Ο «ΚΕΦΑΛΟΣ - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς» έχει ξεκινήση μία νέα δράση με τίτλο: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ» (ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ 3ο ΤΟΜΟ γίνονται δεκτές έως τις 31/12/2019 - ΥΠΟΒΟΛΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ: ΕΔΩ) και προσκαλεί όλους τους Λογοτέχνες, Ποιητές και Συγγραφείς να συμμετάσχουν σ' αυτήν. Σκοπός της εν λόγω δράσης είναι η προβολή μέσω αφιερωμάτων και συνεντεύξεων των σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών, Ποιητών και Συγγραφέων, είτε έχουν εκδώσει κάποιο βιβλίο είτε όχι και η δημιουργία του πρώτου τόμου της «Ηλεκτρονικής Εγκυκλοπαίδειας των Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών», η οποία έχει συσταθεί σε μία ανεξάρτητη ιστοσελίδα με τη μορφή ηλεκτρονικών τόμων και την έκδοση δωρεάν e-book.
Στη σημερινή μας παρουσίαση στα πλαίσια της δράσης: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ», θα σας παρουσιάσουμε τη Διδάκτορα Μαθηματικών και λογοτέχνιδα, Μαρία Δ. Χάλκου, η οποία συμμετέχει στην «Εγκυκλοπαίδεια Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών» και απάντησε στις ερωτήσεις του Δημοσιογράφου, Λογοτέχνη και Εκδότη του Περιοδικού Κέφαλος, κ. Πλούταρχου Πάστρα, για το λογοτεχνικό της έργο, τα βιβλία και τη λογοτεχνία.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗ ΜΑΡΙΑ Δ. ΧΑΛΚΟΥ
1. Αν έπρεπε να δώσετε έναν ορισμό για τη λογοτεχνία, ποιος θα ήταν αυτός;
Είναι η τέχνη να εκφράζεις με τον λόγο συναισθήματα, σκέψεις, ιδέες, ίσως και γνώσεις, αποβλέποντας στην κάθαρση, την ευχαρίστηση, το άγγιγμα του ιδανικού.
2. Τι μπορεί να προσφέρει η λογοτεχνία στο σύγχρονο άνθρωπο;
Την ευαισθητοποίηση του, την τόνωση ευγενών συναισθημάτων, την εμψύχωση, την αίσθηση του σκοπού, αλλά και το πνευματικό ΄΄ξύπνημα΄΄, την ενδυνάμωση, τη δημιουργία της φλόγας προς επίτευξη του ιδανικού.
3. Η ποίηση στις ημέρες μας δεν έχει τη θέση που κατείχε παλαιότερα. Για ποιο λόγο πιστεύετε πως συμβαίνει αυτό και πως θεωρείτε ότι θα είναι το μέλλον της;
Η ενασχόληση με το διάβασμα γενικά χάνει έδαφος συγκρινόμενη με την εύκολη λύση της ψυχαγωγίας που προσφέρει το διαδίκτυο, αλλά και με τις αυξημένες υποχρεώσεις ιδιαίτερα τις επαγγελματικές του σημερινού ανθρώπου. Πολλοί ζουν σε κατάσταση διαρκούς έντασης, αλλά αυτό ίσως και να οδηγήσει στην επάνοδο της λογοτεχνίας και ειδικά της ποίησης ως μέσον χαράς, γαλήνης, και αποφόρτησης από τη νευρικότητα που μας διακατέχει σε μεγάλο βαθμό. Είναι θετική η προσπάθεια που γίνεται ώστε το διαδίκτυο να προσφέρει δυνατότητα προσέγγισης της ποίησης, αν και κατά την άποψή μου χρειάζεται να προβληθεί περισσότερο το θέμα ποίηση μέσα από το έντυπο βιβλίο.
4. Και τώρα μία δύσκολη ερώτηση. Τι σημαίνει για σας ποίηση;
Είναι η μαγεία. Η μαγεία να καταγράφεις συναισθήματα, να διηγείσαι εντυπώσεις που σε ταρακούνησαν, να παροτρύνεις τους άλλους να νιώσουν, να μαντέψουν, να φανταστούν, να χαθούν σε κόσμους πρωτόγνωρους.
5. Πότε ξεκινήσατε ν’ ασχολείστε με την τέχνη του λόγου και ποιος ήταν ο λόγος που σας παρότρυνε;
Πριν από τέσσερα χρόνια ξεκίνησε η αποτύπωση στο χαρτί, συναισθημάτων μου που δεν ήταν εύκολο να ερμηνευθούν και που ταυτόχρονα ήταν σαν να ζητούσαν να γίνουν γνωστά.
6. Γιατί γράφετε;
Είναι μάλλον θέμα προσφοράς, πρωτίστως προς τον εαυτόν μου, σαν μία ανάγκη αποφόρτισης της συναισθηματικής έντασης. Είναι όμως και μία βαθύτατη επιθυμία να μεταδώσω τα συναισθήματα γαλήνης και ικανοποίησης που βιώνω γράφοντας.
7. Ποια είναι η πηγή της έμπνευσής σας;
Η αγάπη προς τους δικούς μου ανθρώπους, η ομορφιά γύρω μου, τα συναρπαστικά απρόοπτα που συμβαίνουν στη ζωή, η χαρά, η συγκίνηση.
8. Με ποιο λογοτεχνικό είδος ασχολείστε περισσότερο;
Με την Ποίηση.
9. Μιλήστε μας για το λογοτεχνικό σας έργο.
Πρόκειται για 2 συλλογές αποτελούμενες από δεκάδες ποιήματα και 2 διηγήματα. Τα διηγήματα είναι ιστορικά αφηγήματα από τη ζωή στις παλιές γειτονιές του Πειραιά και στο Γαλαξείδι, τον μικρό αυτόν τόπο όπου τα περασμένα χρόνια ήταν γεμάτος κασμογυρισμένους καραβοκύρηδες και έσφιζε από ζωή.
