ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Σ. ΛΟΥΚΑΤΟΣ
«Ξημερώνει τ' Αϊ-Βασιλειού» λένε την παραμονή, κι αυτό φαίνεται καλά στους δρόμους και στην αγορά. Οι χωρικοί με τα γαϊδουράκια τους πουλούν «ασκινοκάρες» (αγριοκρεμμύδες), «μυρσίνες κι ελατόκλαρα». (Οι μυρτσίνες και τα ελατόκλαρα ήταν από πολύ παλιά χρόνια απαραίτητη διακοσμητική πρασινάδα για τις Γιορτές του Χρόνου στην Κεφαλονιά, πολύ προτού γενικευθεί η μόδα του χριστουγεννιάτικου δέντρου). Στην αγορά μπροστά από κάθε μαγαζί απλώνεται ένας ταβλάς με «παστέλι», και στα εμπορικά του Λιθόστρατου (αν πάρουμε παράδειγμα τ' Αργοστόλι) έχουν στηθεί τραπέζια με «λοταρίες», όπου ο κάθε πελάτης μπορεί να δοκιμάσει την τύχη του. Όλα κολυμπάνε στο πράσινο (μυρτσίνες παντού) και βλέπει κανείς στις γωνιές των μαγαζιών τα στητά ελατόκλαρα, με το μπαμπάκι επάνω τους, να προκαλούν το χειμώνα... Το μεσημέρι, όλες μαζί οι καμπάνες σημαίνουν «πανηγυρικάτα», κι αυτή είναι η πιο έντονη ώρα της ημέρας, που κάνει τους Κεφαλονίτες ν' αλληλοχαιρετιούνται με τριπλές ευχές: -Καλή σ' αποκοπή! -Καλός σ' Άης Βασιλής! - Καλός μας χρόνος!
Αλλά το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο από τη γιορτή της παραμονής είναι τα «κάλαντα», που τα ψάλλουν στις πολιτείες και στα χωριά με περισσή αρμονία και διάρκεια, και που τα λόγια τους διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή. Βγαίνουν μικροί και μεγάλοι το βράδυ και μένουν ως αργά τη νύχτα (αφού η μουσική και το φαναράκι μπορούν να εξουδετερώσουν τα παγανά), τραγουδώντας κάτω από τα σπίτια το ιστορικό της γιορτής, και λέγοντας επαίνους (κοπλιμέντα) στους αφεντάδες ή στους νοικοκυραίους του τόπου. Στις πόλεις, λένε συνήθως τη γνωστή σύνθεση της φυλλάδας: «Πόλιν ακούσατ' άρχοντες κτλ.», αλλά θα σημειώσω εδώ το αγροτικό κεφαλονίτικο τραγόυδι του Αϊ-Βασίλη, όπως το λένε π.χ. στην Ανωγή της Παλικής (που το ξέρω έτσι από τη μητέρα μου Χαρίκλεια).
Αρχιμινιά κι αρχιχρονιά κι αρχή του Γεναρίου
κι αύριο ξημερώνεται τ' Αγίου Βασιλείου.
Άης Βασίλης έρκεται από την Καισαρεία,
βαστάει κρίθινο ψωμί και μια χεριά ραπάνια,
που προσφαΐζει το ψωμί και τρώει τα ραπάνια.
- Βασίλη, πούθεν έρκεσαι; Βασίλη, πού πηγαίνεις;
- Από το σπίτι μ' έρκομαι και στο σκολειό μου πάω.
- Βασίλη αν ξέρεις γράμματα, πες μας τ' αρφαβητάρι.
Εκούμπησε στο ξύλο του να πει τ' αρφαβητάρι,
το ξύλο του ήτανε ξερό, χλωρούς βλαστούς επέτα
κι απάνου στους χλωρούς βλαστούς [ερδ'ολοα εκακαριώντα,
όχι περδίκια μοναχά, παρί και περιστέρια.
Τα περιστέρια εφύγανε και στσι βρυσούλες πάνε,
παίρνουν νερό, ραντίζουνται, ραντίζουν τα φτερά τους,
ραντίζουν του αφέντη τους, ραντίζουν την κυρά τους.
Και καταλήγουν σε επαίνους, που είναι πολλών λογιών. Αρχίζουν από τα εγκώμια στους ερωτότροπους γιους (ένα παλιό, σχεδόν βυζαντινό, παίνεμα):
Κυρά, με τους πολλούς ιγιούς, τους καλαναθρεμμένους,
τσου χτένισες, τσου εστόλισες και στο σκολειό τσου στέρνεις.
Εκεί τσου δέρνει ο δάσκαλος, εκεί τσου μαγκλαβίζει (μαλώνει).
