Ο «ΚΕΦΑΛΟΣ - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς» έχει ξεκινήσει μία νέα δράση με τίτλο: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ» και προσκαλεί όλους τους Λογοτέχνες, Ποιητές και Συγγραφείς να συμμετάσχουν σ' αυτήν (ΥΠΟΒΟΛΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ). Σκοπός της εν λόγω δράσης είναι η προβολή μέσω αφιερωμάτων και συνεντεύξεων των σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών, Ποιητών και Συγγραφέων, είτε έχουν εκδώσει κάποιο βιβλίο είτε όχι και η δημιουργία του πρώτου τόμου της «Ηλεκτρονικής Εγκυκλοπαίδειας των Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών», η οποία θα συσταθεί σε μία ανεξάρτητη ιστοσελίδα με τη μορφή ηλεκτρονικών τόμων και την έκδοση δωρεάν e-book.
Στη σημερινή μας παρουσίαση στα πλαίσια της δράσης: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ», θα σας παρουσιάσουμε τη Λογοτέχνιδα, Κλειώ Ιερωνυμάκη, η οποία συμμετέχει στην «Εγκυκλοπαίδεια Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών» και απάντησε στις ερωτήσεις του Δημοσιογράφου, Λογοτέχνη και Εκδότη του Περιοδικού Κέφαλος, κ. Πλούταρχου Πάστρα, για το λογοτεχνικό της έργο, τα βιβλία και τη λογοτεχνία.
Η Κλειώ Ιερωνυμάκη γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης και μετά το Λύκειο φοίτησε στο Τμήμα Οικονομίας και Διοίκησης Τ.Ε.Ι. Πάτρας. Έχει δημοσιεύσει σειρά άρθρων και διηγημάτων κυρίως για αγορές του εξωτερικού και συνεργάστηκε με τα τοπικά ΜΜΕ «Ηράκλειο star», «Ρυθμός 104,5» και «Woman news». Eίναι δασκάλα αγγλικών, σε Κέντρο Ξένων Γλωσσών με νέους και ενήλικους σπουδαστές. Πρόσφατα εκδόθηκε το πρώτο της βιβλίο "Ο μικρούλης Μίκο και η λίμνη Μπλου". Περισσότερες πληροφορίες καθώς και κάποια από τα έργα της θα βρείτε στις σελίδες της συγγραφέως στο facebook και στο goodreads.
https://www.facebook.com/ClioNima/?ref=aymt_homepage_panel
https://www.goodreads.com/author/show/16640410._Clio_Nima
* * *
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΛΕΙΩ ΙΕΡΩΝΥΜΑΚΗ
1. Τι μπορεί να προσφέρει η λογοτεχνία στο σύγχρονο άνθρωπο;
Εκτός από μόρφωση, η λογοτεχνία πρόσφερε και προσφέρει διέξοδο. Διαβάζοντας κανείς ξεφεύγει από την πραγματικότητα της καθημερινότητάς του και ζει αυτή του βιβλίου. Γυρνώντας απλώς μερικές σελίδες ταξιδεύεις και οι άνθρωποι, ειδικά στις μέρες μας που όλα περιγράφονται τόσο ζοφερά, το έχουν ανάγκη αυτό το ταξίδι.
2. Πότε ξεκινήσατε ν’ ασχολείστε με την τέχνη του λόγου και ποιος ήταν ο λόγος που σας παρότρυνε;
Από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού σκάρωνα στιχάκια και έλεγα ιστορίες στα παιδιά. Κάποια στιγμή μια καλή μου φίλη, μου ζήτησε να της γράψω μια ιστορία. Ε, κάπως έτσι το 1997 γράφτηκε το «Στοιχειωμένο κάστρο». Άρεσε τόσο στα παιδιά που το ηχογραφήσαμε σε κασέτα και περνούσε από χέρι σε χέρι. Έπειτα μου ζήτησαν κι άλλο και γεννήθηκε το «Στοιχειωμένο νησί». Από τότε δεν σταμάτησα ποτέ να γράφω.
3. Γιατί γράφετε;
Επειδή δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά. Όταν γεννηθεί μια ιστορία πρέπει οπωσδήποτε να την αποτυπώσω κάπου (σε οποιοδήποτε κομμάτι χαρτί, αρκεί να χωράει κάθε λεξούλα που εκρήγνυται από την όλη σύλληψη), αλλιώς δεν μου αφήνει περιθώρια να σκεφτώ οτιδήποτε άλλο. Χάνομαι μέσα στην πλοκή που εξελίσσεται, ακατάπαυστα, στο κεφάλι μου και δεν μπορώ να αλληλεπιδράσω σωστά με το περιβάλλον γύρω μου.
4. Ποια είναι η πηγή της έμπνευσής σας;
Μπορεί να είναι οτιδήποτε και τίποτα. Συμβαίνει σχεδόν πάντα ξαφνικά. Η πραγματική δουλειά όμως ξεκινάει, αφού έχει ολοκληρωθεί η αφηρημένη σκέψη, στην επιμέλεια του κειμένου.
5. Με ποιο λογοτεχνικό είδος ασχολείστε περισσότερο;
Μέχρι τώρα ασχολούμαι με παιδικά μυθιστορήματα και διηγήματα.
6. Μιλήστε μας για το λογοτεχνικό σας έργο.
Δεν μπορώ να πω ότι έχω επιτελέσει έργο. Αυτές είναι κουβέντες που αφορούν τους μεγάλους μας λογοτέχνες. Εγώ έκανα και κάνω ότι καλύτερο μπορώ με τα βιβλία μου, το πρώτο κυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσεις Κομνηνός, και με τα διηγήματα μου, που κατά καιρούς δημοσιεύονται σε ξένο και ελληνικό τύπο.
