Ο «ΚΕΦΑΛΟΣ - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς» έχει ξεκινήση μία νέα δράση με τίτλο: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ» (ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ 3ο ΤΟΜΟ γίνονται δεκτές έως τις 31/12/2019 - ΥΠΟΒΟΛΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ: ΕΔΩ) και προσκαλεί όλους τους Λογοτέχνες, Ποιητές και Συγγραφείς να συμμετάσχουν σ' αυτήν. Σκοπός της εν λόγω δράσης είναι η προβολή μέσω αφιερωμάτων και συνεντεύξεων των σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών, Ποιητών και Συγγραφέων, είτε έχουν εκδώσει κάποιο βιβλίο είτε όχι και η δημιουργία του πρώτου τόμου της «Ηλεκτρονικής Εγκυκλοπαίδειας των Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών», η οποία έχει συσταθεί σε μία ανεξάρτητη ιστοσελίδα με τη μορφή ηλεκτρονικών τόμων και την έκδοση δωρεάν e-book.
Στη σημερινή μας παρουσίαση στα πλαίσια της δράσης: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ», θα σας παρουσιάσουμε τη λογοτέχνιδα, Μαρία Φωτεινή Χαλαστάνη, η οποία συμμετέχει στην «Εγκυκλοπαίδεια Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών» και απάντησε στις ερωτήσεις του Δημοσιογράφου, Λογοτέχνη και Εκδότη του Περιοδικού Κέφαλος, κ. Πλούταρχου Πάστρα, για το λογοτεχνικό του έργο, τα βιβλία και τη λογοτεχνία.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗ ΜΑΡΙΑ ΦΩΤΕΙΝΗ ΧΑΛΑΣΤΑΝΗ
1. Αν έπρεπε να δώσετε έναν ορισμό για τη λογοτεχνία, ποιος θα ήταν αυτός;
Η έννοια της «λογοτεχνικότητας» είναι πολύ δύσκολο να αποσαφηνιστεί, γι’ αυτό και μόνο απόπειρες ορισμού της «λογοτεχνίας» έχουν υπάρξει. Πάντως, ως «έκφραση», είναι η δημιουργία μιας πραγματικότητας, όπως την αντιλαμβάνεται και τη βιώνει ο συγγραφέας, με όχημα τη φαντασία, την πρωτοτυπία και τον έντεχνο λόγο και με τελικό προορισμό την αισθητική απόλαυση. Σε κάθε περίπτωση, ο λογοτέχνης που σέβεται τον εαυτό του, επιδεικνύει πάθος και όχι στρατηγική.
2. Τι μπορεί να προσφέρει η λογοτεχνία στο σύγχρονο άνθρωπο;
Η μεγάλη πρόκληση στις μέρες μας είναι να επιδιώξουμε να γίνεται η πρώτη επαφή με το βιβλίο από πολύ νωρίς. Είναι επιστημονικώς αναγνωρισμένα τα πολλαπλά οφέλη της ανάγνωσης στην πνευματική και ψυχική ανάπτυξη του παιδιού. Ωστόσο, όταν οι ίδιοι οι γονείς δεν αποτελούν αναγνωστικά πρότυπα, η προσπάθεια να στραφούν τα παιδιά σε αυτή είναι μάταιη. Τόσο για τα παιδιά όσο και για τους ενήλικες, ένα καλό λογοτεχνικό βιβλίο αποτελεί μία εμπειρία εφάμιλλη της βιωματικής: συχνά ανοίγονται νέοι δρόμοι στον τρόπο θεώρησης της ίδιας της ζωής. Οι σύγχρονες κοινωνίες έχουν περισσότερο από ποτέ την ανάγκη ανθρώπων με κριτική σκέψη, που μπορούν να αντιστέκονται σε κάθε είδους προπαγάνδα και λαϊκισμό. Η ενασχόληση με τη λογοτεχνία, ιδανικά από τα μαθητικά μας χρόνια, μπορεί να δημιουργήσει αυτούς τους πολίτες.
3. Η ποίηση στις ημέρες μας δεν έχει τη θέση που κατείχε παλαιότερα. Για ποιο λόγο πιστεύετε πως συμβαίνει αυτό και πως θεωρείτε ότι θα είναι το μέλλον της;
Έχουμε συχνά την αίσθηση ότι η ποίηση σήμερα μας αφήνει αδιάφορους. Συγκριτικά με τις προηγούμενες εποχές, η αίσθηση αυτή δικαιολογείται ως εξής. Από την αρχαία, λυρική ποίηση της Σαπφούς έως και τον 19ο αιώνα, υπήρχε μια εξωστρεφής, προφορική ποίηση, που απαγγελλόταν, έχοντας άμεση επίδραση σε μεγάλο κοινό. Ακόμα και κατά τον 20ο αιώνα, οι ποιητές τιμώνταν και αποτελούσαν για τους συγχρόνους τους πρότυπα με τα οποία ένιωθαν οικεία, αφού συνδέθηκαν με μεγάλες ιστορικές και πολιτικές στιγμές του τόπου, όπως οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι, ο Εμφύλιος και η Δικτατορία. Ευρέως διαδεδομένη ήταν και η μεταφρασμένη ποίηση με οικουμενικούς στίχους, όπως του Pablo Neruda. Κάθε εποχή και κάθε τόπος, όμως, έχει τους ποιητές της. Μπορεί πλέον αυτή να διαβάζεται σιωπηλά ή να μετουσιώνεται σε μουσική σύνθεση, όπως στην περίπτωση του πρόσφατα βραβευμένου Bob Dylan. Η ποίηση είναι πλουραλιστική. Ψήγματα ποιητικής γραφής βρίσκουμε και στον πεζό λόγο. Ας είμαστε ανοιχτοί στους ποιητικούς νεωτερισμούς της κάθε εποχής.
