιο θα επιλέγατε;
Μέχρι στιγμής έχω επιλέξει το έντυπο βιβλίο, γιατί το αγαπώ. Έχει περισσότερη σχέση με τις αισθήσεις μας και αποτελείται από φυσικά υλικά. Δεν ξέρω, όμως, αν θα επιμείνω στο μέλλον σ’ αυτή την επιλογή μου. Πιστεύω ότι στο μέλλον πολύ λίγα βιβλία θα εκδίδονται σε χαρτί και όσα εκδίδονται, θα είναι συλλεκτικά. Το κόστος, όμως, των ηλεκτρονικών βιβλίων φτάνει και ξεπερνά πολλές φορές αυτό των εντύπων. Ο μόνος λόγος που θα ήθελα να εκδώσω ηλεκτρονικό βιβλίο είναι ότι οι νέοι απεχθάνονται το έντυπο – αυτή την εντύπωση έχω - ενώ θα ήθελα ν’ απευθυνθώ και σ’ αυτούς.
14. Ποια συμβουλή θα δίνατε σ’ ένα νέο λογοτέχνη;
Να απεκδυθεί κάθε φιλοδοξίας για αναγνωρισιμότητα και να στρωθεί στη δουλειά. Να διαβάζει πολύ και να γράφει λιγότερο. Το κυριότερο είναι να ζει μια ζωή, όσο γίνεται, πλήρη.
15. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
15. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
Η «Δίκη» του Κάφκα από την ξένη πεζογραφία και η «Δευτέρα Παρουσία -από το σημειωματάριο ενός μοναχού» του Ράινερ Μαρία Ρίλκε σε μετάφραση του Κώστα Κουτσουρέλη, από την ξένη ποίηση. Και για να μην παραλείψω τους Έλληνες λογοτέχνες, θα έλεγα η «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη από την πεζογραφία και τα άπαντα του Σολομού με τα προλεγόμενα του Μαρίνου Σιγούρου, από την ποίηση. Επίσης η «Κρύπτη» του Επαμεινώνδα Γονατά.
16. Τελευταία ερώτηση. Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια στο χώρο της λογοτεχνίας;
Θα ήθελα να δοκιμαστώ σε όλα τα είδη της λογοτεχνίας. Ξεκίνησα με την ποίηση, γιατί αυτή μου «βγήκε» πρώτη από μικρή ηλικία. Συνεχίζω με το μικρό διήγημα και μέσα στο 2019 σκοπεύω να εκδώσω μια συλλογή μικρών διηγημάτων που έχω σχεδόν έτοιμη. Θα ήθελα στο μέλλον να αναμετρηθώ με τη νουβέλα και το μυθιστόρημα. Ακόμα δεν θεωρώ τον εαυτό μου λογοτέχνη. Ασκήσεις γραφής κάνω. Η πορεία μου είναι από τη μικρή στη μεγάλη φόρμα. Πού θα καταλήξω; Θα δείξει.
* * *
Ασκληπιείο Βούλας
(της Γεωργίας Γιαννιού)
(της Γεωργίας Γιαννιού)
Στο κοιμητήρι βουβάθηκαν τα κόκκαλα
κι όλο έγινε ένα μπλαβί ποτάμι άβυσσος
Ένα μάτι με κοιτούσε μέσα από τις πευκοβελόνες
Ήσουν εσύ κοντά μου και γιόρταζες
την εκατοστή επέτειο του θανάτου σου
Ψέματα, δεν ήσουν εσύ
εκείνο που θα με συντροφεύει πάντα ήταν
Το πρωί η νοσοκόμα μου έφερε γλυκό κουταλιού
αντί για αντιβιοτικό
πάντα μου άρεσε το γλυκό κουταλιού
αφήνει μια γεύση που σε λιγώνει
σαν τη λαχτάρα για ζωή
Λίγο σιρόπι απόμεινε στο πιατάκι
μ’ αυτό ξεγέλασα το θάνατο
κι ύστερα μου είπες: “Περίμενε να ξημερώσει Κυριακή.
Ο θάνατος αργεί τις Κυριακές”.
κι όλο έγινε ένα μπλαβί ποτάμι άβυσσος
Ένα μάτι με κοιτούσε μέσα από τις πευκοβελόνες
Ήσουν εσύ κοντά μου και γιόρταζες
την εκατοστή επέτειο του θανάτου σου
Ψέματα, δεν ήσουν εσύ
εκείνο που θα με συντροφεύει πάντα ήταν
Το πρωί η νοσοκόμα μου έφερε γλυκό κουταλιού
αντί για αντιβιοτικό
πάντα μου άρεσε το γλυκό κουταλιού
αφήνει μια γεύση που σε λιγώνει
σαν τη λαχτάρα για ζωή
Λίγο σιρόπι απόμεινε στο πιατάκι
μ’ αυτό ξεγέλασα το θάνατο
κι ύστερα μου είπες: “Περίμενε να ξημερώσει Κυριακή.
