Ο «ΚΕΦΑΛΟΣ - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς» έχει ξεκινήση μία νέα δράση με τίτλο: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ» και προσκαλεί όλους τους Λογοτέχνες, Ποιητές και Συγγραφείς να συμμετάσχουν σ' αυτήν. Σκοπός της εν λόγω δράσης είναι η προβολή μέσω αφιερωμάτων και συνεντεύξεων των σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών, Ποιητών και Συγγραφέων, είτε έχουν εκδώσει κάποιο βιβλίο είτε όχι και η δημιουργία του πρώτου τόμου της «Ηλεκτρονικής Εγκυκλοπαίδειας των Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών», η οποία θα συσταθεί σε μία ανεξάρτητη ιστοσελίδα με τη μορφή ηλεκτρονικών τόμων και την έκδοση δωρεάν e-book.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗΝ ΝΑΤΑΛΙΑ ΒΟΛΟΝΤΙΝΑ-ΣΑΡΚΑΒΑΖΗ
1. Αν έπρεπε να δώσετε έναν ορισμό για τη λογοτεχνία, ποιος θα ήταν αυτός;
Η λογοτεχνία είναι καταφύγιο και κατάθεση της ψυχής.
2. Τι μπορεί να προσφέρει η λογοτεχνία στο σύγχρονο άνθρωπο;
Η λογοτεχνία είναι ένα όνειρο που είναι πάντα μαζί μου. Μας προσφέρει μια εμπειρία ζωής, μας κάνει ευφυείς και αναπτύσσει μέσα μας όχι μόνο μια αίσθηση ομορφιάς, αλλά και μια βαθύτατη κατανόηση της ζωής. Ανοίγει για μας τις καρδιές των άλλων ανθρώπων που ζούσαν κάποτε, εκατοντάδες χρόνια πριν. Η λογοτεχνία διαφυλάσσει και περνά πνευματικές αξίες από γενιά σε γενιά. Μπορεί να μας δείξει έναν άλλο κόσμο.. Μας δίνει την ευκαιρία να φανταστούμε το μέλλον και να ρίξουμε μια ματιά στο παρελθόν.
3. Η ποίηση στις ημέρες μας δεν έχει τη θέση που κατείχε παλαιότερα. Για ποιο λόγο πιστεύετε πως συμβαίνει αυτό και πως θεωρείτε ότι θα είναι το μέλλον της;
Εγώ διαφωνώ. Πιστεύω πως η ποίηση σαν σπάνιο λουλούδι πάντα κρύβονταν στις πιο απομακρυσμένες γωνιές της ανθρώπινης ψυχής. Δεν είναι για μαζική κατανάλωση. Πάντα ήταν και θα υπάρχει. Το μέλλον της είναι σταθερό. Έχω πολλούς φίλους ποιητές που γράφουν υπέροχους στίχους, Η παρουσιάσεις των βιβλίων τους προσελκύουν κόσμο και προκαλεί πάντα το ενδιαφέρον του κοινού.
4. Και τώρα μία δύσκολη ερώτηση. Τι σημαίνει για σας ποίηση;
Η μελωδία της ψυχής.
5. Πότε ξεκινήσατε ν’ ασχολείστε με την τέχνη του λόγου και ποιος ήταν ο λόγος που σας παρότρυνε;
Тο σπίτι μας, στην καρδιά της Σιβηρίας ήταν γεμάτο βιβλία και το ενδιαφέρον μου για γράψιμο ξεκίνησε από το διάβασμα. Έμαθα να διαβάζω μόνη μου σε πολύ μικρή ηλικία. Από παιδί μου άρεσε να παρατηρώ ανθρώπους και καταστάσεις. Να επινοώ ιστορίες και να τις διηγηθώ στους φίλους. Μετά ήρθε η επιθυμία να τα σημειώνω και να γράφω και ένα βιβλίο. Γιατί όχι;. Μου φαινόταν πανεύκολο. Αυτή τη σπουδαία απόφαση την πήρα στη πρώτη δημοτικού και, έχοντας πάρει ένα τετράδιο έβαλα τίτλο «Τα άπαντα της Ν. Βολόντινα». Η επιθυμία να γράφω ιστορίες δεν με άφηνε ποτέ. Στη συνέχεια ξεκίνησα την συνεργασία μου με διάφορες εφημερίδες και ως λογική εξέλιξη, ήρθε και ένα βιβλίο.
6. Γιατί γράφετε;
Γιατί δεν γίνεται να μην γράφω. Η αλήθεια είναι πως η καλλιτεχνικές προθέσεις είναι πολύ σοβαρό πράγμα. Δεν μπορείς να τα παλέψεις. Σαν να έχεις μέσα σου ένα σκουλήκι που σε τρώει. Πρέπει να το ταΐζεις. Να του πετάς που και που καμία χούφτα λέξεις. Τότε χορταίνει και σε αφήνει ήσυχη. Για μια μέρα το πιο πολύ. Αύριο σε τρώει πάλι.
7. Ποια είναι η πηγή της έμπνευσής σας;
Η πηγή της έμπνευσης είναι αυτό που ονομάζω «το ταξίδι της ζωής.» Πόσο συναρπαστική, απροσδόκητη και επικίνδυνη μπορεί να είναι η διαδρομή. Δεν ξέρω γιατί από μικρή ηλικία προσήλκυα σαν μαγνήτης απίθανες καταστάσεις. Η απερίγραπτη περιέργεια με οδηγούσε σε δύσκολες και επικίνδυνες περιπτώσεις. Από την άλλη, η ζωή μου χάρισε χαρές και λύπες και πρώτα απ’ όλα πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους με έντονη προσωπικότητα. Πάντα ήθελα να τα περιγράψω στο χαρτί.
8. Με ποιο λογοτεχνικό είδος ασχολείστε περισσότερο;
Περισσότερο ασχολούμαι με διηγήματα αλλά τελευταία στράφηκα στο μυθιστόρημα.
9. Πείτε μας λίγα λόγια για το τελευταίο σας βιβλίο που έχει τίτλο: «Ο νόμος της πεταλούδας».
«… Η ζωή είναι ένα ταξίδι στο οποίο μας αποστέλλουν χωρίς να μας ρωτήσει κανείς. Ο χρόνος και ο τόπος δεν επιλέγονται από εμάς. Κάποιος, όμως, επινόησε όλα αυτά. Ο Θεός; Η μοίρα; Οι γονείς; Αλλά και εκείνους, επίσης, δεν τους έχει ρωτήσει κανείς…»
Το ταξίδι της ζωής το περιγράφω με μια χιουμοριστική ή κωμικοτραγική ματιά. Είναι κάτι μεταξύ γέλιου και δακρύων. Αυτό που λέγεται «κλαυσίγελος». Η ζωή είναι γεμάτη δυσκολίες. Όταν τις προσπερνάμε με χαμόγελο και αισιοδοξία γίνονται λιγότερο επώδυνες. Θα ήθελα να περάσω αυτό το μήνυμα στους αναγνώστες του βιβλίου μου.
10. Ποια είναι η αγαπημένη σας ώρα μέσα στην ημέρα που κάθεστε και γράφετε;
Οι πρωινές ώρες είναι αγαπημένες.
11. Πως είναι η ζωή ενός λογοτέχνη στα χρόνια της κρίσης;
Η γενική και μακρότατη βαθειά κρίση που περνάει ο κόσμος της Ελλάδος με επηρεάζει σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μου. Βλέπεις ανθρώπους να υποφέρουν, να χάνουν τα σπίτια τους, να είναι ανήμποροι και αθωράκιστοι στην πίκρα, την ανέχεια, την μοναξιά και την απόγνωση. Μόνο με την προσευχή στον Τριαδικό Θεό μας μπορεί κανείς να βρει την δύναμη να συνεχίζει τον δύσκολο δρόμο της επιβίωσης.
12. Πως θα χαρακτηρίζατε τη λογοτεχνική παραγωγή σήμερα;
13. Αν έπρεπε να επιλέξετε ανάμεσα στο έντυπο ή στο ηλεκτρονικό βιβλίο, εσείς ποιο θα επιλέγατε;
Επιλέγω το έντυπο βιβλίο γιατί μου αρέσει να μην το αποχωρίζομαι.
14. Ποια συμβουλή θα δίνατε σ’ ένα νέο λογοτέχνη;
Να είναι πάντα ειλικρινής με τον εαυτό του και τους αναγνώστες του και να προσέχει τι γράφει και τι συμβουλεύει. Να μην προβάλλει να αρνητικά παραδείγματα.
15. Τώρα ας περάσουμε στην πλευρά του αναγνώστη. Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που διαβάσατε;
«Το ριγέ κοστούμι του Μουσταφά.» της Ζένιας Κατσούλι αφιερωμένο στην Μικρασιατική καταστροφή.
16. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
Α. Πούσκιν, Φ. Ντοστογιέφσκι, Ν. Καζαντζάκης, Μ. Καζακόβ, Μπορίς Παστερνάκ, Φ. Τούτσεβ, Ν. Γκόγκόλ, Α. Τσέχοβ.
17. Ποια είναι τ’ αγαπημένα σας βιβλία;
Είναι πολλά. Το πρώτο που με συγκίνησε ως τα βάθη της καρδιάς ήταν «Ευγένιος Ονέγην» του Πούσκιν. Μετά «Η μύθοι της αρχαίας Ελλάδας» και Δαβήδ Κοπερφίλντ του Καρόλου Ντίκενς. Στη συνέχεια «Ο πόλεμος και ειρήνη» του Λ.Τολστοϊ και πολλά άλλα.
18. Τελευταία ερώτηση. Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια στο χώρο της λογοτεχνίας;
Θέλω να εκδώσω τουλάχιστον πέντε βιβλία από αυτά που είναι έτοιμα. Να ολοκληρώσω το μυθιστόρημα στα Ρώσικα και να συνεχίσω το μυθιστόρημα που γράφω κατευθείαν στα Ελληνικά .
Τα διηγήματα είναι πάντα στο καθημερινό πρόγραμμα μου.
Τα διηγήματα είναι πάντα στο καθημερινό πρόγραμμα μου.
* * *
Ένα Πρωτοχρονιάτικο πάρτυ
(έργο της Ναταλίας Βολοντίνα-Σαρκαβάζη)
Κάποτε δούλευα στην Παιδαγωγική Ακαδημία στην μικρή πόλη του Ποκρόβ. Είχαμε ένα έθιμο: την παραμονή της πρωτοχρονιάς κάναμε στην Ακαδημία ένα γλέντι, ένα ξέφρενο πάρτυ με χορούς και τραγούδια, με πολύ γέλιο και, φυσικά με πλούσιο τραπέζι.
Τις προετοιμασίες τις αρχίσαμε μήνες πριν, όπως οι Βραζιλιάνοι με το καρναβάλι τους.
Τα τραπέζια φορτωμένα με φαγητά και κρασί, λύγισαν από το βάρος τους , το παρκέ έτριζε από το χορό και εκρήξεις γέλιου διαπερνούσαν τα πατώματα.