4. Και τώρα μία δύσκολη ερώτηση. Τι σημαίνει για σας ποίηση;
Ταυτίζομαι απόλυτα με τον ορισμό που έδωσε η Αμερικανίδα ποιήτρια Emily Dickinson: «Αν διαβάσω ένα βιβλίο και κάνει ολόκληρο το σώμα μου τόσο παγωμένο που καμιά φωτιά να μη μπορεί να με ζεστάνει, ξέρω ότι αυτό είναι ποίηση. Αν νιώσω τη σωματική αίσθηση σαν να έχει ξεριζωθεί το κεφάλι μου, ξέρω ότι αυτό είναι ποίηση. Αυτούς τους τρόπους γνωρίζω μονάχα. Υπάρχει κάποιος άλλος τρόπος;»
5. Πότε ξεκινήσατε ν’ ασχολείστε με την τέχνη του λόγου και ποιος ήταν ο λόγος που σας παρότρυνε;
Από τα παιδικά μου χρόνια, συνήθιζα να εκφράζομαι με έντεχνο λόγο. Ωστόσο, μόνο την τελευταία πενταετία αισθάνθηκα την ανάγκη να μοιραστώ και να θέτω στην κρίση αξιόλογων επιτροπών τα κείμενά μου. Οι διακρίσεις που προέκυψαν αλλά και τα ενθαρρυντικά λόγια κάποιων πνευματικών ανθρώπων, των οποίων την κρίση εμπιστεύομαι και τιμώ, με ώθησαν να δώσω μια συνέχεια στη συγγραφική μου δραστηριότητα.
6. Γιατί γράφετε και ποια είναι η πηγή της έμπνευσής σας;
Ασχολούμαι με τη Δημιουργική Γραφή κάθε φορά που βρίσκω έναν λόγο να το κάνω. Μπορεί να εμπνευστώ από το θέμα ενός Λογοτεχνικού Διαγωνισμού, από ένα τραγικό ή κωμικό γεγονός που στιγμάτισε τη χώρα ή εμένα προσωπικά, ή από ένα λογοτεχνικό έργο, έναν πίνακα, μία ταινία που με συγκινεί τη δεδομένη στιγμή. Λόγω της ιδιότητάς μου ως μητέρας και εκπαιδευτικού, ο κόσμος των παιδιών είναι επίσης αστείρευτη πηγή.
7. Με ποιο λογοτεχνικό είδος ασχολείστε περισσότερο;
Ποίηση σε ελεύθερο και έμμετρο στίχο και μικροδιηγήματα. Φέτος κυκλοφόρησε το πρώτο μου παιδικό βιβλίο.
8. Μιλήστε μας για το λογοτεχνικό σας έργο.
Μέχρι στιγμής είχα την ευλογία να συμπεριληφθούν έργα μου σε 8 έντυπες εκδόσεις, εκ των οποίων πιο πρόσφατη είναι η συλλογή διηγημάτων του 6ου Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος της Εθελοντικής Ομάδας Δράσης Ν. Πιερίας «Ο τόπος μου», όπου απέσπασα το 2ο βραβείο με το διήγημα «Ο κλήρος». Ηλεκτρονικά, υπάρχουν ποιήματά μου στην ελληνική αλλά και στην αγγλική γλώσσα, στα περιοδικά Fractal, Spillwords, Κέφαλος, 121 words και Diasporic Literature. Από τον Ιανουάριο του 2019, κυκλοφορεί το πρώτο μου παιδικό βιβλίο «Μια Πυγολαμπίδα κάτω από τα σκεπάσματα», από τις εκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη.
9. Πείτε μας λίγα λόγια για το τελευταίο σας βιβλίο που έχει τίτλο: «Μια πυγολαμπίδα κάτω από τα σκεπάσματα».
Το παιδικό μου βιβλίο ανήκει στην κατηγορία της παιδικής ποίησης. Πρόκειται για ένα έμμετρο κείμενο, που απευθύνεται σε παιδιά από 7-99 ετών και αφορά στην αλόγιστη χρήση των ηλεκτρονικών συσκευών, ένα θέμα πιο επίκαιρο από ποτέ, καθώς η χρήση ορίων -ειδικά στο gaming- τονίζεται συνεχώς από την ιατρική και την ευρύτερη επιστημονική κοινότητα.
9. Πείτε μας λίγα λόγια για το τελευταίο σας βιβλίο που έχει τίτλο: «Μια πυγολαμπίδα κάτω από τα σκεπάσματα».
Το παιδικό μου βιβλίο ανήκει στην κατηγορία της παιδικής ποίησης. Πρόκειται για ένα έμμετρο κείμενο, που απευθύνεται σε παιδιά από 7-99 ετών και αφορά στην αλόγιστη χρήση των ηλεκτρονικών συσκευών, ένα θέμα πιο επίκαιρο από ποτέ, καθώς η χρήση ορίων -ειδικά στο gaming- τονίζεται συνεχώς από την ιατρική και την ευρύτερη επιστημονική κοινότητα.
10. Ποια είναι η αγαπημένη σας ώρα μέσα στην ημέρα που κάθεστε και γράφετε;
Συνήθως οι βραδινές ώρες είναι αυτές που προσφέρονται για ανάγνωση αλλά και συγγραφή. Ιδανικές συνθήκες δεν υπάρχουν για μια εργαζόμενη μητέρα, αλλά αν δεν είμαι απερίσπαστη, δεν τολμώ να γράψω!
11. Πως είναι η ζωή ενός λογοτέχνη στα χρόνια της κρίσης;
Όχι εύκολη, αν πρέπει να βιοπορίζεται από αυτή. Χρειάζεται μεγάλη υπομονή, προσήλωση και ορθή κρίση στις επιλογές έκδοσης, αν επιλέξει κανείς αυτόν τον τρόπο διάδοσης του έργου του. Η ψηφιακή εποχή μας έχει, όμως, και θετικές πλευρές: η γρήγορη και ανέξοδη προβολή του έργου, μέσω ιστοσελίδων ή προσωπικών blogs, καθώς και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, λειτουργούν επικουρικά. Πολύ μεγάλη άνθιση γνωρίζουν και οι ηλεκτρονικές εκδόσεις, που προσφέρονται σε χαμηλό κόστος.
