Ιάκωβος Πολυλάς, (1825-1896), Επτανήσιος Λογοτέχνης |
Ένα μικρό λάθος (απόσπασμα)
Το εσπέρας ο άνδρας της έφθασε από την πόλη.
- Λάβε, της είπε, τα χρυσάφια σου· τα σήκωσα από το Κατάστημα να τα φορέσης αύριο· έστειλα και δεκαπέντε δραχμές του Αντωνάκη μας να καλοπεράση αυτές τις άγιες ημέρες· θα τες λάβη τη Νια Δευτέρα μας γράφει ότι είναι καλά, και μας εύχεται καλήν Λαμπρήν· πάρε το γράμμα να το φυλάξης με τα άλλα.
- Καλήν φώτιση σου έδωκεν ο Θεός· λέγω για το παιδί μας, όχι για τα χρυσάφια μου· εις περασμένες ημέρες, ωσάν νέα κι εγώ, εζήλευα να τα φορώ· αμμή τώρα... και, ύστερα, έμαθα από πολύν καιρόν να τα έχω εις το Κατάστημα· κοίταξε πώς εμαύρισαν τα μαραμένα.
Και αμέσως εβάλθη να ξεσκονίση το μαύρο βελουδένιο χρυσοκέντητο πεσελί, να τρίψη τες ασημοχρυσωμένες φούμπιες, τα ασημένια σκολαρίκια, τον χρυσούν λαιμόν, τες χρυσές περόνες της κεφαλής και τα δακτυλίδια. Και ενώ έκαμνε αυτήν την εργασίαν, αισθάνετο ότι επιάνετο η καρδιά της.
“Παναγία μου”, έλεγε μέσα της, “κάμε να έχη καλό τέλος τούτη μου η χαρά· δεν επερίμενα τόσην καλοσύνην από τον άνδρα μου· θα τον οδήγησε ίσως ο καλός μου πνευματικός· και όμως εγώ ποτέ μου δεν άνοιξα το στόμα να παραπονεθώ για τες κακοτροπίες του συντρόφου μου· γνωρίζω πόσες φροντίδες, πόσα βάσανα έχουν αυτοί οι δύστυχοι άνδρες· είναι αναγκασμένοι εις την ανέσοδη να χρεωθούν διά το θεόψωμο, και συμβαίνει πολλές φορές, για τες αμαρτίες μας, είτε η όστρια να χαλάση τον καρπόν, είτε το κρύο απριλιάτικα να κάψη τα σταφύλια μες στο άνθισμά τους· και τότε ο τοκογλύφτης τους φοβερίζει με φυλάκιση για να τους βιάση να του γράψουν το ένα δέκα, είκοσι, πενήντα -ω! οι μαύρες ψυχές, διάδικον να 'χουν τον Θεόν- και ύστερον οι άνδρες ν' αγριεύουν, μας μαλώνουν άδικα για το παραμικρό -ε! η φτώχεια γεννά την γκρίνια. Πόσες φορές αυτά τα χρυσάφια, αυτό το πεσελί μου, τούτη η καημένη προίκα, εχρησίμευσε για να σηκώσουμε από το Κατάστημα καμιά πενηνταριά δραχμές, διά να μη σαπή ο άνδρας μου εις τη φυλακήν. Α! να περάσουν γρήγορα αυτές οι σαράντα ημέρες, να γυρίση το παιδάκι μου να μας βοηθήση”.
Η καημένη της προίκα! Όποιος δεν γνωρίζει την εξοχήν της Κερκύρας θα παραξενευθή ν' ακούση ότι οι γυναίκες συνήθως φέρνουν μόνην τους προίκα καμία διακοσαριά δραχμές χρυσάφια και κάποτε δύο ή τρία ελαιόδενδρα ή δύο τσαπιών αμπέλι, εισόδημα δέκα δραχμών τον χρόνον· αλλά η θαυμαστή χωριανή φέρνει με το σώμα της το εύρωστο και με την ευγενικήν ψυχήν της θησαυρόν ατίμητον εις την οικογένειαν οπού έρχεται νύφη και αγογγύστως εργάζεται και κοπιάζει και όταν συμβαίνη να χηρεύση με ανήλικα παιδιά, τότε με το προνοητικό της πνεύμα, με υπεράνθρωπον αγώνα κυβερνά την οικογένειαν, και άπειρα έχομε παραδείγματα, οπού γυναίκα χήρα ανάστησε σπίτι ξεπατωμένο. […]
(Διηγήματα και άλλα πεζά, Εκδ. Οίκος Γεωργίου Φέξη, 1916)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!