7. Πείτε μας λίγα λόγια για το τελευταίο σας βιβλίο που έχει τίτλο: «Ο μικρούλης Μίκο και η λίμνη Μπλου».
Ο Μίκο έχοντας χάσει την οικογένειά του στο βυθό μιας πολύχρωμης λίμνης, της λίμνης Μπλου, στηρίζεται στη θαλπωρή και τη φροντίδα των μικρών της φίλων. Καθώς μεγαλώνει ζει αγωνιώδεις περιπέτειες, αναζητά την ταυτότητά του, ώσπου στο τέλος ανακαλύπτει την αληθινή του φύση και επέρχεται λύτρωση.
Είναι μια ιστορία φιλίας, ανιδιοτέλειας και ίσως μπορεί να πει κανείς πως στρέφει τα παιδιά στη μελέτη του περιβάλλοντος με ένα απλό αλλά ουσιαστικό τρόπο. Ηλικίες 6+.
Είναι μια ιστορία φιλίας, ανιδιοτέλειας και ίσως μπορεί να πει κανείς πως στρέφει τα παιδιά στη μελέτη του περιβάλλοντος με ένα απλό αλλά ουσιαστικό τρόπο. Ηλικίες 6+.
8. Ποια είναι η αγαπημένη σας ώρα μέσα στην ημέρα που κάθεστε και γράφετε;
Δεν έχω, δυστυχώς, την πολυτέλεια να επιλέξω. Γράφω όποτε μου το επιτρέψουν οι συνθήκες. Και παλαιότερα, όμως, που δεν με αποσπούσε τίποτα, δεν είχα συγκεκριμένη ώρα, έγραφα όποτε το χρειαζόμουν.
9. Πως είναι η ζωή ενός λογοτέχνη στα χρόνια της κρίσης;
Θα έλεγα ότι είναι όπως ήταν πάντα. Οι λογοτέχνες, όπως οι περισσότεροι καλλιτέχνες, κάνουν για βιοποριστικούς λόγους μία εργασία και αυτό που αγαπούν μένει στα πλαίσια του ελεύθερου χρόνου τους. Ανεξάρτητα, λοιπόν, από την ευρύτερη κρίση ή ευημερία αναγκάζονται να ασκούν επαγγέλματα άσχετα από την τέχνη τους, καθώς μόνο λίγοι είναι εκείνοι που τους αρκούν τα έσοδα που τους αποφέρει για να ζήσουν.
10. Αν έπρεπε να επιλέξετε ανάμεσα στο έντυπο ή στο ηλεκτρονικό βιβλίο, εσείς ποιο θα επιλέγατε;
Καταλαβαίνω και επικροτώ τα θετικά του να διαβάζεις από μία συσκευή. Δεν υπάρχει το θέμα του όγκου και κουβαλάς μαζί σου όσα βιβλία θέλεις, τα οποία είναι, αν όχι δωρεάν, πολύ οικονομικά, δεν φθείρονται και ένα σωρό άλλα που δεν αξίζει να αναφέρω. Όμως το συναίσθημα του να κρατάς ένα βιβλίο στα χέρια, η υφή, η μυρωδιά του, η αίσθηση του να γυρνάς τη σελίδα και να περιμένεις να ξεχυθεί μπροστά στα μάτια σου ο κόσμος όλος, είναι για μένα αναντικατάστατο και δεν θα το άλλαζα με καμία εξέλιξη της τεχνολογίας.
11. Ποια συμβουλή θα δίνατε σ’ ένα νέο λογοτέχνη;
Να μια δύσκολη ερώτηση, αφού και εγώ είμαι στα πρώτα μου, μικρά, βήματα. Νομίζω πέρα από υπομονή και επιμονή δεν έχω να ορμηνέψω κάτι άλλο, μιας και την σκληρή δουλειά και το πολύ διάβασμα τα θεωρώ αυτονόητα.
12. Τώρα ας περάσουμε στην πλευρά του αναγνώστη. Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που διαβάσατε;
«De Profundis» του Oscar Wilde.
14. Ποια είναι τ’ αγαπημένα σας βιβλία;
Ο «Ερωτόκριτος» του Βιτσέντζου Κορνάρου, ίσως είναι το πιο άρτιο βιβλίο που έχει γραφτεί.
12. Τώρα ας περάσουμε στην πλευρά του αναγνώστη. Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που διαβάσατε;
«De Profundis» του Oscar Wilde.
13. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
Μου αρέσει πάρα πολύ ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, πραγματικά απολαμβάνω την κάθε σελίδα των βιβλίων του.
Ο «Ερωτόκριτος» του Βιτσέντζου Κορνάρου, ίσως είναι το πιο άρτιο βιβλίο που έχει γραφτεί.
15. Τελευταία ερώτηση. Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια στο χώρο της λογοτεχνίας;
Αυτές τις μέρες δουλεύω πάνω στο επόμενο βιβλίο, το οποίο, αν όλα πάνε καλά, θα κυκλοφορήσει πάλι από τις εκδόσεις Κομνηνός τον ερχόμενο χειμώνα. Αυτή τη φορά το βιβλίο θα διηγείται μια διασκεδαστική περιπέτεια τεσσάρων παιδιών Δημοτικού, σμιλεμένη με ισχυρά κοινωνικά μηνύματα που αφορούν τον σχολικό εκφοβισμό και την προσφυγιά, μα στον πυρήνα του, όπως και το προηγούμενο, θα ενσταλάζει στους μικρούς αναγνώστες την αγάπη και την αποδοχή. Ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σας.