12. Πως θα χαρακτηρίζατε τη λογοτεχνική παραγωγή σήμερα;
Η λογοτεχνική παραγωγή είναι πλουσιότερη τα τελευταία χρόνια, καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι στρέφονται στη Δημιουργική Γραφή. Βρίσκω πολύ παρήγορη αυτή την τάση, αλλά πώς έχουν διαμορφωθεί τα κριτήρια με τα οποία συγγράφουμε ή επιλέγουμε ένα λογοτεχνικό κείμενο; Αποτελεί ζήτημα μιας ολιστικής παιδείας και μιας κουλτούρας κριτικής ανάγνωσης, η ορθή επιλογή. Το οικογενειακό και σχολικό περιβάλλον οφείλουν να διαδραματίζουν ενεργό ρόλο στην απόκτηση των παραπάνω.
Το τελευταίο βιβλίο που διάβασα είναι ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα, βασισμένο σε ιστορικά γεγονότα. Πρόκειται για τον «Νοέμβριο» του Χόρχε Γκαλάν.
16. Ποια είναι τ’ αγαπημένα σας βιβλία;
Ποίηση, ιστορικό μυθιστόρημα, αστυνομικό μυθιστόρημα, flash fiction.
Η λογοτεχνική παραγωγή είναι πλουσιότερη τα τελευταία χρόνια, καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι στρέφονται στη Δημιουργική Γραφή. Βρίσκω πολύ παρήγορη αυτή την τάση, αλλά πώς έχουν διαμορφωθεί τα κριτήρια με τα οποία συγγράφουμε ή επιλέγουμε ένα λογοτεχνικό κείμενο; Αποτελεί ζήτημα μιας ολιστικής παιδείας και μιας κουλτούρας κριτικής ανάγνωσης, η ορθή επιλογή. Το οικογενειακό και σχολικό περιβάλλον οφείλουν να διαδραματίζουν ενεργό ρόλο στην απόκτηση των παραπάνω.
13. Αν έπρεπε να επιλέξετε ανάμεσα στο έντυπο ή στο ηλεκτρονικό βιβλίο, εσείς ποιο θα επιλέγατε;
Επιλέγω συνήθως το έντυπο βιβλίο, γιατί το απολαμβάνω και με την αίσθηση της αφής, αλλά και για τη δυνατότητα μεταφοράς του. Ωστόσο, χαίρομαι που μπορώ να απολαμβάνω κείμενα και σε ψηφιακή μορφή. Έτσι έχω καταφέρει να γνωρίσω το έργο περισσότερων λογοτεχνών, σε πολύ χαμηλό κόστος.
14. Τώρα ας περάσουμε στην πλευρά του αναγνώστη. Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που διαβάσατε;
Το τελευταίο βιβλίο που διάβασα είναι ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα, βασισμένο σε ιστορικά γεγονότα. Πρόκειται για τον «Νοέμβριο» του Χόρχε Γκαλάν.
15. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
"Κώστας Βάρναλης, Απαντα τα ποιητικά 1904-1975", "Ματωμένα Χωματα" της Δ. Σωτηρίου," Dear Life" της Alice Munro, "Beloved" της Toni Morrison, "I Know Why The Caged Bird Sings" της Maya Angelou.
Ποίηση, ιστορικό μυθιστόρημα, αστυνομικό μυθιστόρημα, flash fiction.
17. Τελευταία ερώτηση. Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια στο χώρο της λογοτεχνίας;
Το επόμενο διάστημα, θα κυκλοφορήσει η αγγλική έκδοση του παιδικού μου βιβλίου, σε μετάφραση δική μου. Στους μακροπρόθεσμους στόχους μου είναι η δημοσίευση μικρο-ιστοριών μου.
* * *
Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ
(της Μαρίας Φωτεινής Χαλαστάνη)
(της Μαρίας Φωτεινής Χαλαστάνη)
Φυλακές της Βοστώνης, 2
Νοεμβρίου 1973
Είχε ζήσει εκεί 5
παγωμένους χειμώνες. Αυτός πρέπει να ήταν ο χειρότερος. Τα πρώτα χιόνια ήταν
πιο βιαστικά φέτος· ας ήταν-δεν τον ένοιαζε πια. Όχι πολύ μακριά, πίσω από τον
ψηλό τοίχο που τον χώριζε από τη ζωή, φαντάστηκε τους φίλους του από το
πανεπιστήμιο να πηγαίνουν στις αξιοπρεπείς δουλειές τους, τις γυναίκες τους να
τους ξεπροβοδίζουν με το κολατσιό στο χέρι, και τα πιτσιρίκια τους να τρέχουν
προς το σχολείο, σκυφτά μέσα στα ερμητικά κουμπωμένα τζάκετ τους. Φαντάστηκε
τις επαγγελματικές ομάδες του χόκεϊ να κάνουν προπόνηση στα κλειστά γυμναστήρια
και τα μικρά καπνομάγαζα των γκέτο να ανεβάζουν βαριεστημένα τα ρολά. Κι ύστερα
άφησε τον εαυτό του να περιπλανηθεί νοερά στους δρόμους με τις μανόλιες και τις
βελανιδιές, και στις παμπ του Νότου όπου τα νέγρικα μπλουζ έγραφαν τη δική τους
παράλληλη ιστορία με αυτή της παγκόσμιας ιστορίας της μουσικής.
«Ένα
Μισισιπή, δύο Μισισιπή… μέχρι το εκατό θα έχεις βυθιστεί στον ύπνο.»
Η γιαγιά του, η «μάνα»,
ήταν η πρώτη φωνή στην εκκλησία των Βαπτιστών του Γκρίνβιλ. Ήταν και νεράιδα,
με μαγικές δυνάμεις στο λαρύγγι: ακόμα και παιδικά τραγούδια να έλεγε, αυτά
μετατρέπονταν σε ύμνους που τον ταξίδευαν πάνω από τη γη, μικρά βαγόνια, γεμάτα
μεγάλα όνειρα, πάνω σε φλογισμένες ράγες που
έφταναν ως την πόρτα του ουρανού.
«Να
είσαι περήφανος για την καταγωγή σου μωρό μου. Και να θυμάσαι πως δεν υπάρχει
άλλο μέρος σαν το σπίτι σου. Πάντα να θυμάσαι να γυρίζεις σπίτι.»