Στην αρχή επρόκειτο για καταγραφή σκέψεων και συναισθημάτων χωρίς μέριμνα για ομοιοκαταληξία, χωρίς καν τη συνειδητοποίηση ότι έγραφα ποίηση. Όπου υπήρχε ομοιοκαταληξία, αυτή προέκυπτε αυθόρμητα σαν να ήταν κάπως επιβεβλημένο για κάποιο άγνωστο σε εμένα λόγο. Μάλιστα θεώρησα παρακινδυνευμένο να στείλω προς κρίση 3 ποιήματα για να συμπεριληφθούν στη Σύγχρονη Ποιητική Ανθολογία που προετοίμαζε ο Δημήτρης Ιατρόπουλος. Τελικά τα έστειλα και όταν εγκρίθηκαν προς δημοσίευση, τότε μόνο συνειδητοποίησα ότι έγραφα ποίηση, και ασφαλώς ήταν σημαντική η στιγμή που πίστεψα πια, ότι εκτός από τη Μαθηματική Επιστήμη που υπηρετώ εδώ και αρκετές δεκαετίες φάνηκε μπροστά μου ένας καινούργιος δρόμος αυτός της Λογοτεχνίας. Τότε λοιπόν έγινε το πρώτο βιβλίο με ποιήματα και σύντομα ακολούθησε και το δεύτερο με ποιήματα και διηγήματα. Το δεύτερο δε, βραβεύθηκε από την Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών με το Α΄ Βραβείο Ολοκληρωμένου Ποιητικού Έργου στον Πανελλήνιο και Παγκύπριο Διαγωνισμο του 2018 της Ένωσης.
10. Πείτε μας λίγα λόγια για το τελευταίο σας βιβλίο που έχει τίτλο: «Σαν νιώσεις τον άνεμο -Ποιητικές Ιστορίες».
Το βιβλίο αυτό, εκτός από τα ποιήματα και τα 2 διηγήματα που προανέφερα περιέχει και 3 ποιήματα με περιεχόμενο σχετικό με την Ιστορία των Μαθηματικών.
Συγκεκριμένα, εδώ χρειάζεται να προσθέσω, ότι είμαι εκδότρια δύο Ελληνικών Μαθηματικών χειρογράφων του 15ου και του 18ου αι. Το πρώτο ευρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Αυστρίας, είναι Βυζαντινό αγνώστου συγγραφέα, και φέρει τον τίτλο Codex Vindobonensis phil. Gr. 65 ff(11r- 126r). Το δεύτερο δε, ευρίσκεται στη Βιβλιοθήκη της Δημητσάνας, είναι πνευματικό έργο του Νικηφόρου Θεοτόκη και ονομάζεται Κώδικας 72.
Στο Βυζαντινό χειρόγραφο παρατήρησα ότι αν και χειρόγραφο Μαθηματικού περιεχομένου, ο τρόπος γραφής του συγγραφέα δίνει την αίσθηση σε αυτόν που το διαβάζει της ποιητικής χροιάς. Αυτό φαίνεται πως δεν είναι τυχαίο, αφού το κλειδί της Αρχαίας Ελληνικής υπήρξε η προσωδία, η οποία κατά τον 15ον αι. είχε εξαφανιστεί. Κατά τον Σίμο Μενάρδο δε, ήταν γνωστή η προσπάθεια που κατέβαλαν οι ρήτορες της ρωμαϊκής εποχής να τη διατηρήσουν. Σημειώνω, ότι η προσωδία χάνεται αν κάποιος μιλά χαμηλόφωνα και ο λόγος γίνεται τραγούδι αν μιλά πολύ δυνατά.
Κάποια λοιπόν τμήματα του εν λόγω χειρογράφου επεξεργάσθηκαν κατάλληλα από εμένα, αφού ήδη είχα πραγματοποιήσει τη μεταγραφή τους, και από αυτά δημιουργήθηκαν 3 ποιήματα. Έτσι είναι πιθανόν, μέσω της ποίησης να είναι εφικτή σε ορισμένες περιπτώσεις και η διδασκαλία.
Στην αρχή επρόκειτο για καταγραφή σκέψεων και συναισθημάτων χωρίς μέριμνα για ομοιοκαταληξία, χωρίς καν τη συνειδητοποίηση ότι έγραφα ποίηση. Όπου υπήρχε ομοιοκαταληξία, αυτή προέκυπτε αυθόρμητα σαν να ήταν κάπως επιβεβλημένο για κάποιο άγνωστο σε εμένα λόγο. Μάλιστα θεώρησα παρακινδυνευμένο να στείλω προς κρίση 3 ποιήματα για να συμπεριληφθούν στη Σύγχρονη Ποιητική Ανθολογία που προετοίμαζε ο Δημήτρης Ιατρόπουλος. Τελικά τα έστειλα και όταν εγκρίθηκαν προς δημοσίευση, τότε μόνο συνειδητοποίησα ότι έγραφα ποίηση, και ασφαλώς ήταν σημαντική η στιγμή που πίστεψα πια, ότι εκτός από τη Μαθηματική Επιστήμη που υπηρετώ εδώ και αρκετές δεκαετίες φάνηκε μπροστά μου ένας καινούργιος δρόμος αυτός της Λογοτεχνίας. Τότε λοιπόν έγινε το πρώτο βιβλίο με ποιήματα και σύντομα ακολούθησε και το δεύτερο με ποιήματα και διηγήματα. Το δεύτερο δε, βραβεύθηκε από την Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών με το Α΄ Βραβείο Ολοκληρωμένου Ποιητικού Έργου στον Πανελλήνιο και Παγκύπριο Διαγωνισμο του 2018 της Ένωσης.
Το βιβλίο αυτό, εκτός από τα ποιήματα και τα 2 διηγήματα που προανέφερα περιέχει και 3 ποιήματα με περιεχόμενο σχετικό με την Ιστορία των Μαθηματικών.
Συγκεκριμένα, εδώ χρειάζεται να προσθέσω, ότι είμαι εκδότρια δύο Ελληνικών Μαθηματικών χειρογράφων του 15ου και του 18ου αι. Το πρώτο ευρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Αυστρίας, είναι Βυζαντινό αγνώστου συγγραφέα, και φέρει τον τίτλο Codex Vindobonensis phil. Gr. 65 ff(11r- 126r). Το δεύτερο δε, ευρίσκεται στη Βιβλιοθήκη της Δημητσάνας, είναι πνευματικό έργο του Νικηφόρου Θεοτόκη και ονομάζεται Κώδικας 72.