Μωρές, το πού 'ν' τα γράμματα, μωρές, το πού 'ν' ο νους σας;
Τα γράμματα 'ναι στο χαρτί κι ο νους μας στσι κοπέλες,
κι ο λογισμός μας περβατεί πέρα στσι μαυρομάτες,
πέρα στσι γαϊτανόφρυδες και στσι ξανθομαλλούσες.
Και τελειώνουν με τα ιδιότυπα επτανησιακά:
Με τρία γράμματα χρυσά γράφεται τ' όνομα σου,
Γερασιμάκη αφέντη μου, καλησπερίσματά σου.
Εκοίταξα στον ουρανό κι είδα ένα σταυρό στη μέση
κι απ' όλα τα ονόματα Σπυράγγελος μ' αρέσει.
Και πάλ' εματακοίταξα κι είδα 'να-δυο στεφάνια,
και με το καλονύχτισμα, καλά σας Θεοφάνια.
Έχουν όμως και ειδικές ευχές, μαζί με τους επαίνους για κάθε περίπτωση. Στις κάπως ώριμες κοπέλες λένε:
Το νέον έτος εύχομαι, ωραία δεσποσύνη,
να σου χαρίσει το γαμπρό και τη... συζυγοσύνη.
Αν είναι κανείς ταξιδεμένεος του σπιτιού (όπως είναι πάντα):
Καληώρα δω, καληώρα κει, καληώρα σ' άλλη χώρα,
καληώρα και του Πίπη μας, όθεν κι αν είναι τώρα.
Και στους γραμματισμένους:
Του Δημητράκη του 'πρεπε πιτσούνι και ξεφτέρι
και μια πενούλα ολόχρυση στο δεξιό του χέρι.
Ακολουθεί, τέλος, η ευγενική απαίτηση της αμοιβής:
Δώστε κι εμάς τον κόπο μας ό,τ' είν' ο ορισμός σας,
κι ο Άγιος Βασίλειος να είναι βοηθός σας.
Ή όπως λένε στα χωριά:
Δώσε μας και τον κόκορο, δώσε μας και την κότα,
δώσε μας και του μπαναμά, να πάμε σ' άλλη πόρτα.
Ο Τσιτσέλης, που περιέγραψε κι αυτή τη γιορτή, σε δημοσίευμά του το 1910 στο ημερολόγιο του Ζιζανίου (Αργοστόλι) γράφει:
«Ενθυμούμεθα οι γεροντότεροι τους παλαιούς ειδικούς τραγουδιστάς και στιχοπλόκους, τους δι' όλης της νυκτός ψάλλοντας τον γνωστόν Άη Βασίλη, τον εν πολλοίς πλήρη επαίνων κολακευτικών, διά τους του οίκου και διά πάν ό,τι ευηρέστει τους εν αυτώ, και καταλήγοντα εις την αίτησην του δώρου-μποναμά (buona mano), του τε χρηματικού και του εκ ροσολίων και γλυκισμάτων και πτηνών».
Η γλυκιά αρμονία των τραγουδιών και των παινεμάτων αυτών, όπως τα ψάλλουνε με μουσικά όργανα οι παρέες των μεγάλων, ιδιαίτερα στ' Αργοστόλι και στο Ληξούρι, είναι από τα πιο αξέχαστα ακροάματα. Μπορώ να πω πως η καλή τους εκτέλεση εξελίχθηκε σε μια συμφωνική τοπική μουσική, από τις χαρακτηριστικότερες της Κεφαφλονιάς (κι ας είναι διαφορετικά τ' αργοστολιώτικα από τα ληξουριώτικα κάλαντα), που έχει δώσει στο απλό λαϊκό μοτίβο τους μιαν εφτανησιώτικη πολυφωνική και συγχορδιακή τελείωση. Κι αυτό το χαίρεται κανείς περισσότερο όταν τ' ακούει να γεμίζουν τους δρόμους και τις γειτονιές, από την ώρα του πρώτου ηλεκτρικού φωτός της παραμονής ως το γλυκό ξημέρωμα της Πρωτοχρονιάς.