Η σφυρίχτρα του
δεσμοφύλακα τον έβγαλε από βαθύ νοσταλγικό παραλήρημα. Το τσιγάρο παραλίγο να
του έκαιγε το στόμα, μα εκείνος με βλέμμα καρφωμένο κάπου ανάμεσα στο πουθενά
του τοίχου και στο μπετόν του χρόνου, είχε ανοίξει μια ρωγμή κι έβλεπε σε
επανάληψη το έργο της ζωής του.
« Έϊ, σε σένα μιλάω.
Δεν πιστεύω να θες να “αποφοιτήσεις” με λίγη απομόνωση, ε;»
Σηκώθηκε νωχελικά,
χωρίς να τον κοιτάζει. Όχι, δεν ήθελε. Οτιδήποτε, εκτός από τη μαύρη τρύπα που
τον κατάπινε σαν κήτος και τον ξερνούσε πάλι ως άλλο προφήτη Ιωνά.
«Γονάτισα
όπου κι Εκείνος,
εκεί
που μόνος προσευχήθηκε.
Στον
κήπο της Γεσθημανή
η
καρδιά μου δε φοβήθηκε.»
Πόσες φορές να
τραγούδησε ψιθυριστά το σκοπό αυτό; Ήταν ο λόγος που δεν έχασε το μυαλό του, κι
ας θυμόταν μόνο το τέλος. Δεν σήμαιναν και πολλά οι στίχοι πια, αλλά του
θύμιζαν πως κάποτε η ζωή του είχε νόημα. Μάλιστα, στα φοιτητικά του χρόνια, με
μια κιθάρα που είχε κρατήσει από την παιδική του ηλικία, πειραματιζόταν με τα
γκόσπελ τραγούδια που θυμόταν· οι υπόλοιποι συμφοιτητές, λευκοί στην
πλειοψηφία, τον τάραζαν στα πειράγματα για τις διασκευές του: το θρησκευτικό
πνεύμα και ο σεβασμός στα ιερά πρόσωπα είχε ξεθωριάσει. Ήταν τα 60s και πουθενά
στον κόσμο δεν υπήρχαν νέοι που να νοιάζονται γι’ αυτά.
Τι τους ήθελε τους
Yankees; Πώς θα εγκλιματιζόταν αυτός, ένα γέννημα θρέμμα του Νότου; Όμως
εκείνος ο λευκός καθηγητής στο σχολείο, δεν τον άφηνε σε ησυχία: «Με το μυαλό
σου, χαραμίζεσαι αν δε φοιτήσεις σε ένα από τα διακεκριμένα πανεπιστήμια του
Βορρά. Κάνε αίτηση σε όλα. Ο κόσμος αλλάζει, το βλέπεις… το χρώμα σου δε θα
είναι ζήτημα. Μα ακόμη κι αν νιώσεις ότι έχεις άνιση μεταχείριση, μη το βάλεις
ποτέ κάτω. Μιλάμε για τη ζωή σου Τσάρλι… εμείς είμαστε οι επιλογές μας.»
Μεγαλώνοντας, έμαθε με
τον σκληρό τρόπο ότι δεν είμαστε μόνο «εμείς» οι επιλογές μας· κάποιες φορές
μπορεί να είμαστε οι επιλογές των άλλων, ή ακόμα και οι επιλογές των συγκυριών,
άτυχων ή ευτυχών. Τι επιλογή είχε όταν του επιτίθενταν λυσσασμένα με τα γκλομπς
οι αστυνομικοί; Το ένστικτο της επιβίωσης ρέει στις φλέβες της φυλής του, μαζί
με το αίμα των προγόνων του, των πρώτων σκλάβων που έφτασαν σε αυτή τη γη, όχι
από επιλογή. Το ένστικτο αυτό «όπλισε» το χέρι του, όχι η «εγκληματική του
φύση», όπως υποστήριξε ο εισαγγελέας. Ήταν τα τέλη της πολυτάραχης δεκαετίας.
Σε όλη την επικράτεια ακουγόταν σαν σύνθημα “I have a dream…”. Μαζί με τους
Αφροαμερικανούς, είχαν ξεσηκωθεί όλες οι καταπιεσμένες μειονότητες που έφταναν
τα τελευταία εκατό χρόνια ως οικονομικοί, κυρίως, μετανάστες από την Ευρώπη: οι
Πολωνοί, οι Ιταλοί, οι Ιρλανδοί, οι «Βρωμοέλληνες» κι όλες οι άλλες εθνικές
ομάδες που είχαν πληρώσει βαρύ φόρο αίματος στην ΚΚΚ και άλλες εξτρεμιστικές
οργανώσεις. Οι εξεγέρσεις ήταν καθημερινό φαινόμενο: οι φωνές κατά του πολέμου
του Βιετνάμ και τα φοιτητικά κινήματα, παρότι δε φιμώνονταν πια με δακρυγόνα
και βία, οδηγούσαν καθημερινά σε συλλήψεις. Οι πάνοπλοι αστυνομικοί στους
δρόμους δεν ήταν παρά η ύστατη λύση μιας ηγεσίας που έπνεε τα λοίσθια· ο παλιός
κόσμος κατέρρεε, αλλά κάτω από τις στάχτες της νέας Πομπηίας, οι βαθιά
ριζωμένες αντιλήψεις της μισαλλοδοξίας θα περίμεναν υπομονετικά να
αναρριχηθούν. Η ιστορία επαναλαμβάνεται, και η κάθε εποχή θρηνεί τα θύματά της.
Ήταν άδικο που δε
μπορούσε να βρίσκεται στον Νότο-θα είχε γίνει σίγουρα ενεργό μέλος των Μαύρων
Πανθήρων, κι όχι… συνδρομητής της εφημερίδας τους. Εκεί χτυπούσε η καρδιά της
φυλής του, κοντά στο σπίτι του έκαιγε η μεγάλη εστία της επανάστασης-κι αυτός
δεν ήταν ούτε μια σπίθα της. Το ότι η συμπλοκή του με τον αστυνομικό συνέβη όχι
σε αγώνα για τα πολιτικά δικαιώματα της φυλής του, αλλά σε φοιτητική
αντιπολεμική πορεία, ήταν μια τραγική ειρωνεία με την οποία δε θα συμφιλιωνόταν
ποτέ.