Στο Βυζαντινό χειρόγραφο παρατήρησα ότι αν και χειρόγραφο Μαθηματικού περιεχομένου, ο τρόπος γραφής του συγγραφέα δίνει την αίσθηση σε αυτόν που το διαβάζει της ποιητικής χροιάς. Αυτό φαίνεται πως δεν είναι τυχαίο, αφού το κλειδί της Αρχαίας Ελληνικής υπήρξε η προσωδία, η οποία κατά τον 15ον αι. είχε εξαφανιστεί. Κατά τον Σίμο Μενάρδο δε, ήταν γνωστή η προσπάθεια που κατέβαλαν οι ρήτορες της ρωμαϊκής εποχής να τη διατηρήσουν. Σημειώνω, ότι η προσωδία χάνεται αν κάποιος μιλά χαμηλόφωνα και ο λόγος γίνεται τραγούδι αν μιλά πολύ δυνατά.
Κάποια λοιπόν τμήματα του εν λόγω χειρογράφου επεξεργάσθηκαν κατάλληλα από εμένα, αφού ήδη είχα πραγματοποιήσει τη μεταγραφή τους, και από αυτά δημιουργήθηκαν 3 ποιήματα. Έτσι είναι πιθανόν, μέσω της ποίησης να είναι εφικτή σε ορισμένες περιπτώσεις και η διδασκαλία.
11. Ποια είναι η αγαπημένη σας ώρα μέσα στην ημέρα που κάθεστε και γράφετε;
Δεν ορίζεται κάποια ώρα. Η συγγραφή προκύπτει σε χρόνο ανύποπτο, και επειδή πρόκειται κυρίως για καταγραφή συναισθημάτων, χρησιμοποιώ οποιονδήποτε δόκιμο τρόπο αποτύπωσης τους.
12. Πως είναι η ζωή ενός λογοτέχνη στα χρόνια της κρίσης;
Ίσως δεν είμαι το κατάλληλο πρόσωπο γι αυτήν την εκτίμηση, λόγω του ότι η κύρια ασχολία μου εδὠ και πολλἀ χρόνια σχετίζεται με τα Μαθηματικά και τη Δημόσια Εκπαίδευση. Υπηρέτησα 38 χρὀνια στη Δημόσια και Ιδιωτική Εκπαίδευση -τα τελευταία ως Σχολικός Σύμβουλος, και έχω την τύχη ίσως και την ευτυχία να γεύομαι μόνο τα προνόμια της ενασχόλησης με τη Λογοτεχνία. Φαντάζομαι όμως πως ένας λογοτέχνης θα χρειαστεί αγώνα σε πολλά επίπεδα και αυτό είναι κατά την άποψή μου εξαιρετικά άδικο σχετικά με την προσφορά του.
14. Αν έπρεπε να επιλέξετε ανάμεσα στο έντυπο ή στο ηλεκτρονικό βιβλίο, εσείς ποιο θα επιλέγατε;
Γαλαξείδι. Άνθρωποι των Γραμμάτων και των Τεχνών, του κ. Νικόλαου Τασιόπουλου. Σημειώνω πως μου ζητήθηκε από τον συγγραφέα η συγγραφή κριτικής για το βιβλίο αυτό.
17. Ποια είναι τ’ αγαπημένα σας βιβλία;
Brief Answers to the Big Questions (Hawking), Τα όρια του ουρανού (Dyer), Περί Έθνους και Ελληνικής συνέχειας (Κοντογιώργης), Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (Αρβελέρ), Έρανος σκέψεων για την ανέγερση τίτλου υπέρ της αστέγου αυτής ομιλίας (Δημουλά).
Θεωρώ ότι είναι απαραίτητα και τα δύο είδη. Το ηλεκτρονικό βιβλίο και ειδικά αυτό που διατίθεται με ελεύθερη πρόσβαση εξυπηρετεί τις περιπτώσεις μελέτης όπου χρειάζεται ενημέρωση από πολλά βιβλία ταυτόχρονα, οταν π.χ. συγγράφει κάποιος ένα άρθρο, μία εργασία κ.λπ. Το ἐντυπο από την άλλη πλευρά δεν σε κουράζει κατά την ανάγνωση, και μάλιστα όταν είναι πολυσέλιδο είναι πιο εύχρηστο από το ηλεκτρονικό, καθώς μπορεί κανείς να ανατρέξει πιο εύκολα σε διάφορες σελίδες κατά τη μελέτη του, χωρίς την καθυστέρηση της σύνδεσης.
15. Τώρα ας περάσουμε στην πλευρά του αναγνώστη. Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που διαβάσατε;
Γαλαξείδι. Άνθρωποι των Γραμμάτων και των Τεχνών, του κ. Νικόλαου Τασιόπουλου. Σημειώνω πως μου ζητήθηκε από τον συγγραφέα η συγγραφή κριτικής για το βιβλίο αυτό.
16. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
Γιώργος Κοντογιώργης, Γεώργιος Δουδούμης, Κική Δημουλά, Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ, Sir Thomas Heath, Wayne Dyer, Stephen Hawking.
Brief Answers to the Big Questions (Hawking), Τα όρια του ουρανού (Dyer), Περί Έθνους και Ελληνικής συνέχειας (Κοντογιώργης), Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (Αρβελέρ), Έρανος σκέψεων για την ανέγερση τίτλου υπέρ της αστέγου αυτής ομιλίας (Δημουλά).
18. Τελευταία ερώτηση. Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια στο χώρο της λογοτεχνίας;
Επιθυμώ να καλλιεργήσω και την τάση συγγραφής διηγημάτων με ποιητική χροιά, χωρίς βέβαια να εξαιρώ και τα ποιήματα επιστημονικού περιεχομένου, όπως αυτά τα 3 που ανέφερα στη 10η ερώτηση.