Ο θάνατος αργεί τις Κυριακές”.
Μαυσωλείο Α. Κάλβου-Δ. Σολωμού
(της Γεωργίας Γιαννιού)
Μονάχα δυο φορές,
Σιωπηλά ανταμώσατε
Εκείνη στη ζωή
Και τούτη εδώ στο μνήμα
Πρόσωπα θεία!
Από του τάφου τη σιωπή
Σας ζωντανεύει η μνήμη
Τα μάτια σας κλειστά.
Δεν βλέπουν καταιγίδες
Να πλήττουν την Ελλάδα
-Δεινών νεροποντή-
Μ’ εκείνες ίδιες.
Για τη σιωπή των τάφων σας
Οι μούσες ας δακρύσουν.
Κρατάτε του Θεού
Τη φοβερή ρομφαία
Και πάνω από τα έθνη
Υμνείτε πέρα ως πέρα
Ελευθερία.
Τον θάνατο υπερβήκατε
Στα ίχνη του Φεραίου.
Αδούλωτες ψυχές
Εσείς την οικουμένη
Διδάξατε γενναία
-Αντί να υπομένει-
Ν’ αντιπαλεύει.
Κομήτης μοιάζει η ζωή
Στων στίχων σας τη λάμψη.
Κρατάτε τις ψυχές μας
Στ’ αδούλωτά σας χέρια
Η πέννα ματαιώνει
Βάρβαρες κατακτήσεις
Τις ξεγυμνώνει
Πολιορκείται η ψυχή
Κι ολόρθη ανεβαίνει
Περήφανα λυγίζει
Το σώμα σας στο Χάρο
-γιατί είναι κι αυτός φύση-
Αλλά τον Επουράνιο
Έχετε αγγίξει
’74
(της Γεωργίας Γιαννιού)
(της Γεωργίας Γιαννιού)
Η Αφροδίτη έτρεχε ξυπόλητη πάνω στα σπογγώδη βράχια και φώναζε υστερικά κάτι ακατάληπτο που το ’παιρνε ο άνεμος και το σκορπούσε. Προσπαθούσα με αγωνία να καταλάβω. Μου φάνηκε σαν να ’λέγε χτύπησα το πόδι μου... το πόδι μου! Κι όμως έτρεχε, έτρεχε με πανικό, τόσο που δεν ξεκίνησα να πάω προς το μέρος της. Δεν μπορούσα ν’ αντιμετωπίσω τόση ορμή.
Εκείνο το καλοκαιριάτικο μεσημέρι πλυθήκαμε ήσυχα, φάγαμε ήσυχα˙ ήτανε φανερό πόσο καλά παιδιά γίναμε μεμιάς. Σαν να ’χαμε κι εμείς μερίδιο ευθύνης. Η θεία Σταυρούλα παρατήρησε πως οι δύσκολες στιγμές πρέπει να μας βρίσκουν αξιοπρεπείς, γιαυτό μ’ επαίνεσε που δεν παρέλειψα να χτενίσω τα μαλλιά μου μετά το μπάνιο. Η τηλεόραση έπαιζε εμβατήρια και τον εθνικό ύμνο. Στην πλατεία, άκουσα, εικοσάχρονοι αποχαιρετούσαν τους συγγενείς τους. Ο πατέρας επιστρατεύτηκε.
- Γιαγιά, τι είναι «επιστράτευση»;
- Άντε να παίξεις με την Αφροδίτη.
- Μα, την πονάει το πόδι της.
Έμαθα για τον πόλεμο από εκείνο το κορίτσι που έτρεχε στα βράχια φωνάζοντας πόλεμος!.
Εκείνη την ημέρα όλοι σιωπούσαμε. Ήπιαμε αμίλητο νερό, φάγαμε αμίλητο ψωμί, είδαμε βουβά όνειρα˙ γιατί οι μεγάλες στιγμές σιωπούν. Την επόμενη μέρα όλοι μοιάζαμε να έχουμε περάσει οριστικά στην άλλη μεριά μιας τάφρου που μας χώριζε από το παρελθόν. Είχαμε ήδη πεθάνει, κι ας σερνόμαστε ζωντανοί στ’ ασπρόμαυρα πλακάκια, μισοί φίδια, μισοί άνθρωποι. Τα πανό μούσκεψαν στη βροχή και η ψυχή μας λιγόστεψε στον ήλιο.