«Πέντε
χρόνια, μη εξαγοράσιμα, για πρόκληση επικίνδυνης σωματικής βλάβης και αντίσταση
κατά της αρχής. Έχει να προσθέσει κάτι ο κατηγορούμενος;»
«Νοσηλεύτηκα
κι εγώ. Ήμουν σε άμυνα. Είμαι αθώος…»
Έναν μήνα είχε περάσει
στο νοσοκομείο. Δεν πέρασε λεπτό που να μη σκεφτόταν τον άνθρωπο που χτύπησε.
Όταν έμαθε ότι θα ξεπερνούσε τα τραύματά του και θα συνερχόταν, έκλαψε σαν
μικρό παιδί. Ήξερε πως θα πήγαινε «μέσα» γι’ αυτό, αλλά ό, τι και να τον
περίμενε, θα ήταν λιγότερο οδυνηρό από τις Ερινύες που θα τον συνόδευαν ως το
τέλος της ζωής του, όχι από επιλογή.
Τα πρώτα χρόνια στη
φυλακή της Βοστώνης, δεν ήθελε να πιάσει βιβλίο στα χέρια του. Χρωστούσε μόνο
λίγα μαθήματα για το πτυχίο, αλλά ούτε που το σκεφτόταν πια. Αυτό, τη μουσική,
ή τη Λουίζ. Σε καλά κρυμμένα κουτάκια του υποσυνείδητου, έβγαιναν μόνο σαν
φαντάσματα για να του τυραννήσουν τον ύπνο.
Σε αυτές τις φυλακές
ήταν που γνώρισε τον Τομά, έναν Έλληνα που είχε ξυλοκοπήσει άγρια έναν
εφοριακό, επειδή απαίτησε να βγει σε πλειστηριασμό το βενζινάδικο που είχε
ανοίξει με έναν Ιταλό συνεταίρο του. Ο Τομά υποστήριζε ότι ο συνεταίρος του τον είχε εξαπατήσει και το
είχε σκάσει με τις οικονομίες τους, πριν καν ορθοποδήσει η επιχείρηση. Δεν
υπήρχε περίπτωση να πείσει η ιστορία του: για το «πολιτικά ορθό» και ηθικά
στρεβλό κράτος υποδοχής, δεν ήταν παρά ένας απατεωνάκος που ήθελε να γλιτώσει
τους λογαριασμούς του. Εκεί κάπου τελείωσε για τον Τομά το «Αμερικανικό όνειρο»
και άρχισε ο «Αμερικανικός εφιάλτης». Χρωστούσε ακόμα το μισό μαγαζί, όταν τον
συνέλαβαν. Έφαγε έξι χρόνια για πρόκληση επικίνδυνης σωματικής βλάβης και
οικονομική απάτη. Στον Τομά, ο Τσάρλι χρωστούσε την επιβίωσή του στη φυλακή:
χάρη στις πληροφορίες που του έδωσε, έμαθε ποιους και τι να αποφεύγει.
Κάθε μήνα ερχόταν για
τον Τομά ένα δέμα από την Ελλάδα: όταν γινόταν αυτό, τραγουδούσε όλη μέρα, με
αποτέλεσμα κάποιοι τρόφιμοι να θέλουν να τον μελανιάσουν στο ξύλο. Δύο φορές ο
Τσάρλι μπήκε στη μέση. Και τις δύο κατέληξε στην απομόνωση. Μέσα στα δέματα
υπήρχαν συνήθως βιβλία. Ίσα που είχε προλάβει να τελειώσει το Δημοτικό και τις
πρώτες τάξεις της Μέσης Εκπαίδευσης όταν ξενιτεύτηκε, ο μικρότερος από τέσσερα
αδέρφια, αλλά η φιλαναγνωσία του ήταν απίστευτη. Από τη άλλη, ο Τσάρλι ένιωθε
αποστροφή στη θέα έστω και εφημερίδας. Έτσι, είχαν κάνει τη συμφωνία να μη του
δείχνει τα βιβλία του και να μη του μιλά ποτέ για τις εντυπώσεις που του
άφηναν.
Μια μέρα όμως, από τις
τελευταίες του Τομά στη φυλακή, ο Τσάρλι τον πέτυχε στην αυλή, με το βιβλίο της
Οδύσσειας στο χέρι. Αποφάσισε να
καθίσει δίπλα του έτσι κι αλλιώς. Σε λίγες μέρες θα τον έχανε και δεν είχε
καιρό να μαλώνει για τα βιβλία.
«Κοίτα, μικρέ, είσαι ο
μόνος που με κράτησε ζωντανό εδώ μέσα. Εκτός από αυτά», είπε και έδειξε το
βιβλίο. «Δεν θέλω να το πάρεις πάνω σου, αλλά είσαι ο πιο ξεροκέφαλος κι
εγωιστής επιστήμονας που έχω γνωρίσει. Σε 2 εβδομάδες φεύγω για την πατρίδα.
Μεγάλωσα λίγο, αλλά όλο και κάποια θα βρω. Κι όταν θα λέω ιστορίες στα εγγόνια
μου, θα είσαι από τους κεντρικούς ήρωες. Ένα πρόβλημα έχω μόνο: μου αρέσει το
happy end. Γι’ αυτό φρόντισε να υπάρχει. Οι σπουδές σου σε περιμένουν. Που
ξέρεις; Μπορεί και η κοπέλα σου. Μη με κοιτάζεις έτσι. Δεν ξέρω πως τη λένε,
αλλά δεν είμαι χτεσινός. Όταν πάρεις το πτυχίο σου, θέλω μόνο μια κάρτα με δύο
λέξεις. Στείλε την στο πατρικό μου. Εκείνη τη μέρα, θα πιω στην υγειά σου σαν
να μην υπάρχει αύριο.»