Ομολογώ σαν μια παλιά αμαρτία: μας άρεσε να κοροϊδεύουμε το ισχυρό φύλο. Αλλά το κάναμε πολύ όμορφα. Χωρίς να προσβάλλουμε κανένα ή να τους θίξουμε τον ανδρικό τους εγωϊσμό. Για παράδειγμα, διοργανώσαμε αγώνα με ρίψη σε απόσταση ... του πούπουλου από κοτόπουλο!
Με αυστηρούς κανόνες, διαιτητές και πολυπόθητο βραβείο στον ορίζοντα – ένα μεγάλο μπουκάλι κονιάκ.
Χωριζόμαστε σε ομάδες, επιλέγαμε τους πιο όμορφους, τους βάζαμε πάνω σε μια καρέκλα, και τους στολίζαμε σαν Χριστουγεννιάτικο δέντρο - με το αστέρι στο μέτωπο, πούλιες στα χέρια και χρυσόσκονη στον πωπώ , με αστραφτερές μπάλες στα αυτιά, στη μύτη, και στις κουμπότρυπες των παντελονιών τους, σε στυλ μπουτονιέρας.
Ιστορία, που θα πω, συνέβη σε ένα τέτοιο πάρτυ.
Όλα πήγαν ρολόι.
Ήδη είχαν ειπωθεί οι καθιερωμένες προπόσεις, έγιναν προγραμματισμένοι ανταγωνισμοί , αλλά δεν ησυχάσαμε . Κουρασμένοι και ξαναμμένοι από το χορό, όλοι χυθήκαμε στο δροσερό διάδρομο και συγκεντρωθήκαμε δίπλα στα ανοιχτά παράθυρα. Ακούστηκαν τα ανέκδοτα, γέλια, αστεία ...
Τότε μου ξέφυγε. Είπα κάποιο δηλητηριώδες αστείο για τους γιατρούς.
-Πω πω, φαρμακόγλωσση! –προσβλήθηκε ένας από τους καλεσμένους. Έτυχε να είναι γιατρός. – Και τί είναι οι δάσκαλοι; Καλύτεροι; Προχτές ο υιός μου έρχεται σπίτι από το σχολείο και τί λέει για τη δασκάλα του;
Και άρχισε η διαμάχη.
Μου λέει ένα, εγώ του λέω - δύο. Μου είπε - Αχ, μάζεψε τη γλώσσα σου! Του είπα - Αχ, μάζεψε τη μύτη σου. Η μύτη του ήταν πράγματι εξαιρετική. Εκείνος λέει για την καντίνα του σχολείου, εγώ - για την τουαλέτα του νοσοκομείου, εκείνος για την δασκάλα κακίστρα , εγώ για την αδέξια γιατρίνα. Παρατρίχα να πιαστούμε στα χέρια!
Τότε μου ξέφυγε αυτό!
Για να πούμε την αλήθεια, εγώ δεν έφταιγα σε τίποτα. Απλώς πάλευε μέσα μου η «γαλλική» σαμπάνια εμφιαλωμένη στην τοπική εταιρεία εμφιάλωσης με το «ουίσκι» αγνώστων στοιχείων ζυμωμένο στο εργοστάσιο τροφίμων της πόλης μας. Και το ουίσκι, και τη γατοτροφή «wiskas» τα έφτιαχναν στο ίδιο τμήμα. Ίσως μπέρδεψαν τα συστατικά ...
Έτσι, λέω την επίμαχη φράση.
Και βασίλεψε η σιωπή.
Ο γερακομύτης το αντιμετώπισε σοβαρά. Σιωπηλά κατάπιε την προσβολή και έριξε πάνω μου το διαπεραστικό βλέμμα του γιατρού.
- Καλά, θα σου δείξω μια μέρα, γλωσσοκοπάνα. Θα συναντηθούμε οι δυο μας και θα τα πούμε…
- Ω! Συγγνώμη, κιόλας, αλλά εμείς οι δυο που ακριβώς θα συναντηθούμε;
- Στο ιατρείο μου. Θα ‘ρθεις μια μέρα και θα τα πούμε.
- Χα-χα-χα! Και ποιας ειδικότητας, αν επιτρέπετε, είστε; Εκτός αν τό κρατάτε μυστικό!
- Γιατί μυστικό; Είμαι δερματολόγος- αφροδισιολόγος, - απάντησε περήφανα ο γιατρός.
- Αχ, δεν μπορώ! Θα σκάσω! Με συγχωρείτε, αλλά πιστεύω πως μια χαρά βολεύομαι χωρίς τις υπηρεσίες σας!
- Είσαι σίγουρη; Καλύτερα μην παίρνεις όρκο ...
Η κουβέντα αυτή συνέβη τριάντα Δεκεμβρίου.
Το επόμενο πρωί ξυπνάω, πηγαίνω , ως συνήθως στο μπάνιο … και παγώνω στο κατώφλι.
Μέσα από το τεράστιο καθρέφτη, ντυμένη όμως στη δική μου ρόμπα, με κοιτάει μια εντελώς άγνωστη κυρία. Και δεν είναι καν κυρία. Απλώς ένα άγνωστο στην επιστήμη υβρίδιο.
Το ήμισυ του προσώπου, αν θα κοιτάζεις προσεκτικά, θα μπορούσε να περάσει για το δικό μου. Αλλά το άλλο μισό, παρίστανε το ρύγχος ενός χαριτωμένου, μικρού ροζ γουρουνιού. Για χοίρο δεν είναι και άσχημο.
Ένα μικρό ματάκι γυαλίζει μέσα από τις πτυχώσεις του δέρματος. Η μύτη σαν ρύγχος. Μου ήρθε να γρυλίζω .
Από άποψη συμπεριφοράς, εντάξει. Συμπεριφέρθηκα ως γουρουνίτσα. Αλλά είναι τόσο προσβλητικό και άδικο! Πώς μπορώ να πάω στο γκαλά Πρωτοχρονιάς; Στη Λέσχη των αξιωματικών;!
Στο δευτερόλεπτο ντύθηκα, έβαλα στο πρόσωπο μια πετσέτα και γυαλιά ηλίου, έσπευσα στην κλινική, και, για καλή μου τύχη, βρήκα τον οφθαλμίατρο στη θέση του.
Ευχαριστημένη, ξετυλίγω τη πετσέτα για να του δείξω την τρομερή ομορφιά μου. Σώθηκα!
- Δυστυχώς, έχετε έρθει σε λάθος ιατρείο , - είπε ο γιατρός. Τί ψυχρολουσία ήταν αυτή! - Έχετε αλλεργική επιπεφυκίτιδα. Θα πρέπει να πάτε στον δερματολόγο - αφροδισιολόγο...
Καλύτερα θα με έστελνε στο διάβολο ...!
Γιατί δεν ξέρω τί είναι καλύτερα για μένα : ή να βάλω το κεφάλι μου στο ικρίωμα, ή στα σαγόνια μιας τίγρης, ή να μπω στο γραφείο του ...
Μόνο που δεν είχα πολλές επιλογές.
... Όταν εμφανίστηκα στο γραφείο του γερακομύτη, ο ίδιος ξέσπασε σε τέτοιο γέλιο ώστε άρχισαν να κουδουνίζουν τα στολίδια πάνω στο χριστουγεννιάτικο δέντρο στην αίθουσα αναμονής.
Εντελώς ανήθικο, ξεδιάντροπο γέλιο , - για πείτε, πώς μπορεί ο γιατρός να γελοιοποιεί τους αρρώστους; -αντηχούσε στους άδειους διαδρόμους της κλινικής.
Ενθυμούμενος το καθήκον του γιατρού, σταματούσε για
λίγο και φούσκωνε τα μάγουλά του, προσπαθώντας να πνίξει αυτό το ανάρμοστο γέλιο, αλλά όταν με κοίταξε άρχισε να γελά σαν το βαρβάτο άλογο , που είδε για πρώτη φορά τη φοράδα. Χάρηκα για λογαριασμό του. Δεν μπορεί η κάθε μέρα να είναι τόσο διασκεδαστική!...
Με θλιμμένο πρόσωπο περιμένοντας τις εξελίξεις, έσφιξα τα δόντια και δάγκασα τη γλώσσα, για να μη μου ξεφύγει καμιά κουβέντα. Τι σου έλεγα για τους γιατρούς; Ποιός είχε δίκιο; Έχει μια ασθενή στο γραφείο, και γελά σαν τρελός ...
Η έκρηξη γέλιου, επιτέλους, σταμάτησε.
Πήρε το ιστορικό μου.
Με κοίταξε και αναστέναξε με λύπη.
- Θα ήθελα πολύ να σε βοηθήσω, αλλά δυστυχώς ...
Πάγωσα. Το μάτι μου δάκρυσε. Η μύτη μου έσταξε.
- Οι ιατρικές υπηρεσίες μας, όπως πολύ σωστά χθες - ή μάλλον, σήμερα – είπες, είναι αδύναμες ... γενικά πολύ κακές.
- Γιατί; Είναι καλές!
- Οι γιατροί εδώ είναι αδέξιοι ...
- Γιατί ; Είναι πολύ επιδέξιοι! Οι σοβιετική γιατροί - οι καλύτεροι γιατροί του κόσμου!
- Αλήθεια; Και γιατί μου φαίνεται πως κάτι άλλο ακούστηκε;…
Έχοντας ευχαριστηθεί με το θλιμμένο πρόσωπο μου , επιτέλους χαλάρωσε και, τέλος, χαμογέλασε.
- Εντάξει, γλωσσού . Μη ανησυχείς! Κάτι θα κάνουμε. Θα σου δώσω μια καλή αλοιφή, σταγόνες, χάπια - το βράδυ θα είσαι σαν το φρέσκο αγγουράκι!
Ο γιατρός δεν έπεσε έξω: το βράδυ της πρωτοχρονιάς , ήμουν πραγματικά σαν ένα αγγουράκι.
Ντυμένη με μεταξωτό φόρεμα ανοιχτού πράσινου χρώματος, με χρυσή μάσκα και ασημί πέδιλα ...
Ο καβαλέρος μου, πράσινος, λόγο επίσημης στολής, και αυτός, κουδούνιζε με τα μετάλλια του σαν σκύλος σε επίδειξη και κούναγε το μουστάκι του, ψιθυρίζοντας στο αυτί μου κομπλιμέντα .
Μετά χωριστήκαμε από τον παλιό χρόνο , με πολύ θόρυβο υποδεχτήκαμε τον καινούριο και βγήκαμε στο δροσερό χωλ. Φωνές, γέλια και ανέκδοτα γέμισαν το χώρο .. "Έρχεται ένας μαθητής στο σχολείο, και ο δάσκαλος του λέει..." – ακούστηκε κάπου από το παράθυρο. Εγώ, ως συνήθως, τέντωσα τα αυτιά μου και άνοιξα το στόμα , έτοιμη να υπερασπίσω την τιμή των δασκάλων. Και αμέσως το έκλεισα. Αποφάσισα αυτή τη φορά να δείξω σωφροσύνη και να κάνω μια έρευνα, κοιτάζοντας πιο κοντά τα διάσημά του ομιλητή. Και καλά που το έκανα. Ο αξιωματικός , που ανακοίνωσε το ανέκδοτο, ήταν των αρμάτων μάχης!..