* * *
Πόλεμος & Ειρήνη
(της Κλειώς Ιερωνυμάκη)
(της Κλειώς Ιερωνυμάκη)
Ήταν κάποτε ένα αγόρι, ο Πόλεμος και ένα κορίτσι, η Ειρήνη. Ζούσαν σε ένα νησί, ενός ωκεανού, ένα από εκείνα που δεν έχουμε πάει ακόμα εμείς οι άνθρωποι. Δεν ήξεραν πως είχαν βρεθεί εκεί, ούτε από που είχαν έρθει. Δε γνώριζαν τους γονείς τους, ούτε τι σχέση είχαν μεταξύ τους, ήξεραν μόνο, ότι ήταν οι δύο τους. Επικοινωνούσαν με νοήματα και ήχους, που τα συνόδευαν ρυθμικά. Επιβίωναν μόνοι τους, σα να ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Ακόμα και οι διαφορές του ενός, συμπλήρωναν, ότι έλειπε από τον άλλο. Ο Πόλεμος, έπιανε τα ψάρια, τα μαγείρευε σε μια μεγάλη φωτιά και έδιωχνε τα θηρία από γύρω τους. Η Ειρήνη, μάζευε φρούτα, έφτιαχνε το σπίτι τους και χαμογελούσε όμορφα πίσω από τις ξανθές της μπούκλες. Κάποιες φορές, ο Πόλεμος, με τους καβγάδες του, κατέστρεφε τον μικρό τους κόσμο, μα η Ειρήνη στωικά τον έφτιαχνε ξανά. Δε θύμωνε ποτέ. Τον αγαπούσε τον Πόλεμο.
Μία μέρα που το μικρό, καλαμένιο σπίτι ήταν έτοιμο να τους υποδεχτεί, με αρκετά φρούτα, γλυκά σαν νέκταρ, προσεκτικά διαλεγμένα κ μαζεμένα από την ρίζα των δέντρων, η Ειρήνη, αποφάσισε να ψάξει τον Πόλεμο. Ήθελε να δει πως περνάει και εκείνος την ημέρα του. Κοίταξε πρώτα στο δάσος και αφού δεν τον βρήκε, ακολουθώντας το ποτάμι, κατευθύνθηκε χαρούμενη προς την παραλία τους. Δεν προλάβαινε να πάει συχνά εκεί, αν και ήταν το αγαπημένο της μέρος σε όλο το νησί. Τα χρώματα, όπου και αν κοίταζε, ήταν πάντοτε μαγικά. Ίσως εξ'αιτίας της θάλασσας, που ήταν κάθε μέρα διαφορετική, κλέβοντας από τη λάμψη του ήλιου. Εκεί μέσα, ήταν και ο Πόλεμος. Βρίσκονταν κοντά στην αμμουδιά, χωμένος ως τη μέση στα κύματα, με ένα μυτερό ξύλο στο χέρι. Τα μαλλιά του ανέμιζαν, μαύρα, τρελά από τον αέρα και με ένα σάλτο χάθηκε από τα μάτια της, βουτώντας στο αφρισμένο νερό. Φοβήθηκε πως τον έχασε. Έκανε να τρέξει προς τα κει, όταν εκείνος όρμησε έξω από το κύμα, έχοντας ένα ψάρι, που άδικα σπαρταρούσε, στην άκρη του καλαμιού του. Αργοπέθαινε. 'Ωστε έτσι έρχοταν τα ψάρια λοιπόν; Πέρασαν λίγα δεπτερόλεπτα καθώς θυμόταν τα γεύματά τους, συνειδητοποίησε ότι η μορφή του άμοιρου ψαριού ήταν σχεδόν ίδια με πολλά από αυτά. Λιποθύμησε.
Ο Πόλεμος είδε την ξαφνική κίνηση και στράφηκε προς αυτήν. Ήταν εκεί κατάχαμα, ωχρή και άψυχη. Τρόμαξε για πρώτη φορά στη ζωή του. Δεν θυμάται το πως βρέθηκε να την κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά του και να κινείται γοργά προς το σπίτι τους. Όπως έτρεχε με το κεφάλι της να ακουμπά στο στήθος του, η αλμύρα άγγιξε τα χείλη της. Ξύπνησε. Κατάλαβε ότι την κρατούσε και ουρλιάζοντας, πάλεψε να ελευθερωθεί. Εκείνος, σαστισμένος, προσπάθησε να την αφήσει στα πόδια της, μα έτσι όπως πάλευε, του έπεσε. Για μερικά δευτερόλεπτα, έμεινε ακίνητη να τον κοιτάζει, σαν άγριο ζώο, που αντιλαμβάνεται ξένη παρουσία και έπειτα έφυγε. Έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και τα μπλε της μάτια ήταν γεμάτα δάκρυα. Ένοιωθε μέσα της, όλη τη θλίψη του κόσμου και η καρδιά της πονούσε κάθε που επέστρεφε η νωπή ανάμνηση του φόνου. Πάσχιζε να ξεφύγει από τη λύπη, αλλά όσο και να έτρεχε, με τον αέρα να την δέχεται σε μια διάφανη αγκαλιά, τα δάκρυα δεν έφευγαν, ούτε αυτό το νέο, πρωτόγνωρο βάρος που την τράβαγε με δύναμη προς τη γη. Εξαντλήθηκε. Επιτέλους είχε φτάσει όμως, ακριβώς εκεί που ήθελε, σε ένα μέρος άγνωστο, σε ένα μέρος που δε θύμιζε, ούτε Πόλεμο ούτε Ειρήνη.