Ο αποχαιρετισμός του παλιού και το καλωσόρισμα του καινούργιου χρόνου -έθιμο θορυβώδες, που άρχισε στα ρωμαϊκά και διατηρήθηκε στα βυζαντινά και στα νεότερα ευρωπαϊκά χρόνια- γίνεται με τρόπο πανηγυρικό και σχεδόν βενετσιάνικο, στον μεγάλο εμπορικό δρόμο τ' Αργοστολίου, το «Λιθόστρατο» (Λιθόστρατο τον λένε και τώρα, ύστερ' από τους σεισμούς, κι ας μην εφρόντισαν να του κρατήσουν τους «λίθους», αλλά τον σκέπασαν με άσφαλτο). Εκεί συγκεντρώνεται όλος ο κόσμος το βράδυ της παραμονής και με σφυρίγματα, τριζόνια, κόρνους και σιδερικά διώχνουν τον παλιό χρόνο (θα έλεγε κανείς πως του κάνουν καζούρα, αν δεν ήταν η εξήγηση πως με τους θορύβους κυνηγιούνται και τα παγανά), αλλά και χαριεντίζεται το ένα φύλο με τ' άλλο, εξακοντίζοντας κολόνιες στο πρόσωπο και στα μάτια από μικρά κομψοφτιαγμένα δοχεία, τις περίφημες «ψικαστήρες». (Είναι και αυτό ένα έθιμο εθνογραφικά αναγνωρισμένο, το έθιμο του «αλληλορομαντισμού», που έχει μαγική επίδραση για την ευετηρία και την καλή πορεία του νέου χρόνου.) Μέσα σ' όλον αυτόν τον σχεδόν αποκριάτικο θόρυβο, οι μπάντες της μουσικής περνάνε κάθε τόσο πέρα-δώθε στο Λιθόστρατο και μ' ένα χρονιάτικο ρυθμικό εμβατήριο θυμίζουν την αυριανή πρώτη μέρα του χρόνου.
Ύστερα ο κόσμος αποσύρεται για το δείπνο. Θα φάει δίχως άλλο «τηγανίτες» (πλακουτσές στο τηγάνι, με μέλι ή ζάχαρη και με κανέλα), θα παίξει και γα το καλό μια «κοντσίνα», επειδή τούτες τις μέρες το έθιμο επιτρέπει την «τράπουλα», ακόμη και στα παιδιά. Μερικοί κόβουν αποβραδίς και την αθηναϊκή βασιλόπιτα με το νόμισμα. Η κεφαλονίτικη όμως παράδοση γνωρίζει περισσότερο τη «βασιλίτσα», μεγάλο ζυμωτό ψωμί της Πρωτοχρονιάς, με χοντρό σταυρό στην «απαναριά» του και καρύδια ολόγυρα, που θα την κόψει αύριο στο μεσημεριανό τραπέζι ο νοικοκύρης.
Ξημέρωσε Πρωτοχρονιά. Πάλι οι μπάντες της μουσικής θα βγουν στους δρόμους του Αργοστολίου και του Ληξουρίου, παίζοντας το ειδικό ρεφρέν για τα κάλαντα από σπίτι σε σπίτι. Είναι η μέρα της «μάντσιας» τους και όλοι προσφέρουν πρόθυμα. Την ίδια ώρα στα χωριά, τα παιδάκια θα χτυπάνε τις πόρτες και δίνουν στις καλοχτένιστες νοικοκυρές την «αγιοβασιλίτσα» της χρονιάς, μια αγριοκρεμμύδα (ασκινοκάρα ή σκυλοκάρα ή κουτσουνοκάρα), που της χρυσώνουν τα φύλλα και το βολβό, κι ανακατεύουν με τα φύλλα της ζουμπούλια και βιολέτες (νάρκισσους) της εποχής. «Καλός χρόνος και Καλός σ' Άης Βασίλης», λένε στη νοικοκυρά, κι εκείνη θα τους δώσει «μποναμά» για το «πουγκί» τους και συκάδια για την τσέπη τους. Και θα πάρει την ασκινοκάρα, που είναι ένα πανελλήνιο ελπιδοφόρο σύμβολο αναβλάστησης, θα σταθεί στο παράθυρο, θα κοιτάξει προς τα βουνά και προς της θάλασσα και θα πει:
Καλημέρα σας, βουνά,
καλημέρα, θάλασσα,
και καλή Πρωτοχρονιά!
Δυνατή σαν τα βουνά (να είμαι),
γρήγορη σαν τα νερά,
άξια σαν τη θάλασσα.
Κι ύστερα θα βάλει την «αγιοβασιλίτσα» στη «γωνιά» του σπιτιού, με την ευχή και την ελπίδα να ξαναρίξει τα φύλλα της μέσα στο χρόνο...
Η μέρα σήμερα περνάει και στην Κεφαλονια με τις ίδιες χρονιάτικες προφυλάξεις που παίρνουν σ' όλη την Επτάνησο και στην άλλη Ελλάδα. Προσέχουνε το καλό «ποδαρικό», ή τον άνθρωπο με το καλό «'στρικό» (αστρικό), προσέχουν να μη δανείσουν και να μη δανειστούν, να μην κλάψουν και να μη στενοχωρηθούν, κοιτάνε να διαβάσουν και να κάμουν μια δουλειά προκομμένη, για να δουλεύουν έτσι όλο το χρόνο. Στα χωριά δίνουν μεγάλη σημασία στα πουλερικά και στην πτηνοτροφία -είναι η σοβαρότερη σπιτική οικονομία τους- κι απαιτούν από τους ξένους να καθίσουν κάπου και να πουν:
Αυγά, πουλιά, όλο κιού,
και κανένα κλου!
δηλαδή να μη βγουν ποτέ κλούβια τ' αυγά της κλώσας.