Αποφάσισα σοφά ότι αυτή τη φορά, καλού-κακού, να αποφύγω τις λογομαχίες. Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει.
Καλύτερα να τον αφήσω ήσυχο . Μη του πάω κόντρα . Τί θα γίνει, άραγε, αν θα συναντηθούμε τυχαία κάπου στο πολύγωνο ;....
Τις προετοιμασίες τις αρχίσαμε μήνες πριν, όπως οι Βραζιλιάνοι με το καρναβάλι τους.
Τα τραπέζια φορτωμένα με φαγητά και κρασί, λύγισαν από το βάρος τους , το παρκέ έτριζε από το χορό και εκρήξεις γέλιου διαπερνούσαν τα πατώματα.
Ομολογώ σαν μια παλιά αμαρτία: μας άρεσε να κοροϊδεύουμε το ισχυρό φύλο. Αλλά το κάναμε πολύ όμορφα. Χωρίς να προσβάλλουμε κανένα ή να τους θίξουμε τον ανδρικό τους εγωϊσμό. Για παράδειγμα, διοργανώσαμε αγώνα με ρίψη σε απόσταση ... του πούπουλου από κοτόπουλο!
Με αυστηρούς κανόνες, διαιτητές και πολυπόθητο βραβείο στον ορίζοντα – ένα μεγάλο μπουκάλι κονιάκ.
Χωριζόμαστε σε ομάδες, επιλέγαμε τους πιο όμορφους, τους βάζαμε πάνω σε μια καρέκλα, και τους στολίζαμε σαν Χριστουγεννιάτικο δέντρο - με το αστέρι στο μέτωπο, πούλιες στα χέρια και χρυσόσκονη στον πωπώ , με αστραφτερές μπάλες στα αυτιά, στη μύτη, και στις κουμπότρυπες των παντελονιών τους, σε στυλ μπουτονιέρας.
Ιστορία, που θα πω, συνέβη σε ένα τέτοιο πάρτυ.
Όλα πήγαν ρολόι.
Ήδη είχαν ειπωθεί οι καθιερωμένες προπόσεις, έγιναν προγραμματισμένοι ανταγωνισμοί , αλλά δεν ησυχάσαμε . Κουρασμένοι και ξαναμμένοι από το χορό, όλοι χυθήκαμε στο δροσερό διάδρομο και συγκεντρωθήκαμε δίπλα στα ανοιχτά παράθυρα. Ακούστηκαν τα ανέκδοτα, γέλια, αστεία ...
Τότε μου ξέφυγε. Είπα κάποιο δηλητηριώδες αστείο για τους γιατρούς.
-Πω πω, φαρμακόγλωσση! –προσβλήθηκε ένας από τους καλεσμένους. Έτυχε να είναι γιατρός. – Και τί είναι οι δάσκαλοι; Καλύτεροι; Προχτές ο υιός μου έρχεται σπίτι από το σχολείο και τί λέει για τη δασκάλα του;
Και άρχισε η διαμάχη.
Μου λέει ένα, εγώ του λέω - δύο. Μου είπε - Αχ, μάζεψε τη γλώσσα σου! Του είπα - Αχ, μάζεψε τη μύτη σου. Η μύτη του ήταν πράγματι εξαιρετική. Εκείνος λέει για την καντίνα του σχολείου, εγώ - για την τουαλέτα του νοσοκομείου, εκείνος για την δασκάλα κακίστρα , εγώ για την αδέξια γιατρίνα. Παρατρίχα να πιαστούμε στα χέρια!
Τότε μου ξέφυγε αυτό!
Για να πούμε την αλήθεια, εγώ δεν έφταιγα σε τίποτα. Απλώς πάλευε μέσα μου η «γαλλική» σαμπάνια εμφιαλωμένη στην τοπική εταιρεία εμφιάλωσης με το «ουίσκι» αγνώστων στοιχείων ζυμωμένο στο εργοστάσιο τροφίμων της πόλης μας. Και το ουίσκι, και τη γατοτροφή «wiskas» τα έφτιαχναν στο ίδιο τμήμα. Ίσως μπέρδεψαν τα συστατικά ...
Έτσι, λέω την επίμαχη φράση.
Και βασίλεψε η σιωπή.
Ο γερακομύτης το αντιμετώπισε σοβαρά. Σιωπηλά κατάπιε την προσβολή και έριξε πάνω μου το διαπεραστικό βλέμμα του γιατρού.
- Καλά, θα σου δείξω μια μέρα, γλωσσοκοπάνα. Θα συναντηθούμε οι δυο μας και θα τα πούμε…
- Ω! Συγγνώμη, κιόλας, αλλά εμείς οι δυο που ακριβώς θα συναντηθούμε;
- Στο ιατρείο μου. Θα ‘ρθεις μια μέρα και θα τα πούμε.
- Χα-χα-χα! Και ποιας ειδικότητας, αν επιτρέπετε, είστε; Εκτός αν τό κρατάτε μυστικό!
- Γιατί μυστικό; Είμαι δερματολόγος- αφροδισιολόγος, - απάντησε περήφανα ο γιατρός.
- Αχ, δεν μπορώ! Θα σκάσω! Με συγχωρείτε, αλλά πιστεύω πως μια χαρά βολεύομαι χωρίς τις υπηρεσίες σας!
- Είσαι σίγουρη; Καλύτερα μην παίρνεις όρκο ...
Η κουβέντα αυτή συνέβη τριάντα Δεκεμβρίου.
Το επόμενο πρωί ξυπνάω, πηγαίνω , ως συνήθως στο μπάνιο … και παγώνω στο κατώφλι.
Μέσα από το τεράστιο καθρέφτη, ντυμένη όμως στη δική μου ρόμπα, με κοιτάει μια εντελώς άγνωστη κυρία. Και δεν είναι καν κυρία. Απλώς ένα άγνωστο στην επιστήμη υβρίδιο.
Το ήμισυ του προσώπου, αν θα κοιτάζεις προσεκτικά, θα μπορούσε να περάσει για το δικό μου. Αλλά το άλλο μισό, παρίστανε το ρύγχος ενός χαριτωμένου, μικρού ροζ γουρουνιού. Για χοίρο δεν είναι και άσχημο.
Ένα μικρό ματάκι γυαλίζει μέσα από τις πτυχώσεις του δέρματος. Η μύτη σαν ρύγχος. Μου ήρθε να γρυλίζω .
Από άποψη συμπεριφοράς, εντάξει. Συμπεριφέρθηκα ως γουρουνίτσα. Αλλά είναι τόσο προσβλητικό και άδικο! Πώς μπορώ να πάω στο γκαλά Πρωτοχρονιάς; Στη Λέσχη των αξιωματικών;!
Στο δευτερόλεπτο ντύθηκα, έβαλα στο πρόσωπο μια πετσέτα και γυαλιά ηλίου, έσπευσα στην κλινική, και, για καλή μου τύχη, βρήκα τον οφθαλμίατρο στη θέση του.
Ευχαριστημένη, ξετυλίγω τη πετσέτα για να του δείξω την τρομερή ομορφιά μου. Σώθηκα!
- Δυστυχώς, έχετε έρθει σε λάθος ιατρείο , - είπε ο γιατρός. Τί ψυχρολουσία ήταν αυτή! - Έχετε αλλεργική επιπεφυκίτιδα. Θα πρέπει να πάτε στον δερματολόγο - αφροδισιολόγο...
Καλύτερα θα με έστελνε στο διάβολο ...!
Γιατί δεν ξέρω τί είναι καλύτερα για μένα : ή να βάλω το κεφάλι μου στο ικρίωμα, ή στα σαγόνια μιας τίγρης, ή να μπω στο γραφείο του ...
Μόνο που δεν είχα πολλές επιλογές.
... Όταν εμφανίστηκα στο γραφείο του γερακομύτη, ο ίδιος ξέσπασε σε τέτοιο γέλιο ώστε άρχισαν να κουδουνίζουν τα στολίδια πάνω στο χριστουγεννιάτικο δέντρο στην αίθουσα αναμονής.
Εντελώς ανήθικο, ξεδιάντροπο γέλιο , - για πείτε, πώς μπορεί ο γιατρός να γελοιοποιεί τους αρρώστους; -αντηχούσε στους άδειους διαδρόμους της κλινικής.
Ενθυμούμενος το καθήκον του γιατρού, σταματούσε για
λίγο και φούσκωνε τα μάγουλά του, προσπαθώντας να πνίξει αυτό το ανάρμοστο γέλιο, αλλά όταν με κοίταξε άρχισε να γελά σαν το βαρβάτο άλογο , που είδε για πρώτη φορά τη φοράδα. Χάρηκα για λογαριασμό του. Δεν μπορεί η κάθε μέρα να είναι τόσο διασκεδαστική!...
Με θλιμμένο πρόσωπο περιμένοντας τις εξελίξεις, έσφιξα τα δόντια και δάγκασα τη γλώσσα, για να μη μου ξεφύγει καμιά κουβέντα. Τι σου έλεγα για τους γιατρούς; Ποιός είχε δίκιο; Έχει μια ασθενή στο γραφείο, και γελά σαν τρελός ...
Η έκρηξη γέλιου, επιτέλους, σταμάτησε.
Πήρε το ιστορικό μου.
Με κοίταξε και αναστέναξε με λύπη.
- Θα ήθελα πολύ να σε βοηθήσω, αλλά δυστυχώς ...
Πάγωσα. Το μάτι μου δάκρυσε. Η μύτη μου έσταξε.
- Οι ιατρικές υπηρεσίες μας, όπως πολύ σωστά χθες - ή μάλλον, σήμερα – είπες, είναι αδύναμες ... γενικά πολύ κακές.
- Γιατί; Είναι καλές!
- Οι γιατροί εδώ είναι αδέξιοι ...
- Γιατί ; Είναι πολύ επιδέξιοι! Οι σοβιετική γιατροί - οι καλύτεροι γιατροί του κόσμου!
- Αλήθεια; Και γιατί μου φαίνεται πως κάτι άλλο ακούστηκε;…
Έχοντας ευχαριστηθεί με το θλιμμένο πρόσωπο μου , επιτέλους χαλάρωσε και, τέλος, χαμογέλασε.
- Εντάξει, γλωσσού . Μη ανησυχείς! Κάτι θα κάνουμε. Θα σου δώσω μια καλή αλοιφή, σταγόνες, χάπια - το βράδυ θα είσαι σαν το φρέσκο αγγουράκι!
Ο γιατρός δεν έπεσε έξω: το βράδυ της πρωτοχρονιάς , ήμουν πραγματικά σαν ένα αγγουράκι.
Ντυμένη με μεταξωτό φόρεμα ανοιχτού πράσινου χρώματος, με χρυσή μάσκα και ασημί πέδιλα ...
Ο καβαλέρος μου, πράσινος, λόγο επίσημης στολής, και αυτός, κουδούνιζε με τα μετάλλια του σαν σκύλος σε επίδειξη και κούναγε το μουστάκι του, ψιθυρίζοντας στο αυτί μου κομπλιμέντα .