Την ημέρα που έφυγε ο
Τομά, κουνώντας το γείσο της τραγιάσκας του και γνέφοντάς του μόνο «θα
περιμένω», δεν την ξέχασε ποτέ. Δεν είχε περάσει ούτε την πύλη, όταν ο φύλακας
παρέδωσε στον Τσάρλι ένα δέμα. Μέσα υπήρχαν ένα γυαλιστερό αντίτυπο της Οδύσσειας, μεταφρασμένης στα Αγγλικά,
ένα χαρτάκι με μια Ελληνική διεύθυνση, ένα στυλό κι ένα μικρό σημείωμα:
«Ελπίζω
να σε αφήσουν να κρατήσεις το στυλό. Χρησιμοποίησέ το για να δείξεις τι
αξίζεις. Εκμεταλλεύσου την τύχη σου: ο Όμηρος δεν είχε τέτοιες πολυτέλειες…»
Μέσα σε μια νύχτα,
διάβασε το βιβλίο. Την επόμενη μέρα έγραψε σε έναν καθηγητή του από το
πανεπιστήμιο. Τώρα τα δέματα έρχονταν σε αυτόν. Ακολούθησε αυστηρό πρόγραμμα
μελέτης. Σε ενάμιση χρόνο, μετά από πολλές προσπάθειες να εξασφαλίζει άδειες
για να συμμετέχει στις εξετάσεις, ορκίστηκε. Οι δύο αστυνομικοί που τον
συνόδευαν ήταν η μόνη παραφωνία σε ένα κοινό φίλων και συγγενών που
επευφημούσαν ζωηρά τους «δικούς τους» αποφοίτους. Έσφιξε τα δόντια και γύρισε
στο κελί του. Δεν έγραψε στον Τομά
αμέσως. Σε έναν χρόνο θα αποφυλακιζόταν. Αν κατάφερνε να επιβιώσει ως
τότε, θα του έγραφε.
Η τελευταία χρονιά,
όμως, ήταν η πιο ελεεινή, κι εκείνη που θα δοκίμαζε τις αντοχές του όσο ποτέ.
Με ένα από τα πιο περιζήτητα πτυχία στα χέρια του και με μια ολόκληρη ζωή να
τον περιμένει, άρχισε να γεράζει ψυχικά και να μη θέλει ούτε το φως της ημέρας.
Όσο πλησίαζε ο καιρός που θα αποφυλακιζόταν, τόσο τον κατέτρωγαν οι δαίμονες
της συναισθηματικής απόρριψης και της επαγγελματικής αποτυχίας. Ποτέ πριν δε
του φάνηκε πιο μακριά η πύλη.
Όταν έγινε ανησυχητική
η απώλεια βάρους του και η εγκαταλελειμμένη εικόνα του, μεταφέρθηκε εσπευσμένα
στις φυλακές της Μινεσότα. Εκεί λειτουργούσε μια επιτυχημένη μονάδα ψυχικής
αποκατάστασης. Ξεκίνησε να καπνίζει, μα τουλάχιστον ξαναβρήκε τον εαυτό του. Σε
έναν μόνο χρόνο, επέστρεψε στο γνώριμο κελί του. Ο βλαβερός σύντροφός του βρισκόταν
στην τσέπη του, κάθε φορά που τον χρειαζόταν. Ναι, ένιωθε πιο δυνατός να
αντιμετωπίσει τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη της ζωής.
20 Νοεμβρίου 1973,
Γκρίνβιλ, Μισισιπής
«Καταραμένη πόρτα.
Τρίζει χειρότερα από τα κόκαλά μου. Αλλά ποιος να τη φτιάξει; Μόνη μου κατάντησα»,
μονολόγησε η Ντόροθι. Ήταν Κυριακή και
είχε μόλις γυρίσει από την καθιερωμένη λειτουργία. Μόνο τρεις φορές στη ζωή της
είχε λείψει από αυτή: στο θάνατο του άντρα της, της νύφης της, και πρόσφατα του
γιου της. Είχαν αρχίσει τα πρώτα κρύα κι έκλεινε τώρα βιαστικά τα παντζούρια,
όταν της φάνηκε ότι άκουσε ένα ντροπαλό χτύπημα στην πόρτα. Δεν περίμενε
κανέναν. Πλησίασε στο παράθυρο: «Είναι
κανείς εκεί;» ρώτησε με φωνή που παλλόταν, όχι από το φόβο ότι απειλούνταν
η ζωή της, μα από την αγωνία ότι δε θα επιβεβαιωνόταν η ελπίδα της. Έτσι το
είχε ονειρευτεί και ήταν ο λόγος που κρατιόταν ζωντανή, μέσα σε τόσους νεκρούς:
πως μια Κυριακή θα τον έβλεπε να την περιμένει στο κατώφλι και θα του
τραγουδούσε όπως παλιά κι εκείνος θα της ζητούσε συγγνώμη για την πολύχρονη
σιωπή του. Θα είχε γίνει άντρας, ίσως να της έφερνε και κανένα δισέγγονο…
«Μάνα εγώ είμαι, ο
Τσάρλι. Άνοιξε μόνο για να δω ότι είσαι καλά, κι αν δε θέλεις να μείνω…»
Τα άντεξε όλα η γέρικη
και πολύπαθη καρδιά της. Με βλέμμα παυσίπονο και χέρια σαν γάζες, τύλιξε τις
πληγές του αφού πρώτα τις έπλυνε στα βάλσαμα λόγια της. Για τον πατέρα του, το
ήξερε πριν πάει να τη βρει. Η πρώτη στάση που έκανε ήταν στο κοιμητήριο. Εκεί
είχε δει τη νέα ταφόπλακα, δίπλα στη χορταριασμένη, της μάνας που τον έφερε στον
κόσμο. Η παλιά έγραφε: «Rose Stewart.
1920-1943». Η νέα έγραφε: «Jeremiah Stewart. 1923-1973». Τα τριάντα χρόνια που
χώριζαν τον έναν θάνατο από τον άλλο, ήταν όσα και τα χρόνια της ζωής του
Τσάρλι. Τα πέντε από αυτά, ο Τσάρλι τα είχε ζήσει ως έγκλειστος. Για τον
Jeremiah, και τα τριάντα ήταν μία φυλακή. Ο Τσάρλι δεν τον θυμόταν ποτέ
νηφάλιο.