Κι όπου υπάρχει κτηνοτροφία, η νοικοκυρά με τη σειρά της θα πρέπει να βγει από το σπίτι της και να πάει στη στάνη, να φέρει στον τσοπάνη της μια καλοζυμωμένη βασιλίτσα και κρασί, και να του ευχηθεί την καλή χρονιά. Το καλό των προβάτων ή των γιδιών απαιτεί, εκείνη τη βασιλίτσα ή κουλούρα της ημέρας, ο τσοπάνης να τη σπάσει πάνω στα κέρατα του κριαριού ή του τράγου, και να πει:
Χίλια χρόνια, χίλια γίδια!
(ή χίλια πρόβατα!)
Στους δρόμους, ύστερα, των χωριών και της πολιτείας, τα «χρόνια πολλα» και τα «αφέντη μου» δίνουν και παίρνουν. Όλοι οι μικροδουλευτάδες και οι κάθε είδους φτωχοί, ή όσοι είπαν τη νύχτα τα κάλαντα και δεν πήραν αμοιβή, συνηθίζουν να γυρίζουν όλο το πρωί της Πρωτοχρονιάς κρατώντας ένα δίσκο ή ένα «πιάτελο» στο χέρι, όπου έχουν βάλει «πορτογάλι» (πορτοκάλι), στολισμένο με μοσχοκάρφια («πρόκες και γαρούφαλο»). Το πορτοκάλι αυτό είναι ένα μέσο αξιόπρεπης επαιτείας. Το προτείνουν απλώς σε κείνον που θα συναντήσουν και του λένε: «Χρόνια Πολλά». Αυτό σημαίνει ότι περιμένουν ένα φιλοδώρημα. Είναι γνωστό ότι από τα ρωμαϊκά χρονιά και τα βυζαντινά χρόνια οι πολίτες αντάλλασσαν δώρα, «καρπούς» και γλυκίσματα την Πρωτοχρονιά. Γλυκά και δώρα ανταλλάσουμε και σήμερα. Τέτοια, λοιπόν, σημασία μιας συμβολικής ανταλλαγής έχει και το πορτοκάλι του φτωχού Κεφαλονίτη. Κάτι προσφέρει κι αυτός στον αφέντη, που του δίνει μπονάμα μόνο που ο αφέντης δεν το παίρνει κι έτσι ο φτωχός μπορεί να το προσφέρει και σ' άλλους.
Ο Ηλίας Τσιτσέλης επρόσεξε επίσης το έθιμο αυτό, και το περιέγραψε το 1910, με παρόμοια εξήγηση:
«Περίεργον έθιμον είναι και το υπό των πτωχών παίδων, των επαιτών και των νεωκόρων εθιζόμενον, καθ' ο περιφέρουσιν ούτοι προς χρηματολογίαν επί δίσκου ή πιατέλου πορτοκάλλιον, εις ο ενσφηνούνται πρόκες γαρυφάλλου. Το έθιμον δύναται, νομίζομεν, να εξηγηθή ως εξής: Είναι ημέρα δώρων προς αλλήλους. Ο πτωχός όμως δεν έχει πλούσια και πολυτελή, ουδέ χρήματα, και προσφέρει απλούν πορτοκάλλιον προς τον εις όν αποτείνεται, ούτος δε τω αντιδωρεί χρήματα, επιστρέφων το πορτοκάλλιον τω πτωχώ δωρητή».
Πατροπαράδοτο φαγητό του μεσημεριού στην Κεφαλονιά ήταν παλαιότερα η «πουτρίδα», δηλαδή χοιρινό κρέας, με «κάβολε» (κουνουπίδι) ή «μάπα» (λάχανο) ή «γουλί» στην κατσαρόλα. Εκεί εκόβανε και τη βασιλίτσα, κι ετρώγανε και λίγα κλωνιά από «ρόγδι» (ρόδι) για το καλό. Κι ύστερα, ολόκληρη η μέρα κι η νύχτα τ' Αϊ-Βασιλειού περνάει με «τζόγο» (χαρτοπαίγνιο). Είναι το έθιμο που χρειάζεται για να εκβιάσει την Τύχη και τον πλουτισμό. Ξεκίνησε από απλή δοκιμή της τύχης κι έγινε πάθος, που τούτες τις μέρες παραγίνεται στα σπίτια και στα σαλόνια.
Ο Λασκαράτος δεν παρέλειψε να σατιρίσει, από την εποχή του, τούτη τη μανία του τζόγου, παρωδώντας τα γνωστά λόγια των καλάντων με τα δικά του ειρωνικά:
Άης Βασίλης έρχεται, Γενάρης ξημερώνει,
βαστάει τραπουλόχαρτα και παίζει την πασέτα.
Βασίλη, πούθεν έρχεσαι; Βασίλη, πού πηγαίνεις;
Από τις λέσχες έρχομαι και πηαίνω και στα σπίτια.