Μετά χωριστήκαμε από τον παλιό χρόνο , με πολύ θόρυβο υποδεχτήκαμε τον καινούριο και βγήκαμε στο δροσερό χωλ. Φωνές, γέλια και ανέκδοτα γέμισαν το χώρο .. "Έρχεται ένας μαθητής στο σχολείο, και ο δάσκαλος του λέει..." – ακούστηκε κάπου από το παράθυρο. Εγώ, ως συνήθως, τέντωσα τα αυτιά μου και άνοιξα το στόμα , έτοιμη να υπερασπίσω την τιμή των δασκάλων. Και αμέσως το έκλεισα. Αποφάσισα αυτή τη φορά να δείξω σωφροσύνη και να κάνω μια έρευνα, κοιτάζοντας πιο κοντά τα διάσημά του ομιλητή. Και καλά που το έκανα. Ο αξιωματικός , που ανακοίνωσε το ανέκδοτο, ήταν των αρμάτων μάχης!..
Αποφάσισα σοφά ότι αυτή τη φορά, καλού-κακού, να αποφύγω τις λογομαχίες. Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει.
Καλύτερα να τον αφήσω ήσυχο . Μη του πάω κόντρα . Τί θα γίνει, άραγε, αν θα συναντηθούμε τυχαία κάπου στο πολύγωνο ;....
Ο τοξικομανής γάτος
(έργο της Ναταλίας Βολοντίνα-Σαρκαβάζη)
Ο χειμώνας στη Σιβηρία είναι παγερός κι ατέλειωτος. Το χιόνι σκεπάζει τα πάντα και φτάνει ως τα παγωμένα τζάμια των σπιτιών. Ωστόσο, τα σπίτια έχουν τη θαλπωρή μιας μεγάλης χτιστής σόμπας, άσπρης σαν το χιόνι. Στα παιδικά μου χρόνια, τότε που όλα τα πράγματα μοιάζουν ζωντανά πλάσματα, φανταζόμουν τη σόμπα σαν μια μεγάλη κλώσα. Εμείς τα παιδιά, μετά απ’ τα παιχνίδια στο χιόνι, μαζευόμασταν σαν τα κοτοπουλάκια κοντά της και, ακουμπώντας τα ξεπαγιασμένα μας αυτιά στη ζεστή της επιφάνεια, αφουγκραζόμασταν το γκρινιάρικο βουητό της φωτιάς, που λες και μας κατσάδιαζε γιατί δεν φυλαγόμασταν απ’ το κρύο.
Πάνω στη σόμπα αυτή, στέγνωναν τα ρούχα, έψηναν το ψωμί στο φούρνο της και έφτιαχναν φαγητό μέσα σε χύτρες που έμπαιναν στα στρογγυλά της ανοίγματα –ανοίγματα που έκλειναν όταν δεν υπήρχε ανάγκη. Οι νοικοκυρές, ήδη από την αρχή του φθινοπώρου, προτού πιάσουν τα κρύα, άρχιζαν να περιποιούνται τη σόμπα και σιγά-σιγά να την ζεσταίνουν.
Μου άρεσε η σόμπα. Μου άρεσε να βλέπω τη μαμά ν’ ανοίγει τη βαριά σιδερένια πορτίτσα, να βάζει μέσα τα μυρωδάτα κούτσουρα της σημύδας και ν’ ανάβει το σπίρτο. Η φλόγα ανέβαινε σαν χρυσαφένιο φιδάκι και τα κούτσουρα έπαιρναν φωτιά, χαρίζοντας στους ανθρώπους όλη τη ζεστασιά που είχαν πάρει απ’ τον ήλιο τότε που ήταν δέντρα ακόμα. Και τα δώρα του ήλιου στα δέντρα μεταμορφώνονταν σε καπνό και ξαναγυρνούσαν στον ουρανό, ενώ τα δώρα της γης στα δέντρα γίνονταν στάχτη που επέστρεφε στη γη. Στη διάρκεια της μακρόχρονης ζωής τους, τα δέντρα μάζευαν τη ζέστη και τώρα την έδιναν σ’ εμάς.
Θυμάμαι εκείνη τη φθινοπωριάτικη μέρα, ένα πρωινό ηλιόλουστο ακόμα, αλλά ήδη παγερό, που εμείς οι τρεις μικρές αδερφές παρακολουθούσαμε τη μαμά ν’ ανάβει τη σόμπα. Να, το χρυσαφένιο φιδάκι άρχισε να τρέχει, ο καπνός πήρε ν’ ανεβαίνει και ακούστηκαν τα πρώτα τριξίματα των κλαδιών. Η φωτιά με μάγεψε. Δεν μπορούσα να ξεκολλήσω το βλέμμα μου και λαχταρούσα ολόψυχα ν’ απομείνω εκεί και ν’ ακούω τη σιωπή που την έσπαζαν μονάχα τα ξερά κροταλίσματα των αναμμένων ξύλων.
Η μαμά, μαγεμένη κι εκείνη από την όμορφη εικόνα, ετοιμαζόταν να κλείσει το πορτάκι, όταν ξαφνικά συνέβη κάτι αναπάντεχο. Μια διαπεραστική κραυγή έσκισε τον αέρα, μια κραυγή φρίκης λες και κάποιο πλάσμα πέθαινε με βασανιστήρια. Τα χάσαμε. Μια θανατερή ανατριχίλα με συντάραξε. Τι ήταν αυτό; Από πού ακούγεται αυτό το φριχτό ουρλιαχτό του έσχατου ορίου; Ούρλιαζε… η σόμπα! Η μαμά άνοιξε διάπλατα το πορτάκι, έβγαλε έξω τα αναμμένα ξύλα κι ύστερα με το σκαλιστήρι άδειασε έξω τα πυρωμένα κάρβουνα.
Σύννεφα καπνού σκοτείνιασαν την κουζίνα. Τα ξύλα έσκαζαν σκορπίζοντας σπίθες. Πώς και δεν κάψαμε το σπίτι; Τέλος, μέσ’ απ’ τον μαύρο κρατήρα της σόμπας, πίσω απ’ το τελευταίο κούτσουρο, ξεπήδησε ένα απόκοσμο τέρας που θύμιζε ελαφρώς γάτο!
Άλλοτε κοκκινοτρίχης, μα τώρα μαύρος σαν δαίμονας, αναδίδοντας καπνούς και μπόχα από καψαλισμένες κετσεδένιες μπότες, ο γάτος σήκωσε την καμένη ουρά του και το έσκασε τρέχοντας. Πιο γρήγορος κι απ’ το ουρλιαχτό του, όρμησε σαν σαΐτα, ενώ οι σπίθες πετάγονταν απ’ τη γούνα του σαν τα βεγγαλικά απ’ το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Τέτοιο θέαμα δεν το ‘χε ξαναδεί το χωριό μας. Θύμιζε την αποτυχημένη εκτόξευση του διαστημικού πυραύλου από το κοσμοδρόμιο Μπαϊκονούρ. Τα σκυλιά κοκάλωσαν μ’ ανοιχτό το στόμα, ενώ οι γιαγιάδες έκαναν το σταυρό τους μπροστά στο απίθανο αυτό φυσικό φαινόμενο.
Για πολλή ώρα, δεν μπορούσαμε να ξεπεράσουμε το σοκ. Δεν ήταν λίγο να πας να κάψεις έναν ζωντανό γάτο! Μα πώς διάβολο βρέθηκε εκεί; Και ποιος ήταν τελικά;
Σε λίγες μέρες, χωρίς να έχουμε λύσει το μυστήριο, πήγαμε ν’ ανάψουμε πάλι τη σόμπα. Και να, το επεισόδιο επαναλήφθηκε. Αυτή τη φορά, το καταλάβαμε πιο γρήγορα και, μόλις ακούστηκε η σπαρακτική τσιρίδα, αρπάξαμε τα ξύλα και τα πετάξαμε έξω. Μέσα σε σύννεφα καπνού, ο γάτος έκανε την ηρωική έξοδό του από τη σόμπα και εξαφανίστηκε.
Τους γείτονες τούς έζωσαν τα φίδια.
«Τι τον κάνετε το γάτο, κυρία Μαργαρίτα; Τον ψήνετε στο φούρνο;»
«Μάλιστα» -η μαμά προσπάθησε να το ρίξει στο χωρατό – «δοκιμάζουμε μια νέα συνταγή, ονόματι ‘γάτος στα κάρβουνα’!»
Εμείς, όμως, δεν είχαμε διάθεση γι’ αστεία.
Την επόμενη μέρα, προτού ν’ ανάψει τη φωτιά, η μαμά πήρε το σκαλιστήρι και μαζί με τα κούτσουρα, έβγαλε τον παλιό μας φιλαράκο!
Ο γάτος έπεσε κάτω, έφαγε το καψαλισμένο κούτσουρο στο κεφάλι και άνοιξε τα μάτια του! Μα τόσο ανεύθυνο ζωντανό πια; Θα ‘λεγε κανείς πως ήταν στουπί στο μεθύσι. Ασκημότερος κι απ’ τον ίδιο τον διάβολο, με καψαλισμένα αυτιά και μουσούδα χωρίς μουστάκια και φρύδια, έδειχνε ωστόσο να είναι στο τσακίρ κέφι. Κοιτάζοντάς μας με βλέμμα θολό και αποβλακωμένο, ο καρβουνόγατος σηκώθηκε, τίναξε τις στάχτες και άρχισε να ρουθουνίζει εντελώς παράφωνα. Τρικλίζοντας πάνω στ’ ασταθή ποδαράκια του, μας κοιτούσε στοργικά γεμάτος απορία: «Τι τρίβετε τα μάτια σας; Πρώτη φορά βλέπετε γάτο;» Σε μια έξαρση τρυφερότητας, ο γάτος με πλησίασε και τρίφτηκε απαλά στα γόνατά μου βάφοντάς τα μ’ ένα χαριτωμένο μαύρο χρώμα.
Κι έτσι, αποκτήσαμε ένα μοναδικό και ανεκτίμητο στο είδος του ζώο: έναν τοξικομανή γάτο!
Άγνωστο πώς, το μικρό αιλουροειδές είχε εθιστεί στο μονοξείδιο του άνθρακα που βγάζουν οι στάχτες όταν κρυώνουν. Σε μικρές ποσότητες, το αέριο αυτό προκαλεί ευφορία, ενώ τις μεγάλες… καλύτερα να μην τις δοκιμάσει κανείς! Μέσα απ’ τα στρόγγυλα ανοίγματα της σόμπας, που συχνά τ’ αφήναμε ανοιχτά, ο γάτος έμπαινε μέσα κλεφτά, στρογγυλοκαθόταν και ναρκωνόταν στη στιγμή. Γι’ αυτό και δεν άκουγε τη μαμά να βάζει τα ξύλα. Και μόνον όταν η φωτιά τον πλησίαζε και άρχισε να τον καψαλίζει, ο γάτος ξυπνούσε μέσα σε μια σωστή κόλαση. Τέτοιο ξύπνημα δεν θα το ευχόμουν σε κανέναν.