[υπό έκδοση]
Εκείνο το καλοκαιριάτικο μεσημέρι πλυθήκαμε ήσυχα, φάγαμε ήσυχα˙ ήτανε φανερό πόσο καλά παιδιά γίναμε μεμιάς. Σαν να ’χαμε κι εμείς μερίδιο ευθύνης. Η θεία Σταυρούλα παρατήρησε πως οι δύσκολες στιγμές πρέπει να μας βρίσκουν αξιοπρεπείς, γιαυτό μ’ επαίνεσε που δεν παρέλειψα να χτενίσω τα μαλλιά μου μετά το μπάνιο. Η τηλεόραση έπαιζε εμβατήρια και τον εθνικό ύμνο. Στην πλατεία, άκουσα, εικοσάχρονοι αποχαιρετούσαν τους συγγενείς τους. Ο πατέρας επιστρατεύτηκε.
- Γιαγιά, τι είναι «επιστράτευση»;
- Άντε να παίξεις με την Αφροδίτη.
- Μα, την πονάει το πόδι της.
Έμαθα για τον πόλεμο από εκείνο το κορίτσι που έτρεχε στα βράχια φωνάζοντας πόλεμος!.
Εκείνη την ημέρα όλοι σιωπούσαμε. Ήπιαμε αμίλητο νερό, φάγαμε αμίλητο ψωμί, είδαμε βουβά όνειρα˙ γιατί οι μεγάλες στιγμές σιωπούν. Την επόμενη μέρα όλοι μοιάζαμε να έχουμε περάσει οριστικά στην άλλη μεριά μιας τάφρου που μας χώριζε από το παρελθόν. Είχαμε ήδη πεθάνει, κι ας σερνόμαστε ζωντανοί στ’ ασπρόμαυρα πλακάκια, μισοί φίδια, μισοί άνθρωποι. Τα πανό μούσκεψαν στη βροχή και η ψυχή μας λιγόστεψε στον ήλιο.
[υπό έκδοση]
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΓΕΩΡΓΙΑ ΓΙΑΝΝΙΟΥ
Η Γεωργία Γιαννιού γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πειραιά. Σπούδασε Νομικά στην Αθήνα και στο Λονδίνο, Μουσική στον Πειραϊκό Σύνδεσμο και στο Ωδείο Γλυφάδας, απ’ όπου αποφοίτησε με το ειδικό πτυχίο Αρμονίας, καθώς και ξένες γλώσσες. Άσκησε μαχόμενη δικηγορία επί 26 χρόνια ως μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά και αφού συνταξιοδοτήθηκε πρόωρα, αποφάσισε να επιδοθεί σ’ αυτά που από μικρή αγαπούσε: Τη λογοτεχνία και τη μουσική. Η ενασχόλησή της με τη λογοτεχνία ξεκίνησε από πολύ νωρίς, μόλις όμως το 2014 εμφανίστηκε δημόσια στα Γράμματα με την πρώτη ποιητική συλλογή της με τίτλο «Κρύπτη φωτός» από τις εκδόσεις οδό Πανός. Ακολούθησε η έκδοση της συλλογικής ανθολογίας αφηγημάτων με τίτλο «Ιστορίες της Θάλασσας» το 2018 από τις εκδόσεις Κύμα, στην οποία η Γεωργία Γιαννιού συμμετείχε με δύο κείμενα και, την ίδια χρονιά, μια δεύτερη ποιητική συλλογή, με τίτλο «Βόλτα με ποδήλατο» που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Λεξίτυπον. Το 2019 συμμετείχε σε μια δεύτερη ανθολογία διηγημάτων με τίτλο «Ιστορίες του δρόμου». Παράλληλα με την συγγραφή βιβλίων, η αγάπη της για τη μουσική, την έκανε να αποφασίσει να ολοκληρώσει τις μουσικές της σπουδές στο πιάνο σε επίπεδο πτυχίου. Είναι μητέρα ενός 17χρονου αγοριού. Έχει ταξιδέψει σε πολλές χώρες της Ευρώπης, τις ΗΠΑ και τον Καναδά. Αγαπά τη φύση και κάνει πεζοπορίες στα βουνά της Ελλάδας με ορειβατικούς ομίλους. Είναι μέλος της Φιλολογικής Στέγης Πειραιά, όπου κατέχει τη θέση της Ειδικής Γραμματέα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!