Κι αλλού:
Βασίλη, πως σ' εκάμανε οι χριστιανοί τση ημέρας;
...εσένα σ' εορτάζουνε με φαραό-πασέτα!
Ο τζόγος όμως των παιδιών και της γειτονιάς είναι εντελώς εθιμικός και πρόσκαιρος. Με τις εισπράξεις που έχουν από τα κάλαντα και τους μποναμάδες, παίζουν στους δρόμους διάφορα παιγνίδια της δεκάρας ή της δραχμής, το «πατρινό», το «πίτσι», το «τοιχάκι» κ.ά., κι ακόμα παίζουν το κάρφωμα του πορτοκαλιού, όπου όποιος ξέρει να ρίξει καρφωτό το «φράγκο» του και να τρυπήσει («μία κι άφανη!») παίρνει δικό του το πορτοκάλι.
Αλλά το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο από τη γιορτή της παραμονής είναι τα «κάλαντα», που τα ψάλλουν στις πολιτείες και στα χωριά με περισσή αρμονία και διάρκεια, και που τα λόγια τους διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή. Βγαίνουν μικροί και μεγάλοι το βράδυ και μένουν ως αργά τη νύχτα (αφού η μουσική και το φαναράκι μπορούν να εξουδετερώσουν τα παγανά), τραγουδώντας κάτω από τα σπίτια το ιστορικό της γιορτής, και λέγοντας επαίνους (κοπλιμέντα) στους αφεντάδες ή στους νοικοκυραίους του τόπου. Στις πόλεις, λένε συνήθως τη γνωστή σύνθεση της φυλλάδας: «Πόλιν ακούσατ' άρχοντες κτλ.», αλλά θα σημειώσω εδώ το αγροτικό κεφαλονίτικο τραγόυδι του Αϊ-Βασίλη, όπως το λένε π.χ. στην Ανωγή της Παλικής (που το ξέρω έτσι από τη μητέρα μου Χαρίκλεια).
Αρχιμινιά κι αρχιχρονιά κι αρχή του Γεναρίου
κι αύριο ξημερώνεται τ' Αγίου Βασιλείου.
Άης Βασίλης έρκεται από την Καισαρεία,
βαστάει κρίθινο ψωμί και μια χεριά ραπάνια,
που προσφαΐζει το ψωμί και τρώει τα ραπάνια.
- Βασίλη, πούθεν έρκεσαι; Βασίλη, πού πηγαίνεις;
- Από το σπίτι μ' έρκομαι και στο σκολειό μου πάω.
- Βασίλη αν ξέρεις γράμματα, πες μας τ' αρφαβητάρι.
Εκούμπησε στο ξύλο του να πει τ' αρφαβητάρι,
το ξύλο του ήτανε ξερό, χλωρούς βλαστούς επέτα
κι απάνου στους χλωρούς βλαστούς [ερδ'ολοα εκακαριώντα,
όχι περδίκια μοναχά, παρί και περιστέρια.
Τα περιστέρια εφύγανε και στσι βρυσούλες πάνε,
παίρνουν νερό, ραντίζουνται, ραντίζουν τα φτερά τους,
ραντίζουν του αφέντη τους, ραντίζουν την κυρά τους.
Και καταλήγουν σε επαίνους, που είναι πολλών λογιών. Αρχίζουν από τα εγκώμια στους ερωτότροπους γιους (ένα παλιό, σχεδόν βυζαντινό, παίνεμα):
Κυρά, με τους πολλούς ιγιούς, τους καλαναθρεμμένους,
τσου χτένισες, τσου εστόλισες και στο σκολειό τσου στέρνεις.
Εκεί τσου δέρνει ο δάσκαλος, εκεί τσου μαγκλαβίζει (μαλώνει).
Μωρές, το πού 'ν' τα γράμματα, μωρές, το πού 'ν' ο νους σας;
Τα γράμματα 'ναι στο χαρτί κι ο νους μας στσι κοπέλες,
κι ο λογισμός μας περβατεί πέρα στσι μαυρομάτες,
πέρα στσι γαϊτανόφρυδες και στσι ξανθομαλλούσες.
Και τελειώνουν με τα ιδιότυπα επτανησιακά:
Με τρία γράμματα χρυσά γράφεται τ' όνομα σου,
Γερασιμάκη αφέντη μου, καλησπερίσματά σου.
Εκοίταξα στον ουρανό κι είδα ένα σταυρό στη μέση
κι απ' όλα τα ονόματα Σπυράγγελος μ' αρέσει.
Και πάλ' εματακοίταξα κι είδα 'να-δυο στεφάνια,
και με το καλονύχτισμα, καλά σας Θεοφάνια.