* * *
Αν δεν με γελάει η μνήμη μου
Μόνο κοντά σου
(έργο της Μαρίας Δ. Χάλκου)
Γλυκύτατη ζωή
Ατέρμονη γαλήνη
Μόνο κοντά σου
Τα λόγια σου άγγελοι προστασίας
Το χάδι σου φιλί ουράνιας παρουσίας
Γεμάτη χάρη η πλάση όλη
Μόνο κοντά σου
Σαν αεράκι τρυφερό γεννάς το κύμα το απαλό
Και το όνειρο ξυπνάς σαν ντύνεσαι με φως
Μόνο κοντά σου
Μόνο κοντά σου
Μία ατέλειωτη ζωή
Ατέρμονη γαλήνη
Μόνο κοντά σου
Τα λόγια σου άγγελοι προστασίας
Το χάδι σου φιλί ουράνιας παρουσίας
Γεμάτη χάρη η πλάση όλη
Μόνο κοντά σου
Σαν αεράκι τρυφερό γεννάς το κύμα το απαλό
Και το όνειρο ξυπνάς σαν ντύνεσαι με φως
Μόνο κοντά σου
Μόνο κοντά σου
Μία ατέλειωτη ζωή
Αλέξανδρε
(έργο της Μαρίας Δ. Χάλκου)
Αλέξανδρε του ήλιου και της γλυκιάς βροχής
Αλέξανδρε των αστεριών της θείας προσμονής
Αλέξανδρε μαγικέ κατακτητή
Αντρειωμένε εσύ πολεμιστή
Ποιά μοίρα σ’εστησε στη χώρα των λεόντων;
Ποιά μάνα σ’έμαθε να νυχτοπερπατείς;
Και ποιός αρσενικός γονιός ανίκητος να γίνεις;
Μην είχες δάσκαλο σοφό, στον τόπο σου τον διαλεχτό να σε καλοδιδάξει;
Φιλοσοφίας λόγια της αιώνιας ψυχής αποκτήματα της μέρας
Μα τις νυχτιές κρατώντας σε σφικτά η μάνα
μη σε άλλους τόπους σε οδηγούσε;
Ταξίδι στο χρόνο ξανθέ Αλέξανδρε μην πήγαινες;
Η γοργόνα μόνο γνώριζε
Η γοργόνα που σαν έβγαινε με ορμή από της θάλασσας τα βάθη, και τους ταξιδευτές ερώτα
Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;
Αλέξανδρε των αστεριών της θείας προσμονής
Αλέξανδρε μαγικέ κατακτητή
Αντρειωμένε εσύ πολεμιστή
Ποιά μοίρα σ’εστησε στη χώρα των λεόντων;
Ποιά μάνα σ’έμαθε να νυχτοπερπατείς;
Και ποιός αρσενικός γονιός ανίκητος να γίνεις;
Μην είχες δάσκαλο σοφό, στον τόπο σου τον διαλεχτό να σε καλοδιδάξει;
Φιλοσοφίας λόγια της αιώνιας ψυχής αποκτήματα της μέρας
Μα τις νυχτιές κρατώντας σε σφικτά η μάνα
μη σε άλλους τόπους σε οδηγούσε;
Ταξίδι στο χρόνο ξανθέ Αλέξανδρε μην πήγαινες;
Η γοργόνα μόνο γνώριζε
Η γοργόνα που σαν έβγαινε με ορμή από της θάλασσας τα βάθη, και τους ταξιδευτές ερώτα
Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;
(έργο της Μαρίας Δ. Χάλκου)
Σ’ αυτές τις γειτονιές που οι πόρτες των σπιτιών μένουν χωρίς φόβο ανοιχτές, και οι δρόμοι είναι χωμάτινοι, σ’ αυτές τις γειτονιές που τα παιδιά παίζουν όλα μαζί έξω από τα σπίτια κρυφτό και κυνηγητό, ας χαθούμε και εμείς για λίγο και ας απολαύσουμε τη μυρωδιά του καθαρού αέρα, τη γεύση των φρεσκοκομμένων μούρων, την αίσθηση της σκόνης του χωματόδρομου.
Ἐνας δρόμος του Πειραιά, ένα σοκάκι ήταν που προσέφερε αξέχαστες εμπειρίες πολύτιμες για μία ολόκληρη ζωή. Σκόρπιες οι στιγμές που έρχονται στον νου, σαν τα χρόνια περνούν αδυσώπητα. Θολές εικόνες τοπίου, πρόσωπα σαν με πέπλο καλυμένα, αποσπασματικές μνήμες γεγονότων.
Το πρωινό του καλοκαιριού η γιαγιἀ η Ασημίνα, μαία του Πανεπιστημίου Αθηνών μα για τους άλλους ΄΄η κυρά μαμή΄΄, πετάγεται ως το φούρνο για το φρέσκο ψωμάκι, και μετά υποδέχεται τον παγοπώλη, αγοράζει ένα μεγάλο σαν τσιμεντόλιθο κομμάτι πάγου για το ψυγείο, και έτσι το παγωμένο νεράκι δεν θα μας λείψει όλη την ημέρα, το παγωτό που περίσεψε από χθες δεν θα λειώσει, και ο γιαρμάς όταν φαγωθεί θε νάναι δροσερός δροσερός.
Η μαμά που δεν δουλεύει θα ξυπνήσει λίγο αργότερα. Σαν νεαρή κοπέλλα που είναι έχει από τη γιαγιά την άδεια να χουζουρέψει λίγο ακόμα. Τα 2 μικρά παιδιά την περιμένουν υπομονετικά να ψήσει το τσάι, και να αλλείψει με βούτυρο τις φέτες του φρεσκοαγορασμένου ψωμιού. Οι φέτες κόβονται στη μέση και ο κάθε ένας έχει το μερίδιό του που είναι 2 μισά κομμάτια. Η μαμά κοίταζε τα μικρά της, χαμογελούσε και διάλεγε πάντα τα δύο πιο στενά κομμάτια. Η γεύση του βουτηγμένου στο τσάι βουτυρωμένου ψωμιού είναι ασύγκριτη, τους μένει αξέχαστη.