«Δε με ρώτησες, μα εγώ
θα σου πω, έτσι κι αλλιώς. Ξέρω πως δεν την ξέχασες, γιατί το μόνο που δεν έχω
κάνει είναι να σε γεννήσω. Μάθε λοιπόν πως έγινε δασκάλα, κάπου κοντά στο
Τζάκσον. Ρωτούσε για σένα συχνά, αλλά έχω να τη δω πάνω από τρία χρόνια… ίσως
να χρειαζόσουν αυτή την πληροφορία.»
«Το μόνο που χρειάζομαι
τώρα είναι ένα χαρτί-ίσως κι ένα φάκελο. Μήπως κατά τύχη…;»
«Εκείνο το συρτάρι
είναι γεμάτο γράμματα. Αν ήξερα, θα τα είχες λάβει όλα. Αν ξέχασα κάτι να σου
πω, εκεί θα βρεις ό, τι χρειάζεται να ξέρεις, για όλα τα χρόνια που έλειψες.
Λογικά έχουν περισσέψει χαρτί και φάκελοι. Μα, γιατί πρέπει απόψε;»
«Καληνύχτα μάνα. Αύριο
θα σου φτιάξω την πόρτα.»
«Καληνύχτα Τσάρλι.
Καλώς ήρθες σπίτι.»
Έναν μήνα αργότερα, σε
ένα πέτρινο σπίτι της Μάνης, ακούστηκε η φωνή της Ειρήνης να μαλώνει τον άντρα
της:
«Τι χάλια είναι αυτά
μπροστά στο παιδί;»
Ο Θωμάς, μεθυσμένος,
απολογήθηκε με λόγια που πάλευαν να μπουν στο συντακτικό της Ελληνικής:
«Αυτό φταίει, γράμμα,
να… έταξα τότε, Βοστώνη… συμπάθα με, από χαρά…».
Δεν υπήρχε περίπτωση να καταλάβει γρι η
Ειρήνη. Του έκρυψε το μπουκάλι, τον έβαλε στο ντους, του έφτιαξε κι έναν καφέ
και είπε στην τετράχρονη κόρη τους ότι ο μπαμπάς ήταν λίγο άρρωστος σήμερα».
Όταν ο «άρρωστος» Θωμάς ήταν σε θέση να γράψει, απάντησε τα εξής:
«Όπως
σου υποσχέθηκα, το γλέντησα με την ψυχή μου… καλά που δε με έδιωξε από το σπίτι
η γυναίκα μου. Αυτές τις μέρες, έχουμε πολλούς λόγους για να το γιορτάζουμε στη
χώρα μου. Θα άκουσες για την πτώση της δικτατορίας. Από τους φοιτητές του
Πολυτεχνείου ξεκίνησε. Ποια θυσία είναι αναίμακτη όμως; Ο ανιψιός μου χάθηκε
εκείνη την ημέρα. Είχε την ηλικία σου, όταν σε γνώρισα. Μην κοιτάξεις ποτέ
πίσω. Η ζωή σου χρωστάει πολλά. Καλή τύχη φίλε μου.»
22 Σεπτεμβρίου 2016,
Μπατόν Ρουζ, Λουιζιάνα
Κάθε απόγευμα γύρω στις
έξι, από τότε που είχε κλείσει το μικροβιολογικό του εργαστήριο λόγω
συνταξιοδότησης, είχε αποκτήσει τη συνήθεια να παρακολουθεί το τηλεοπτικό
δελτίο ειδήσεων πίνοντας έναν ελαφρύ καφέ. Μερικές φορές θα το μετάνιωνε που
είχε ανοίξει την τηλεόραση.
«Σε
αναβρασμό βρίσκεται η Σαρλότ της Βόρειας Καρολίνας, μετά από μία ακόμα
δολοφονία Αφροαμερικανού από αστυνομικό. Τα σοβαρά επεισόδια συνεχίστηκαν για
δεύτερη νύχτα, με έναν διαδηλωτή να δέχεται πυροβολισμό κατά τη διάρκεια των
συγκρούσεων και να νοσηλεύεται σε κρίσιμη κατάσταση. Ο κυβερνήτης της πολιτείας
κήρυξε την πόλη σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ενώ στρατός και αστυνομία έχουν
αναπτυχθεί στην πόλη. Η εξέλιξη αυτή έχει τεράστια σημασία για τον γενικό
προεκλογικό αγώνα που έχει εισέλθει στο τελικό του στάδιο, με τους δύο
προεδρικούς υποψηφίους να προσπαθούν να αυξήσουν τις επιρροή τους, στους
ψηφοφόρους των μειονοτήτων, αλλά και στους Αφροαμερικανούς. Στο πεδίο των
θεμάτων της αμερικανικής εθνικής ασφάλειας, αλλά και των διεθνών προκλήσεων,
και οι δύο υποψήφιοι προσπαθούν να πείσουν για την επάρκεια των προσόντων τους,
προκειμένου να ασκήσουν αποτελεσματικά τα προεδρικά τους καθήκοντα, στην
περίπτωση της εκλογής του ενός ή του άλλου στο Λευκό Οίκο. Έκκληση για συμφιλίωση
απηύθυνε στο λαό ο Αμερικανός Πρόεδρος…»
Το ηφαίστειο του μίσους
δεν έσβηνε ποτέ εντελώς και η ιστορία ζητούσε νέο αίμα για να κάνει τον κύκλο
της, με θλιβερούς κομπάρσους τις πολιτικές σκοπιμότητες. Όχι, δεν κοίταζε πίσω, ακριβώς όπως του είχε
πει ο Τομά να κάνει. Αλλά από τότε που είχαν ξεκινήσει τα φυλετικά επεισόδια σε
όλη την επικράτεια, δύο χρόνια τώρα, το παλίμψηστο των αναμνήσεων έβγαινε από
μόνο του στην επιφάνεια. Μετά από μισό αιώνα, η χώρα παλινδρομούσε. Κι αν
κανείς άκουγε πιο προσεκτικά, κάτω από τον ήχο των νέων τυμπάνων του πολέμου,
θα αφουγκραζόταν κι έναν πιο τρομακτικό ήχο, σαν ουρλιαχτό λύκου, που
προειδοποιούσε: η αγέλη ερχόταν και θα ήταν πιο πεινασμένη αυτή τη φορά.