Έχουν όμως και ειδικές ευχές, μαζί με τους επαίνους για κάθε περίπτωση. Στις κάπως ώριμες κοπέλες λένε:
Το νέον έτος εύχομαι, ωραία δεσποσύνη,
να σου χαρίσει το γαμπρό και τη... συζυγοσύνη.
Αν είναι κανείς ταξιδεμένεος του σπιτιού (όπως είναι πάντα):
Καληώρα δω, καληώρα κει, καληώρα σ' άλλη χώρα,
καληώρα και του Πίπη μας, όθεν κι αν είναι τώρα.
Και στους γραμματισμένους:
Του Δημητράκη του 'πρεπε πιτσούνι και ξεφτέρι
και μια πενούλα ολόχρυση στο δεξιό του χέρι.
Ακολουθεί, τέλος, η ευγενική απαίτηση της αμοιβής:
Δώστε κι εμάς τον κόπο μας ό,τ' είν' ο ορισμός σας,
κι ο Άγιος Βασίλειος να είναι βοηθός σας.
Ή όπως λένε στα χωριά:
Δώσε μας και τον κόκορο, δώσε μας και την κότα,
δώσε μας και του μπαναμά, να πάμε σ' άλλη πόρτα.
Ο Τσιτσέλης, που περιέγραψε κι αυτή τη γιορτή, σε δημοσίευμά του το 1910 στο ημερολόγιο του Ζιζανίου (Αργοστόλι) γράφει:
«Ενθυμούμεθα οι γεροντότεροι τους παλαιούς ειδικούς τραγουδιστάς και στιχοπλόκους, τους δι' όλης της νυκτός ψάλλοντας τον γνωστόν Άη Βασίλη, τον εν πολλοίς πλήρη επαίνων κολακευτικών, διά τους του οίκου και διά πάν ό,τι ευηρέστει τους εν αυτώ, και καταλήγοντα εις την αίτησην του δώρου-μποναμά (buona mano), του τε χρηματικού και του εκ ροσολίων και γλυκισμάτων και πτηνών».
Η γλυκιά αρμονία των τραγουδιών και των παινεμάτων αυτών, όπως τα ψάλλουνε με μουσικά όργανα οι παρέες των μεγάλων, ιδιαίτερα στ' Αργοστόλι και στο Ληξούρι, είναι από τα πιο αξέχαστα ακροάματα. Μπορώ να πω πως η καλή τους εκτέλεση εξελίχθηκε σε μια συμφωνική τοπική μουσική, από τις χαρακτηριστικότερες της Κεφαφλονιάς (κι ας είναι διαφορετικά τ' αργοστολιώτικα από τα ληξουριώτικα κάλαντα), που έχει δώσει στο απλό λαϊκό μοτίβο τους μιαν εφτανησιώτικη πολυφωνική και συγχορδιακή τελείωση. Κι αυτό το χαίρεται κανείς περισσότερο όταν τ' ακούει να γεμίζουν τους δρόμους και τις γειτονιές, από την ώρα του πρώτου ηλεκτρικού φωτός της παραμονής ως το γλυκό ξημέρωμα της Πρωτοχρονιάς.
Ο αποχαιρετισμός του παλιού και το καλωσόρισμα του καινούργιου χρόνου -έθιμο θορυβώδες, που άρχισε στα ρωμαϊκά και διατηρήθηκε στα βυζαντινά και στα νεότερα ευρωπαϊκά χρόνια- γίνεται με τρόπο πανηγυρικό και σχεδόν βενετσιάνικο, στον μεγάλο εμπορικό δρόμο τ' Αργοστολίου, το «Λιθόστρατο» (Λιθόστρατο τον λένε και τώρα, ύστερ' από τους σεισμούς, κι ας μην εφρόντισαν να του κρατήσουν τους «λίθους», αλλά τον σκέπασαν με άσφαλτο). Εκεί συγκεντρώνεται όλος ο κόσμος το βράδυ της παραμονής και με σφυρίγματα, τριζόνια, κόρνους και σιδερικά διώχνουν τον παλιό χρόνο (θα έλεγε κανείς πως του κάνουν καζούρα, αν δεν ήταν η εξήγηση πως με τους θορύβους κυνηγιούνται και τα παγανά), αλλά και χαριεντίζεται το ένα φύλο με τ' άλλο, εξακοντίζοντας κολόνιες στο πρόσωπο και στα μάτια από μικρά κομψοφτιαγμένα δοχεία, τις περίφημες «ψικαστήρες». (Είναι και αυτό ένα έθιμο εθνογραφικά αναγνωρισμένο, το έθιμο του «αλληλορομαντισμού», που έχει μαγική επίδραση για την ευετηρία και την καλή πορεία του νέου χρόνου.) Μέσα σ' όλον αυτόν τον σχεδόν αποκριάτικο θόρυβο, οι μπάντες της μουσικής περνάνε κάθε τόσο πέρα-δώθε στο Λιθόστρατο και μ' ένα χρονιάτικο ρυθμικό εμβατήριο θυμίζουν την αυριανή πρώτη μέρα του χρόνου.