Τα μεσημέρια του καλοκαιριού με την αφόρητη ζέστη οι ώρες κυλούσαν αργά, βασανιστικά με την προσμονή του σούρουπου. Μα σαν ερχόταν το απομεσήμερο και ακουγόταν η φωνή του παγωτατζή να διαλαλεί ΄΄έβγα παγωτά η έβγα΄΄, τα πιτσιρίκια ενίοτε εξασφάλιζαν μία δραχμή για το ξυλάκι παγωτό κρέμα, και αν ήταν πιο τυχερά το δίφραγκο για το κυπελάκι της μαγείας. Αχ αυτό το κυπελάκι που χρόνια τώρα αναρωτιόμαστε τί το έκανε τόσο λαχταριστό. Ποιά μυστική ουσία του χάριζε αυτή τη γεύση που έτερπε και μάγευε τους διψασμένους λάρυγγες;
Απόλυτα ικανοποιημένοι οι πιτσιρικάδες έβγαιναν στον δρόμο για το ξέφρενο παιχνίδι που εκτυλισσόταν ανενόχλητο, και τα ελάχιστα αυτοκίνητα που περνούσαν που και που δεν ήταν ικανά να ανακόψουν την εξέλιξή του. Οι γυναίκες άρχιζαν σιγά σιγά να μαζεύονται μπροστά στις εξώπορτες, η καθε μία με κάποιο κάθισμα στο χέρι. Οι παρέες τους είχαν σταθερή σύσταση, μα μερικές φορές δέχονταν και επισκέψεις από τη συνάθροιση κάποιας διπλανής πόρτας. Τα γέλια και οι φωνές των γυναικών έδιναν και έπαιρναν, και ίσως ήταν οι μόνες ώρες που τα παιδιά βολεύονταν μόνα τους , σαν το στομάχι τους διαμαρτυρόταν λόγω της πείνας. Στις γυναικοπαρέες κάποτε κάποτε εισχωρούσε και το αντρικό στοιχείο, που προσέφερε ξεχωριστή νότα στη διασκέδαση. Θυμάμαι τον κύρ Γιώργη τον ναυτικό να διηγείται ιστορίες από τα ταξίδια του διανθισμένες ασφαλώς με συμπληρωματικά φανταστικά στοιχεία απαραίτητα ώστε να προκαλούν το γέλιο και τη χαρά. Ήταν πάντα καλοδεχούμενος, μα δεν μπορώ να θυμηθώ γιατί οι κυρίες του είχαν βγάλει το παρατσούκλι ΄΄ροφός΄΄. Εκείνος δεν τις παρεξηγούσε, το αποδεχόταν και γέλαγε.
Τις βραδινές εκείνες τις ώρες, όσοι άνδρες δεν έμεναν στο σπίτι για να ξεκουραστούν από τη δουλειά της ημέρας, μαζεύονταν στο καφενείο του Τσουκάλα στη γωνία Βιτωλίων και Αγίου Δημητρίου. Απαγορευμένη η περιοχή για τα παιδιά, ωστόσο κάποια από αυτά γρήγορα στο τρέξιμο ξέφευγαν από την προσοχή των γονέων καθώς και από την κυρία Ξένη που τα περίμενε στη μέση του δρόμου έξω από το σπίτι της για να τα πιάσει και γεμάτη μόνιμο θυμό να τα τιμωρήσει για κάποια διαολιά που είχαν κάνει στο κοντινό, ή και το απότερο παρελθόν. Όσα παιδιά λοιπόν τερμάτιζαν έξω από το καφενείο, η πρώτη τους δουλειά ήταν να κρυφοκοιτάξουν μέσα από τα θαμπά από τους καπνούς των τσιγάρων τζάμια. Σαν σε μυστική συναγωγή οι παρέες εκινούντο μεταξύ παιχνιδιών όπως το ποδοσφαιράκι, τα χαρτιά, έπιναν κανένα ποτό και κάπνιζαν ανελέητα. Όσοι ήταν άκαπνοι δεν πατούσαν το ποδι τους στον καφενέ του Τσουκάλα, που αν δεν με γελά η μνήμη μου έφερε όνομα που δεν πρέπει να ήταν το κανονικό επίθετο του ιδιοκτήτη αλλά μάλλον κάποιο παρατσούκλι και αυτό.
Απέναντι από τον καφενέ, το γωνιακό μπακάλικο αποτελούσε μία από τις λίγες δυνατότητες προμήθειας αγαθών προς βρώσιν και προς πόσιν. Εκεί μας έστελναν οι μεγάλοι να αγοράσουμε 100 δράμια βούτυρο, 300 δράμια ρεβύθια, μερικές σαρδέλλες λίγες ελιές κ. λπ.. Η λέξη που είχε την τιμητική της στο μαγαζί ήταν ΄΄γράφτα΄΄, και σαν μικρά που είμαστε δεν καταλαβαίναμε γιατί όταν κάποιος την ξεστόμιζε ο μπακάλης έγραφε, μα και σήκωνε αμίλητος το φρύδι σαν γιαταγάνι. Το μπακαλικάκι ήταν και ταβερνάκι με πολύ καλό κρασί παραγωγής των ιδιοκτητών. Το σκηνικό συνέθεταν μερικά τραπεζάκια και λίγες παρέες ανδρών που κουτσόπιναν τρώγοντας καμμιά ελίτσα, πικάντικη φέτα και ίσως κάποια φέτα μουρταδέλλας, ή κάποιο φρεσκοτηγανισμένο μεζέ.
Οι λιγότερο ταβερνόβιοι της γειτονιάς κορόιδευαν τον μπακάλη που ενίοτε πεταγόταν από την πόρτα του μαγαζιού και με πρωτότυπο τρόπο καλούσε γείτονα και φίλο του σε έκτακτη κρασοκατάνυξη με φωνή που ακουγόταν ως την άλλη άκρη της Πειραιώτικης γειτονιάς: ΄΄ε, ρε Κόκκενε (Κόκκινε), έχω ένα μαρεδάκι που φεσσάει, έχω και ένα μέλι Εμετού (Υμητού)....΄΄. Και ο γείτονας ο Κόκκινος σε λίγο, ανταποκρινόμενος στο κάλεσμα προσερχόταν πειθήνια στη μάζωξη για να κοινωνήσει με την εκλεκτή ρετσίνα, να γευτεί το τραγανό τηγανιτό μαριδάκι και για επιδόρπιο το παχύ γιαούρτι με του Υμητού το εξαίσιο μυρωδάτο μέλι.