Δεν πιστεύω να υπήρχε ποτέ πυροσβέστης που να μας συμβούλευε να κρατήσουμε στο σπίτι αυτόν τον πυρομανή γάτο. Τον βάλαμε να μείνει στο κοτέτσι, προκαλώντας τεράστια αναστάτωση στις κότες και τις θυελλώδεις διαμαρτυρίες του κόκορα. «Κο-κο-κό», εξοργίστηκε ο κόκορας πέφτοντας πάνω του. Του επιτέθηκε πλευρικά, ανοίγοντας τα φτερά του όπως ο ματαντόρ το κόκκινο πανί κι έστησε μια σωστή ταυρομαχία, με τον γάτο στη θέση του μαινόμενου ταύρου και τις κότες σαν φοβισμένες Δουλτσινέες.
Τον χειμώνα ο γάτος κυνηγούσε τα ποντίκια στην αποθήκη. Εκεί φυλάγαμε και το δοχείο με το πετρέλαιο και ο γάτος δεν έχανε την ευκαιρία να κυλιστεί στο λιγδερό υγρό. Αυτό δεν μας άρεσε καθόλου, μα δεν ήταν δα και τόσο επικίνδυνο. «Κρύψτε τα σπίρτα απ’ τον γάτο», αστειεύονταν στο σπίτι. Ο γάτος αποκοιμιόταν με το μπιντόνι αγκαλιά και, όταν ξυπνούσε, ήταν η ενσάρκωση του φιλοπόλεμου πνεύματος. Οι αναθυμιάσεις του πετρελαίου τον έκαναν να ψοφάει για καβγάδες. Και ο συνηθισμένος του στόχος ήταν η μουσούδα κάποιου σκύλου. Επέστρεφε στην αυλή μετά από λίγο, με δαγκωμένη μύτη και σπασμένα πλευρά, έχοντας πίσω του μια ολόκληρη συμμορία σκυλιών!
Ο γάτος μάς είχε ντροπιάσει σ’ όλο το χωριό, αλλά τι μπορούσαμε να κάνουμε; Τα ζώα, όπως και οι άνθρωποι, μπορούν να έχουν κακές συνήθειες. Αποφασίσαμε να κάνουμε υπομονή. Φαίνεται πως το πετρέλαιο δεν είχε τόσο έντονη επίδραση όσο το μονοξείδιο του άνθρακα. Σε λίγο ο γάτος έχασε το ενδιαφέρον του γι’ αυτό.
Το καλό φαγητό, ο καθαρός αέρας και η κοτίσια συντροφιά επέδρασαν ευεργετικά. Ο τετράποδος φίλος μας άρχισε σιγά-σιγά να ξανανασαίνει, τα φρύδια και τα μουστάκια του μεγάλωσαν, έκανε μάγουλα και ξανάγινε ένας αξιοπρεπής χωριάτικος γάτος. Μόνον τα καψαλισμένα του αυτιά θύμιζαν το σκοτεινό παρελθόν του του τοξικομανούς.
Πάνω στη σόμπα αυτή, στέγνωναν τα ρούχα, έψηναν το ψωμί στο φούρνο της και έφτιαχναν φαγητό μέσα σε χύτρες που έμπαιναν στα στρογγυλά της ανοίγματα –ανοίγματα που έκλειναν όταν δεν υπήρχε ανάγκη. Οι νοικοκυρές, ήδη από την αρχή του φθινοπώρου, προτού πιάσουν τα κρύα, άρχιζαν να περιποιούνται τη σόμπα και σιγά-σιγά να την ζεσταίνουν.
Μου άρεσε η σόμπα. Μου άρεσε να βλέπω τη μαμά ν’ ανοίγει τη βαριά σιδερένια πορτίτσα, να βάζει μέσα τα μυρωδάτα κούτσουρα της σημύδας και ν’ ανάβει το σπίρτο. Η φλόγα ανέβαινε σαν χρυσαφένιο φιδάκι και τα κούτσουρα έπαιρναν φωτιά, χαρίζοντας στους ανθρώπους όλη τη ζεστασιά που είχαν πάρει απ’ τον ήλιο τότε που ήταν δέντρα ακόμα. Και τα δώρα του ήλιου στα δέντρα μεταμορφώνονταν σε καπνό και ξαναγυρνούσαν στον ουρανό, ενώ τα δώρα της γης στα δέντρα γίνονταν στάχτη που επέστρεφε στη γη. Στη διάρκεια της μακρόχρονης ζωής τους, τα δέντρα μάζευαν τη ζέστη και τώρα την έδιναν σ’ εμάς.
Θυμάμαι εκείνη τη φθινοπωριάτικη μέρα, ένα πρωινό ηλιόλουστο ακόμα, αλλά ήδη παγερό, που εμείς οι τρεις μικρές αδερφές παρακολουθούσαμε τη μαμά ν’ ανάβει τη σόμπα. Να, το χρυσαφένιο φιδάκι άρχισε να τρέχει, ο καπνός πήρε ν’ ανεβαίνει και ακούστηκαν τα πρώτα τριξίματα των κλαδιών. Η φωτιά με μάγεψε. Δεν μπορούσα να ξεκολλήσω το βλέμμα μου και λαχταρούσα ολόψυχα ν’ απομείνω εκεί και ν’ ακούω τη σιωπή που την έσπαζαν μονάχα τα ξερά κροταλίσματα των αναμμένων ξύλων.
Η μαμά, μαγεμένη κι εκείνη από την όμορφη εικόνα, ετοιμαζόταν να κλείσει το πορτάκι, όταν ξαφνικά συνέβη κάτι αναπάντεχο. Μια διαπεραστική κραυγή έσκισε τον αέρα, μια κραυγή φρίκης λες και κάποιο πλάσμα πέθαινε με βασανιστήρια. Τα χάσαμε. Μια θανατερή ανατριχίλα με συντάραξε. Τι ήταν αυτό; Από πού ακούγεται αυτό το φριχτό ουρλιαχτό του έσχατου ορίου; Ούρλιαζε… η σόμπα! Η μαμά άνοιξε διάπλατα το πορτάκι, έβγαλε έξω τα αναμμένα ξύλα κι ύστερα με το σκαλιστήρι άδειασε έξω τα πυρωμένα κάρβουνα.
Σύννεφα καπνού σκοτείνιασαν την κουζίνα. Τα ξύλα έσκαζαν σκορπίζοντας σπίθες. Πώς και δεν κάψαμε το σπίτι; Τέλος, μέσ’ απ’ τον μαύρο κρατήρα της σόμπας, πίσω απ’ το τελευταίο κούτσουρο, ξεπήδησε ένα απόκοσμο τέρας που θύμιζε ελαφρώς γάτο!
Άλλοτε κοκκινοτρίχης, μα τώρα μαύρος σαν δαίμονας, αναδίδοντας καπνούς και μπόχα από καψαλισμένες κετσεδένιες μπότες, ο γάτος σήκωσε την καμένη ουρά του και το έσκασε τρέχοντας. Πιο γρήγορος κι απ’ το ουρλιαχτό του, όρμησε σαν σαΐτα, ενώ οι σπίθες πετάγονταν απ’ τη γούνα του σαν τα βεγγαλικά απ’ το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Τέτοιο θέαμα δεν το ‘χε ξαναδεί το χωριό μας. Θύμιζε την αποτυχημένη εκτόξευση του διαστημικού πυραύλου από το κοσμοδρόμιο Μπαϊκονούρ. Τα σκυλιά κοκάλωσαν μ’ ανοιχτό το στόμα, ενώ οι γιαγιάδες έκαναν το σταυρό τους μπροστά στο απίθανο αυτό φυσικό φαινόμενο.
Για πολλή ώρα, δεν μπορούσαμε να ξεπεράσουμε το σοκ. Δεν ήταν λίγο να πας να κάψεις έναν ζωντανό γάτο! Μα πώς διάβολο βρέθηκε εκεί; Και ποιος ήταν τελικά;
Σε λίγες μέρες, χωρίς να έχουμε λύσει το μυστήριο, πήγαμε ν’ ανάψουμε πάλι τη σόμπα. Και να, το επεισόδιο επαναλήφθηκε. Αυτή τη φορά, το καταλάβαμε πιο γρήγορα και, μόλις ακούστηκε η σπαρακτική τσιρίδα, αρπάξαμε τα ξύλα και τα πετάξαμε έξω. Μέσα σε σύννεφα καπνού, ο γάτος έκανε την ηρωική έξοδό του από τη σόμπα και εξαφανίστηκε.
Τους γείτονες τούς έζωσαν τα φίδια.
«Τι τον κάνετε το γάτο, κυρία Μαργαρίτα; Τον ψήνετε στο φούρνο;»
«Μάλιστα» -η μαμά προσπάθησε να το ρίξει στο χωρατό – «δοκιμάζουμε μια νέα συνταγή, ονόματι ‘γάτος στα κάρβουνα’!»
Εμείς, όμως, δεν είχαμε διάθεση γι’ αστεία.
Την επόμενη μέρα, προτού ν’ ανάψει τη φωτιά, η μαμά πήρε το σκαλιστήρι και μαζί με τα κούτσουρα, έβγαλε τον παλιό μας φιλαράκο!
Ο γάτος έπεσε κάτω, έφαγε το καψαλισμένο κούτσουρο στο κεφάλι και άνοιξε τα μάτια του! Μα τόσο ανεύθυνο ζωντανό πια; Θα ‘λεγε κανείς πως ήταν στουπί στο μεθύσι. Ασκημότερος κι απ’ τον ίδιο τον διάβολο, με καψαλισμένα αυτιά και μουσούδα χωρίς μουστάκια και φρύδια, έδειχνε ωστόσο να είναι στο τσακίρ κέφι. Κοιτάζοντάς μας με βλέμμα θολό και αποβλακωμένο, ο καρβουνόγατος σηκώθηκε, τίναξε τις στάχτες και άρχισε να ρουθουνίζει εντελώς παράφωνα. Τρικλίζοντας πάνω στ’ ασταθή ποδαράκια του, μας κοιτούσε στοργικά γεμάτος απορία: «Τι τρίβετε τα μάτια σας; Πρώτη φορά βλέπετε γάτο;» Σε μια έξαρση τρυφερότητας, ο γάτος με πλησίασε και τρίφτηκε απαλά στα γόνατά μου βάφοντάς τα μ’ ένα χαριτωμένο μαύρο χρώμα.
Κι έτσι, αποκτήσαμε ένα μοναδικό και ανεκτίμητο στο είδος του ζώο: έναν τοξικομανή γάτο!