Ύστερα ο κόσμος αποσύρεται για το δείπνο. Θα φάει δίχως άλλο «τηγανίτες» (πλακουτσές στο τηγάνι, με μέλι ή ζάχαρη και με κανέλα), θα παίξει και γα το καλό μια «κοντσίνα», επειδή τούτες τις μέρες το έθιμο επιτρέπει την «τράπουλα», ακόμη και στα παιδιά. Μερικοί κόβουν αποβραδίς και την αθηναϊκή βασιλόπιτα με το νόμισμα. Η κεφαλονίτικη όμως παράδοση γνωρίζει περισσότερο τη «βασιλίτσα», μεγάλο ζυμωτό ψωμί της Πρωτοχρονιάς, με χοντρό σταυρό στην «απαναριά» του και καρύδια ολόγυρα, που θα την κόψει αύριο στο μεσημεριανό τραπέζι ο νοικοκύρης.
Ξημέρωσε Πρωτοχρονιά. Πάλι οι μπάντες της μουσικής θα βγουν στους δρόμους του Αργοστολίου και του Ληξουρίου, παίζοντας το ειδικό ρεφρέν για τα κάλαντα από σπίτι σε σπίτι. Είναι η μέρα της «μάντσιας» τους και όλοι προσφέρουν πρόθυμα. Την ίδια ώρα στα χωριά, τα παιδάκια θα χτυπάνε τις πόρτες και δίνουν στις καλοχτένιστες νοικοκυρές την «αγιοβασιλίτσα» της χρονιάς, μια αγριοκρεμμύδα (ασκινοκάρα ή σκυλοκάρα ή κουτσουνοκάρα), που της χρυσώνουν τα φύλλα και το βολβό, κι ανακατεύουν με τα φύλλα της ζουμπούλια και βιολέτες (νάρκισσους) της εποχής. «Καλός χρόνος και Καλός σ' Άης Βασίλης», λένε στη νοικοκυρά, κι εκείνη θα τους δώσει «μποναμά» για το «πουγκί» τους και συκάδια για την τσέπη τους. Και θα πάρει την ασκινοκάρα, που είναι ένα πανελλήνιο ελπιδοφόρο σύμβολο αναβλάστησης, θα σταθεί στο παράθυρο, θα κοιτάξει προς τα βουνά και προς της θάλασσα και θα πει:
Καλημέρα σας, βουνά,
καλημέρα, θάλασσα,
και καλή Πρωτοχρονιά!
Δυνατή σαν τα βουνά (να είμαι),
γρήγορη σαν τα νερά,
άξια σαν τη θάλασσα.
Κι ύστερα θα βάλει την «αγιοβασιλίτσα» στη «γωνιά» του σπιτιού, με την ευχή και την ελπίδα να ξαναρίξει τα φύλλα της μέσα στο χρόνο...
Η μέρα σήμερα περνάει και στην Κεφαλονια με τις ίδιες χρονιάτικες προφυλάξεις που παίρνουν σ' όλη την Επτάνησο και στην άλλη Ελλάδα. Προσέχουνε το καλό «ποδαρικό», ή τον άνθρωπο με το καλό «'στρικό» (αστρικό), προσέχουν να μη δανείσουν και να μη δανειστούν, να μην κλάψουν και να μη στενοχωρηθούν, κοιτάνε να διαβάσουν και να κάμουν μια δουλειά προκομμένη, για να δουλεύουν έτσι όλο το χρόνο. Στα χωριά δίνουν μεγάλη σημασία στα πουλερικά και στην πτηνοτροφία -είναι η σοβαρότερη σπιτική οικονομία τους- κι απαιτούν από τους ξένους να καθίσουν κάπου και να πουν:
Αυγά, πουλιά, όλο κιού,
και κανένα κλου!
δηλαδή να μη βγουν ποτέ κλούβια τ' αυγά της κλώσας.
Κι όπου υπάρχει κτηνοτροφία, η νοικοκυρά με τη σειρά της θα πρέπει να βγει από το σπίτι της και να πάει στη στάνη, να φέρει στον τσοπάνη της μια καλοζυμωμένη βασιλίτσα και κρασί, και να του ευχηθεί την καλή χρονιά. Το καλό των προβάτων ή των γιδιών απαιτεί, εκείνη τη βασιλίτσα ή κουλούρα της ημέρας, ο τσοπάνης να τη σπάσει πάνω στα κέρατα του κριαριού ή του τράγου, και να πει:
Χίλια χρόνια, χίλια γίδια!
(ή χίλια πρόβατα!)