Ο Πόλεμος, έμεινε κάμποση ώρα με τα χέρια απλωμένα, να κοιτά το κενό έδαφος. Μα τι είχε πάθει; Γιατί έφυγε; Ποτέ του δεν την είχε πειράξει, παρά το βίαιο χαρακτήρα του. Τι άλλαξε ξαφνικά; Νόμιζε ότι την καταλάβαινε. Μάλλον τίποτα δεν καταλάβαινε. Πήγε στην παραλία θυμωμένος, πήρε το ψάρι του και γύρισε σπίτι. Το βράδυ που θα επέστρεφε, θα της έδειχνε την πλάτη του και όταν θα έφτανε η ώρα να παίξουν σκιές στη φωτιά, εκείνος δεν θα σηκωνόταν καν και το ψάρι του θα το έτρωγε μόνος του. Το ψάρι του.. Μα τι είχε έρθει να κάνει στην παραλία? Ποτέ δεν ερχόταν, εκτός όταν πήγαιναν μαζί να δροσιστούν και να παίξουν στην άμμο. Πάντοτε εκείνος, μόνος του, φρόντιζε να κυνηγά και να ανάβει μια μεγάλη, ωραία φωτιά, που τους έδινε ζεστασιά και ασφάλεια. Μαγείρευε και έτρωγαν οι δυο τους ευτυχισμένοι και αέρινοι. Τι άλλαξε? Μα τι τον νοιάζει; Άμα αυτή δεν θέλει να είναι πια μαζί, ας μην είναι. Δε θα της φέρει αντίρρηση, ποτέ δε το έκανε άλλωστε.
Εκείνο το βράδυ, εκείνος κοιμήθηκε χωρίς φωτιά και χωρίς ψάρι, εκείνη κοιμήθηκε χωρίς σπίτι και χωρίς Πόλεμο, εκτός από αυτόν που υπήρχε μέσα της. Η μέρα που ξημέρωνε, θα ήταν πολύ διαφορετική και για τους δύο.
Η Ειρήνη, αποφάσισε να κοιμάται πάνω στα δέντρα, αφού ανακάλυψε, πως δίχως τη φωτιά του Πολέμου, την κυνηγούσαν τα θηρία. Πλέον, τρεφόταν μόνο με φρούτα, που μόλις είχαν πέσει από το δέντρο τους και μάλιστα, έβαζε πάντα το κουκούτσι τους μέσα στο χώμα, με την ελπίδα να δημιουργηθεί νέα ζωή. Όταν έβλεπε νέα φυλαράκια να εμφανίζονται από τους δικούς της καρπούς, ένοιωθε πάλι αθώα.
Ο Πόλεμος, στην άλλη πλευρά του νησιού, είχε αγριέψει. Τώρα πια, κυνηγούσε ζώα και πουλιά και ότι άλλο του φαινόταν ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει σε μια ζωή χωρίς Ειρήνη. Όλα άρχισαν το βράδυ που εκείνη έφυγε. Δίχως φωτιά να τα κρατήσει μακριά, τα αγρίμια πλησίασαν και άφοβα, όπως πάντα του, τα σκότωσε. Ανακάλυψε μάλιστα, ότι ήταν πιο νόστιμα από τα ψάρια και τα προτειμούσε συχνά. Φρούτα έτρωγε σπάνια. Μονάχα όταν του έλειπαν πολύ. Άραγε ζούσε ακόμα η Ειρήνη; Έτσι ευαίσθητη που ήταν, ίσως να μην είχε επιβιώσει χωρίς τις φροντίδες του. Είχε πεισμώσει, αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται την εικόνα του άψυχού κορμιού της και το τέλος του κόσμου, όπως τον είχαν μάθει μαζί.
Ένα βράδυ, ήταν τόσο σίγουρος ότι δε ζει, που αποφάσισε να την ψάξει. Σκέφτηκε ότι όλα τότε θα τελείωναν, μα τι νόημα είχαν όλα γύρω του αν έλειπε εκείνη? Την βρήκε να κοιμάται πάνω σε ένα δέντρο. Από κάτω καιροφυλαχτούσαν ύαινες. Θύμωσε πολύ. Τις δελέασε να τον ακολουθήσουν πιο βαθιά στο δάσος, ώστε να μην ξυπνήσει και τις σκότωσε. Από τότε, κάθε βράδυ, έδιωχνε τα θηρία από γύρω της και έπειτα κοιμόταν.
Περνούσε ο χρόνος και σταδιακά, η έλλειψη τροφής έκανε την Ειρήνη αδύναμη, το σώμα της συνεχώς εξασθενούσε, ώσπου ένα βράδυ δεν κατάφερε να ανέβει στο δέντρο. Έχασε τις αισθήσεις της και έπεσε. Έμεινε ακίνητη στο έδαφος, έρμαιο σε ότι την διεκδικούσε. Ο Πόλεμος ήταν εκεί. Αφού είδε ότι δε σηκώνεται, την πλησίασε. Την κοίταξε επιτέλους από κοντά. Ήταν τόσο όμορφη.
Πέρασε τις επόμενες μέρες του στο πλάι της. Είχε μια δυνατή φωτιά να καίει ασταμάτητα, της έφτιαχνε σούπα από ψάρια, έδιωχνε από γύρω της οτιδήποτε μπορούσε να τη διαταράξει, ορατό ή αόρατο, πραγματικό ή μη. Εκείνη, παραδωμένη στον πυρετό, δέχονταν τις φροντίδες του και μαζί με το σώμα της, θερμαίνονταν πάλι και η καρδιά της. Της είχε λείψει.