Πέρα από τα όρια της γειτονιάς τα επιτρεπτά και κατάλληλα προς εξερεύνηση για εμάς τα παιδιά, οι περιγραφές μοιραία ατονούν λόγω της απόστασης. Έτσι, από μακρυά παρατηρούσαμε με περιέργεια την κυρία Νικη με τα 12 παιδιά, στην προσπάθειά της να τα συμμαζέψει από τον δρόμο και να τα νουθετήσει χάνοντας πολλάκις και ποικιλοτρόπως την ψυχραιμία της. Συχνή και η θύμηση του τετράπαχου ταβερνιάρη όταν ως καρικατούρα γελοιογραφίας πεταγόταν έξω από το μαγαζί του έξαλλος, σαν γινόταν τσακωμός μεταξύ των μεθυσμένων θαμώνων.
Παράξενοι καιροί, σκληρή η ζωή για τους περισσότερους, πολλή δουλειά οι άντρες, και λίγη η ξεκούραση. Αυστηρά καθορισμένα τα όρια για τα παιδιά, με το σχολείο να αποτελεί τη μόνη ενασχόληση και υποχρέωση. Μεγάλα όμως τα ιδανικά που έτρεφαν οι γονείς τότε για τα νεαρά τους βλαστάρια. Στα όνειρά τους οι περισσότεροι δεν έβλεπαν τίποτα λιγότερο από το Πανεπιστήμιο, σαν να ήταν επιβεβλημένο όλα να γίνουν γιατροί, καθηγητές, δικηγόροι, μηχανικοί. Ακόμα και σ’ αυτή την ταπεινή γειτονιά δεν τους ξέφυγε παιδί για παιδί που να μην εκπληρώσει αυτό το όνειρο της λαχτάρας και του καημού τους. Θυμάμαι τη θεία μου την Κατίνα να μου δείχνει τον ψηλό και όμορφο νεαρό που έβγαινε από την πόρτα ενός σπιτιού από την παρακάτω γειτονιά και με σοβαρό ύφος να μου λέει: ΄΄Τον βλέπεις αυτόν; Είναι ο τάδε και πέρασε στο Μαθηματικό Αθήνας. Να διαβάζεις΄΄. Για χρόνια με στοίχειωνε ο νεαρός, καθώς δεν επιτρεπόταν να γίνω τίποτα λιγότερο από μαθηματικός, ή κάτι συναφές.
Παράξενα χρόνια, δυνατά συναισθήματα, γερά σκαμπανεβάσματα, ανίκητοι άνθρωποι με σχέδια για το μέλλον, με ιδανικά για τους νέους, για να έχουν τα παιδιά τους μία καλύτερη ζωή.
Οδός Βιτωλίων 1950-1970, Πειραιώτικη γειτονιά των ανθρώπων, ανάμεσα στην οδό Ψαρρών και την οδό Αγίου Δημητρίου.
Ἐνας δρόμος του Πειραιά, ένα σοκάκι ήταν που προσέφερε αξέχαστες εμπειρίες πολύτιμες για μία ολόκληρη ζωή. Σκόρπιες οι στιγμές που έρχονται στον νου, σαν τα χρόνια περνούν αδυσώπητα. Θολές εικόνες τοπίου, πρόσωπα σαν με πέπλο καλυμένα, αποσπασματικές μνήμες γεγονότων.
Το πρωινό του καλοκαιριού η γιαγιἀ η Ασημίνα, μαία του Πανεπιστημίου Αθηνών μα για τους άλλους ΄΄η κυρά μαμή΄΄, πετάγεται ως το φούρνο για το φρέσκο ψωμάκι, και μετά υποδέχεται τον παγοπώλη, αγοράζει ένα μεγάλο σαν τσιμεντόλιθο κομμάτι πάγου για το ψυγείο, και έτσι το παγωμένο νεράκι δεν θα μας λείψει όλη την ημέρα, το παγωτό που περίσεψε από χθες δεν θα λειώσει, και ο γιαρμάς όταν φαγωθεί θε νάναι δροσερός δροσερός.
Η μαμά που δεν δουλεύει θα ξυπνήσει λίγο αργότερα. Σαν νεαρή κοπέλλα που είναι έχει από τη γιαγιά την άδεια να χουζουρέψει λίγο ακόμα. Τα 2 μικρά παιδιά την περιμένουν υπομονετικά να ψήσει το τσάι, και να αλλείψει με βούτυρο τις φέτες του φρεσκοαγορασμένου ψωμιού. Οι φέτες κόβονται στη μέση και ο κάθε ένας έχει το μερίδιό του που είναι 2 μισά κομμάτια. Η μαμά κοίταζε τα μικρά της, χαμογελούσε και διάλεγε πάντα τα δύο πιο στενά κομμάτια. Η γεύση του βουτηγμένου στο τσάι βουτυρωμένου ψωμιού είναι ασύγκριτη, τους μένει αξέχαστη.