Στους δρόμους, ύστερα, των χωριών και της πολιτείας, τα «χρόνια πολλα» και τα «αφέντη μου» δίνουν και παίρνουν. Όλοι οι μικροδουλευτάδες και οι κάθε είδους φτωχοί, ή όσοι είπαν τη νύχτα τα κάλαντα και δεν πήραν αμοιβή, συνηθίζουν να γυρίζουν όλο το πρωί της Πρωτοχρονιάς κρατώντας ένα δίσκο ή ένα «πιάτελο» στο χέρι, όπου έχουν βάλει «πορτογάλι» (πορτοκάλι), στολισμένο με μοσχοκάρφια («πρόκες και γαρούφαλο»). Το πορτοκάλι αυτό είναι ένα μέσο αξιόπρεπης επαιτείας. Το προτείνουν απλώς σε κείνον που θα συναντήσουν και του λένε: «Χρόνια Πολλά». Αυτό σημαίνει ότι περιμένουν ένα φιλοδώρημα. Είναι γνωστό ότι από τα ρωμαϊκά χρονιά και τα βυζαντινά χρόνια οι πολίτες αντάλλασσαν δώρα, «καρπούς» και γλυκίσματα την Πρωτοχρονιά. Γλυκά και δώρα ανταλλάσουμε και σήμερα. Τέτοια, λοιπόν, σημασία μιας συμβολικής ανταλλαγής έχει και το πορτοκάλι του φτωχού Κεφαλονίτη. Κάτι προσφέρει κι αυτός στον αφέντη, που του δίνει μπονάμα μόνο που ο αφέντης δεν το παίρνει κι έτσι ο φτωχός μπορεί να το προσφέρει και σ' άλλους.
Ο Ηλίας Τσιτσέλης επρόσεξε επίσης το έθιμο αυτό, και το περιέγραψε το 1910, με παρόμοια εξήγηση:
«Περίεργον έθιμον είναι και το υπό των πτωχών παίδων, των επαιτών και των νεωκόρων εθιζόμενον, καθ' ο περιφέρουσιν ούτοι προς χρηματολογίαν επί δίσκου ή πιατέλου πορτοκάλλιον, εις ο ενσφηνούνται πρόκες γαρυφάλλου. Το έθιμον δύναται, νομίζομεν, να εξηγηθή ως εξής: Είναι ημέρα δώρων προς αλλήλους. Ο πτωχός όμως δεν έχει πλούσια και πολυτελή, ουδέ χρήματα, και προσφέρει απλούν πορτοκάλλιον προς τον εις όν αποτείνεται, ούτος δε τω αντιδωρεί χρήματα, επιστρέφων το πορτοκάλλιον τω πτωχώ δωρητή».
Πατροπαράδοτο φαγητό του μεσημεριού στην Κεφαλονιά ήταν παλαιότερα η «πουτρίδα», δηλαδή χοιρινό κρέας, με «κάβολε» (κουνουπίδι) ή «μάπα» (λάχανο) ή «γουλί» στην κατσαρόλα. Εκεί εκόβανε και τη βασιλίτσα, κι ετρώγανε και λίγα κλωνιά από «ρόγδι» (ρόδι) για το καλό. Κι ύστερα, ολόκληρη η μέρα κι η νύχτα τ' Αϊ-Βασιλειού περνάει με «τζόγο» (χαρτοπαίγνιο). Είναι το έθιμο που χρειάζεται για να εκβιάσει την Τύχη και τον πλουτισμό. Ξεκίνησε από απλή δοκιμή της τύχης κι έγινε πάθος, που τούτες τις μέρες παραγίνεται στα σπίτια και στα σαλόνια.
Ο Λασκαράτος δεν παρέλειψε να σατιρίσει, από την εποχή του, τούτη τη μανία του τζόγου, παρωδώντας τα γνωστά λόγια των καλάντων με τα δικά του ειρωνικά:
Άης Βασίλης έρχεται, Γενάρης ξημερώνει,
βαστάει τραπουλόχαρτα και παίζει την πασέτα.
Βασίλη, πούθεν έρχεσαι; Βασίλη, πού πηγαίνεις;
Από τις λέσχες έρχομαι και πηαίνω και στα σπίτια.
Κι αλλού:
Βασίλη, πως σ' εκάμανε οι χριστιανοί τση ημέρας;
...εσένα σ' εορτάζουνε με φαραό-πασέτα!
Ο τζόγος όμως των παιδιών και της γειτονιάς είναι εντελώς εθιμικός και πρόσκαιρος. Με τις εισπράξεις που έχουν από τα κάλαντα και τους μποναμάδες, παίζουν στους δρόμους διάφορα παιγνίδια της δεκάρας ή της δραχμής, το «πατρινό», το «πίτσι», το «τοιχάκι» κ.ά., κι ακόμα παίζουν το κάρφωμα του πορτοκαλιού, όπου όποιος ξέρει να ρίξει καρφωτό το «φράγκο» του και να τρυπήσει («μία κι άφανη!») παίρνει δικό του το πορτοκάλι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!