Άγνωστο πώς, το μικρό αιλουροειδές είχε εθιστεί στο μονοξείδιο του άνθρακα που βγάζουν οι στάχτες όταν κρυώνουν. Σε μικρές ποσότητες, το αέριο αυτό προκαλεί ευφορία, ενώ τις μεγάλες… καλύτερα να μην τις δοκιμάσει κανείς! Μέσα απ’ τα στρόγγυλα ανοίγματα της σόμπας, που συχνά τ’ αφήναμε ανοιχτά, ο γάτος έμπαινε μέσα κλεφτά, στρογγυλοκαθόταν και ναρκωνόταν στη στιγμή. Γι’ αυτό και δεν άκουγε τη μαμά να βάζει τα ξύλα. Και μόνον όταν η φωτιά τον πλησίαζε και άρχισε να τον καψαλίζει, ο γάτος ξυπνούσε μέσα σε μια σωστή κόλαση. Τέτοιο ξύπνημα δεν θα το ευχόμουν σε κανέναν.
Δεν πιστεύω να υπήρχε ποτέ πυροσβέστης που να μας συμβούλευε να κρατήσουμε στο σπίτι αυτόν τον πυρομανή γάτο. Τον βάλαμε να μείνει στο κοτέτσι, προκαλώντας τεράστια αναστάτωση στις κότες και τις θυελλώδεις διαμαρτυρίες του κόκορα. «Κο-κο-κό», εξοργίστηκε ο κόκορας πέφτοντας πάνω του. Του επιτέθηκε πλευρικά, ανοίγοντας τα φτερά του όπως ο ματαντόρ το κόκκινο πανί κι έστησε μια σωστή ταυρομαχία, με τον γάτο στη θέση του μαινόμενου ταύρου και τις κότες σαν φοβισμένες Δουλτσινέες.
Τον χειμώνα ο γάτος κυνηγούσε τα ποντίκια στην αποθήκη. Εκεί φυλάγαμε και το δοχείο με το πετρέλαιο και ο γάτος δεν έχανε την ευκαιρία να κυλιστεί στο λιγδερό υγρό. Αυτό δεν μας άρεσε καθόλου, μα δεν ήταν δα και τόσο επικίνδυνο. «Κρύψτε τα σπίρτα απ’ τον γάτο», αστειεύονταν στο σπίτι. Ο γάτος αποκοιμιόταν με το μπιντόνι αγκαλιά και, όταν ξυπνούσε, ήταν η ενσάρκωση του φιλοπόλεμου πνεύματος. Οι αναθυμιάσεις του πετρελαίου τον έκαναν να ψοφάει για καβγάδες. Και ο συνηθισμένος του στόχος ήταν η μουσούδα κάποιου σκύλου. Επέστρεφε στην αυλή μετά από λίγο, με δαγκωμένη μύτη και σπασμένα πλευρά, έχοντας πίσω του μια ολόκληρη συμμορία σκυλιών!
Ο γάτος μάς είχε ντροπιάσει σ’ όλο το χωριό, αλλά τι μπορούσαμε να κάνουμε; Τα ζώα, όπως και οι άνθρωποι, μπορούν να έχουν κακές συνήθειες. Αποφασίσαμε να κάνουμε υπομονή. Φαίνεται πως το πετρέλαιο δεν είχε τόσο έντονη επίδραση όσο το μονοξείδιο του άνθρακα. Σε λίγο ο γάτος έχασε το ενδιαφέρον του γι’ αυτό.
Το καλό φαγητό, ο καθαρός αέρας και η κοτίσια συντροφιά επέδρασαν ευεργετικά. Ο τετράποδος φίλος μας άρχισε σιγά-σιγά να ξανανασαίνει, τα φρύδια και τα μουστάκια του μεγάλωσαν, έκανε μάγουλα και ξανάγινε ένας αξιοπρεπής χωριάτικος γάτος. Μόνον τα καψαλισμένα του αυτιά θύμιζαν το σκοτεινό παρελθόν του του τοξικομανούς.
Το θύμα της τέχνης
(έργο της Ναταλίας Βολοντίνα-Σαρκαβάζη)
Μήπως σας έτυχε ένα εισιτήριο για μια παράσταση στο Μέγαρο Μουσικής στην Αθήνα; Ωραία. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, πως θα βρεθείτε εκεί οπωσδήποτε. Μην βιάζεστε να χαρείτε. Να θυμάστε, πως η τέχνη θέλει θυσίες και θα έχετε όλες τις πιθανότητες να θυσιάζεστε. Κυριολεκτικά.
Εκείνο το χειμώνα δούλευα στην πιτσαρία στην Αθηναϊκή συνοικία «Περιστέρι». Η δουλειά ήταν δύσκολη, πολύωρη, χωρίς ένα λεπτό διάλειμμα. Στο σπίτι γυρνούσα ψόφια από την κούραση και οι δυνάμεις μου έμειναν μόνο για ανόητο καθισιό μπροστά στην τηλεόραση και μάσημα πίτσας φερμένης από τη δουλειά . Πικάντικη μυρωδιά τηγανισμένου, που το ονόμασα «Τηγανέλ №5», όπως λέμε «Σανέλ №5» , κόλλησε στα ρούχα σε βαθμό που οι αδέσποτοι σκύλοι γλείφονταν, περιεργαζόμενοι εμένα με μάτια γεμάτα απορία. «Γιατί μυρίζει τόσο νόστιμα;» - διάβασα πάνω στις έξυπνες μουσούδες τους. Φοβόμουν πως οι τετράποδοι φίλοι μου θ’αποφάσιζαν να με δοκιμάσουν.
Έτσι πέρασε ο χειμώνας στο τέλος του οποίου η ψυχή μου επαναστάτησε, διεκδικόντας κάποια ψυχαγωγία. Στην Αθήνα περιόδευε τότε η όπερα της Βαυαρίας με τον «Λοενγκρίν» του Ρίχαρντ Βάγκνερ.
Να πάω ή να μην πάω;
Οργάνωσα ολόκληρο διοικητικό συμβούλιο στο μυαλό μου και αναλυτικά ζύγισα όλα τα «υπέρ» και τα «κατά». Έλεγξα την γκαρνταρόμπα μου. Υπολόγιζα τις πιθανές επιπτώσεις αυτής της ελαφρόμυαλης σπατάλης των χρημάτων. Εξέτασα όλα τα στοιχεία εκτός από ένα: το Μέγαρο Μουσικής βρίσκεται ακριβώς απέναντι από την Αμερικάνικη Πρεσβεία. Αυτό, το εκ πρώτης όψεως ασήμαντο γεγονός, οδήγησε σε σύγχυση των ιδεών και, κατευθυνόμενη στο θέατρο της τέχνης, βρέθηκα στο άλλο – το θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων.
Με μια ευχάριστη, γιορτινή διάθεση άρχιζα να ετοιμάζομαι για την βραδινή μου έξοδο. Στ’ αλήθεια, πάω θέατρο; Ντύθηκα, χτενίστηκα, έβαλα το μακιγιάζ και ξεκίνησα νωρίς, για να μην αργήσω, να μην χάσω ούτε στιγμή από την μαγευτική παράσταση.
Το τρόλεϊ σερνόταν με το ζόρι, σταματώντας σε στενά σοκάκια και στην ατελείωτη κίνηση και τελικά σταμάτησε, υπονοώντας πως από δω και πέρα πρέπει να βασιζόμαστε στα πόδια μας.
Ήταν όλα τόσο ανήσυχο τριγύρω μου.
Πλήθος κόσμου με πλακάτ στα χέρια, οπλισμένοι αστυνομικοί και στρατιώτες δίπλα στα μαύρα οχήματα αστυνομίας προκαλούσαν αναστάτωση, που την ένοιωθες στον αέρα . Το πλήθος πύκνωνε, καθώς πλησίαζε στο Μέγαρο και τελικά εμφανίστηκε η διαδήλωση, που δεν θύμιζε με τίποτα το εορταστικό!
Η διαδήλωση κατέβαινε σαν χιονοστιβάδα, έτοιμη να σαρώσει τα πάντα στο πέρασμά της. Η ανθρωποθάλασσα κατευθυνόταν κάτω, στην πλατεία Συντάγματος, και μόνο εγώ – προς τα πάνω, ανεβαίνοντας, σαν πέστροφα στο χείμαρρο, ξεπερνώντας απίστευτη αντίσταση ανθρώπινου κύματος, εισχωρώντας ανάμεσα στους αστυνομικούς και στους στρατιώτες.
Ήταν φανερό πως θα αργούσα. Σε λίγο θα άρχιζε η εισαγωγή!
Εν τω μεταξύ, στο θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων άρχιζε να διαδραματίζεται η πρώτη πράξη, σημαδευτή με έκρηξη χειροβομβίδας. Ακούστηκαν πυροβολισμοί, πετάχτηκαν πέτρες, ενώ οι διαμαρτυρόμενες κραυγές των διαδηλωτών ενώθηκαν στο μακρόσυρτο βουητό. Κάποιος έχυσε βενζίνη και έβαλε φωτιές. Εγώ πρόλαβα να πεταχτώ στο πλάι και άρχιζα να βηματίζω γρηγορότερα αλλά όμως δεν προέκυψε αναμενόμενη αύξηση ταχύτητας. Κάπου μπροστά διακρίθηκαν οι σωτήριες πύλες του Μεγάρου. Μου έμενε να περάσω μόνο δυο μπλοκ αστυνομικών, μια γραμμή στρατιωτών – και να μπω στο ναό της τέχνης!
Με την άκρη του ματιού παρατήρησα ένα πάμψηλο αστυνομικό , που με κοίταξε καλά, μετά άνοιξε διάπλατα τα χέρια του, σαν να ήθελε να πιάσει ένα ψάρι στο νερό. Τι θέλει, άραγε; Ξαφνικά θυμήθηκα πως βρίσκομαι στην Ελλάδα παράνομα, και η αγκαλιά αστυνομικού, προφανώς ευχάριστη σε κάποια άλλη περίπτωση, τώρα δεν υπόσχεται τίποτα καλό. Ορίστε! Να η κλούβα της αστυνομίας κοντά μου, με τις ανοιχτές πόρτες της να σε καλωσορίζουν να μπεις μέσα! Αλλά οι πύλες του Μεγάρου ακόμα κοντύτερα ! Βγάζοντας το εισιτήριο από την τσάντα, το κουνώ μπροστά στη μύτη του κατάπληκτου όργανου της τάξης και ορμάω στις πύλες της σωτηρίας. Οι πύλες είναι κλειστές! Όχι δα! Πως μπορεί; Έχω εισιτήριο!
Χώνοντας το χέρι ανάμεσα στα κάγκελα του φράχτη, κουνώ το εισιτήριο σαν τη λευκή σημαία, έτοιμη να παραδοθώ στο έλεος του σεκιούριτι του θεάτρου. Οι φρουροί, πίσω απ’ τις τζαμαρίες, κάνουν απαντητικές χειρονομίες, δείχνοντας πότε το ρολόι – αφού άργησα – πότε το πλήθος, που πλημμύριζε την πλατεία.