Με τον καιρό, η Ειρήνη συνήλθε. Δεν του μιλούσε, μα ούτε έφευγε από το σπίτι τους. Μονάχα σκεφτόταν. Κυλούσαν οι μέρες και όλο σκεφτόταν. Θα είχε σίγουρα πεθάνει εάν δεν ήταν αυτός. Του χρωστούσε την ύπαρξή της. Με τον τρόπο του, έστω, με το βίαιο, βάναυσο τρόπο του, την είχε κρατήσει στη ζωή. Και τώρα που είναι πάλι δυνατή, τι να κάνει? Να συνεχίσει να δέχεται την τροφή που της προσφέρει, συγχωρώντας το θάνατο που την κερδίζει; Το θάνατο, που αν δεν έρχονταν για το θήραμα, θα ερχόταν για κείνη. Έπρεπε να αποκτήσει λίγο Πόλεμο μέσα της. Άραγε γίνονταν;
Και ο Πόλεμος είχε αλλάξει από τότε που εκείνη επέστρεψε σπίτι τους, ήταν διαφορετικός. Ένοιωθε διαφορετικός. Δε κυνηγούσε πια ζώα και έκοβε τα κομμάτια των ψαριών πολύ μικρά, ώστε να μη δει τη μορφή τους ολόκληρη και φύγει πάλι. Ήταν σίγουρος, ότι σε αυτό οφείλονταν η φυγή της. Το κατάλαβε μία μέρα που σκότωσε ένα πρόβατο και είδε τα μάτια του καθώς ξεψυχούσε. Γιαυτό είχε φύγει, δεν είχε αντέξει το θάνατο. Μα δεν μπορούσε να καταλάβει ότι χωρίς αυτόν, δεν θα ζούσε τίποτα; Δεν της το πε ποτέ. Εξάλλου, ούτε εκείνη του μιλούσε. Μόνο μερικές φορές, όταν ήταν ζεστή και χορτάτη από τα αγαθά του, χαμογελούσε. Τότε ένοιωθε μέσα του, λιγάκι από τον εαυτό της. Μέσα στην ίδια την αγριάδα του, τη νοσταλγούσε. Τον μάγευαν τα όμορφα κοριτσίστικα χαρακτηριστικά της, ημέρευε. Και αν έφευγε πάλι; Θα προλάβαινε να τη σώσει ή αυτή τη φορά θα πέθαινε; Μα αν πέθαινε η Ειρήνη, πώς θα έμενε να ζει αυτός; Για ποιόν να σκοτώνει ψάρια, να κυνηγάει θηρία και να ανάβει φωτιές; Δεν έπρεπε να φύγει, έπρεπε να αλλάξει κι άλλο για να την κρατήσει, να κρύψει πιο βαθιά τη φύση του. Ακόμα και αν αυτό σήμαινε να χάσει λίγο από τον εαυτό του, αφού αν έχανε την Ειρήνη, δεν θα είχε πια εαυτό να χάσει. Άραγε γίνονταν;
Έτσι, έμεναν οι δυο τους σιωπηλοί,σκεπτόμενοι τις υποχωρήσεις και τις θυσίες που γίνονταν, για να συνυπάρχουν και να υπάρχουν. Τα μέτραγαν όλα σοφά, ρεαλιστικά, όπως μόνο ένα αγόρι και ένα κορίτσι μπορούν, μέσα στη διαύγεια της παιδικότητάς τους. Παράξενος ο κόσμος τους. Ο ένας, ζούσε από τα αγαθά του άλλου, του ενός, προέκυπταν από την σκληρότητα και του άλλου, από την τρυφερότητα. Πως μπορούσαν να ανεχτούν το καλό και το κακό μέσα τους, το ένα το άλλο? Από αγάπη? Ανάγκη για επιβίωση; Συντροφικότητα? Και πως θα επέλθει αρμονία, αφού υπάρχει μόνο ανομοιότητα; Όσο μεγάλωναν τα παιδιά, τόσο πλήθαιναν οι σκέψεις και οι απορροίες τους. Δεν μίλησαν ποτέ ξανά ο ένας στον άλλο και λησμόνησαν τον λόγο. Μόνο σαν έπεφτε η νύχτα και οι ανάσες τους ενώνονταν, όλα λύνονταν και τα ερωτήματα χάνονταν σε μια στιγμή μαγική, που διαρκούσε μόνο τόσο, όσο να περάσει το σκοτάδι, όσο να ξαναγεννηθούν, τόσες φορές, όσες η αυγή και να διαρκούν ατάραχα αιώνες, με το νησί να αλλάζει τοποθεσία, Θεούς, πιστούς και θηρία.
Μία μέρα που το μικρό, καλαμένιο σπίτι ήταν έτοιμο να τους υποδεχτεί, με αρκετά φρούτα, γλυκά σαν νέκταρ, προσεκτικά διαλεγμένα κ μαζεμένα από την ρίζα των δέντρων, η Ειρήνη, αποφάσισε να ψάξει τον Πόλεμο. Ήθελε να δει πως περνάει και εκείνος την ημέρα του. Κοίταξε πρώτα στο δάσος και αφού δεν τον βρήκε, ακολουθώντας το ποτάμι, κατευθύνθηκε χαρούμενη προς την παραλία τους. Δεν προλάβαινε να πάει συχνά εκεί, αν και ήταν το αγαπημένο της μέρος σε όλο το νησί. Τα χρώματα, όπου και αν κοίταζε, ήταν πάντοτε μαγικά. Ίσως εξ'αιτίας της θάλασσας, που ήταν κάθε μέρα διαφορετική, κλέβοντας από τη λάμψη του ήλιου. Εκεί μέσα, ήταν και ο Πόλεμος. Βρίσκονταν κοντά στην αμμουδιά, χωμένος ως τη μέση στα κύματα, με ένα μυτερό ξύλο στο χέρι. Τα μαλλιά του ανέμιζαν, μαύρα, τρελά από τον αέρα και με ένα σάλτο χάθηκε από τα μάτια της, βουτώντας στο αφρισμένο νερό. Φοβήθηκε πως τον έχασε. Έκανε να τρέξει προς τα κει, όταν εκείνος όρμησε έξω από το κύμα, έχοντας ένα ψάρι, που άδικα σπαρταρούσε, στην άκρη του καλαμιού του. Αργοπέθαινε. 'Ωστε έτσι έρχοταν τα ψάρια λοιπόν; Πέρασαν λίγα δεπτερόλεπτα καθώς θυμόταν τα γεύματά τους, συνειδητοποίησε ότι η μορφή του άμοιρου ψαριού ήταν σχεδόν ίδια με πολλά από αυτά. Λιποθύμησε.