Τα μεσημέρια του καλοκαιριού με την αφόρητη ζέστη οι ώρες κυλούσαν αργά, βασανιστικά με την προσμονή του σούρουπου. Μα σαν ερχόταν το απομεσήμερο και ακουγόταν η φωνή του παγωτατζή να διαλαλεί ΄΄έβγα παγωτά η έβγα΄΄, τα πιτσιρίκια ενίοτε εξασφάλιζαν μία δραχμή για το ξυλάκι παγωτό κρέμα, και αν ήταν πιο τυχερά το δίφραγκο για το κυπελάκι της μαγείας. Αχ αυτό το κυπελάκι που χρόνια τώρα αναρωτιόμαστε τί το έκανε τόσο λαχταριστό. Ποιά μυστική ουσία του χάριζε αυτή τη γεύση που έτερπε και μάγευε τους διψασμένους λάρυγγες;
Απόλυτα ικανοποιημένοι οι πιτσιρικάδες έβγαιναν στον δρόμο για το ξέφρενο παιχνίδι που εκτυλισσόταν ανενόχλητο, και τα ελάχιστα αυτοκίνητα που περνούσαν που και που δεν ήταν ικανά να ανακόψουν την εξέλιξή του. Οι γυναίκες άρχιζαν σιγά σιγά να μαζεύονται μπροστά στις εξώπορτες, η καθε μία με κάποιο κάθισμα στο χέρι. Οι παρέες τους είχαν σταθερή σύσταση, μα μερικές φορές δέχονταν και επισκέψεις από τη συνάθροιση κάποιας διπλανής πόρτας. Τα γέλια και οι φωνές των γυναικών έδιναν και έπαιρναν, και ίσως ήταν οι μόνες ώρες που τα παιδιά βολεύονταν μόνα τους , σαν το στομάχι τους διαμαρτυρόταν λόγω της πείνας. Στις γυναικοπαρέες κάποτε κάποτε εισχωρούσε και το αντρικό στοιχείο, που προσέφερε ξεχωριστή νότα στη διασκέδαση. Θυμάμαι τον κύρ Γιώργη τον ναυτικό να διηγείται ιστορίες από τα ταξίδια του διανθισμένες ασφαλώς με συμπληρωματικά φανταστικά στοιχεία απαραίτητα ώστε να προκαλούν το γέλιο και τη χαρά. Ήταν πάντα καλοδεχούμενος, μα δεν μπορώ να θυμηθώ γιατί οι κυρίες του είχαν βγάλει το παρατσούκλι ΄΄ροφός΄΄. Εκείνος δεν τις παρεξηγούσε, το αποδεχόταν και γέλαγε.
Τις βραδινές εκείνες τις ώρες, όσοι άνδρες δεν έμεναν στο σπίτι για να ξεκουραστούν από τη δουλειά της ημέρας, μαζεύονταν στο καφενείο του Τσουκάλα στη γωνία Βιτωλίων και Αγίου Δημητρίου. Απαγορευμένη η περιοχή για τα παιδιά, ωστόσο κάποια από αυτά γρήγορα στο τρέξιμο ξέφευγαν από την προσοχή των γονέων καθώς και από την κυρία Ξένη που τα περίμενε στη μέση του δρόμου έξω από το σπίτι της για να τα πιάσει και γεμάτη μόνιμο θυμό να τα τιμωρήσει για κάποια διαολιά που είχαν κάνει στο κοντινό, ή και το απότερο παρελθόν. Όσα παιδιά λοιπόν τερμάτιζαν έξω από το καφενείο, η πρώτη τους δουλειά ήταν να κρυφοκοιτάξουν μέσα από τα θαμπά από τους καπνούς των τσιγάρων τζάμια. Σαν σε μυστική συναγωγή οι παρέες εκινούντο μεταξύ παιχνιδιών όπως το ποδοσφαιράκι, τα χαρτιά, έπιναν κανένα ποτό και κάπνιζαν ανελέητα. Όσοι ήταν άκαπνοι δεν πατούσαν το ποδι τους στον καφενέ του Τσουκάλα, που αν δεν με γελά η μνήμη μου έφερε όνομα που δεν πρέπει να ήταν το κανονικό επίθετο του ιδιοκτήτη αλλά μάλλον κάποιο παρατσούκλι και αυτό.
Απέναντι από τον καφενέ, το γωνιακό μπακάλικο αποτελούσε μία από τις λίγες δυνατότητες προμήθειας αγαθών προς βρώσιν και προς πόσιν. Εκεί μας έστελναν οι μεγάλοι να αγοράσουμε 100 δράμια βούτυρο, 300 δράμια ρεβύθια, μερικές σαρδέλλες λίγες ελιές κ. λπ.. Η λέξη που είχε την τιμητική της στο μαγαζί ήταν ΄΄γράφτα΄΄, και σαν μικρά που είμαστε δεν καταλαβαίναμε γιατί όταν κάποιος την ξεστόμιζε ο μπακάλης έγραφε, μα και σήκωνε αμίλητος το φρύδι σαν γιαταγάνι. Το μπακαλικάκι ήταν και ταβερνάκι με πολύ καλό κρασί παραγωγής των ιδιοκτητών. Το σκηνικό συνέθεταν μερικά τραπεζάκια και λίγες παρέες ανδρών που κουτσόπιναν τρώγοντας καμμιά ελίτσα, πικάντικη φέτα και ίσως κάποια φέτα μουρταδέλλας, ή κάποιο φρεσκοτηγανισμένο μεζέ.
Οι λιγότερο ταβερνόβιοι της γειτονιάς κορόιδευαν τον μπακάλη που ενίοτε πεταγόταν από την πόρτα του μαγαζιού και με πρωτότυπο τρόπο καλούσε γείτονα και φίλο του σε έκτακτη κρασοκατάνυξη με φωνή που ακουγόταν ως την άλλη άκρη της Πειραιώτικης γειτονιάς: ΄΄ε, ρε Κόκκενε (Κόκκινε), έχω ένα μαρεδάκι που φεσσάει, έχω και ένα μέλι Εμετού (Υμητού)....΄΄. Και ο γείτονας ο Κόκκινος σε λίγο, ανταποκρινόμενος στο κάλεσμα προσερχόταν πειθήνια στη μάζωξη για να κοινωνήσει με την εκλεκτή ρετσίνα, να γευτεί το τραγανό τηγανιτό μαριδάκι και για επιδόρπιο το παχύ γιαούρτι με του Υμητού το εξαίσιο μυρωδάτο μέλι.
Πέρα από τα όρια της γειτονιάς τα επιτρεπτά και κατάλληλα προς εξερεύνηση για εμάς τα παιδιά, οι περιγραφές μοιραία ατονούν λόγω της απόστασης. Έτσι, από μακρυά παρατηρούσαμε με περιέργεια την κυρία Νικη με τα 12 παιδιά, στην προσπάθειά της να τα συμμαζέψει από τον δρόμο και να τα νουθετήσει χάνοντας πολλάκις και ποικιλοτρόπως την ψυχραιμία της. Συχνή και η θύμηση του τετράπαχου ταβερνιάρη όταν ως καρικατούρα γελοιογραφίας πεταγόταν έξω από το μαγαζί του έξαλλος, σαν γινόταν τσακωμός μεταξύ των μεθυσμένων θαμώνων.