Τους καταλαβαίνω απόλυτα. Εάν οι διαδηλωτές εισβάλλουν στο θέατρο, ο Λοενγκρίν, ο θρυλικός ιππότης του γερμανικού έπους, τι να κάνει με το μαγικό σπαθί του; Να βοηθήσει;
Εγώ, όμως, σε τι φταίω;
Εν τω μεταξύ, τα όργανα της τάξεως με όλους τους κανόνες της πολεμικής τέχνης, άρχισαν να διαδραματίζουν τη δεύτερη πράξη: τη διάλυση της διαδήλωσης . Τα μαύρα λεωφορεία, γεμάτα κόσμο, αναχωρούσαν το ένα μετά από το άλλο. Οι σειρήνες ωρύονταν στο μέγιστο δυνατό. Οι στρατιώτες, φορώντας κράνη και ασπίδες, άρχισαν να στριμώχνουν το πλήθος, συνοδεύοντας την επίθεση με κρουστικό ποδοβολητό και χτύπημα των ροπάλων στις ασπίδες τους. Η επίθεση ήταν τρομακτική. Εγώ πιάστηκα από τα κάγκελα του φράχτη , έτοιμη να υπερασπίσω το δικαίωμα μου στην ψυχαγωγία. Οι γραμμές στρατιωτών πέρασαν, χωρίς να προκαλέσουν αισθητή ζημιά σ’ εμένα. Το πλήθος αραίωσε κι εγώ ανάσαινα με ανακούφιση: σε λίγο θα αρχίσει το διάλειμμα, δεν θα’ πρεπε να ανοίξουν τις πόρτες;
Και ακριβώς εκείνη τη στιγμή έριξαν τα δακρυγόνα.
Αυτό πια ξεπερνούσε τα όρια . Αποδείχτηκε, πως το αέριο δεν ήταν τόσο δακρυγόνο όσο ασφυξιογόνο. Τι στο διάολο έγινε; Μήπως μπέρδεψε κανείς τα μπαλόνια; Το γκάζι έκαιγε το λαιμό, προκαλώντας κρίση δύσπνοιας, ενώ τα δάκρυα θόλωσαν τα μάτια μου. Τι θα κάνω; Πού θα τρέξω; Θα υποχωρήσω τώρα που έμειναν λίγα λεπτά για την έναρξη της δεύτερης πράξης;
Κοιτάζοντας ολόγυρα, παρατήρησα κάτι όμορφα κουρεμένους στρόγγυλους θάμνους, φυτευμένους στις πλαγιές μικρού λόφου που περιέβαλλε το θέατρο από το πίσω μέρος. Μην έχοντας χρόνο για δισταγμούς, όρμησα στους θάμνους, χώθηκα μέσα σε ένα από αυτά – και, ω του θαύματος, εκεί υπήρχε οξυγόνο! Ο θάμνος είχε πυκνά και μεγάλα φύλλα και μέσα στην σφαίρα του αισθάνθηκα την προστασία και άνεση του σπιτιού μου. Με τίποτα δεν ήθελα να βγω έξω. Εδώ μπορεί να ζήσει κανείς. Ανοίγοντας τα κλαδιά, προέβαλλα τη μύτη μου και, σαν τη γάτα, μύριζα στον αέρα: ακόμα υπήρχε η βαρειά οσμή του αερίου.
Μελανός καπνός είχε σκεπάσει ολόκληρη την λεωφόρο. Τα ασθενοφόρα μάζευαν τα θύματα, τα οποία βασανίζονταν από βήχα και εμετούς.
Τελικά, τα πνεύματα ησύχασαν.
Ο άνεμος έδιωξε τα δηλητηριώδη αέρια και οι τελευταίοι διαδηλωτές άφησαν το πεδίο της μάχης. Καιρός ήταν να βγω από την κρυψώνα μου.
…Όταν πλησίασα και πάλι τις πύλες του Μεγάρου, οι φρουροί με κοίταξαν με στόμα ανοιχτό.
-Κύριοι επιβίωσα… μπορώ να μπω μέσα;
-Πήγαινε να κοιτάξεις τον εαυτό σου στον καθρέπτη, - είπε ο φρουρός, ανοίγοντας την πόρτα.
Πώς θα φαινόσασταν εσείς, άραγε, αν είχατε βρεθεί κάτω απ’ τα δακρυγόνα αέρια με πλήρη βραδινό μεϊκ-απ στα μούτρα;
Μια ώρα έβαφα τις βλεφαρίδες!
Μπήκα στην τουαλέτα, πλύθηκα με ζεστό νερό και σαπούνι, χτένισα τα μαλλιά μου και παρακολούθησα την δεύτερη και τρίτη πράξη της όπερας.
…Όταν ο μαέστρος σήκωσε τη μπαγκέτα του και ακούστηκαν οι πρώτες νότες της περίφημης εισαγωγής με το καταπληκτικό σόλο της τρομπέτας, τα δάκρυα χύθηκαν ποτάμια από τα μάτια μου. Αυτή τη εισαγωγή την γνωρίζω απ’ έξω. Όταν φοιτούσα στο μουσικό τμήμα του πανεπιστημίου της Μόσχας, αυτό το κομμάτι μου έτυχε για ανάλυση στις εξετάσεις της θεωρίας της μουσικής. Θυμήθηκα τα φοιτητικά μου χρόνια, τα ξέγνοιαστα νιάτα, που πέρασαν τόσο γρήγορα… Να το, μάλωνα τον εαυτό μου, κάτω από τις σφαίρες δεν έκλαιγα και από τους ήχους της μουσικής έβαλα τα κλάματα…
Άβυσσος είναι η ψυχή του ανθρώπου.
Την επομένη είδα τηλερεπορτάζ για τα χθεσινά γεγονότα. Άκουσα τους πυροβολισμούς, είδα καπνούς και εκρήξεις, τις γραμμές των αστυνομικών και στρατιωτών, όλη αυτή τη τρομακτική μηχανή της κατάπνιξης και το δικό μου ροζ σακάκι στην καρδιά της συμπλοκής. Εκείνη τη στιγμή φοβήθηκα! Πώς τόλμησα;
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ NΑΤΑΛΙΑΣ ΒΟΛΟΝΤΙΝΑ-ΣΑΡΚΑΒΑΖΗ
Γεννήθηκα στη Σιβηρία, σπούδασα στη Μόσχα, και ζω στην Ελλάδα.
Αποφοίτησα Μουσικό τμήμα του Πανεπιστήμιου της Μόσχας και ταυτόχρονα παρακολουθούσα Ανώτατα λογοτεχνικά σεμινάρια της Ενώσεως Λογοτεχνών Ρωσίας, , στο Τμήμα «Δημοσιογράφος και συγγραφέας-ευθυμογράφος» . Από τότε ξεκίνησε η συνεργασία με διάφορες εφημερίδες και περιοδικά, από τοπικές μέχρι τις μεγαλύτερες της Σοβιετικές Ένωσης . Στην Ελλάδα από πρώτες ημέρες άρχισα να γράφω διηγήματα, τα έστειλα στις ρωσόγλωσσες εφημερίδες και στο τέλος της πρώτης μου χρονιάς πήρα τον τίτλο «Δημοσιογράφος της χρονιάς» της εφημερίδας «Αθηναϊκή κούριερ» για τον κύκλο διηγημάτων «Η δική μου Ελλάδα»
Τα πρώτα κείμενα στα ελληνικά δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα «Τα νέα» στην στήλη του Λευτέρη Παπαδόπουλου «Γράμματα στις Ματιές», στη συνέχεια στο περιοδικό Ελληνικής κοινότητας Λουξεμβόυργου «Φαινόμενο» ,στην συλλογική έκδοση «Γιορτή ποιητών», / εκδόσεις «Ωρίωνας» 2015/ κτλ. Το πρώτο μου βιβλίο βγήκε στην Ρωσία, το 2010.
Ως λογοτέχνης ειδικεύομαι στα ευθυμογραφήματα και έχω τιμηθεί με αρκετά βραβεία. Το βιβλίο μου, «Ο νόμος της πεταλούδας» /εκδόσεις «Φυλάτος», 2016/ αποτελείται από σειρά χιουμοριστικών διηγημάτων με θέμα ταξίδι. Το ταξίδι της ζωής.
«… Η ζωή είναι ένα ταξίδι στο οποίο μας αποστέλλουν χωρίς να μας ρωτήσει κανείς.
Ο χρόνος και ο τόπος δεν επιλέγονται από εμάς.
Κάποιος, όμως, επινόησε όλα αυτά. Ο Θεός; Η μοίρα; Οι γονείς; Αλλά και εκείνους, επίσης, δεν τους ρώτησε κανείς. Οι δρόμοι της μοίρας είναι άγνωστοι για μας. Δεν μπορούμε να προβλέψουμε τις συνέπειες ενός γεγονότος, ή τι μπορεί να προκαλέσει η κάθε μας επιλογή. Χωρίς δεύτερη σκέψη παίρνουμε ένα εισιτήριο για τραίνο η αεροπλάνο.
Και, αποκοιμισμένοι σε μια κουκέτα κάτω από το νανουριστικό βουητό των τροχών ή σι μια καρέκλα με το σταθερό βουητό του κινητήρα, πιστεύουμε ότι έχουμε πάρει ένα εισιτήριο για μια άλλη πόλη.
Στην πραγματικότητα – σε μια άλλη ζωή.»
Το άλλο θέμα που με απασχολεί είναι αυτό των ζώων και οι σχέσεις μας με αυτά. Ασχολούμαι με αυτό πολλά χρόνια, με αμέτρητες δημοσιεύσεις στης διάφορες εφημερίδες της Ρωσίας και Ελλάδας. Η αγάπη για συγκεκριμένο είδος λογοτεχνίας με οδήγησε στην συμμετοχή στο διεθνές διαγωνισμό λογοτεχνίας ζωοφιλικού περιεχομένου που πήρα Β’βραβείο για διήγημα «Η Ρήνα η σκιουρίνα» /Λαμία, 2013/
Προς το παρόν συνεργάζομαι με μια μεγάλη ρώσικη εφημερίδα με έδρα στη Μόσχα, «Η οικογένεια μου» με ένα εκατομμύριο τεύχους την εβδομάδα όπου δημοσιεύω κάποιες ανθρώπινες ιστορίες και διηγήματα για τα ζώα . Το 2013 η εφημερίδα με τίμησε ως δημοσιογράφο της χρονιάς . /«Η ανακάλυψη της χρονιάς», που είναι το επίσημο τίτλο στη συγκεκριμένη εφημερίδα./
Το βιβλίο μου «Ο νόμος της πεταλούδας» αποτελεί ένα μέρος βιβλίου που βγήκε στην Αγία Πετρούπολη στα Ρώσικα. Τη λογοτεχνική επιμέλεια των κειμένων στην Ελληνική γλώσσα τη χρωστάω στην κ.Ζένια Κατσούλη, μια εξαιρετική ποιήτρια και λογοτέχνη.