Ο Πόλεμος είδε την ξαφνική κίνηση και στράφηκε προς αυτήν. Ήταν εκεί κατάχαμα, ωχρή και άψυχη. Τρόμαξε για πρώτη φορά στη ζωή του. Δεν θυμάται το πως βρέθηκε να την κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά του και να κινείται γοργά προς το σπίτι τους. Όπως έτρεχε με το κεφάλι της να ακουμπά στο στήθος του, η αλμύρα άγγιξε τα χείλη της. Ξύπνησε. Κατάλαβε ότι την κρατούσε και ουρλιάζοντας, πάλεψε να ελευθερωθεί. Εκείνος, σαστισμένος, προσπάθησε να την αφήσει στα πόδια της, μα έτσι όπως πάλευε, του έπεσε. Για μερικά δευτερόλεπτα, έμεινε ακίνητη να τον κοιτάζει, σαν άγριο ζώο, που αντιλαμβάνεται ξένη παρουσία και έπειτα έφυγε. Έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και τα μπλε της μάτια ήταν γεμάτα δάκρυα. Ένοιωθε μέσα της, όλη τη θλίψη του κόσμου και η καρδιά της πονούσε κάθε που επέστρεφε η νωπή ανάμνηση του φόνου. Πάσχιζε να ξεφύγει από τη λύπη, αλλά όσο και να έτρεχε, με τον αέρα να την δέχεται σε μια διάφανη αγκαλιά, τα δάκρυα δεν έφευγαν, ούτε αυτό το νέο, πρωτόγνωρο βάρος που την τράβαγε με δύναμη προς τη γη. Εξαντλήθηκε. Επιτέλους είχε φτάσει όμως, ακριβώς εκεί που ήθελε, σε ένα μέρος άγνωστο, σε ένα μέρος που δε θύμιζε, ούτε Πόλεμο ούτε Ειρήνη.
Ο Πόλεμος, έμεινε κάμποση ώρα με τα χέρια απλωμένα, να κοιτά το κενό έδαφος. Μα τι είχε πάθει; Γιατί έφυγε; Ποτέ του δεν την είχε πειράξει, παρά το βίαιο χαρακτήρα του. Τι άλλαξε ξαφνικά; Νόμιζε ότι την καταλάβαινε. Μάλλον τίποτα δεν καταλάβαινε. Πήγε στην παραλία θυμωμένος, πήρε το ψάρι του και γύρισε σπίτι. Το βράδυ που θα επέστρεφε, θα της έδειχνε την πλάτη του και όταν θα έφτανε η ώρα να παίξουν σκιές στη φωτιά, εκείνος δεν θα σηκωνόταν καν και το ψάρι του θα το έτρωγε μόνος του. Το ψάρι του.. Μα τι είχε έρθει να κάνει στην παραλία? Ποτέ δεν ερχόταν, εκτός όταν πήγαιναν μαζί να δροσιστούν και να παίξουν στην άμμο. Πάντοτε εκείνος, μόνος του, φρόντιζε να κυνηγά και να ανάβει μια μεγάλη, ωραία φωτιά, που τους έδινε ζεστασιά και ασφάλεια. Μαγείρευε και έτρωγαν οι δυο τους ευτυχισμένοι και αέρινοι. Τι άλλαξε? Μα τι τον νοιάζει; Άμα αυτή δεν θέλει να είναι πια μαζί, ας μην είναι. Δε θα της φέρει αντίρρηση, ποτέ δε το έκανε άλλωστε.
Εκείνο το βράδυ, εκείνος κοιμήθηκε χωρίς φωτιά και χωρίς ψάρι, εκείνη κοιμήθηκε χωρίς σπίτι και χωρίς Πόλεμο, εκτός από αυτόν που υπήρχε μέσα της. Η μέρα που ξημέρωνε, θα ήταν πολύ διαφορετική και για τους δύο.
Η Ειρήνη, αποφάσισε να κοιμάται πάνω στα δέντρα, αφού ανακάλυψε, πως δίχως τη φωτιά του Πολέμου, την κυνηγούσαν τα θηρία. Πλέον, τρεφόταν μόνο με φρούτα, που μόλις είχαν πέσει από το δέντρο τους και μάλιστα, έβαζε πάντα το κουκούτσι τους μέσα στο χώμα, με την ελπίδα να δημιουργηθεί νέα ζωή. Όταν έβλεπε νέα φυλαράκια να εμφανίζονται από τους δικούς της καρπούς, ένοιωθε πάλι αθώα.
Ο Πόλεμος, στην άλλη πλευρά του νησιού, είχε αγριέψει. Τώρα πια, κυνηγούσε ζώα και πουλιά και ότι άλλο του φαινόταν ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει σε μια ζωή χωρίς Ειρήνη. Όλα άρχισαν το βράδυ που εκείνη έφυγε. Δίχως φωτιά να τα κρατήσει μακριά, τα αγρίμια πλησίασαν και άφοβα, όπως πάντα του, τα σκότωσε. Ανακάλυψε μάλιστα, ότι ήταν πιο νόστιμα από τα ψάρια και τα προτειμούσε συχνά. Φρούτα έτρωγε σπάνια. Μονάχα όταν του έλειπαν πολύ. Άραγε ζούσε ακόμα η Ειρήνη; Έτσι ευαίσθητη που ήταν, ίσως να μην είχε επιβιώσει χωρίς τις φροντίδες του. Είχε πεισμώσει, αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται την εικόνα του άψυχού κορμιού της και το τέλος του κόσμου, όπως τον είχαν μάθει μαζί.