Παράξενοι καιροί, σκληρή η ζωή για τους περισσότερους, πολλή δουλειά οι άντρες, και λίγη η ξεκούραση. Αυστηρά καθορισμένα τα όρια για τα παιδιά, με το σχολείο να αποτελεί τη μόνη ενασχόληση και υποχρέωση. Μεγάλα όμως τα ιδανικά που έτρεφαν οι γονείς τότε για τα νεαρά τους βλαστάρια. Στα όνειρά τους οι περισσότεροι δεν έβλεπαν τίποτα λιγότερο από το Πανεπιστήμιο, σαν να ήταν επιβεβλημένο όλα να γίνουν γιατροί, καθηγητές, δικηγόροι, μηχανικοί. Ακόμα και σ’ αυτή την ταπεινή γειτονιά δεν τους ξέφυγε παιδί για παιδί που να μην εκπληρώσει αυτό το όνειρο της λαχτάρας και του καημού τους. Θυμάμαι τη θεία μου την Κατίνα να μου δείχνει τον ψηλό και όμορφο νεαρό που έβγαινε από την πόρτα ενός σπιτιού από την παρακάτω γειτονιά και με σοβαρό ύφος να μου λέει: ΄΄Τον βλέπεις αυτόν; Είναι ο τάδε και πέρασε στο Μαθηματικό Αθήνας. Να διαβάζεις΄΄. Για χρόνια με στοίχειωνε ο νεαρός, καθώς δεν επιτρεπόταν να γίνω τίποτα λιγότερο από μαθηματικός, ή κάτι συναφές.
Παράξενα χρόνια, δυνατά συναισθήματα, γερά σκαμπανεβάσματα, ανίκητοι άνθρωποι με σχέδια για το μέλλον, με ιδανικά για τους νέους, για να έχουν τα παιδιά τους μία καλύτερη ζωή.
Οδός Βιτωλίων 1950-1970, Πειραιώτικη γειτονιά των ανθρώπων, ανάμεσα στην οδό Ψαρρών και την οδό Αγίου Δημητρίου.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΑΡΙΑΣ Δ. ΧΑΛΚΟΥ
Εγκύκλιες Σπουδές στα Εκπαιδευτήρια Λειβαδάρη και στο Κολλέγιο Jeanne d' Arc όπου και αρίστευσα
Πτυχίο Θεωρητικών Μαθηματικών (1977) και Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης στη Διδακτική και Μεθοδολογία Μαθηματικών (1997) από το Πανεπιστήμιο Αθηνών
Ομόφωνα αριστούχος Διδάκτωρ Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η Διατριβή μου καταχωρήθηκε ως ΠΗΓΗ στην ΕΘΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΙΑΣ, στο HARVARD, στο PRINCETON, στο ΕΜΠ, στο CAMBRIDGE, στο MICHIGAN κ.ά
Συγγραφέας 10 βιβλίων Μαθηματικών, 5 εκ των οποίων αναγνωρίστηκαν ως ΠΗΓΕΣ για τα Μαθηματικά, την Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την Ελληνική Ιστορία
Συγγραφέας 4 άρθρων σε WIKIPEDIA και SCIENCE WIKI
Δημοσίευση δεκάδων Άρθρων σε Επιστημονικά Περιοδικά με αναφορές σε αυτά
Το Παιδαγωγικό, Επιστημονικό και Συγγραφικό μου Έργο αξιολογήθηκε ως σημαντική προσφορά για την Εκπαίδευση
Έλαβα συγχαρητήριες επιστολές από Πανεπιστημιακούς, Ακαδημαϊκούς, Πρυτάνεις, τιμητική πλακέτα από τον Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων του Λυκείου στο οποίο υπηρέτησα επί σειρά ετών, και το Αʹ Βραβείο Ποιητικού Εργου στον Πανελλήνιο και Παγκύπριο Διαγωνισμό Λογοτεχνίας του 2018 της Ενωσης Ελλήνων Λογοτεχνών για το βιβλἰο μαυ με τίτλο ΄΄Σαν νιώσεις τον άνεμο΄΄
Συμμετοχή με 2 ποιήματα στην Σύγχρονη Ποιητική Ανθολογία Νεοελληνικής Ποίησης του Δημήτρη Ιατρὀπουλου
Σχολικός Σύμβουλος με Έδρα τις Διευθύνσεις Β΄ βάθμιας Εκπαίδευσης Α΄Αθήνας και Πειραιά από το 2007-2013 οπότε και συνταξιοδοτήθηκα Οικειοθελώς πραγματοποίηση 180 Επιμορφωτικών Σεμιναρίων τα οποία η ίδια οργάνωσα για τους Επαιδευτικούς των Εδρών μου
Διπλωματούχος Παλαιογράφος του Μορφωτικού Ιδρύματος της Eθνικής Tράπεζας Eλλάδος
Πρόεδρος Εξεταστικών, Βαθμολογικών Κέντρων Πανελληνίων Εξετάσεων
Μέλος ερευνητικών ομάδων ΟΟΣΑ του ΥΠΕΠΘ και του Διεθνούς Προγράμματος PISA
Μέλος Επιστημονικής Επιτροπής των Περιοδικών Ευκλείδης Γ΄ της ΕΜΕ. και ΕΡΚΥΝΑ της ΠΑΠΕΔΕ
Μέλος Οργανωτικών και Επιστημονικών Επιτροπών Ελληνικών και Διεθνών Συνεδρίων
Μέλος της MENSA (1988-σήμερα)
Μέλος της Ενωσης Ελλήνων Λογοτεχνών
Αντιπρόεδρος της Εταιρίας Γραμμάτων και Τεχνών Πειραιά
Η βιογραφία και η εργογραφία μου συμπεριελήφθηκαν στον Ιστορικό Τόμο ΄΄Γαλαξείδι. Οι άνθρωποι των Γραμμάτων και των Τεχνών΄΄του 2019 του Νικόλαου Τασιόπουλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!