Κάποια στιγμή αισθάνθηκα ανάγκη να γράφω κατευθείαν στα Ελληνικά. Ήταν μια πρόκληση. Ήταν τρομερά δύσκολο επειδή έφτασα στην Ελλάδα σε ώριμη ηλικία και τη γλώσσα την έμαθα μόνη μου χωρίς να παρακολουθώ κάποια μαθήματα ή σεμινάρια. Νομίζω πως τα κατάφερα και κάποια διηγήματα, γραμμένα κατευθείαν στα Ελληνικά, όπως το «Δύσκολο να το εκτελείς» , «Οικολογική συνείδηση», «Στη ταβέρνα» μπήκαν στο βιβλίο. Μερικά διηγήματα είναι πολύ μικρά επειδή μου αρέσει να εκφράζομαι με ελάχιστες λέξεις. Δεν επινοώ πλοκή. Δεν είναι απαραίτητο. Το ταξίδι της ζωής είναι τόσο συναρπαστικό, γεμάτο με τόσες αιφνίδιες καταστάσεις και απίστευτες εμπειρίες που δεν χρειάζεται να εντείνω την φαντασία μου. Τα περισσότερα διηγήματα είναι χιουμοριστικά. Κάποια άλλα περιγράφουν κωμικοτραγικές καταστάσεις. Είναι κάτι που ονομάζουμε «γέλιο με δάκρυα».
Στην Ελλάδα έχω συνεργαστεί με διάφορες εφημερίδες και περιοδικά: «Αθηναϊκή κούριερ», «PASSAGE», « Ρώσικος αγγελιοφόρος », «Ομόνοια» , «ΜΠΡΙΖ» «Κοντάκτ» κτλ.
Είχα συνεργαστεί με ραδιόφωνο και τηλεόραση στην Ρωσία και Ελλάδα.
Ανταποκρίτρια της εφημερίδας «Αφηναϊκή κουριέρ» στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης / 2003- 2013/
Έχω τιμηθεί με διάφορα λογοτεχνικά βραβεία στην Ρωσία και Ελλάδα: 1.Α’ Βραβείο ( Γραν Πρι) Διεθνούς Διαγωνισμού συγγραφέων-ευθυμογράφων «Ποντμοσκόβιε – 91» / π. Μόσχα /, 2.Β’βραβείο Διαγωνισμού για το καλύτερο χιουμοριστικό διήγημα της εφημερίδας «Κομσομόλσκαγια πράβντα» /Μόσχα, 1997/, 3. Βραβείο για το καλύτερο δημοσιογραφικό έργο της χρονιάς της εφημερίδας «Αθηναϊκή κούριερ» /Αθήνα, 1999 / , 4 Δίπλομα της εφημερίδας «Αφηναϊκή κουριέρ» για το καλύτερο Πρωτοχρονιάτικο διήγημα, 2008 5.Β΄ βραβείο διαγωνισμού για το καλύτερο διήγημα για παιδιά «Η Χρυσή πέννα της Ρωσίας» , Μόσχα 2009, 6 «Δημοσιογράφος της χρονιάς» της εφημερίδας « Η οικογένεια μου» Μόσχα, 2012 7.Β’ βραβείο του Διεθνούς διαγωνισμού λογοτεχνίας ζωοφιλικού περιεχομένου, Λαμία, 2013 και « Τιμητικό βραβείο για την προσφορά στον πολιτισμό», Θεσσαλονίκη, 2014 . Την ίδια χρονιά έγινα μέλος της Διεθνούς Εταιρείας Ελλήνων λογοτεχνών και καλλιτεχνών.
Αποφοίτησα Μουσικό τμήμα του Πανεπιστήμιου της Μόσχας και ταυτόχρονα παρακολουθούσα Ανώτατα λογοτεχνικά σεμινάρια της Ενώσεως Λογοτεχνών Ρωσίας, , στο Τμήμα «Δημοσιογράφος και συγγραφέας-ευθυμογράφος» . Από τότε ξεκίνησε η συνεργασία με διάφορες εφημερίδες και περιοδικά, από τοπικές μέχρι τις μεγαλύτερες της Σοβιετικές Ένωσης . Στην Ελλάδα από πρώτες ημέρες άρχισα να γράφω διηγήματα, τα έστειλα στις ρωσόγλωσσες εφημερίδες και στο τέλος της πρώτης μου χρονιάς πήρα τον τίτλο «Δημοσιογράφος της χρονιάς» της εφημερίδας «Αθηναϊκή κούριερ» για τον κύκλο διηγημάτων «Η δική μου Ελλάδα»
Τα πρώτα κείμενα στα ελληνικά δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα «Τα νέα» στην στήλη του Λευτέρη Παπαδόπουλου «Γράμματα στις Ματιές», στη συνέχεια στο περιοδικό Ελληνικής κοινότητας Λουξεμβόυργου «Φαινόμενο» ,στην συλλογική έκδοση «Γιορτή ποιητών», / εκδόσεις «Ωρίωνας» 2015/ κτλ. Το πρώτο μου βιβλίο βγήκε στην Ρωσία, το 2010.
Ως λογοτέχνης ειδικεύομαι στα ευθυμογραφήματα και έχω τιμηθεί με αρκετά βραβεία. Το βιβλίο μου, «Ο νόμος της πεταλούδας» /εκδόσεις «Φυλάτος», 2016/ αποτελείται από σειρά χιουμοριστικών διηγημάτων με θέμα ταξίδι. Το ταξίδι της ζωής.
«… Η ζωή είναι ένα ταξίδι στο οποίο μας αποστέλλουν χωρίς να μας ρωτήσει κανείς.
Ο χρόνος και ο τόπος δεν επιλέγονται από εμάς.
Κάποιος, όμως, επινόησε όλα αυτά. Ο Θεός; Η μοίρα; Οι γονείς; Αλλά και εκείνους, επίσης, δεν τους ρώτησε κανείς. Οι δρόμοι της μοίρας είναι άγνωστοι για μας. Δεν μπορούμε να προβλέψουμε τις συνέπειες ενός γεγονότος, ή τι μπορεί να προκαλέσει η κάθε μας επιλογή. Χωρίς δεύτερη σκέψη παίρνουμε ένα εισιτήριο για τραίνο η αεροπλάνο.
Και, αποκοιμισμένοι σε μια κουκέτα κάτω από το νανουριστικό βουητό των τροχών ή σι μια καρέκλα με το σταθερό βουητό του κινητήρα, πιστεύουμε ότι έχουμε πάρει ένα εισιτήριο για μια άλλη πόλη.
Στην πραγματικότητα – σε μια άλλη ζωή.»
Το άλλο θέμα που με απασχολεί είναι αυτό των ζώων και οι σχέσεις μας με αυτά. Ασχολούμαι με αυτό πολλά χρόνια, με αμέτρητες δημοσιεύσεις στης διάφορες εφημερίδες της Ρωσίας και Ελλάδας. Η αγάπη για συγκεκριμένο είδος λογοτεχνίας με οδήγησε στην συμμετοχή στο διεθνές διαγωνισμό λογοτεχνίας ζωοφιλικού περιεχομένου που πήρα Β’βραβείο για διήγημα «Η Ρήνα η σκιουρίνα» /Λαμία, 2013/
Προς το παρόν συνεργάζομαι με μια μεγάλη ρώσικη εφημερίδα με έδρα στη Μόσχα, «Η οικογένεια μου» με ένα εκατομμύριο τεύχους την εβδομάδα όπου δημοσιεύω κάποιες ανθρώπινες ιστορίες και διηγήματα για τα ζώα . Το 2013 η εφημερίδα με τίμησε ως δημοσιογράφο της χρονιάς . /«Η ανακάλυψη της χρονιάς», που είναι το επίσημο τίτλο στη συγκεκριμένη εφημερίδα./
Το βιβλίο μου «Ο νόμος της πεταλούδας» αποτελεί ένα μέρος βιβλίου που βγήκε στην Αγία Πετρούπολη στα Ρώσικα. Τη λογοτεχνική επιμέλεια των κειμένων στην Ελληνική γλώσσα τη χρωστάω στην κ.Ζένια Κατσούλη, μια εξαιρετική ποιήτρια και λογοτέχνη.
Κάποια στιγμή αισθάνθηκα ανάγκη να γράφω κατευθείαν στα Ελληνικά. Ήταν μια πρόκληση. Ήταν τρομερά δύσκολο επειδή έφτασα στην Ελλάδα σε ώριμη ηλικία και τη γλώσσα την έμαθα μόνη μου χωρίς να παρακολουθώ κάποια μαθήματα ή σεμινάρια. Νομίζω πως τα κατάφερα και κάποια διηγήματα, γραμμένα κατευθείαν στα Ελληνικά, όπως το «Δύσκολο να το εκτελείς» , «Οικολογική συνείδηση», «Στη ταβέρνα» μπήκαν στο βιβλίο. Μερικά διηγήματα είναι πολύ μικρά επειδή μου αρέσει να εκφράζομαι με ελάχιστες λέξεις. Δεν επινοώ πλοκή. Δεν είναι απαραίτητο. Το ταξίδι της ζωής είναι τόσο συναρπαστικό, γεμάτο με τόσες αιφνίδιες καταστάσεις και απίστευτες εμπειρίες που δεν χρειάζεται να εντείνω την φαντασία μου. Τα περισσότερα διηγήματα είναι χιουμοριστικά. Κάποια άλλα περιγράφουν κωμικοτραγικές καταστάσεις. Είναι κάτι που ονομάζουμε «γέλιο με δάκρυα».
Στην Ελλάδα έχω συνεργαστεί με διάφορες εφημερίδες και περιοδικά: «Αθηναϊκή κούριερ», «PASSAGE», « Ρώσικος αγγελιοφόρος », «Ομόνοια» , «ΜΠΡΙΖ» «Κοντάκτ» κτλ.
Είχα συνεργαστεί με ραδιόφωνο και τηλεόραση στην Ρωσία και Ελλάδα.
Ανταποκρίτρια της εφημερίδας «Αφηναϊκή κουριέρ» στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης / 2003- 2013/
Έχω τιμηθεί με διάφορα λογοτεχνικά βραβεία στην Ρωσία και Ελλάδα: 1.Α’ Βραβείο ( Γραν Πρι) Διεθνούς Διαγωνισμού συγγραφέων-ευθυμογράφων «Ποντμοσκόβιε – 91» / π. Μόσχα /, 2.Β’βραβείο Διαγωνισμού για το καλύτερο χιουμοριστικό διήγημα της εφημερίδας «Κομσομόλσκαγια πράβντα» /Μόσχα, 1997/, 3. Βραβείο για το καλύτερο δημοσιογραφικό έργο της χρονιάς της εφημερίδας «Αθηναϊκή κούριερ» /Αθήνα, 1999 / , 4 Δίπλομα της εφημερίδας «Αφηναϊκή κουριέρ» για το καλύτερο Πρωτοχρονιάτικο διήγημα, 2008 5.Β΄ βραβείο διαγωνισμού για το καλύτερο διήγημα για παιδιά «Η Χρυσή πέννα της Ρωσίας» , Μόσχα 2009, 6 «Δημοσιογράφος της χρονιάς» της εφημερίδας « Η οικογένεια μου» Μόσχα, 2012 7.Β’ βραβείο του Διεθνούς διαγωνισμού λογοτεχνίας ζωοφιλικού περιεχομένου, Λαμία, 2013 και « Τιμητικό βραβείο για την προσφορά στον πολιτισμό», Θεσσαλονίκη, 2014 . Την ίδια χρονιά έγινα μέλος της Διεθνούς Εταιρείας Ελλήνων λογοτεχνών και καλλιτεχνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!