Πιο επίκαιρος από ποτέ,
ο Bob Dylan, ένας από τους ελάχιστους εν ζωή μουσικούς που λάτρευε, ήταν σαν να
βρισκόταν τώρα στο δωμάτιο μαζί του. Κρατούσε την παλιά κιθάρα του Τσάρλι και
πότε-πότε έπαιζε τις τρεις συγχορδίες που του χρειάζονταν. Περισσότερο κουβέντιαζαν, παρά τραγουδούσαν.
“[…] I heard the sound of a
thunder, it roared out a warnin’
Heard the roar of a wave
that could drown the whole world
Heard one hundred drummers
whose hands were a-blazin’
Heard ten thousand
whisperin’ and nobody listenin’…”*
Μια γνώριμη φωνή τον
επανέφερε. Δεν ήταν του Dylan:
« …ο εγγονός σου είναι
φτυστός εσύ Τσάρλι. Πώς αντέχει να μελετάει τόσες ώρες χωρίς να βάζει ούτε
μπουκιά στο στόμα του; Φαίνεται ότι το πείσμα σου έχει προσπεράσει μία γενιά…
Τσάρλι…; Άκουσες έστω μια λέξη από όσα είπα;»
« Άκουσα Λουίζ… υποθέτω
το εννοούσες ως φιλοφρόνηση. Κλείσε το παράθυρο όμως γλυκιά μου. Ο καιρός δε
σηκώνει παλικαριές σήμερα…»
* Απόσπασμα από το
τραγούδι του Bob Dylan “A hard rain’s
a-gonna fall” («Μια δυνατή βροχή θα πέσει»).
ΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
(ΒΑΣΙΣΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΜΥΘΟ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ)
(της Μαρίας Φωτεινής Χαλαστάνη)
(ΒΑΣΙΣΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΜΥΘΟ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ)
(της Μαρίας Φωτεινής Χαλαστάνη)
«Αν μ’ αγαπάς αληθινά,
θα με γνωρίσεις
από την άτακτη φυγή
στα λόγια και στο βλέμμα,
από τον μόχθο των χεριών,
που πάλεψαν με κύματα-θεριά στη θάλασσά σου,
από τη ρυτίδα στο μέτωπο
και τα σημάδια της αγρύπνιας.
Εάν αληθινά εμένα ψάχνεις,
του κυνηγού το βέλος στρέψε στον εαυτό σου.
Είμαι οι χειμαρρώδεις παύσεις
και οι φλύαρες σιωπές σου,
ο τελευταίος του χειμώνα πάγος που θα λιώσεις,
οι πιο όμορφες ψηφίδες που λείπουν από το μωσαϊκό σου,
το πιο ηδονικά μελωδικό της φύσης τραγούδι.
Αν σύντροφος θες να ’μαι
στα ταξίδια σου
δώσ’ μου από το αθάνατο του οίκου σου νερό
-να ξεπλένω τα πάθη, να αγιάζω τα λάθη-
κι εγώ θα σε ακολουθώ
στων αιώνων το εφήμερο και στο αέναο τώρα
-κι ας μην ευλογηθεί ποτέ η ένωσή μας-
γιατί η πτήση μας θα είναι
πιο ψηλή κι από των θεών,
πιο ζηλευτή κι από των αγγέλων,
πιο τολμηρή κι από των ηρώων.
Το ίδιο ένδοξη ας είναι και η πτώση μας.
Θα ήσουν τότε έτοιμος, Ίκαρε-Έρωτα,
σάρκα μου να γίνεις;
Στη δική μου θάλασσα να πέσεις;»
«Μετά τον θάνατο θα σ’ αγαπώ ακόμα πιο πολύ».*
* Elizabeth Barrett Browning, “How do I love thee?” (Sonnet 43)
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΑΡΙΑΣ ΦΩΤΕΙΝΗΣ ΧΑΛΑΣΤΑΝΗ
Η Μαρία Φωτεινή Χαλαστάνη είναι πτυχιούχος του Τμήματος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και εκπαιδευτικός της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης του νομού Έβρου, με δωδεκαετή θητεία στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Έχει διακριθεί σε διεθνείς και πανελλήνιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, ενώ έργα της έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογές ποίησης και διηγημάτων και δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά περιοδικά και ιστοσελίδες.
Ενδεικτικά, το 2019 τιμήθηκε με το 2ο βραβείο διηγήματος στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Διηγήματος της Εθελοντικής Δράσης Νομού Πιερίας «Ο τόπος μου», το 2018 τιμήθηκε με τον 1ο έπαινο στο Διαγωνισμό Ποίησης (ελεύθερου στίχου ενηλίκων) του Λογοτεχνικού Περιοδικού «Κέφαλος», ενώ το 2017 απέσπασε το 3ο βραβείο στους Παγκόσμιους Διαγωνισμούς Ποίησης α) του Συλλόγου Λόγου, Τέχνης και Ελληνικού Πολιτισμού της Βαυαρίας και β) Αμφικτυονίας Ελληνισμού (ΣΤ΄ Διαγωνισμός) αντίστοιχα. Το 2016 έλαβε έπαινο για τη συμμετοχή της στο Διαγωνισμό Διηγήματος με θέμα «Στις όχθες του Έβρου», της εφημερίδας της Θράκης «Η Γνώμη».
Το 2015 βραβεύτηκε για το ψηφιακό της σενάριο (“Getting to know our internet habits: the mischievous side of social media”), με θέμα την προσκόλληση των εφήβων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στο πλαίσιο της Πράξης «Ανάπτυξη μεθοδολογίας και ψηφιακών διδακτικών σεναρίων για τα γνωστικά αντικείμενα της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Γενικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης», με φορείς υλοποίησης το ΙΕΠ και την Ειδική Υπηρεσία Εφαρμογής Εκπαιδευτικών Πράξεων του ΥΠ.Π.Ε.Θ.
Από τον Ιανουάριο του 2019 κυκλοφορεί το πρώτο της παιδικό βιβλίο «Μια πυγολαμπίδα κάτω από τα σκεπάσματα», των εκδόσεων Μιχάλη Σιδέρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!