Ένα βράδυ, ήταν τόσο σίγουρος ότι δε ζει, που αποφάσισε να την ψάξει. Σκέφτηκε ότι όλα τότε θα τελείωναν, μα τι νόημα είχαν όλα γύρω του αν έλειπε εκείνη? Την βρήκε να κοιμάται πάνω σε ένα δέντρο. Από κάτω καιροφυλαχτούσαν ύαινες. Θύμωσε πολύ. Τις δελέασε να τον ακολουθήσουν πιο βαθιά στο δάσος, ώστε να μην ξυπνήσει και τις σκότωσε. Από τότε, κάθε βράδυ, έδιωχνε τα θηρία από γύρω της και έπειτα κοιμόταν.
Περνούσε ο χρόνος και σταδιακά, η έλλειψη τροφής έκανε την Ειρήνη αδύναμη, το σώμα της συνεχώς εξασθενούσε, ώσπου ένα βράδυ δεν κατάφερε να ανέβει στο δέντρο. Έχασε τις αισθήσεις της και έπεσε. Έμεινε ακίνητη στο έδαφος, έρμαιο σε ότι την διεκδικούσε. Ο Πόλεμος ήταν εκεί. Αφού είδε ότι δε σηκώνεται, την πλησίασε. Την κοίταξε επιτέλους από κοντά. Ήταν τόσο όμορφη.
Πέρασε τις επόμενες μέρες του στο πλάι της. Είχε μια δυνατή φωτιά να καίει ασταμάτητα, της έφτιαχνε σούπα από ψάρια, έδιωχνε από γύρω της οτιδήποτε μπορούσε να τη διαταράξει, ορατό ή αόρατο, πραγματικό ή μη. Εκείνη, παραδωμένη στον πυρετό, δέχονταν τις φροντίδες του και μαζί με το σώμα της, θερμαίνονταν πάλι και η καρδιά της. Της είχε λείψει.
Με τον καιρό, η Ειρήνη συνήλθε. Δεν του μιλούσε, μα ούτε έφευγε από το σπίτι τους. Μονάχα σκεφτόταν. Κυλούσαν οι μέρες και όλο σκεφτόταν. Θα είχε σίγουρα πεθάνει εάν δεν ήταν αυτός. Του χρωστούσε την ύπαρξή της. Με τον τρόπο του, έστω, με το βίαιο, βάναυσο τρόπο του, την είχε κρατήσει στη ζωή. Και τώρα που είναι πάλι δυνατή, τι να κάνει? Να συνεχίσει να δέχεται την τροφή που της προσφέρει, συγχωρώντας το θάνατο που την κερδίζει; Το θάνατο, που αν δεν έρχονταν για το θήραμα, θα ερχόταν για κείνη. Έπρεπε να αποκτήσει λίγο Πόλεμο μέσα της. Άραγε γίνονταν;
Και ο Πόλεμος είχε αλλάξει από τότε που εκείνη επέστρεψε σπίτι τους, ήταν διαφορετικός. Ένοιωθε διαφορετικός. Δε κυνηγούσε πια ζώα και έκοβε τα κομμάτια των ψαριών πολύ μικρά, ώστε να μη δει τη μορφή τους ολόκληρη και φύγει πάλι. Ήταν σίγουρος, ότι σε αυτό οφείλονταν η φυγή της. Το κατάλαβε μία μέρα που σκότωσε ένα πρόβατο και είδε τα μάτια του καθώς ξεψυχούσε. Γιαυτό είχε φύγει, δεν είχε αντέξει το θάνατο. Μα δεν μπορούσε να καταλάβει ότι χωρίς αυτόν, δεν θα ζούσε τίποτα; Δεν της το πε ποτέ. Εξάλλου, ούτε εκείνη του μιλούσε. Μόνο μερικές φορές, όταν ήταν ζεστή και χορτάτη από τα αγαθά του, χαμογελούσε. Τότε ένοιωθε μέσα του, λιγάκι από τον εαυτό της. Μέσα στην ίδια την αγριάδα του, τη νοσταλγούσε. Τον μάγευαν τα όμορφα κοριτσίστικα χαρακτηριστικά της, ημέρευε. Και αν έφευγε πάλι; Θα προλάβαινε να τη σώσει ή αυτή τη φορά θα πέθαινε; Μα αν πέθαινε η Ειρήνη, πώς θα έμενε να ζει αυτός; Για ποιόν να σκοτώνει ψάρια, να κυνηγάει θηρία και να ανάβει φωτιές; Δεν έπρεπε να φύγει, έπρεπε να αλλάξει κι άλλο για να την κρατήσει, να κρύψει πιο βαθιά τη φύση του. Ακόμα και αν αυτό σήμαινε να χάσει λίγο από τον εαυτό του, αφού αν έχανε την Ειρήνη, δεν θα είχε πια εαυτό να χάσει. Άραγε γίνονταν;
Έτσι, έμεναν οι δυο τους σιωπηλοί,σκεπτόμενοι τις υποχωρήσεις και τις θυσίες που γίνονταν, για να συνυπάρχουν και να υπάρχουν. Τα μέτραγαν όλα σοφά, ρεαλιστικά, όπως μόνο ένα αγόρι και ένα κορίτσι μπορούν, μέσα στη διαύγεια της παιδικότητάς τους. Παράξενος ο κόσμος τους. Ο ένας, ζούσε από τα αγαθά του άλλου, του ενός, προέκυπταν από την σκληρότητα και του άλλου, από την τρυφερότητα. Πως μπορούσαν να ανεχτούν το καλό και το κακό μέσα τους, το ένα το άλλο? Από αγάπη? Ανάγκη για επιβίωση; Συντροφικότητα? Και πως θα επέλθει αρμονία, αφού υπάρχει μόνο ανομοιότητα; Όσο μεγάλωναν τα παιδιά, τόσο πλήθαιναν οι σκέψεις και οι απορροίες τους. Δεν μίλησαν ποτέ ξανά ο ένας στον άλλο και λησμόνησαν τον λόγο. Μόνο σαν έπεφτε η νύχτα και οι ανάσες τους ενώνονταν, όλα λύνονταν και τα ερωτήματα χάνονταν σε μια στιγμή μαγική, που διαρκούσε μόνο τόσο, όσο να περάσει το σκοτάδι, όσο να ξαναγεννηθούν, τόσες φορές, όσες η αυγή και να διαρκούν ατάραχα αιώνες, με το νησί να αλλάζει τοποθεσία, Θεούς, πιστούς και θηρία.
Χρωστώ της Μιχαλούς
(της Κλειώς Ιερωνυμάκη)
(της Κλειώς Ιερωνυμάκη)
Μεγάλωσα με τέτοιο πάθος
και με ένα πείσμα φοβερό
ε, πίστευα κάπου στο βάθος
πως θα ρέει το ευρώ νερό.
Τώρα έφτασαν τα τριάντα
με μαύρη μιζέρια τραγική
κοιτάζομαι με τους αντάμα
αχ τσάμπα γυρεύουμε βρακί.
Φίλοι φεύγουνε στην ξενιτιά
κάποιοι σύρανε για τα χωριά
άλλοι στήνονται ως τα πάρκα
το χέρι απλώνουν για ψιλά,
όπως όμως και να μας έρθουν
αυτοί οι παράξενοι καιροί
τα ελληνόπουλα αντέχουν
και να… ο προφήτης καρτερεί.
Τα δάνειά τους τώρα σβήνουν
ας τρέχουν χαράτσια στη ΔΕΗ
με το καλοκαιράκι βγαίνουν
βρε δες πως ξαπλώνουν στην αυλή.
Πότε να φεύγει το βαπόρι;
Κάθε απόγευμα στις εννιά.
Έλα να πάμε καμιά βόλτα.
Άστο έχει πάλι συννεφιά.
Ξάφνου θέλει οικογένεια
πλήρωνε τώρα μαμά μπαμπά
όλοι σκοπιά στο ίδιο σπίτι
ή, θε μου, με τα πεθερικά.
Έτσι φεύγουν και τα σαράντα
έχω ένα μίσος τρομερό.
Άραγε φταίμε εμείς μπάρμπα
ή μήπως μας φταίει το ευρώ;
και με ένα πείσμα φοβερό
ε, πίστευα κάπου στο βάθος
πως θα ρέει το ευρώ νερό.
Τώρα έφτασαν τα τριάντα
με μαύρη μιζέρια τραγική
κοιτάζομαι με τους αντάμα
αχ τσάμπα γυρεύουμε βρακί.
Φίλοι φεύγουνε στην ξενιτιά
κάποιοι σύρανε για τα χωριά
άλλοι στήνονται ως τα πάρκα
το χέρι απλώνουν για ψιλά,
όπως όμως και να μας έρθουν
αυτοί οι παράξενοι καιροί
τα ελληνόπουλα αντέχουν
και να… ο προφήτης καρτερεί.
Τα δάνειά τους τώρα σβήνουν
ας τρέχουν χαράτσια στη ΔΕΗ
με το καλοκαιράκι βγαίνουν
βρε δες πως ξαπλώνουν στην αυλή.
Πότε να φεύγει το βαπόρι;
Κάθε απόγευμα στις εννιά.
Έλα να πάμε καμιά βόλτα.
Άστο έχει πάλι συννεφιά.
Ξάφνου θέλει οικογένεια
πλήρωνε τώρα μαμά μπαμπά
όλοι σκοπιά στο ίδιο σπίτι
ή, θε μου, με τα πεθερικά.
Έτσι φεύγουν και τα σαράντα
έχω ένα μίσος τρομερό.
Άραγε φταίμε εμείς μπάρμπα
ή μήπως μας φταίει το ευρώ;
* * *
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΚΛΕΙΩΣ ΙΕΡΩΝΥΜΑΚΗ
Η Κλειώ Ιερωνυμάκη γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης και μετά το Λύκειο φοίτησε στο Τμήμα Οικονομίας και Διοίκησης Τ.Ε.Ι. Πάτρας. Έχει δημοσιεύσει σειρά άρθρων και διηγημάτων κυρίως για αγορές του εξωτερικού και συνεργάστηκε με τα τοπικά ΜΜΕ «Ηράκλειο star», «Ρυθμός 104,5» και «Woman news». Eίναι δασκάλα αγγλικών, σε Κέντρο Ξένων Γλωσσών με νέους και ενήλικους σπουδαστές. Πρόσφατα εκδόθηκε το πρώτο της βιβλίο "Ο μικρούλης Μίκο και η λίμνη Μπλου". Περισσότερες πληροφορίες καθώς και κάποια από τα έργα της θα βρείτε στις σελίδες της συγγραφέως στο facebook και στο goodreads.
https://www.facebook.com/ClioNima/?ref=aymt_homepage_panel
https://www.goodreads.com/author/show/16640410._Clio_Nima
* * *
ΑΝ ΘΕΣ ΚΑΙ ΣΥ ΝΑ ΣΥΜΜΕΤΑΣΧΕΙΣ ΣΤΗ ΔΡΑΣΗ:
ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ
ΚΑΙ ΣΤΗΝ
ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΩΝ ΣΥΧΡΟΝΩΝ
ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ
ΠΑΤΗΣΕ
ΕΔΩ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!